Αρχική » Project » Η φόνισσα -ένα διαφορετικό τέλος-δημιουργική γραφή

Ξεκινήστε εδώ

Η φόνισσα -ένα διαφορετικό τέλος-δημιουργική γραφή

Η Φραγκογιαννού, δεινή κολυμβήτρια ούσα, ήπιε πικρό νερό, αλλά δεν επνίγη. Το αρμυρό νερό εισέρχετο εις τους μυκτήρας της, το κύμα την εκαταπόντιζε, αλλά εκείνη ετίναζε τους βραχίονάς της και ανεδύετο και πάλιν. Το κύμα την έσπρωξε προς τον αιγιαλόν κάτωθεν του Αγίου Σώζοντος και την εκτύπησε εις τους βράχους. Οι βράχοι του Αγίου Σώζοντος κατεσπάραζον το κορμί της, αλλά η γραία Χαδούλα εκάλει τον Άγιο να προστρέξει σε βοήθειά της.

Αι- Σώστη μου, σώσε με.

Και πράγματι ο Αγιος Σώζων την εσπλαχνίσθη. Δεν ήτο ακόμη καιρός να πληρώσει για τα κρίματά της. Ο Άγιος της έστειλε στη γραία Χαδούλα μια ελεεινή σανίδα σωτηρίας. Εις αυτήν αγκιστρώθη η Φραγκογιαννού και βγήκε στ’ ανοιχτά της θαλάσσης. Έπλευσε, έπλευσε επί ώρας πολλάς και τελικά κατά το εσπέρας ο άνεμος την έσυρε εις την θέση την ονομαζόμενην το κοχύλι. Στην αγκάλη εκείνης της απρόσιτης αχιβάδας είχε ζητήσει και άλλοτε καταφύγιο η Φραγκογιαννού. Άμα εβγήκεν ανερριχήθη εις το κοχυλοειδές άντρον και εβυθίσθη σε ύπνον βαθύ.

Κατά το απόγειον εκείνης της νυκτός έγινε μεγάλη φουρτούνα. Την επόμενη, έβραζε ακόμη η θάλασσα, ευρέθη η μανδήλα της γραίας Χαδούλας πάνω εις τα χαλίκια του αιγιαλού. Το νέον διεδόθη ταχύτατα. Οι γυναίκες του χωριού εσυγκεντρώθησαν εις την ακτήν. Ελάμβανον λίθους του αιγιαλού και τις εσφενδόνιζον κατά το πέλαγος, όχι κυματοειδώς δια του πήχεος και της χειρός, αλλ’ με οργίλη κίνηση, ως δια σφενδόνης. Και εσυνόδευον την κίνηση με τη φράση καλό κατευόδιο στο σκότος το εξώτερον, Φόνισσα, φόνισσα!

Κάποιοι γέροντες συνετότεροι διατύπωναν τις επιφυλάξεις τους.

_Μη δεν επνίγη;

Παρήλθεν ο καιρός. Κάποιοι γιδοβοσκοί έλεγον πως άκουγαν μοιρολογούσα τη φωνή εκείνης της παλιογυναίκας στον αιγιαλό κάτω από το βράχο του Αι Σώστη. Κάποιοι γιδοβοσκοί αφηγούντο ότι είδον το φάντασμά της να διασχίζει πετρώδες μονοπάτι σχίζον εις δύο τας συστάδας των βράχων κοντά στη θέση κοχύλι. Κάποιοι αφηγούντο πως ήτο βέβαιον ότι είχε γλιτώσει τον πνιγμόν. Άλλοτε την άκουγαν ασθμαίνουσα, άλλοτε την έβλεπον, ως βραχώμενη αίγα να αναρριχάται στα κατσάβραχα, άλλοτε στη βρύση να πίνει νερό. Την εδίωκον, αλλά εις μάτην. Ότε εχάνετο καμμία γίδα επίστευον πως την επήρε η φόνισσα. Κι απ’ τις καλύβες πότε “έλειπε” το γάλα, πότε το αλεύρι, πότε το τυρί. Αλλά τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού όλον το θέρος εκολύμβων από πρωίας μέχρι εσπέρας εις τον κόλπον κάτωθεν του κοχυλιού, δεν την είδον ποτέ.

Πέντε χρόνοι παρήλθον. Ήτο η ώρα του δειλινού το 1908. Η γρια- Λούκενα μια χαροκαμένη πτωχή γραία, είχε υπάγει στην άκρη του θαλασσοφαγωμένου βράχου του κοχυλιού δια να πλύνη τα ρούχα της με το αρμυρό νερό. Εκεί στην ακροθαλασσιά έπλενε και μοιρολογούσε τα παιδιά και τον άντρα της που της τα είχε πάρει ο χάρος ο αχόρταστος και την είχε αφήσει μόνη με τη θυγατέρα της και τα δώδεκα εγγόνια της. Άμα τελείωσε, η σελήνη επρόβαλε πια. Η γριά φορτώθηκε την αβασταγή της και πήρε το ανωφερές μονοπάτι. Και ηκούετο εκεί πάνω θλιβερός ήχος φλογέρας κρυμμένου αυλητή, όστις έπασχε, φαίνεται από έρωτα. Εις την οφρύν του βράχου πάνω από το κοχύλι, είδε την εγγονή της να σπεύδη προς συνάντησή της. Η Ακριβούλα, είχε σταθεί να ακούσει τον αυλητή. Αμα είδε την μάμη της εχάρη, και εβιάσθη να την πλησιάσει, εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα.

Η γριά Λούκενα έντρομη δεν επρόλαβε να δει την εγγόνα της και ήκουσε τον πλαταγισμόν.

Εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής που κι αυτός είχε ακούσει τον πλαταγισμό.

Το κορίτσι… το κορίτσι… έπεσε …τρέξε… το κορίτσι. Χριστέ μ’ Παναγιά μ’ γλύτωσέ το, επαναλάμβανε κραυγάζοντας η μάμη της Ακριβούλας και έτρεχε τον κατήφορο προς διάσωση της εγγονής της .

Την επαύριον, ο αυλητής βοσκός εδιηγείτο πως κατήλθε το μονοπάτι ακολουθούμενος από τη Λούκενα, πως εκ του μακρόθεν μέσα στο σκοτάδι διέκρινε μια οπτασίακρατούσα στην αγκάλη της την Ακριβούλα την έβγαλε από το νερό και την απόθεσε στην άμμο, πως η οπτασία εχάθη και πάλι στη σκοτεινή θάλασσα. Πως η Ακριβούλα ήτο λιπόθυμος, μόλις αναπνέουσα, πως πάραυτα την εγύρισε να βγάλει το νερό, πως η καρδία της ήρχισε να πάλλει και πάλιν.

Έκτοτε κανείς χωρικός δεν είδε πλέον εκείνη, τη φόνισσα. Οι βοσκοί που εδιάβαιναν τον δρομίσκον τον ανωφερή πάνω από το κοχύλι, κάθε φορά που ήτο φουρτούνα άκουγαν μέσα από τα κύματα μια παράκληση, σχωρνάτε με, σχωρνάτε με. Κι ισχυρίζοντο οτι ήτο η Φραγκογιανού που είχε στοιχειώσει στον πυθμένα της θάλασσας.


Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς