Αρχική » Άρθρα με ετικέτα 'πρόσφυγες'

Αρχείο ετικέτας πρόσφυγες

Ξεκινήστε εδώ

ΟΔΟΜΕΤΡΗΣ

Έργο σε τρεις πράξεις

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Αφούρ
Τζενεράλ
Σίντρα
Μάριον νοσηλεύτρια
Ένας γιατρός
Μια νεαρή γυναίκα

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

Σκηνή Πρώτη

Καλοκαίρι. Έναστρη νύχτα. Προαύλιο προσφυγικού καταυλισμού περιτριγυρισμένο με συρματόσκοινα. Η ογκώδης μεταλλική πύλη της αποθήκης που στεγάζει τους πρόσφυ-γες είναι ανοιχτή. Μέσα διακρίνονται παραπήγματα κατασκευασμένα με πασάλους και στρατιωτικές κουβέρτες. Ο Αφούρ και ο Τζενεράλ κάθονται σ’ ένα παγκάκι δεξιά της πύλης κρατώντας στα χέρια τα κινητά τους. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο στα βουνά που ο όγκος τους διακρίνεται στο στο βαθύ μπλε του ουρανού. Από μέσα ακούγο-νται ήχοι τηλεόρασης, παραδοσιακή μουσική, φωνές παιδιών που παίζουν.

ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Στη Νορβηγία! Μα τι θα κάνεις εκεί;
ΑΦΟΥΡ: Τι θα κάνω; (αστειευόμενος) Παρέα με τα ξωτικά στα δάση Τζενεράλ μου! Υπάρχει τίποτε καλύτερο;
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Πώς δεν υπάρχει! Ας μην ήταν ο πόλεμος και τώρα θα ’τρωγα μουχαλε-μπί και θα έπινα αράκ σε ένα καφενείο του Αλέπο.
(αρχίζει και σιγοψυθιρίζει ένα παραδοσιακό τραγούδι “Ταλα ααλάινα”. Ο Αφούρ σι-γοψιθυρίζει κι αυτός στα ρεφραίν, παράλληλα βγάζει από έναν σάκο ένα μηχανικό οδόμετρο αρχίζει να συναρμολογεί τα κομμάτια του, τον άξονα, τις ρόδες. Το κοιτάζει, το καμαρώνει. Ο Τζενεράλ σταματά το τραγούδι, πιάνει το οδόμετρο και το επεξεργάζε-ται.)
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: (μονολογεί) Ωραίο εργαλείο! Δυο χρόνια κι έκανες κι όλας 10.000 χλμ.!
(ο Αφούρ είναι αφοσιωμένος στο κινητό του και σερφάρει)
ΑΦΟΥΡ: Άκου τι λέει εδώ, αδελφέ μου, οι θερμοκρασίες έφθασαν τους 33°C στη Βόρεια Νορβηγία. Ως το 2050 θα φθάσουν τους 55°C στην Ανατολική Γαλλία.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Αυτό είναι τέλειο για μας sadi-kon μου, θα λυώνουμε από τη ζέστη! Ό-πως στην πατρίδα!
ΑΦΟΥΡ: Χα χα στρατηγέ μου! Λες; Αν θέλαμε ζέστη δε θα το κουνούσαμε από την έρημο. Εγώ θέλω να με χτυπά το κρύο στο πρόσωπο, όταν κοιμάμαι. Κι έπειτα, θα φθάσουμε ποτέ στον προορισμό μας;
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Θα φθάσουμε. Γιατί όχι αδελφέ μου; Η επιτροπή ασύλου το υποσχέθηκε. Μέσα σε ένα μήνα από την προεγγραφή μας θα έχουμε τηλεφώνημα για τη συνέ-ντευξη… άδεια μεγκατάστασης… ύστερα εισιτήρια, αεροπλάνο… και να ’ μαι προσ-γειωμενος στην κορυφή του πύργου του Άιφελ. Βρίσκω δουλειά…για τορναδόρους μου είπαν έχει θέσεις εργασίας… κάνω πρόσκληση στη Ράνα και τα παιδιά…Και μια μέρα…ποιος ξέρει…, όταν τελειώσει ο πόλεμος, ίσως …
ΑΦΟΥΡ: Ίνσαλαχ! Σε ένα μήνα!… Τρεις μήνες είμαι κάτοχος αυτού εδώ του ελπι-δοφόρου δελτίου πλήρους καταγραφής! …Στο περιφερειακό γραφείο καταχώρισαν τα στοιχεία μου ηλεκτρονικά. Χώρα διαφυγής… σημείο εισόδου… κέντρο πρώτης κα-ταγραφής… όλα καταχωρισμένα στο δελτίο προεγγραφής …, αλλά… τα ρώτησαν και πάλι όλα. … από την αρχή. Μου πήραν δακτυλικά αποτυπώματα… μαγνητοσκόπησαν και τη συνέντευξη … Για τη δική μου ασφάλεια, είπαν… Ακόμη περιμένω. Δεν ανή-κω σε ευάλωτη ομάδα λένε. Θα περιμένω μια βδομάδα ακόμη. Μετά ‘iilaa alliqa’ (κά-νει μια κίνηση πως αποχαιρετά).
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Ίνσαλαχ θα ’ ρθει και το τηλεφώνημα. Αλλά τι εννοείς ‘iilaa alliqa’. Έ-χεις χάσει το πιο σημαντικό εφόδιο επιβίωσης, Αφούρ…
ΑΦΟΥΡ: Την υπομονή; Δε θα θέλω να περιμένω άλλο Τζενεράλ. Πριν ξεκινήσω το ταξίδι φάνταζε σαν ιερή αποδημία. Ο προορισμός… ασφαλής … μια ενιαία επικράτεια. Ένα σύντομο…ριψοκίνδυνο πέρασμα… αρκεί να επιβίωνες.
Αλλά όσο περνά ο καιρός όλα φαίνονται αδιέξοδα… δαιδαλωδώς ιεραρχημένα.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ Είμαστε ασφαλείς εδώ Αφούρ μου. Περίμενε και όλα μπορούν να συμ-βούν.
ΑΦΟΥΡ: Αν μείνω λίγο ακόμη Τζενεράλ, θα γίνω ανίκανος για οτιδήποτε. Τις μέρες η κρίση μου εναρμονίζεται με τις εκτιμήσεις των άλλων. Αλλά τις νύχτες η σκέψη μου ξεστρατίζει. Αρχίζω να μελετάω και πάλι δυναμικά περάσματα… κάνω παρά-τολμες σκέψεις… οι φράχτες καταρρέουν. Μα τότε η μορφή του πατέρα μου… είχε απομακρυνθεί για λίγο… επανέρχεται… όλο και πιο συχνά και με κοιτάζει αυστηρά. Όμως αδελφέ μου, για να ορίσουμε το μέλλον μας δε φύγαμε από την πατρίδα;
ΤΖΕΝΕΡΑΛ Όπως τα λες είναι παλικάρι μου. Αλλά μια λάθος κίνηση και μας περιμέ-νει επαναπροώθηση. … ένα μήνα περίμενα στα λασπόνερα, σ΄ενα απέραντο χωράφι. Μετά βγήκε μια διάδοση. Ένας χείμαρρος … στην ουδέτερη ζώνη… μπορούσαμε να τον περάσουμε… Σε όλες τις γλώσσες τηλεβόες ενημέρωναν “ η κυβέρνηση σας καλεί να την εμπιστευτείτε για τη μεταφορά σας σε διαμορφωμένους χώρους φιλοξε-νίας, μην πιστεύετε την παραπληροφόρηση από επιτήδειους”. Δεν ακούσαμε…26 άτομα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά… στα χέρια σχοινιά προσπάθησαμε να διασχίσουμε το χείμαρρο. Στην απέναντι ακτή…ένοπλοι φρουροί… Μπροστά μου δυο άντρες… μια γυναίκα…το μωρό της… δεν τους ξαναείδαμε. Όσους τα καταφέραμε να περάσουμε μας συνέλαβαν. Μας γύρισαν και πάλι πίσω.
ΑΦΟΥΡ Επαναπροώθηση! Άκου να δεις τι θυμήθηκα τώρα! Μια μέρα με τον μικρό μου αδελφό μου βγήκαμε περίπατο στα περιβόλια. Σταθήκαμε έξω απ’ ένα φράχτη. Ένα κλαδί κυδωνιάς εξείχε πάνω απ’ την ξερολιθιά. Ένα μοναδικό πράσινο κυδώνι κρέμονταν στην άκρη. Είχε ξεφύγει από τους περιβολάρηδες. Ούτε που το σκέφτηκα. Σκαρφάλωσα. Τεντωνόμουν, τραβούσα το κλαδί… έφθανα φύλλα. Γλιστρού-σα…έπεφτα… ξανασηκωνόμουν…τα χέρια μου γέμισαν πληγές για ένα στυφό κυδώνι. Μας πήρε στο κυνήγι ο περιβολάρης. Την άλλη μέρα εμείς πάλι εκεί. Αν δεν ρισκά-ρεις, αξίζει να ζεις; Δε φύγαμε μακριά, για να ορίσουμε τον εαυτό μας;
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Να τον ορίσεις, γιατί όχι …
ΑΦΟΥΡ : “Σε ποιον τομέα θα θέλατε να απασχοληθείτε στον τόπο μετεγκατάστασής σας”; με ρώτησαν στην επιτροπή. “Ως οδομέτρης; Μα οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορί-ας, οι λεωφόροι, κάθε μονοπάτι της επικράτειας, όπου, σύμφωνα με δήλωσή σας, επιθυμείτε να μετεγκατασταθείτε είναι ήδη μετρημένα. Όλοι οι τόποι οριοθετημένοι. Τι ακριβώς θα μετρήσετε; “Μπορούμε ακόμη να μετρήσουμε τις ουτοπίες” ήθελα να είχα απαντήσει. “Δεν παραδέχεσθε τα χαραγμένα όρια”; “Πιστεύω στην ειρήνη και στα δίκαια των ανθρώπων”. Θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου… να γνωρίσω τον κόσμο.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Αλήθεια; Έτσι τους τα είπες στη συνέντευξη;
ΑΦΟΥΡ: Έτσι ακριβώς. Κι από τότε ο αμ-Σαΐντ με αποδοκιμάζει. Ήρθε μια μέρα στη σκηνή. Περιεργαζόταν το οδόμετρο. Τι είναι αυτό … τι το χρειάζεσαι… Γιατί δεν πας ποτέ για προσευχή…γιατί δεν κρατάς το Ραμαζάνι… Γιατί, αμ-Σαίντ, εδώ που έ-φτασα, μπορεί να με βοήθησε ο θεός, μα όχι η θρησκεία… Κι όσο για τη μνηστεία… δε θα δώσει, λέει, την κόρη του σ’ έναν… πολιτικό ταραξία.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Βλέπει διαφορετικά τη ζωή ο Σαΐντ… μα σαν να ’ χει λίγο δίκιο. Αν δε συνεχίσετε μαζί, τι νόημα έχει ο αρραβώνας; Και η Σίντρα; Τι λέει;
ΑΦΟΥΡ: Η Σίντρα… Μόνο μαζί της δε νιώθω ξένος …και με σένα Τζενεράλ… μόνο εσείς με καταλαβαίνετε. Αλλά τη βλέπω λίγο… καμιά φορά έξω από το ιατρείο, το ξέρεις… κάνει το διερμηνέα εκεί για, τις γυναίκες. Η Σίντρα κάνει όνειρα να συνεχί-σουμε μαζί, εκείνη να δουλεύει σαν δασκάλα, εγώ να συνεχίσω τις σπουδές του το-πογράφου… αλλά μου το ’ πε, είμαι ελεύθερος… Δε θέλω να τη χάσω, μα εκείνη κά-νει όνειρα για πράγματα απλά…
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Πράγματα απλά… ίσως είναι τα πιο αληθινά. Εγώ το μόνο που σκέφτομαι είναι να ’ ρθουν κοντά μου η Ράνα και τα παιδιά. Είναι ξεχωριστή κοπέλα η Σίντρα. Κι ύστερα θα έχετε πλεονέκτημα με βάση την αρχή της οικογενειακής ενότητας. Δεν το βλέπεις;
ΑΦΟΥΡ: Η Σίντρα είναι η ομορφότερη που είδα ποτέ, μα είναι που δεν μπορώ να φα-νταστώ τον εαυτό μου μαζί της πουθενά. Παρά μόνο εδώ. Είναι αλήθεια… Το πρώτο βλέμμα της είχε γίνει για μένα μια πατρίδα… και για καιρό τίποτε δεν ήταν ξένο. Κι ακόμη με ενώνει με τον κόσμο… Μα τώρα, το όνειρο της Νορβηγίας μοιάζει μακρι-νό, μπήκε ανάμεσα κι ο πατέρας της κι επέστρεψε η οδύνη… Αλλά δεν έχω παράπο-νο… στην πατρίδα ένιωθα πιο ξένος.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Κι όμως είστε ταιριαστό ζευγάρι. Κι αφού υπάρχει κάτι τρυφερό ανάμε-σά σας, γιατί δεν το βλέπεις με πιο ανοιχτή καρδιά;
ΑΦΟΥΡ: Είναι που τις νύχτες, σαν πλαγιάζω στο… κελί μου, διαλύονται… όλα. Δεν μπορώ να φανταστώ οικογένεια… παιδιά… Βλέπω μόνο τον εαυτό μου, … άλλοτε στα χέρια το οδόμετρο διασχίζω τις Άλπεις με τα πόδια, άλλοτε κολυμπάω στα νορβη-γικά φιορδ. Κάνω παράτολμες σκέψεις τις νύχτες κι εκείνη δε μ’ ακολουθεί… Ξημε-ρώματα προσπαθώ να κοιμηθώ. Το χαρούμενο βουητό των παιδιών, ακόμη και τα “αλλάχου Άκμπαρ” λειτουργούν παρηγορητικά. Αλλά ο ύπνος μου είναι ταραγμένος, γκρεμμισμένες πολιτείες, λασπωμένοι δόμοι, τηλεβόες που με γεμίζουν ενοχές, “Δεν μπορείτε να επιλέξετε επικράτεια μετεγκατάστασης” … Εγώ όμως, να ξέρεις Τζενεράλ, θα επιλέξω. Ποιος θα με σταματήσει; Θέλω να ψάξω να βρω μόνος την πατρίδα που μου ταιριάζει…έναν τόπο να γίνω το άτομο που ονειρεύομαι.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Μα τι είναι η πατρίδα; Υπάρχει ο τόπος που ζητάς ;
ΑΦΟΥΡ Αχ Τζενεράλ, νομίζεις πως δεν υπάρχει; Λες πως ξεπερνά τις δυνατότητές μου;
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Όχι.. όχι τις δυνατότητές σου…λέω μονάχα πως δεν είναι ακόμα καιρός… πως είναι δύσκολο να κάνεις τέτοιο ταξίδι μόνος.
ΑΦΟΥΡ: (του δείχνει στο κινητό το χάρτη της Ευρώπης-Ασίας ) Δες Τζενεράλ, κάθε χρώμα στο χάρτη δείχνει τα όρια που ξεπεράσαμε.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Ναι, τα περάσαμε. Μα τα δικά μου όρια είναι εδώ, Αφούρ (ο Τζενεράλ με ελαφρά λυγισμένη τη δεξιά του παλάμη, δείχνει το μυαλό και την καρδιά). Εγώ νιώ-θω ζωντανός μόνο σαν σκέφτομαι τα παιδιά μου, τη Ράνα, το γάμο μας…τι γλέντι ήταν εκείνο… τα γιορτινά οικογενειακά τραπέζια, τα παιδιά μου, τους φίλους… Τι θέλει ο άνθρωπος; Να ’ ναι οικογένειά του καλά, τα παιδιά του να μάθουν γράμματα, να σπουδάσουν με ειρήνη γύρω τους.
ΑΦΟΥΡ: (δεν ακούει πια τον Τζενεράλ. αρχίζει να μιλά παραληρηματικά)…Μα εγώ πιστεύω δεν αξίζει να ζεις, αν δεν ριψοκινδυνεύεις. Όχι δε τη χρειάζομαι την άδειά τους… Έχω αντοχή εγώ σε αντίξοες συνθήκες…ικανότητα συγκέντρωσης… καλή όρα-ση, ικανότητα αντίληψης του χώρου. Θα ψάξω τον μεγάλο κόσμο. Αυτόν που έβλεπα στο βιβλίο της Γεωγραφίας, σαν ήμουν μαθητής. Θ’ αναζητήσω τα δικά μου περάσμα-τα, θα πάρω το οδόμετρο και θα μετρήσω τη γη.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ : Παράτολμο αγριοπούλι μου, δοκίμασε τα όριά σου αφού το θέλεις. Πήγαινε βρες το βόρειο σέλας…. μας εδώ τουλάχιστον για την ώρα μπορούμε να κοιμόμαστε χωρίς φόβο…
ΑΦΟΥΡ: Η ειρήνη είναι η μια επιλογή…η άλλη ο φόβος… διαλέγω τον δεύτερο. Κι σε λίγο καιρό θα το δεις… Σε λίγο καιρό από τώρα… θα κολυμπάω στο αρχιπέλαγος Lofotten. Κι έπειτα… όλοι μια μέρα δε θα πεθάνουμε; Αυτό είναι το πεπρωμένο μας… Δε θα εγκαταλείψω το οδόμετρό μου. Καλύτερα, ας πεθάνω εξαντλημένος απ’ αυτό. Θα ζήσω σαν νομάδας… (συνεχίζει αυτοσαρκαζόμενος) Να ζήσω σαν νομά-δας…λες Τζενεράλ να είναι η κληρονομιά απ’ τους προγόνους μας; Θα πιάσω τη ζωή από την αρχή και δε θα ’ χω να παραπονεθώ για κανέναν σ’ αυτή μου την επιλογή… Μα δε θ’ αφήσω τη σιωπή μου σ’ αυτόν τον κόσμο, αν πεθάνω…
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: (κοιτάζει τον Αφούρ, με κατανόηση) Κάθε γιος του Αδάμ κάνει λάθη κι από τα λάθη δεν αλλάζουμε, αλλά μαθαίνουμε, μαθαίνουμε να επεκτείνουμε τον εαυτό μας.

Σκηνή Δεύτερη

Θάλαμος νοσηλείας σε λυόμενο οικίσκο της ιατρικής ανθρωπιστικής οργάνωσης του καταυλισμού. Ένα κρεβάτι, ένα παράθυρο με θέα στο βουνό. Ο Αφούρ ανοίγει τα μάτια και κοιτά ανήσυχος γύρω του. Μια νοσηλεύτρια και ο γιατρός τον κοιτούν καθησυχα-στικά.

ΑΦΟΥΡ: Τι μου συνέβη;
ΜΑΡΙΟΝ: “Είναι η αναβίωση της εμπειρίας μέσα στο ντεπόζιτο της νταλίκας”.
ΓΙΑΤΡΟΣ: “Μια μικρή νευρική κρίση…το αβέβαιο μέλλον… ανησυχείς πολύ”.
ΑΦΟΥΡ: Τώρα θυμάμαι …
ΜΑΡΙΟΝ : Έκλαιγες, γελούσες, ούρλιαζες το οδόμετρό μου, το οδόμετρό μου. Το σώμα σου τινάζονταν, άπλωνες τα χέρια σου, χτυπιόσουν να ξεφύγεις. Με τις γροθιές σου χτυπούσες έναν αόρατο τοίχο. Έπεσες αναίσθητος…
ΑΦΟΥΡ: Ο θόρυβος του κινητήρα του στρατιωτικού φορτηγού … έφερε το συσίτιο. Ξέρεις, Μάριον, πώς ορμά με την όπισθεν μέσα στην αποθήκη. Ο φαντάρος ανέβασε τις στροφές μαρσάροντας… το φορτηγό ερχόταν πάνω μου… να διαλύσει το μικρό μου κελί…
ΜΑΡΙΟΝ: Τώρα όλα πέρασαν… εξετάσθηκε η υπόθεσή σου, ήρθε η απάντηση της επιτροπής ασύλου… θετική…για Βέλγιο.
(Μπαίνει ο Τζενεράλ)
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: (αστειευόμενος) Είναι κανείς άρρωστος εδώ;
ΜΑΡΙΟΝ: (χαμογελαστά) Έχουμε κάποιον εδώ που χρειάζεται παρηγοριά. Μα εσύ Γιάσερ να του τα ψάλλεις ένα χεράκι…
βγαίνουν η νοσηλεύτρια και ο γιατρός
ΑΦΟΥΡ: Ξύπνησα το πρωί κι ένιωθα τους παλμούς μου. Η καρδιά μου, χτυπούσε ακανόνιστα, νόμιζα θα ’ σπαγε. Κι είναι απίστευτο να μου συμβεί αυτό, ακριβώς τη στιγμή που πήρα μεγάλη χαρά. Ξέρεις Τζενεράλ, δε θα το πιστέψεις! Χθες βράδυ είχα βιντεοκλήση απ’ τον πατέρα μου. Πρώτη φορά εδώ και δυο χρόνια… βρήκε τον τρόπο… κι ο αδερφός μου, ο όμορφός μου ο Άμπεντ… πώς μεγάλωσε! Και πράγμα παράξενο, πρώτη φορά με τον πατέρα μου μιλήσαμε σαν φίλοι. Του έδειξα το δελτίο προεγγραφής μου, όχι πως είναι τίποτα… μόνο μια προσφυγική ταυτότητα. Μα ένιωσα περήφανος να το δει ο πατέρας…πως μέτρησα μόνος χιλιάδες χιλιόμετρα και τα κατά-φερα. Και πίστεψέ το Τζενεράλ, μα καθώς του έδειξα το δελτίο, ένιωσα πως ήταν κι αυτός περήφανος για μένα που έφθασα ως εδώ. Ούτε επικρίσεις…Τίποτα! Μόνο μου δωσε την ευχή του, να συνεχίσω το ταξίδι με ειρήνη, να ολοκληρώσω τις σπουδές μου… Και μια μέρα θα με περιμένουν να επιστρέψω… να ξαναχτίσουμε την πατρίδα… Κι ύστερα χάθηκε η σύνδεση. Κι όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί με κάλε-σαν και μου είπαν πως εγκρίθηκε η αίτηση ασύλου μου κι έμεινα μπερδεμένος ξα-πλωμένος στο κελί μου ως το μεσημέρι.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Τι λες! Πόσο χαίρομαι για σένα! Η ευλογία του πατέρα είναι ο πιο καλός συνοδοιπόρος στο ταξίδι. Ο Θεός να δίνει δύναμη σε σένα, και κουράγιο στον πα-τέρα σου.
Ο Αφούρ απλώνει το χέρι αναζητά το σάκο με το οδόμετρο.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: (χαμογελώντας συγκαταβατικά) Εδώ, εδώ είναι το οδόμετρό σου. Δε σου το πήραν. (Πηγαίνει προς το παράθυρο και δείχνει προς τα βουνά). Εκεί πίσω κάπου δυο χιλιάδες χιλιόμετρα είναι ο προορισμός μας. Ξέρεις, ήρθε και για μένα η απόφα-ση της επιτροπής… φεύγω… κι εγώ για Βέλγιο σήμερα κιόλας. Σε λίγη ώρα. Είμαι έτοιμος… αεροπορικά εισιτήρια… μένει να ρίξω δυο τρία πράγματα στο σάκο μου.
ΑΦΟΥΡ: Χαίρομαι για σένα Τζενεράλ. Η Σίντρα;
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Και οι Σαΐντ φεύγουν σε δυο μέρες… κι αυτοί για Βέλγιο. Λέουβεν λέγε-ται η πόλη. Λένε πως είναι πόλη φιλική στους ξένους. Εκεί θα σας περιμένω.
ΑΦΟΥΡ: Πόσο χαίρομαι για σας.
ΤΖΕΝΕΡΑΛ: Δε θα ’ ρθεις μαζί μας λοιπόν; Το τέλειο δεν είναι για μας γιε μου…
Όμως τουλάχιστον θα είμαστε με φίλους.
ΑΦΟΥΡ: Αχ Τζενεράλ … Μου το υποσχέθηκαν… θα φθάσω Νορβηγία. Από ασφαλή περάσματα… Τα πάντα είναι υπολογισμένα, από την πιο μικρή βελανιδιά για να κρυ-φτώ, ως τους χειμάρρους που θα διασχίσω… Μόνο τ’ αποτυπώματά μου μένει ν’ αλ-λοιώσω, να μην μπορώ να ταυτιστώ στο νέο κέντρο υποδοχής.
Νιώθω δυνατός ν’ αντέξω περισσότερα πράγματα, ν’ αποφασίζω μόνος πια. Ίσως ο ήλιος να μην λάμπει τόσο πάνω μου, μα εξακολουθώ να πιστεύω σε κάτι… αόρατο, πως κάπου στο δρόμο, κάτι θα εμφανιστεί… ξαφνικά.
Κι όμως, αν μπορούσα αυτή τη στιγμή να διαλέξω οποιοδήποτε δώρο για σήμερα, θα διάλεγα έναν περίπατο μαζί σου, στην αυλή του κάμπ. Είσαι ο πιο αγαπητός και πο-λύτιμος αδελφός μου. Οι περίπατοί μας σε κείνη την άγονη αυλή ήταν η ωραιότερη στιγμή του ταξιδιού μου. Και τώρα λες πως φεύγεις… και μ’ αφήνεις ανάμεσα στον φόβο και …την έκπληξη.

Σκηνή τρίτη

Καλοκαίρι. Λυκαυγές στο προαύλιο του καταυλισμού. Αριστερά η μεγάλη μεταλλική πύλη της αποθήκης. Δεξιά η πύλη του αυλόγυρου, στιβαγμένα μπόγοι, βαλίτσες, υπνόσα-κοι. Ο Αφούρ κάθεται σ’ ένα παγκάκι. Από την πύλη βγαίνει η Σίντρα, τον πλησιάζει, κάθεται δίπλα του.

ΣΙΝΤΡΑ: Αφούρ, Είναι πια ώρα …
ΑΦOΥΡ: Αποχαιρετισμού; Είστε έτοιμοι λοιπόν;
Σίντρα: Μένουν λίγες ώρες…Ίσως να μη συναντηθούμε πια.
Αφούρ: Όχι, Σίντρα, όχι… Μην το λες αυτό, θα ξαναβρεθούμε.
Σίντρα: Ίσως μια μέρα… αν το θέλει ο θεός.
Αφούρ: Μου λείψατε, Σίντρα, όλοι, ο Τζενεράλ …εσύ… όλοι.
Σίντρα: Ο Θεός να σε ευλογεί Αφούρ.
Αφούρ: Ξέρεις… ήλθε στον ύπνο μου το βράδυ, για σκέψου, ο Al-Dschahiz! Ή-μασταν μαζί του, στριμωγμένοι. Όλοι μέσα σ΄ ένα σκαρί από πεύκο του Αλέπο. Ζευγάρια οι αραβικές στρουθοκάμηλοι, λικνίζονταν ρυθμικά, χρυσά τσακάλια, λιο-ντάρια, μια κόκκινη αλεπού, το αρκουδάκι της Συρίας, βουβαλίδες του νερού, αντι-λόπες, βατράχοι και σαύρες σκονισμένες ακόμη από το κύμα του θανάτου με κεφάλι ψαριού. Αναπηδούσε το σκαρί πάνω στα κύματα, ράμφιζαν τρομαγμένα τα νεροπούλια τους αφρούς…
Σίντρα: Η κιβωτός του Νουαχάν!
Αφούρ: Αλήθεια, όπως το λες. Δεν ήταν το σκαρί ψαρόβαρκα, ήταν η κιβωτός του Νουαχάν! Κι ύστερα όλοι χάθηκαν. Στην πρύμη, μόνο μια γαζέλα. Ανέμιζε ο πέπλος της…Ίδιος μ’ αυτόν που φοράς εσύ… Το ρυθμικό κούνημα σταμάτησε. Η βάρκα μπα-τάριζε από τη μια μεριά και τότε ο al-Dschahiz σιωπηλός μου ’ βαλε τα κουπιά στα χέρια, ένα κλαδί ευκάλυπτου 120 χρόνων… κι έτσι ξαγρύπνισα, να συλλογίζομαι… τι σήμαινε το όνειρο; …Και ν΄αφουγκράζομαι…τριγύριζες κι εσύ μέσ΄ στη σκηνή σου… ως το ξημέρωμα… Διαλέγει, έλεγα μέσα μου, τι θ΄ αφήσει πίσω της… τι θα πάρει μαζί της.

(Ακούγονται μικρές εκρήξεις, φωνές. μέσα στην αποθήκη ξέσπασε πυρκαγιά. Φωνή μιας νέας γυναίκας που ουρλιάζει, το μωρό της είναι μέσα στη φωτιά. Ο Αφούρ ορμά προς την πύλη. Η Σίντρα στέκεται σε στάση προσευχής. Μετά από λίγο ο Αφούρ βγαίνει κρατώντας το μωρό. Το παραδίδει στη μητέρα του. Όρθιος στη μέση της σκηνής κοιτά-ζει ξαφνιασμένος τα καρβουνιασμένα του δάχτυλα. Η Σίντρα πλησιάζει αργά.)

Σίντρα: Τα δάχτυλά σου!
Ο Αφούρ έχει γαλήνια έκφραση
(Η Σίντρα του πιάνει τα χέρια, τα τυλίγει με το μαντίλι της)
Αφούρ: Ξέρεις Σίντρα, από τη μέρα που αποχαιρέτησα τον Τζενεράλ δεν έχω ησυχία. Όλα τα σχέδιά μου μετέωρα… Τα είχα όλα έτοιμα. Τ΄αποτυπώματά μου έμενε να σβήσω μόνο. Κι όμως τώρα, τα καρβουνιασμένα δάχτυλά μου δε μου λένε φύγε.
Σίντρα: Το αποφάσισες λοιπόν; θα συνεχίσεις μαζί μας;
Αφούρ: Ναι Σίντρα, αν ακόμη το θέλεις …
(Η Σίντρα του δίνει το χέρι)
Σίντρα: Ας συνεχίσουμε μαζί, Αφούρ, μαζί ας μετατοπίσουμε τα σύνορά μας. Κι εκείνο το κλαδί ευκάλυπτου που σου ’ δωσε ο Al-Dschahiz, θα μας θυμίζει ποιοι είμαστε εκεί που πάμε.
Αφούρ: Ναι, μαζί θα φτιάξουμε το χάρτη, Σίντρα. Θα τον ξεδιπλώσουμε ως την άκρη της ψυχής, να περπατάνε πάνω του οι πρόσφυγες του κόσμου. Κι ύστερα, μια μέρα τα παιδιά μας, θα ξαναμετρήσουν τη γη, θ’ αποτυπώσουν τα δικά τους οράματα, τα πε-ράσματα, τους λόφους, τα βουνά. Δε θα σταματήσουν αν δε διανύσουν χιλιάδες χιλιό-μετρα αγάπης. Και τότε θα μηδενίσουν και θα ξεκινήσουν και πάλι από την αρχή.

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς