Με τη συγκρότηση ενός Εθνικού Πλαισίου Προσόντων όλες οι μορφές τυπικής, μη τυπικής και άτυπης μάθησης όλων των βαθμίδων συσχετίζονται μεταξύ τους, τα αποτελέσματά τους αναγνωρίζονται και κατατάσσονται σε επίπεδα λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα του Ευρωπαϊκού Πλαισίου.
Το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων στην πράξη θα λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός μετάφρασης και διασαφήνισης των προσόντων, που θα επιτρέπει την ευκολότερη ανάγνωση και κατανόησή τους και θα βοηθήσει εκπαιδευόμενους και εργαζόμενους που επιθυμούν να μετακινηθούν από χώρα σε χώρα ή να αλλάξουν θέση εργασίας ή ακόμη να αλλάξουν μαθησιακή διαδρομή.
Με τον όρο προσόντα περιγράφονται τα πτυχία, διπλώματα και πιστοποιητικά που απονέμονται από εθνικούς φορείς δίνοντας έμφαση στη συνολική θεώρηση και την ουσία της μάθησης, ανεξάρτητα από τη διαδρομή που αποκτάται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όρους διασφάλισης ποιότητας.
Η πιστοποίηση των προσόντων θα δομηθεί στη βάση μιας συμφωνίας που θα διασφαλίζει την ποιότητα και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους και κοινωνικών εταίρων, θα ενισχύει τη διαφάνεια στα επαγγελματικά προσόντα, θα διευκολύνει την πρόσβαση και την πρόοδο σε διαδικασίες διά βίου μάθησης και θα υποστηρίζει καλύτερα τη σχέση εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων χρησιμοποιεί 8 επίπεδα αναφοράς που βασίζονται σε μαθησιακά αποτελέσματα που περιγράφουν τι γνωρίζει, κατανοεί και είναι ικανό να κάνει κάποιο άτομο μετά την ολοκλήρωση μιας μαθησιακής διαδικασίας. Αυτή η θεώρηση έχει σαν συνέπεια τη μετατόπιση του βάρους από τις εισροές (διάρκεια μαθησιακής εμπειρίας, τύπος ιδρύματος) στις εκροές (το αποτέλεσμα της μάθησης).
Θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων δεν απονέμει προσόντα, αλλά απλώς τα κατηγοριοποιεί σε επίπεδα και τα περιγράφει με όρους μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η απονομή των προσόντων θα παραμείνει αρμοδιότητα των εθνικών φορέων.
Επίσης, το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων δεν αποτελεί εργαλείο εκχώρησης επαγγελματικών δικαιωμάτων στους εργαζόμενους με σκοπό την άσκηση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος σε άλλο κράτος μέλος, αφού αυτές τις περιπτώσεις καλύπτει η Οδηγία 2005/36.