«The Thread»: Ο Ράσελ Μάλιφαντ και οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί

Η ελληνική παράδοση συναντά το το σύγχρονο χορό. Αυτό είναι στο επίκεντρο της τελευταίας δουλειάς του Βρετανού χορογράφου Ράσελ Μάλιφαντ. Το The Thread, ο μίτος που ενώνει το χθες με το σήμερα, τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς με το σύγχρονο κινητικό λεξιλόγιο πήρε ενθουσιώδεις κριτικές στο Sadler’s Wells του Λονδίνου, όπου παρουσιάστηκε πριν λίγους μήνες. Τώρα σειρά παίρνει η Ελλάδα, η Επίδαυρος και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στη συνέχεια.

Ο παγκοσμίου φήμης χορογράφος μελέτησε διεισδυτικά τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, με τη βοήθεια δυο Ελλήνων δασκάλων, της Ελένης Σπαθιά και του Τάκη Καραχάλιου. Του παρουσίασαν δεκάδες χορούς. Αυτός ξεχώρισε 15 κινητικά μοτίβα ή αποσπάσματα από γνωστούς χορούς (πεντοζάλη, μαλεβιζιώτης σέρα, ναστρίτζινι, τσάμικος κ.α.). Δούλεψε πάνω στην εκφραστικότητά τους, την κινησιολογία και τη σωματικότητά τους. Το ρυθμό και τη μουσική τους.

Στη συνεντευξη του είπε γι’ αυτή την παραγωγή:

«Με εντυπωσίασε πολύ ο ρυθμός, η σωματικότητα, ο τρόπος έκφρασής τους. Ο κάθε ελληνικός χορός έχει κάνει διαφορετικό, όσον αφορά τα κινητικά μοτίβα, τον τρόπο έκφρασης των χορευτών» ομολογεί. Στη συνέχεια συνδύασε τα ελληνικά μοτίβα με σύγχρονα χορευτικά στοιχεία, τα αντιπαρέβαλε, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, που ουσιαστικά ρίχνει μια πιο διεισδυτική, διαφορετική ματιά στην ελληνική παράδοση και τα δομικά χορευτικά στοιχεία της:

«Αυτό που συνδέει όλα τα είδη του χορού είναι η ίδια η κίνηση. Αν μελετήσεις την κίνηση, την τεμαχίσεις στην σχέση της με το έδαφος και τον ουρανό, αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο, τότε μπορείς να αναλύσεις το ρυθμό, αλλά και την σωματική κατάσταση του χορευτή, πριν, κατά τη διάρκεια του χορού και όταν αυτός έχει τελειώσει. Αυτές οι παραδοσιακές μορφές χορού είναι ουσιαστικά μνήμες που περνούν από γενιά σε γενιά, στους ανθρώπους που συνεχίζουν να χορεύουν αυτούς τους χορούς, αυτές τις παραδόσεις. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι πολύτιμο για κάθε κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο η κάθε κοινωνία κρατά ανοιχτή την πόρτα στο παρελθόν της, στις ρίζες της, στα στοιχεία που την κρατούν ενωμένη» υπογραμμίζει και συμπληρώνει:

«Ο σύγχρονος χορός είναι παγκοσμιοποιημένος σήμερα. Τον καταλαβαίνουμε και το αντιλαμβανόμαστε όλοι, καθώς ταξιδεύουμε πολύ τα τελευταία 50 χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο σύγχρονος χορός έχει καταφέρει να δανειστεί στοιχεία από διαφορετικούς χορούς από κάθε γωνιά του πλανήτη: αφρικάνικους χορούς, καποέιρα, φλαμένκο, street dance, χιπ χοπ αλλά και χορούς διαφόρων αυτόχθονων φυλών. Έτσι έχει γίνει ένα χωνευτήρι αρκετών τοπικών μορφών χορού. Αυτό που εξερευνήσαμε στο The Thread είναι η ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο σύγχρονο χορό και αυτούς τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Μετά τους απομονώσαμε, τους μελετήσαμε και τους μπολιάσαμε με σύγχρονα κινητικά μοτίβα ή μοτίβα που έχουν να κάνουν με πιο απελευθερωμένες εκφραστικές κινήσεις».

Σ’ αυτό το απαιτητικό εγχείρημα, σ’ αυτό το νήμα που ενώνει δύο επιφανειακά διαφορετικούς κόσμους, ο Ράσελ Μάλιφαντ δούλεψε για αρκετούς μήνες με 18 νέους Έλληνες χορευτές: 12 χορευτές σύγχρονου και 6 χορευτές παραδοσιακού χορού. Αυτά τα δύο σχήματα μέσα από τις κοινές πρόβες, την ανταλλαγή ιδεών και τον διάλογο έγιναν ένα. Στόχος του χορογράφου ήταν να αναδείξει ότι ο χορός δεν γνωρίζει σύνορα και συγκεκριμένες ετικέτες:

«Μου αρέσει να δουλεύω με την έκφραση, την ενέργεια, το αίσθημα. Δεν με ενδιαφέρει να δουλεύω με ένα συγκεκριμένο είδος χορού. Το πρώτο και βασικό πράγμα που ήθελα ήταν να δημιουργήσω ένα ψυχαγωγικό θέαμα, που να αφορά όλο τον κόσμο. Να μην παίζει ρόλο αν είσαι από την Ελλάδα, τη Βολιβία, τη Γερμανία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι μια χορογραφία που έχει γίνει για ένα συγκεκριμένο μέρος, για μια συγκεκριμένη χώρα. Ήθελα να είναι ένα διεθνές έργο. Αυτό είναι ένα από τα ουσιαστικά πλεονεκτήματα του χορού. Είναι παγκόσμιος. Όλοι τον κατανοούμε με το δικό μας τρόπο. Μας μιλά. Είναι ένας οικείος τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας».

Η πρωτότυπη αυτή πρόταση προέκυψε από τη συνεργασία τεσσάρων διάσημων δημιουργών. Ο Ράσελ Μάλιφαντ είχε στο πλευρό του τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, που έγραψε την πρωτότυπη μουσική, την Μαίρη Κατράντζου που σχεδίασε τα κοστούμια της παράστασης και τον Μάικλ Χαλς που έκανε τους φωτισμούς. Δούλεψαν στενά για τρία χρόνια.

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δημιούργησε μια ηλεκτρονική-ορχηστρική σύνθεση, στην οποία πλαισιώνεται από διακεκριμένους σολίστ παραδοσιακών μουσικών οργάνων (γκάιντες, λύρες, νταούλια). Ο ίδιος επισημαίνει: «Αυτό το έργο είναι σαν μια ανασκαφή στο παρελθόν και συγχρόνως στο μέλλον. Χρειάζεται να κάνουμε διαρκώς ανασκαφές. Εγώ βλέπω ότι υπάρχει μια συνέχεια, πώς κάποια πράγματα συνεχίζουν να διατηρούνται και στην εποχή μας. Βλέπω παραδοσιακά πράγματα, που είναι πολύ πιο σύγχρονα, από αυτά που βλέπω να υπάρχουν σήμερα γύρω μας. Αυτό που με ενδιαφέρει στη μουσική είναι να ταυτίζεται με πολύ πιο βαθιά και ουσιαστικά συναισθήματα». Η παράσταση βασίζεται σε μια ιδέα της Γεωργίας Ηλιοπούλου, διευθύνουσας συμβούλου της πολιτιστικής εταιρίας ΛΑΒΡΥΣ και είναι συμπαραγωγή ΛΑΒΡΥΣ και Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

πηγή: gr.euronews.com

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.