Η εκπαίδευση, όπως όλα στη ζωή, είναι θέμα έρωτα…

σχολείο

«Η εκπαίδευση δεν είναι θέμα κανενός νόμου και καμιάς μεταρρύθμισης. Αν δεν είναι ο δάσκαλος ερωτευμένος με αυτό που κάνει, το αποτέλεσμα είναι από μηδενικό έως αρνητικό. Με τη λέξη “έρωτας” εννοώ αυτό που κάνεις να σε αφορά. Με πάθος. Με πόνο. Να κοιτάς τον μαθητή στα μάτια και να σε αφορά αν θα μάθει αυτό που του διδάσκεις. Ο δάσκαλος, εξάλλου, δεν μεταφέρει μόνον εγκύκλια γνώση στον διδασκόμενο. Μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο, μια και η εκπαίδευση είναι άφατη μεταφορά χυμών, μεταφορά ήθους, μεταφορά στάσης ζωής. Δεν είναι διανοητική κατασκευή. Συζητούμε, κάθε τρεις και λίγο, για το πυροτέχνημα των εκάστοτε δήθεν “αλλαγών” και “μεταρρυθμίσεων” μόνο και μόνο για να μην επιστρέψουμε στην αρχή των πραγμάτων. Και η αρχή των πραγμάτων είναι να αγαπάς – τον άλλο, την κοινωνία, τη δουλειά σου, τη ζωή. Να νοιάζεσαι. Και να είσαι έτοιμος να δοθείς με όλες σου τις δυνάμεις και τις δεξιότητές σου σε αυτό. Κάτι που πολλοί έχουμε ξεχάσει. Και βολευόμαστε σε αυτό.

Κατά κανόνα, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί και μη, προτιμούν να εμμένουν στην πληροφορία παρά να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του μαθητικού ή φοιτητικού κοινού με γοητευτικές λεπτομέρειες που μπορεί να γίνουν έναυσμα πρόσθετης έλξης για το αντικείμενο. Όμως υπάρχουν ακόμη διάσπαρτοι υπέροχοι άνθρωποι που μπορούν και κάνουν τη διαφορά. Στην πραγματικότητα, ένα πράγμα χρειάζεται η εκπαίδευση: εκπαιδευτικούς που να αγαπούν αυτό που κάνουν. Που να μπαίνουν στην τάξη και να λένε μέσα τους “Αυτά τα παιδιά θέλω να τα κερδίσω. Να τα εμπνεύσω. Να τα ελευθερώσω μέσα από τη χαρά της γνώσης, του σεβασμού, της προσπάθειας, της αξιοπρέπειας, της εργατικότητας, της αυτοεκτίμησης και της αλληλοεκτίμησης, της αξιοποίησης των ταλέντων του καθενός”. Γιατί όλα είναι έρωτας. Και η Παιδεία ακόμη πιο πολύ.

Παλαιότερα, π.χ., μέχρι τη δεκαετία του 1980, το δημόσιο σχολείο της κάθε ελληνικής γειτονιάς ήταν σχολείο σκληρής εργασίας και απαιτητικότητας. Βάζοντας τους πραγματικούς βαθμούς, επαινώντας, προβιβάζοντας, αφήνοντας μετεξεταστέους, περνούσε το μήνυμα στον μαθητή ότι το να εργάζεται και να αποδίδει στο σχολείο είναι η δουλειά του. Και ότι η δουλειά είναι κάτι που τιμούμε και υπηρετούμε με αφοσίωση και στόχο. Για το οποίο, αναλόγως, είτε επαινούμεθα είτε μας ζητείται να ξαναπροσπαθήσουμε. Αντιθέτως, εμείς, τα τελευταία 40, περίπου, χρόνια, καθώς δημιουργήσαμε μια κοινωνία παρασιτική, χωρίς αξίες, χωρίς ηθικές αρχές και απαιτητικότητα, οδηγήσαμε και την Παιδεία μας σε αντίστοιχους δρόμους και πρακτικές. Από εκεί και τα εύκολα Α στο δημοτικό και τα 19 και 20 στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Η δημιουργία πλήθους “αριστούχων” δίνει κακό εφαλτήριο στους μαθητές, ετοιμάζει το έδαφος για κακούς πολίτες. Γιατί επιβραβεύει την έλλειψη προσπάθειας. Eτσι, πολλοί νέοι που βγαίνουν από ένα τέτοιο σύστημα δεν έχουν συναίσθηση των εννοιών της εργατικότητας, της υπευθυνότητας, του ορίου, της συστηματικής δουλειάς για την επίτευξη ενός στόχου. Δημιουργήσαμε δούλους του τίποτα. Γιατί ελευθερία δεν είναι η ασυδοσία. Είναι η έννοια του μέτρου, της εσωτερικής πειθαρχίας, του ορίου ως προς τον εαυτό σου και τους άλλους.

Η χώρα μας βρίσκεται σε κακό σημείο. Η Παιδεία της φθίνει εδώ και δεκαετίες. Σήμερα πια είναι σε ελεύθερη πτώση, γιατί η καθοδική πορεία της ακολουθεί αυτήν της κοινωνίας Αλλά έχουμε, πλέον, συνηθίσει ως κοινωνία να ωθούμαστε προς όλο και μεγαλύτερο χάος και καταστροφή. Και είμαστε, μάλιστα, ήρεμοι μπροστά στο κακό αυτό. Σαν έτοιμοι από καιρό…

Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα, πάσχει από το απόλυτο “δήθεν” – κατάσταση που διογκώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οπότε ζήσαμε τη φούσκα των ιδεοληψιών και των μεγάλων λόγων. Μέσα σε αυτή τη φούσκα δημιουργήθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου “πνευματικού κόσμου”. Το ζήτημα, άρα, δεν είναι αν είναι κανείς πανεπιστημιακός ή όχι, “διανοούμενος” ή όχι. Δεν είναι καν αν είναι κανείς ειδικευμένος σε θέματα εκπαίδευσης. Τα Παιδαγωγικά Τμήματα στην Ελλάδα έχουν συχνά, φοιτητές χαμηλού επιπέδου και η εκπαίδευση που τους παρέχεται είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, συζητήσιμη. Ενώ εδώ θα έπρεπε να έχουμε τους άριστους των αρίστων, οι οποίοι και να λαμβάνουν την πιο απαρέγκλιτα απαιτητική και συστηματική εκπαίδευση, από, επίσης, τους άριστους των αρίστων. Βέβαια, όπως σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δίπλα στους “εκπαιδευτικούς” και τους “μαθητές” που απλώς διεκπεραιώνουν και αδιαφορούν για τη δουλειά τους, γίνονται και πράγματα καταπληκτικά από μεμονωμένους, αφιερωμένους, φωτισμένους ανθρώπους. Τους οποίους λίγοι τιμούν, λίγοι επαινούν και πολλοί περιγελούν. Ενώ αυτοί, αταλάντευτα, συνεχίζουν το φωτεινό έργο τους.

Πιστεύω ότι αυτό που ζούμε στη Μεταπολίτευση, όλη η κοινωνική και πολιτική ζωή, είναι βαθιά δηλητηριασμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ό,τι κάνουμε και ό,τι δεν κάνουμε, ως κοινωνία και ως άτομα, είναι δαγκωμένο από το φίδι του Εμφυλίου και των επακόλουθών του. Θυμίζω ότι, στην ουσία, ο Εμφύλιος τελείωσε το 1974. Ηθικός νικητής, όμως, δεν ήταν ο στρατιωτικά υπερισχύσας. Hταν ο ηττημένος. Πάνω σε αυτό, μετά τη Μεταπολίτευση, πάτησαν διάφοροι – με μια προσχηματική, δήθεν αριστερή, φρασεολογία – για να δικαιώσουν επιτήδεια συμπεριφορές αντικοινωνικές, αντιδημοκρατικές, λεηλατικές, καταστροφικές. Αντί στην εποχή της δημοκρατίας να αξιοποιήσουμε τις δεινές εμπειρίες του παρελθόντος για το καλύτερο, απεμπολήσαμε αρχές σεβασμού της κοινωνίας, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας του άλλου. Καταστρέψαμε το κοινό αγαθό. Με άποψη, μάλιστα, και αποφασιστικότητα. Και τούτο φαίνεται πιο βαριά στην Παιδεία.

Δεν ξέρω αν η αποδυνάμωση του μαθήματος της Ιστορίας έγινε συνειδητά ή ασυνείδητα. Γιατί η Ιστορία είναι ένα μάθημα επαναστατικό. Είναι η ζωή των ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια – η δική μας ζωή, μια και σε λίγο για εμάς ως Ιστορία θα μιλούν οι επόμενες γενιές. Μαθαίνοντας για τους ανθρώπους άλλων εποχών, για τον κόσμο που ζούσαν και για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, μαθαίνεις ουσιαστικά τον εαυτό σου. Είναι λοιπόν μάθημα επαναστατικό, γιατί σε ανατοποθετεί στον κόσμο, γιατί σε ωθεί σε στοχασμό, γιατί σε επαναπροσδιορίζει. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιστορία σε απελευθερώνει.

σχολ

Οι Έλληνες έχουμε ενδιαφέρον για την Ιστορία, ίσως γιατί λόγω της σύγχρονης ηθικής και οικονομικής κατάρρευσής μας αντλούμε κουράγιο από το αρχαίο κλέος. Ίσως γιατί έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το παρελθόν μας με τόσο πολλά γραπτά μνημεία όσο λίγοι λαοί στον κόσμο. Απλώς, αυτό το ενδιαφέρον δεν το έχουμε αξιοποιήσει, κατά τη γνώμη μου, με συστηματικό και υγιή τρόπο. Ως λαός είμαστε σήμερα σε καλύτερη φάση για να συζητήσουμε για την Ιστορία μας. Ο Εμφύλιος, για παράδειγμα, τελείωσε στρατιωτικά πριν από σχεδόν 70 χρόνια, οι βασικοί πρωταγωνιστές του έχουν φύγει από τη ζωή, τα πολωτικά σχήματα “δεξιά” και “αριστερά”, “προοδευτικός” και “συντηρητικός” έχουν καταρρεύσει. Είμαστε πλέον πιο ταπεινοί, λιγότερο αλαζόνες. Περνάμε όλοι τη δοκιμασία της κρίσης. Η βαριά εικόνα της Ελλάδας και του Eλληνα στο εξωτερικό μάς πληγώνει, αν και γνωρίζουμε ότι, σε έναν βαθμό, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις. Eχουμε μπει δειλά δειλά στον δρόμο να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας ειλικρινά, αφήνοντας στην άκρη ιδεοληψίες και προκατασκευασμένες, politically correct, θεωρητικές συλλήψεις.

Ας θυμόμαστε πως η εκπαίδευση δεν σταματά σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας και δεν αφορά μόνο δάσκαλο και μαθητή, καθηγητή και φοιτητή. Όλοι μαθαίνουμε διαρκώς, ο ένας από τον άλλο. Είμαστε όλοι και αδιαλείπτως ταυτοχρόνως και δάσκαλοι και μαθητές. Κι ας μην ξεχνάμε ότι σε όλους τους χώρους υπάρχουν άνθρωποι με γνώση, με ευαισθησία και με υψηλή αίσθηση ευθύνης ως προς την κοινωνία, άνθρωποι που αγαπούν αυτό που κάνουν. Η εκπαίδευση, λοιπόν, σήμερα τέτοιους ανθρώπους έχει ανάγκη κι όχι τόσο νόμους και μεταρρυθμίσεις».

                                                                                                                         Ευθυμίου Μαρία

Ευθυμίου Μαρία: Οι παραδόσεις της καθηγήτριας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διακρίνονταν πάντα για τη σπιρτάδα και την επινοητικότητά τους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι ελεύθερες διαλέξεις της πάνω στη Παγκόσμια Ιστορία μετρούν, από το 2006, 50.000 χιλιάδες ακροατές. Υποστηρίζει δε, ότι η Παγκόσμια Ιστορία είναι πολύ πρόσφορη ως έναυσμα σκέψης για τον καθένα, γιατί όταν ακούς τη δική σου Ιστορία μαζεύεσαι αμυντικά σαν τον σκαντζόχοιρο. Είναι που το θέμα σε αφορά άμεσα, γι’ αυτό και η προσέγγισή του σε πληγώνει, δεν σε φέρνει στην ηρεμία που θα υποβοηθούσε την εσωτερική σου συζήτηση, καθώς είσαι διαρκώς έτοιμος να αντιδράσεις. Αντιθέτως, το πλεονέκτημα της Παγκόσμιας Ιστορίας είναι ότι μιλά για ανθρώπους σαν εσένα, σε άλλη χρονική στιγμή και σε άλλον τόπο. Έτσι, διαλέγεσαι μαζί τους και με τις καταστάσεις που αυτοί αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη άνεση, χωρίς τις πληγές της δικής σου Ιστορίας. Έπειτα, η παγκοσμιοποίηση είναι τόσο παρούσα στη ζωή μας, ώστε χρειάζεσαι περισσότερα δεδομένα για να ερμηνεύσεις όσα συμβαίνουν γύρω σου. Ακροατές των μαθημάτων Παγκόσμιας Ιστορίας λένε πως ύστερα από αυτά βλέπουν με άλλον τρόπο τις ειδήσεις, διαβάζουν με άλλα μάτια τις εφημερίδες, αντιλαμβάνονται σε άλλη βάση τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, βλέπουν αλλιώς τα κινηματογραφικά έργα, διαβάζουν με άλλο φως την λογοτεχνία.
Πηγή: Εφημερίδα Βήμα

Σχετικά με Μαθαίνω να Μαθαίνω

Θα ήθελα να διδάξω στους μαθητές μου να ταξιδεύουν στον κόσμο, στο μυαλό, στην ψυχή! Να δημιουργούν κι ακόμη καλύτερα να συνδημιουργούν! Να θέλουν να κάνουν λίγο καλύτερο τον κόσμο, να εκτιμούν τους ανθρώπους που η σκέψη τους και η καρδιά τους είναι πιο μεγάλη από το εγώ τους κι αυτούς που ξέρουν να ακούν. Να θαυμάζουν εκείνους που έχουν το σθένος να αναγνωρίζουν τα λάθη τους και τη δύναμη να συγχωρούν πρώτα τον εαυτό τους και μετά τους άλλους! Να επιλέγουν την αισιοδοξία και τη δράση από το τέλμα και την γκρίνια.


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Ευρωπαϊκός Κινηματογράφος. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *