Αρχική » ελληνικη λογοτεχνια » Καβάφης επάνοδος από την Ελλάδα- Μετααποικιακή ανάγνωση

Ξεκινήστε εδώ

Καβάφης επάνοδος από την Ελλάδα- Μετααποικιακή ανάγνωση

Επάνοδος από την Ελλάδα Κρυμμένα
Εκτύπωση
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε·
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Aιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Pώτησε την καρδιά σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Aξίζει να γελιούμαστε; —
αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.

Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.

Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους
σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το επιδεικτικά
ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!) μακεδονικό,
καμιά Aραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο
καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι
πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.

A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά.
Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Aιγύπτου
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Στο ποίημα του Καβάφη με τίτλο “Επάνοδος από την Ελλάδα”δύο ποιητικά υποκείμενα επιστρέφουν με πλοίο από από ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Καθώς πλησιάζουν στα οικεία αγαπημένα νερά της ελληνιστικής τους πατρίδας, το ένα από τα δύο υποκείμενα, με το αρχαιοελληνικό όνομα Έρμιππος, ολοφάνερα κακοδιάθετο παραμένει σιωπηλό.

Ο συνομιλητής του Έρμιππου πιστεύει πως διαβάζει τις σκέψεις του συνταξιδιώτη του, περιγράφει την κατάστασή του και ερμηνεύει την αιτία της περισυλλογής του. Ο Έρμιπποςήταν ενθουσιασμένος με την Ελλάδα, αλλά όσο βρισκόταν εκεί, ένιωθε νοσταλγία και για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Τώρα όμως που αρχίζει να πλέει σε πάτρια νερά, δυσθυμεί και του λείπει η Ελλάδα. Ο Έρμιππος νιώθει την ταυτότητά του ρευστή και ασταθή και μάλλον ντρέπεται για “τις βουνίσιες μπότες του”. Αντίθετα ο συνομιλητής Έρμιππου δε νιώθει διχασμένος. Από τη μιαέχει ενσωματώσει τις αξίες του ελληνισμού, αποδέχεται την ελληνική του ταυτότητα.. Από την άλλη έχει επίγνωση της ιδιαίτερης ταυτότητάς του, θέλει να τη διατηρήσει και μάλιστα ν’ αγωνιστεί γι’ αυτήν, χωρίς να ντρέπεται.

Η απάντηση του Έρμιππου δεν ακούγεται. Αν ο Έρμιππος μπορούσε ν’ απαντήσει, ίσως αποκάλυπτε πως δε νιώθει καλά σε μια θέση, όπου δεν αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό υποκείμενο, όπου δεν είναι ορατός παρά μόνο μέσα τα στενά πλαίσια της υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας, της οποίας υποτίθεται ότι είναι φορέας. Θα ρωτούσε το συνομιλητή του μήπωςηεπίγνωση και αποδοχή των πολιτιστικών χαρακτηριστικών του αντανακλά “αποικιοκρατική” εκκαθολίκευση αξιών; Μήπως αυτές οι “αγάπες και συγκινήσεις” που “ξενίζουν τον Ελληνισμό”, είναι εκκαθολικευμένες γενικεύσεις, διαστρεβλωμένα χαρακτηριστικά που του αποδίδονται ως “Άλλου”, κι έχουν στόχο να συγκαλύψουν υπόγειες πλευρές του χαρακτήρα των Ελλήνων;

Σε επίπεδο επιλογής λογοτεχνικού κανόνα ο Έρμιππος, ως ποιητής, θα φανέρωνε την αμηχανία του. Όσο διαρκούσε το ταξίδι στην Ελλάδα, τον ενθουσίαζε η προοπτική της “υιοθεσίας”. Πάνω στο πλοίο όμως, κάπου στη μέση της διαδρομής τον κυριεύει η αμφιβολία. Όσο πλησιάζει στο τόπο του, διχάζεται ανάμεσα τα λογοτεχνικά χρώματα της πατρίδας του και τον “έγκυρο” λογοτεχνικό κανόνα. Δεν μπορεί ν’ αποφασίσει τον τρόπο λογοτεχνικής του έκφρασης και παραμένει σιωπηλός.

Ο διχασμός του Έρμιππου ανάμεσα σε δυο ταυτότητεςαντανακλά τις θεματικές, γλωσσικές, υφολογικέςεπιλογές από τους λογοτέχνες και κατ’ επέκταση τις περιοχές ενδιαφέροντος της μεταποικιακής κριτικής. Η λύση για τον Έρμιππο είναι μάλλον να παραμείνει ταξιδιώτης πάνω στο πλοίο. Μόνο πάνω σ’ ένα πλοίο, αφού θα έχει πλεύσει στα νερά της “υιοθεσίας” και θα έχει παλέψει με τα κύματα της “προσαρμογής”, θα μπορεί να συνεχίζει το ταξίδι του με προορισμό τη φαντασιακή χώρα που θα οι μεταποικιακοί κριτικοί τη λένε “ειδίκευση” .


Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς