Θεολογική Μέθοδος
Β’ Θεολογική μέθοδος γενικώς
Κατά τας αντιλήψεις των Πατέρων περί Ιεράς Παραδόσεως και αποστολικής διαδοχής είναι αδύνατον εις τον ευρισκόμενον εκτός της κοινωνίας των εν τω σώματι του Χριστού αγίων να κατανοήση την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. Η κατανόησις της ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι μία απλή υπόθεσις της επιστημονικής ερεύνης. Δια τούτο δεν πρέπει να κάμνη εντύπωσιν το γεγονός, ότι σπουδαίοι ετερόδοξοι ερευνηταί της Αγίας Γραφής, καθηγηταί Πανεπιστημίων, δεν δύνανται να έχουν την κατανόησιν των θεμάτων περί αποκαλύψεως, ενσαρκώσεως, χάριτος και σωτηρίας, ως έχουν ταύτην οι άγιοι της ορθοδόξου παραδόσεως.
Δεν είναι επίσης δυνατόν εις τους ευρισκομένους εκτός της ορθοδόξου παραδόσεως και μη μετέχοντας εις την εν Χριστώ ορθόδοξον πνευματικότητα ιστορικούς των δογμάτων να κατανοήσουν την ουσίαν της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων.
Ισχύουν τα ανωτέρω περί ορθοδόξου γνωσιολογίας, διότι απλούστατα η κλείς της ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής θεολογίας είναι η ορθόδοξος εν Χριστώ πνευματικότης και ζωή και η κλείς της αληθινής εν Χριστώ πνευματικότητος και ζωής είναι η ορθόδοξος Δογματική και Συμβολική θεολογία. Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν η αποστολική διαδοχή κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνει όχι μόνον την υπό ορθοδόξων και κανονικών επισκόπων αδιάκοπον χειροτονίαν του κλήρου, του λειτουργούντος τα σωστικά, αγιαστικά και θεωτικά μυστήρια του Χριστού υπέρ αυτού και του λαού, αλλά και την ορθήν περί Χριστού διδασκαλίαν και την ορθήν κατά Χριστόν και εν Χριστώ πνευματικότητα. Ούτω χειροτονία, δόγμα και πνευματικότης αποτελούν κατά την ορθόδοξον αντίληψιν περί Ιεράς Παραδόσεως, μίαν αδιάσπαστον ενότητα, ώστε η έλλειψις του ενός στοιχείου να συνεπάγεται την απουσίαν των άλλων και άρα την διάσπασιν και διακοπήν της αποστολικής διαδοχής και της μεθέξεως εις την Ιεράν Παράδοσιν και την Παρακαταθήκην.
Τούτο, όπως, θα ίδωμεν, δεν σημαίνει ότι η ορθόδοξος πνευματικότης συνδέεται με μίαν εν τη ζωή ταύτη αναμαρτησίαν, ώστε να αποκόπτωνται από την αποστολικήν διαδοχήν και το ορθόδοξον δόγμα οι περιπίπτοντες εις την αμαρτίαν, εφόσον ουδείς αναμάρτητος ειμή ο Χριστός. Σημαίνει όμως ότι ο μη κατά Χριστόν ζών, αλλά και δικαιολογών εαυτόν κατά τρόπον ώστε να νομίζη ότι ζη κατά Χριστόν και αναλόγως να θεολογή χωρίς να έχη ως πνευματικούς οδηγούς τους θεοθέντας αγίους και συμβασιλείς του Χριστού, θα δημιουργήση μίαν θεολογίαν κατά τα μέτρα του και κατά τας προσωπικάς του ορέξεις και επομένως ουχί ορθόδοξον.
Δια τον λόγον αυτόν οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν, ότι μόνον εις αγωνιζομένους κατά της αμαρτίας και του διαβόλου υπέρ της κατά Χριστόν τελειώσεως επιτρέπεται να θεολογούν. Επίσης και η διδασκαλία περί θεολογίας πρέπει να γίνεται αναλόγως προς την πνευματικήν κατάστασιν και προετοιμασίαν του μαθητευομένου.
Αι βασιζόμεναι επί των παθών και των φανταστικών νοημάτων προλήψεις δεν επιτρέπουν και εις τον φιλοσοφικώτερον και επιστημονικώτερον των ανθρώπων, να εμβαθύνη εις τα της πίστεως, διότι η θεολογία αυτού όσον επιστημονική και στοχαστικώς ωραία και αν φαίνεται δεν θα είναι ορθόδοξος, διότι ο συγχέων τας προλήψεις του με την αλήθειαν του Χριστού δεν δύναται να κατανοήση την αλήθειαν και να γίνη μαθητής του Χριστού και των φίλων Αυτού προφητών, αποστόλων και αγίων.
Την καλυτέραν ίσως έκφρασιν των ανωτέρω γνωσιολογικών, περί ορθοδόξου δόγματος αρχών, ευρίσκομεν εις τα λεχθέντα υπό του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κατά των Ευνομιανών, “ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός, ουχ ούτω το πράγμα εύωνον και των χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δέ, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε, και οίς, και εφ’ όσον. Ου πάντων μέν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων, ή καθαιρομένων, το μεριώτατον. Μη καθαρώ γαρ άπτεσθαι καθαρού τυχόν ουδέ ασφαλές, ώσπερ ουδέ όψει σαθρά ηλιακής ακτίνος. Ότε δέ; Ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από τής έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοίς μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις, οίον γράμμασι πονηροίς αναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ή βορβόρω μύρων ευωδίαν. Δεί γαρ τω όντι σχολάσαι, και γνώναι Θεόν, και όταν λάβωμεν καιρόν, κρίνειν θεολογίας ευθύτητα. Τίσι δέ; Οίς το πράγμα δια σπουδής, και ουχ ως έν τι των άλλων και τούτο φλυαρείται ηδέως, μετά τούς ιππικούς, και τα θέατρα, και τα άσματα, και την γαστέρα, και τα υπό γαστέρα, οίς και τούτο μέρος τρυφής, η περί ταύτα ερεσχελία και κομψεία των αντιθέσεων. Τίνα δε φιλοσοφητέον, και επί πόσον; Όσα ημίν εφικτά, και εφ’ όσον η του ακούοντος έξις εφικνείται και δύναμις, ίνα μη καθάπερ αι υπερβάλλουσαι των φωνών, ή των τροφών, την ακοήν βλάπτουσιν ή τα σώματα, – ει βούλει δέ, των φορτίων τα υπέρ δύναμιν τούς υποβαίνοντας (ή υπερβαίνοντας), ή την γήν των υετών οι σφοδρότεροι, – ούτω δη και ούτοι τοίς στερροίς, ίν’ ούτως είπω, των λόγων καταπιεσθέντες και βαρυνθέντες ζημιωθείεν και εις την αρχαίαν δύναμιν”.1
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων επί των ανωτέρω, ο άγιος Γρηγόριος, συνεχίζει λέγων, “καί ου λέγω τούτο μη δείν πάντοτε μεμνήσθαι Θεού. Μη πάλιν επιφυέσθωσαν ημίν οι πάντα εύκολοι και ταχείς. Μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον, καί, ει οίόν τε τούτο ειπείν, μηδέ άλλο τι ή τούτο πρακτέον. Καγώ των επαινούντων ειμί τον λόγον, ός μελετάν ημέρας και νυκτός διακελεύεται, και εσπέρας και πρωΐ και μεσημβρίας διηγείσθαι, και ευλογείν τον Κύριον εν παντί καιρώ, ει δει και το Μωυσέως ειπείν, κοιταζόμενον, διανιστάμενον οδοιπορούντα, ό,τι ουν άλλο πράττοντα, και τη μνήμη τυπούσθαι πρός καθαρότητα. Ώστε ου το μεμνήσθαι διηνεκώς κωλύω, το θεολογείν δέ, ουδέ την θεολογίαν, ώσπερ ασεβές, αλλά την ακαιρίαν, ουδέ την διδασκαλίαν, αλλά την αμετρίαν. Η μέλιτος μεν πλησμονή και κόρος έμετον εργάζεται, καίπερ όντος μέλιτος, και καιρός τω παντί πράγματι, ως Σολομώντι καμοί δοκεί, και το καλόν ου καλόν, όταν μη καλώς γίνηται, … ενταύθα δε μόνον τον καιρόν ατιμάσομεν, ου μάλιστα τιμητέον το εύκαιρον;”2
Παρατηρητέον ότι κατά τον άγιον Γρηγόριον εις την κορυφήν της θεολογίας ίστανται “οι εξητασμένοι και διαβεβηκότες εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένοι, ή καθαιρόμενοι, το μετριώτατον”. Εις την ορολογίαν της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων “οι διαβεβηκότες εν θεωρία” είναι οι αυτόπται μάρτυρες της δόξης του Θεού, προφήται, απόστολοι και άγιοι. Οι θεόπται ούτοι ευρίσκονται εν Χριστώ εις το κέντρον της Ιεράς Παραδόσεως, ως η ερμηνευτική και δογματική αυθεντία εν τη Εκκλησία.
Τούτο σημαίνει ότι ο κατ’ εξοχήν θεολόγος της Εκκλησίας, δεν είναι ο φιλοσοφών στοχαστικώς και διαλεκτικώς, αλλά ο φθάσας χάριτι Θεού, εις θεωρίαν τη δόξη του Χριστού και ούτω λαβών την εκ Θεού αποκάλυψιν, γενόμενος αυθεντία τοις πιστοίς.
Η τοιαύτη κλιμάκωσις και διαβάθμησις των περί Θεού γνωστικών είναι μία βασική και ουσιαστική προϋπόθεσις της πατερικής θεολογικής μεθόδου, ήτις ευρίσκεται εις το κέντρον της ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας περί παραδόσεως, παρακαταθήκης, θεοπνευστίας, αυθεντίας, αλαθήτου, σωτηρίας, αγιασμού και θεώσεως.
Ίνα μη μείνη καμμία αμφιβολία, ότι οι εν θεωρία διαβεβηκότες, είναι δια τον άγιον Γρηγόριον οι αυτόπται μάρτυρες της δόξης του Χριστού, οι ιστάμενοι εις την υψίστην δυνατήν κορυφήν της θεολογικής και δογματικής αυθεντίας, παραθέτομεν κατωτέρω τα εξής υπό του αγίου τούτου πατρός λεχθέντα, εφιστώντες την προσοχήν του αναγνώστου εις το ότι ως παράδειγμα ορθοδόξου θεολογικής μεθόδου και πνευματικότητος ανατρέχει ούτος εις τον Μέγαν εν θεόπταις Μωϋσήν, “επειδή ανεκαθήραμεν τω λόγω τον θεολόγον, οίόν τε είναι χρή διελθόντες, και οίστισι φιλοσοφητέον, και ηνίκα, και όσον, ότι ως οίόν τε καθαρόν, ίνα φωτί καταλαμβάνηται φώς. Και τοίς επιμελεστέροις, ίνα μη άγονος ή εις άγονον χώραν εμπίπτων ο λόγος, και όταν γαλήνην έχωμεν ένδον από τής έξω περιφοράς, ώστε μή, καθάπερ οι λυττώντες, τω πνεύματι διακόπτεσθαι, και όσον εχωρήσαμεν, ή χωρούμεθα, επειδή ταύτα ούτω, και ενεώσαμεν εαυτοίς θεία νεώματα, ώστε μη σπείρειν επ’ ακάνθαις, και το πρόσωπον τής γής ωμαλίσαμεν, τη Γραφή τυπωθέντες τε και τυπώσαντες, φέρε, τοίς τής θεολογίας ήδη προσβώμεν λόγοις, προστησάμενοι του λόγου τον Πατέρα, και τον Υιόν, και το Πνεύμα το Άγιον, περί ών ο λόγος, ώστε το μεν ευδοκείν, το δε συνεργείν, το δε εμπνείν, μάλλον δε μίαν εκ τής μιάς θεότητος γενέσθαι την έλλαμψιν ενικώς διαιρουμένην, και συναπτομένην διαιρέτως, ό και παράδοξον.”3
“Ανιόντι δε μοι προθύμως επί το όρος, ή το γε αληθέστερον ειπείν, προθυμουμένω τε άμα και αγωνιώντι, το μεν δια την ελπίδα, το δε δια την ασθένειαν, ίνα τής νεφέλης είσω γένωμαι, και Θεώ συγγένωμαι, τούτο γαρ κελεύει Θεός, ει μεν τις Ααρών, συνανίτω και στηκέτω πλησίον, καν έξω μένειν τής νεφέλης δέη, τούτο δεχόμενος. Ει δε τις Ναδάβ, ή Αβιούδ, ή τής γερουσίας, ανίτω μέν, αλλά στηκέτω πόρρωθεν, κατά την αξίαν τής καθάρσεως. Ει δε τις των πολλών και αναξίων ύψους τοιούτου και θεωρίας, ει μεν άναγνος πάντη, μηδέ προσίτω, ου γαρ ασφαλές, ει δε πρόσκαιρα γούν ηγνισμένος, κάτω μενέτω, και μόνης ακουέτω τής φωνής και τής σάλπιγγος, των ψιλών τής ευσεβείας ρημάτων, καπνιζόμενόν τε το όρος βλεπέτω και καταστραπτόμενον, απειλήν τε ομού και θαύμα τοίς ανιέναι μη δυναμένοις. Ει δε τις θηρίον εστί πονηρόν και ανήμερον και ανεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας και θεολογίας, μη εμφωλευέτω ταίς ύλαις κακούργως και κακοηθώς, ίνα τινός λάβηται δόγματος ή ρήματος, αθρόως προσπηδήσαν, και σπαράξη τούς υγιαίνοντας λόγους ταίς επηρείαις, αλλ’ έτι πόρρωθεν στηκέτω, και αποχωρείτω του όρους, ή λιθοβοληθήσεται, και συντριβήσεται, και απολείται κακώς κακός, λίθοι γαρ τοίς θηριώδεσιν οι αληθείς λόγοι και στερροί. Είτε πάρδαλις είη, συναποθνησκέτω τοίς ποικίλμασιν. … είτε τι άλλο των ωμοβόρων, και αποβλήτων τω νόμω, και ου καθαρών εις βρώσίν τε και απόλαυσιν. Βούλεται γαρ τούτων αποχωρήσας ο λόγος ούτω πλαξί στερραίς και λιθίναις εγγράφεσθαι, και ταύταις αμφοτέρωθεν, δια τε το φαινόμενον του νόμου και το κρυπτόμενον, το μεν τοίς πολλοίς και κάτω μένουσι, το δε τοίς ολίγοις και άνω φθάνουσιν.”4
Εν συνεχεία βάσει της εν τη νεφέλη θεοπτίας του Μωϋσέως, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, οικοδομεί τα κατά των Ευνομιανών επιχειρήματά του. Μάλιστα, ως θα ίδωμεν εν οικείω τόπω, ευρίσκει εις την εμπειρίαν ταύτην, δηλαδή την προς τον Μωϋσέα αποκάλυψιν, ουχί την ουσίαν βεβαίως του Θεού αλλά την μεγαλειότητα Αυτού, την διάκρισιν μεταξύ της κατά πάντα αγνώστου, ακαταλήπτου, απροσίτου και αμεθέκτου ουσίας του Θεού και της δόξης ή ενεργείας του Θεού. Βάσει της διακρίσεως ταύτης ο άγιος Γρηγόριος, ως και ο Μέγας Αθανάσιος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης και άλλοι Πατέρες, ανατρέπει ωρισμένας βασικάς προϋποθέσεις της αιρέσεως των Ευνομιανών και Αρειανών.
Σημειωτέον, όμως, ότι και οι αιρετικοί, ως οι Γνωστικοί, οι Αρειανοί, οι Ευνομιανοί και οι Φραγκολατίνοι εστήριξαν τας αιρέσεις των εις την αποκάλυψιν ταύτην της δόξης του Θεού εις τους προφήτας και αποστόλους, αλλ’ επί τη βάσει όμως θρησκευτικών και φιλοσοφικών προϋποθέσεων ξένων προς την παράδοσιν των προφητών και αποστόλων.5 Το δε εσφαλμένον της ερμηνείας των αιρετικών απέδειξαν οι Πατέρες ευκόλως από την ιδίαν την Αγίαν Γραφήν ως και από την ερμηνευτικήν Αυτής παράδοσιν, την οποίαν παρέδωσαν οι απόστολοι εις τους αγίους Πατέρας μαζί με την αποστολικήν διαδοχήν και παράδοσιν.
Την αποστολικήν ταύτην διαδοχήν και παράδοσιν παραδίδει ή μεταδίδει εκάστη γενεά εις την επομένην και ως ετονίσθη ήδη εμπεριέχεται εν αυτή και η κατά Χριστόν πνευματικότης, δηλαδή η αποστολική κατά Χριστόν ζωή. Η πνευματικότης αυτή είναι η εγγύησις δι’ εκάστην γενεάν, ότι έχει την δύναμιν και την εκ Θεού χάριν να παραλάβη από την προηγουμένην γενεάν και να παραδώση εις την επομένην την Παρακαταθήκην της πίστεως, εφ’ όσον μόνον δια της ορθής πνευματικότητος είναι δυνατόν να κατανοηθούν αι προϋποθέσεις του ορθοδόξου δόγματος.
Προς διατήρησιν της ορθοδόξου διδασκαλίας και πράξεως και προς επίτευξιν της εν Θεώ θεωρίας, χειροτονούνται οι πνευματικώτεροι των πιστών, χωρίς όμως να απουσιάζουν, εκτός του κύκλου των χειροτονουμένων, οι βαδίζοντες προς την θέωσιν και την μετά Θεού ένωσιν και μάλιστα οι φθάσαντες εις τα προπύλαια αυτής θεούμενοι, οίτινες μετά την προς Κύριον εκδημίαν των αναγνωρίζονται ως άγιοι της Εκκλησίας και ών τα άγια λείψανα ευωδιάζουν και τίθενται εις προσκύνημα προς αγιασμόν των πιστών.
Εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων φαίνεται σαφώς το γεγονός, ότι η ορθόδοξος Δογματική και Συμβολική θεολογία και η ορθόδοξος πνευματικότης έχουν χαρακτήρα, όχι μόνον υπερφυσικόν, εκ του γεγονότος της εν Χριστώ θεωρίας της ακτίστου δόξης του Θεού υπό των προκρίτων και κορυφαίων θεολόγων και αγίων της Εκκλησίας, αλλά και ιστορικόν, πρώτον διότι ο Θεός απεκαλύφθη εντός της παραδόσεως της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και της συνεχιζόμενης εις τον αιώνα των αιώνων Εκκλησίας εις σειράν προφητών, αποστόλων και αγίων, οίτινες υπήρξαν οι δέκται, αλλά και φύλακες και μεταδόται της αποκαλύψεως ταύτης, δεύτερον διότι η σωστική και θεωτική ενέργεια του Θεού σώζει, αγιάζει και θεοί όχι μόνον την ψυχήν αλλά και το σώμα του ανθρώπου και εφ’ όσον ολόκληρος η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού υπήρξεν, άμα τη γεννήσει Αυτού, και παραμένει εις τους αιώνας των αιώνων τεθεωμένη, τρίτον, διότι η από γενεάς εις γενεάν μετάδοσις του φωτός της κατά τας θεοφανείας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης φανερωθείσης και κατά την ημέραν της Πεντηκοστής ανηφθείσης λαμπάδος του φωτός της δόξης της τρισυποστάτου θεότητος, γίνεται δια της εν τη ιστορία ενεργείας των μυστηρίων του βαπτίσματος, του χρίσματος, της θείας ευχαριστίας, της χειροτονίας, της εξομολογήσεως, της μετανοίας, του γάμου, του ευχελαίου κ.λ.π. προς αγιασμόν και θέωσιν ολοκλήρου του ανθρώπου και ουχί μόνον μέρους αυτού, επί τω τέλει της αναστάσεως και της ψυχής και του σώματος.
Ο ιστορικός χαρακτήρ της μεταδόσεως της ορθοδόξου πίστεως και ευσεβείας φαίνεται σαφώς από το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως, το οποίον απαραιτήτως προϋποθέτει πνευματικόν πατέρα δια την καθοδήγησιν των πιστών, αλλά και του κλήρου εις τας πνευματικάς βαθμίδας της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Άνευ πνευματικού πατρός έχοντος δια της χειροτονίας την αποστολικήν διαδοχήν, δεν υπάρχει μέθεξις των σωστικών, αγιαστικών και θεωτικών ενεργειών των μυστηρίων του Σώματος του Χριστού, εκτός εις περιπτώσεις, όπου ο Θεός Πατήρ δια του ενσαρκωθέντος Λόγου και εν Πνεύματι Αγίω ενεργεί μυστηριωδώς εις τας ψυχάς των εκτός της ορατής Εκκλησίας ευρισκομένων.
Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφώς ότι το μυστήριον της ιερωσύνης είναι το ουκ άνευ της Ιεράς Παραδόσεως, όχι μόνον διότι είναι ο φορεύς του ορθοδόξου δόγματος, της ορθής διδασκαλίας και ερμηνείας της Αγίας Γραφής και της τελέσεως των σωστικών, αγιαστικών και θεωτικών του Χριστού μυστηρίων, αλλά κυρίως διότι όλα τα αναφερθέντα έχουν ως σκοπόν την οδήγησιν των πιστών εις την κατά Χριστόν και κατά Πνεύμα ζωήν. Η αποδοχή, η τήρησις και η μετάδοσις της ανημμένης ταύτης λαμπάδος της κατά Χριστόν πνευματικότητος είναι το κύριον και μοναδικόν έργον του κλήρου.
Εις το έργον τούτο συνεργούν οι πιστοί ως φύλακες της ανημμένης ταύτης λαμπάδος και ως αφοσιωμένα πνευματικά τέκνα των πνευματικών αυτών πατέρων.