Κατά τη διάρκεια της απογευματινής συνεδρίας της Πέμπτης, 29 Απριλίου 2010 η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατέταξε στα Δίπτυχα τον Ιερομόναχο Αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Πόποβιτς (1894–1979) και τον Ηγούμενο της Μονής Ντάιμπαμπε του Μαυροβουνίου κοντά στην Ποντγκόριτσα, Συμεών Πόποβιτς (1854 – 1941).
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Εκκλησία αποφάσισε η μνήμη του Αρχιμανδρίτη Ιουστίνου Πόποβιτς να τιμάτε στις 14 Ιουνίου (νέο ημερολόγιο) και του Ηγουμένου Συμεών την 1η Απριλίου.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι την Κυριακή 2 Μαΐου 2010,ετελέσθη στο Βελιγράδι Πατριαρχική Θεία Λειτουργία συλλειτουργούντων όλων των Αρχιερέων της Σερβικής Εκκλησίας.
Τέλος, πληροφορίες αναφέρουν, ότι μετά το πέρας της Πατριαρχικής Θείας Λειτουργίας παρουσιάστηκαν, για πρώτη φορά οι εικόνες των δύο νέων αγίων, προς προσκύνηση από τον Σερβικό λαό. Ο όσιος θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγγελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ό πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και ή μητέρα του Αναστασία.
Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγγελος. Ή οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδόσεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλησία τουλάχιστον επτά ιερωμένους.
Αυτό εξάλλου το επώνυμο Πόποβιτς= Παπαδόπουλος, προέρχεται εξ’ αυτού του γεγονότος. Από μικρός, παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι, όπου είδε με τα μάτια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά ασθένεια, γεγονός που του έμεινε βαθειά χαραγμένο στη μνήμη του.
Από τα δεκατέσσερα του χρόνια μελετούσε τακτικά την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα τους Ευαγγελιστές, ενώ παράλληλα άρχισε να ζει ασκητικά μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του.
Συνεχίζοντας την μελέτη ιερών κειμένων, προχώρησε στα Συναξάρια και τους βίους των Αγίων και αργότερα στα έργα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Η Ορθοδοξία είναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή, και μάλιστα διδαχή ζωής και χάριτος, η ο ποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικισμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Η Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδαγωγική που είναι, οι Βίοι των Αγίων». Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια της ζωής ήταν εκ φύσεως φιλόσοφος με δίψα για την θεία, αλλά και για την ανθρώπινη γνώση. Σε ηλικία μόλις έντεκα χρονών(1905) ό μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, όπου αξιώθηκε να έχει, δάσκαλο τον φωτισμένο τότε και μετέπειτα ανακηρυχθέντα άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς.
Όταν το 1914 τελείωσε την Εκκλησιαστική Σχολή, τον πρόλαβε ό Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύτηκε, ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας, μέσα από τα βουνά της Αλβανίας, προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Δημητρίου, έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα, την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πήρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμένων θεολόγων, για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρόνια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέμα: «Η θρησκεία και η φιλοσοφία του Ντοστογιέβσκι». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκι του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Έτσι στα 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Καρλβτσι.
Σύντομα έρχεται στην Αθήνα για να πάρει, τελικά, εδώ,το 1926, το διδακτορικό του δί¬πλωμα στην Πατρολογία με θέμα: «Το πρόβλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανική και την γαλλική γλώσσα.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Καρλοβικίου, της Πριζρένης και του Μοναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλησία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία.
Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργάνωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθοδόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια, οι όποιοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεοσυσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπείνωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοιραζόμενος την τύχη του λαού του.
Με την εγκαθίδρυση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιουγκοσλαβία το 1945, ό πατήρ Ιουστίνος εξεδιώχθη από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακίστηκε.
Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή όταν ό Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκιση του.
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κάποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρησκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, ό πατήρ Ιουστίνος έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλιε του Βάλιεβο.
Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο.
Σε περιόδους δε κρισίμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγράδι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες ό πατήρ Ιουστίνος προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέρων και των Συναξαριών.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομάδα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έκανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας.
Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα πού μνημόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα πού του έδιναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτικές αρχές, ή φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτονταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες.
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού, αλλά και γενεθλίων του. Ό όσιος πατήρ Ιουστίνος επηρεασμένος, όπως είναι φυσικό, από τη μελέτη των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, μετέφερε αυτή του την μελέτη και στα δικά του συγγράμματα, όπου εύκολα διαφαίνεται το θεολογικό βάθος μα και το συγγραφικό του τάλαντο.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγγραφικού του έργου, τα οποία συναντώνται σε όλα του τα έργα, από το πιο σύντομο μέχρι και το πιο εκτενές, και από το πιο βαθύ μέχρι και το πιο εκλαϊκευμένο, είναι ή αγάπη του για το πρόσωπο του «Θεανθρώπου Χριστού». Τα πάντα εστιάζονται στον Θεάνθρωπο, όπου από Αυτόν πηγάζουν όλα και σε Αυτόν απολήγουν, ενδοχρονικά και εσχατολογικά.
Επίσης, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, ήταν η προσοχή του στο να μην ξεφύγει από την αλάνθαστη γραμμή των Πατέρων της Ορθοδόξου Ανατολής. Γεμάτος αγάπη ο Όσιος πατήρ Ιουστίνος είναι συγχρόνως, αλλά και διαχρονικά ο ανυποχώρητος εις τα της πίστεως και ζηλωτής της εκκλησιαστικής τάξεως θεολόγος.
Την περίοδο 1932-35 συνέγραψε σε δύο τόμους το έργο με τίτλο, «Ορθόδοξος φιλοσοφία της Αληθείας», πρόκειται τη γνωστή Δογματική του παρουσία, εξαιτίας του οποίο πήρε την έδρα της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Αργότερα, το 1978, λίγο πριν από την κοίμηση του, εξέδωσε και τρίτο τόμο.
Από πολλούς σύγχρονους ερευνητές θεωρείται, ως ένα από πληρέστερα εγχειρίδια ορθόδοξης Δογματικής. Έχει ήδη μεταφραστεί στην γαλλική γλώσσα, ενώ ήδη μεταφράζεται στην αγγλική και στην ελληνική.
Άλλο μνημειώδες έργο του είναι οι Βίοι των Αγίων σε 12 τόμους και η Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης σε 7 τόμους.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότερα