Πρωινές κουβέντες με τον μπαμπά …

στον δρόμο για το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. Μόλις είχαμε αφήσει τον γιο μου στο Λύκειο. Στα διπλανά πεζοδρόμια μαθητές με κρουασάν, γαλατάκια κακάο, δυο τρεις με τα πρωινά τσιγάρα τους. Κάποιο παιδί είχε βγάλει ένα βιβλίο απ’ την τσάντα και το κλωτσούσε επιδέξια στον αέρα, σα να ‘ταν μπάλα. Ο πατέρας μου κοιτούσε έξω από το παράθυρο σιωπηλός. Μάλλον έχει αγωνία για την επανεξέταση. “Θυμάμαι”, μου λέει σε μια στιγμή, σα να συνέχιζε μια ιστορία αρχινισμένη σε χρόνο ανύποπτο, “περπατούσαμε τέσσερα χιλιόμετρα απ’ το χωριό, να πάμε στο Γυμνάσιο, κι άλλα τόσα να γυρίσουμε. Ένα ξερό κομμάτι ψωμί στην τσέπη, πριν μια βδομάδα φουρνισμένο απ’ τη μάνα, το έβρεχα τα χαράματα να μαλακώσει, είχα βρει και μια κυδωνιά στο δρόμο, μπουκιά ψωμί, δαγκωνιά κυδώνι, με κρατούσε ως το μεσημέρι. Πουλούσαν πίτες και κουλούρια στο κυλικείο, έτρωγαν κάποιοι, έξω απ ‘ τα κάγκελα έψηναν κεμπάπια, αλλά πού λεφτά για τέτοια κι ας έτρεχαν τα σάλια μου. Τα βιβλία, όσα είχα, τα κουβαλούσα σ’ έναν τορβά. Τα αγοράζαμε στην αρχή της χρονιάς από μεγαλύτερους, της εβδόμης και της ογδόης, 15 δραχμές όλα μαζί, οι μισές σελίδες σχισμένες, αλλά πού να το ξέρεις τότε. Κοτούσες να πεις στον δάσκαλο δεν διάβασα γιατί έλειπε το κεφάλαιο απ’ το βιβλίο; Μέχρι να φτάσουμε το πρωί, κρύο, βροχή στον δρόμο, τσιρβούλια φορούσαμε, τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού, τρύπια συνήθως. Μια φορά, αρχές Φεβρουαρίου, είχαμε εξετάσεις, παγωνιά έκανε, μπήκα στην αίθουσα κι έτρεμα. Τα δάχτυλα δεν λύγιζαν, δεν μπορούσα να γράψω το θέμα, μ’ έπιασαν τα κλάματα. Με λυπήθηκε η καθηγήτρια, με έβαλε να κάτσω κοντά στη σόμπα, ζεστάθηκα, έγραψα.” Περιμένω στην αίθουσα αναμονής. Ο μπαμπάς στο εξεταστήριο. Βγαίνει χαρούμενος. Κρατάω μια τυρόπιτα κι έναν ελληνικό στο χέρι.”Εφαγα το πρωί, δεν θέλω”, παίρνει μόνο τον καφέ. Αλλά και να μην είχε φάει, θα μου πεις, χορταίνεται τόση στέρηση με μια τυρόπιτα; Σπύρος Κιοσσές Πηγή : www.facebook.com
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση