Ξεκινώντας το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας οι μαθητές/τριες της Α΄ τάξης έγραψαν τις δικές τους ιστορίες χρησιμοποιώντας όποιους και όσους τίτλους κειμένων ήθελαν από τα περιεχόμενα του σχολικού βιβλίου. Κάποιες από τις ιστορίες τους μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Βόλτα στη θάλασσα
Ένα μεσημέρι του Αυγούστου και ενώ η ζέστη ήταν ανυπόφορη, αποφάσισα να πάω βόλτα στην θάλασσα. Καθώς διέσχιζα τον δρόμο για την παραλία, πίσω από κάτι θάμνους, μου φάνηκε ότι άκουσα μελωδίες από θαλασσινά τραγούδια.
Πλησίασα τον θάμνο και είδα κάτι τζιτζίκια που έστησαν χορό! Απόρησα με αυτό που είδα και τα ρώτησα τι συμβαίνει. Αυτά μου απάντησαν πως θα πήγαιναν στον Αμαζόνιο για μια νέα ζωή, με ένα καράβι που το έλεγαν Μαύρο κύμα. Ο καπετάνιος τους θα ήταν ένας τζίτζικας με το ψευδώνυμο το ξανθό παιδί! Το ταξίδι για το οδοιπορικό στην Ινδία χωρίς επιστροφή θα ξεκινούσε την ώρα του ηλιοβασιλέματος.
Τα τζιτζίκια με ρώτησαν αν ήθελα να πάω μαζί τους, αλλά εγώ αρνήθηκα ευγενικά, διότι θα ξεκινούσε η νέα σχολική χρονιά!
Βασίλης Α. Α1
Η περιπέτεια της οικογένειάς μου
Στις αρχές του Δεκέμβρη η οικογένειά μου άρχισε να χάνει τα χρήματά της. Ήμασταν ένα φτωχό σόι που δεν είχε λεφτά να πληρώσει. Ήμασταν σε απόγνωση ως που ο παππούς και το εγγονάκι είχαν μια φαεινή ιδέα. Παρόλο που ήμασταν φτωχοί μαγειρεύαμε υπέροχα! Οπότε αποφασίσαμε να ανοίξουμε μια παραδοσιακή ταβέρνα.
Τα ετοιμάσαμε όλα και επιτέλους ανοίξαμε την Παραμονή των Χριστουγέννων. Την ταβέρνα την ονομάσαμε <<θαλασσινά τραγούδια>>
Από την πρώτη μέρα κιόλας το μαγαζί άρχισε να γεμίζει. Όλοι έλεγαν ότι είχαμε το πιο γλυκό ψωμί! Αυτό ήταν σίγουρο μια και είναι φτιαγμένο από τα χέρια της μάνας μου.
Τα πράγματα άρχισαν να στρώνουν περισσότερο, μπορούσαμε να πληρώσουμε για το νοίκι, επίσης να πάρουμε τροφή και παιχνίδια.
Όμως μέχρι τώρα η αγαπημένη μου βραδιά ήταν στις 17 του Νοέμβρη 1973. Είχε έρθει ένας εκλεκτός καλεσμένος, ο Καραγκιόζης. Η πείνα του Καραγκιόζη ήταν απίστευτη! Αφού έφαγε καμιά δεκαριά πιάτα, έπιασε τον χορό! Άρχισαν όλοι να χορεύουν μαζί του. Ακόμα και τα τζιτζίκια στήσαν τον χορό!
Αυτό ήθελα να πω. Είμαι πολύ χαρούμενη για το πώς άλλαξε η ζωή μου.
Ζαϊμίδου Αντριάνα Α1
Η Δάφνη
Κάποτε σε μια πόλη της Τουρκίας, τη Σμύρνη, έμενε μια κοπέλα η Δάφνη . Η Δάφνη ζούσε εκεί από όταν ήταν μωρό και όλοι τη φώναζαν <<το ξανθό παιδί>>, λόγω των ανοιχτόχρωμων χαρακτηριστικών της .
Όταν έγινε 22 χρονών, αποφάσισε να ανοίξει έναν δικό της φούρνο, γιατί από μικρή είχε έφεση στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Μόλις στην ηλικία των 9 χρονών, για την εορτή του πατρός της, έφτιαξε μια εντυπωσιακή τούρτα που άφησε άφωνους όλους τους καλεσμένους. Σε αυτόν τον φούρνο η Δάφνη έφτιαχνε το πιο γλυκό ψωμί , το οποίο είχε γίνει το πιο ξακουστό σε όλη την πόλη. Πάνω που τα πράγματα στη ζωή της αρχίσαν να στρώνουν περισσότερο, καθώς ήταν πλέον οικονομικά ανεξάρτητη, έγινε κάτι που διατάραξε τη ζωή τη δική της αλλά και όλων των κάτοικων της Σμύρνης.
Ήταν απόγευμα Παραμονής Χριστουγέννων, όταν αρχίσαν ξαφνικά να ηχούν σειρήνες πολέμου!!! Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι στον δρόμο και το μαύρο κύμα καπνού, που υπήρχε στον ουρανό, είχε καλύψει τελείως το υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Το μόνο που υπήρχε στον ουρανό ήταν ένα πουλάκι, το οποίο εκείνη τη στιγμή της φάνηκε σαν μια ηλιαχτίδα μέσα στο σκοτάδι. Αυτή η εικόνα συμβόλισε στο μυαλό της την ελπίδα και την ώθησε 5 μέρες αργότερα να κάνει ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Αποφάσισε να πάει με πλοίο από την Σμύρνη που βρισκόταν, στην Αθήνα.
Όταν έφτασε εκεί, προσπάθησε να ξεχάσει αυτό που είχε ζήσει και να προσαρμόσει την ζωή της στις νέες συνθήκες. Όμως 2 μήνες αργότερα, κοιτώντας την Αθήνα από ψηλά συνειδητοποίησε πως δεν ήταν το μέρος που ήθελε να ζήσει. Έτσι μια μέρα, σε μια παρέα ομοεθνών της, η αφήγηση του αρχιμάστορα φίλου της για την όμορφη Σύμη, της έδωσε την ιδέα που χρειαζότανε. Η ζωή στη Σύμη θα ήταν ήσυχη, ήρεμη, χωρίς τη βαβούρα της πόλης, κάτι το οποίο φάνταζε ονειρικό στο μυαλό της!
Τελικά, ήταν σωστή η απόφαση της! Έζησε εκεί όλη την υπόλοιπη ζωή της! Άνοιξε έναν φούρνο που τον ονόμασε <<θαλασσινά τραγούδια>> και τα αρτοποιήματά της έγιναν ανάρπαστα σε όλο το νησί!
Διαμαντοπούλου Βασιλική Α1
Η περιπέτεια μιας οικογένειας
Ήταν κάποτε μια μεγάλη οικογένεια που αποφάσισε να πάει οδοιπορικό στην Ινδία. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν όταν έφυγαν αλλά κάποιοι δεν γύρισαν ποτέ.
Ταξίδευαν για πολλές μέρες με πλοίο. Κάθε πρωί έβλεπαν την ανατολή και κάθε απόγευμα το ηλιοβασίλεμα! Άκουγαν μουσική πολλών ειδών αλλά κυρίως θαλασσινά τραγούδια, παρόλο που ήταν χειμώνας!
Στην αρχή η εκδρομή αυτή ήταν καταπληκτική, και όπως καταλαβαίνετε, το να ταξιδεύεις στον Ινδικό ωκεανό είναι μια μοναδική εμπειρία. Μετά όμως άλλαξαν τα πράγματα.
Αρχικά τα δύο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, που ήταν και δίδυμα, τις νύχτες άκουγαν βήματα, περίεργους ήχους και κραυγές. Ήταν τα φαντάσματα! Οι υπόλοιποι τους έλεγαν ότι το φαντάστηκαν εκτός από έναν, τη μικρότερη αδερφή τους. Αυτό το κορίτσι διάβαζε πολλά βιβλία έβλεπε ταινίες επιστημονικής φαντασίας και όλα αυτά τα πίστευε, στην αρχή τουλάχιστον….
Τα δύο αδέρφια, ο Όλιβερ και ο Αλβέρτος, συνέχισαν κάθε μέρα να λένε στην οικογένειά τους τα ίδια και τα ίδια. Ότι υπάρχουν φαντάσματα! Κάποια στιγμή σταμάτησε να τους πιστεύει και ο μόνος άνθρωπος που είχε συμφωνήσει μαζί τους, η Καρολίνα.
Μια νύχτα τα δίδυμα άκουσαν μια φωνή να τους λέει:” Το βλέπω στο μέλλον σας! Δεν θα επιστρέψετε από αυτό το ταξίδι, θα σας πνίξει το μαύρο κύμα“. Ο Όλιβερ είχε διαβάσει για αυτό το φαινόμενο και το εξήγησε στον Αλβέρτο. Το μαύρο κύμα ήταν ένα ανεξήγητο φαινόμενο του Ινδικού Ωκεανού, από το οποίο δεν είχε επιζήσει κανένας. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα τεράστιο βουνό νερού σε χρώμα βαθύ μπλε.
Την επόμενη μέρα προσπάθησαν να προειδοποιήσουν τους υπόλοιπους αλλά πάλι δεν τους πίστεψαν.Τα βράδια τα δίδυμα δεν κοιμόντουσαν. Μετά από δύο μέρες ήρθε τελικά το μαύρο κύμα. Οι μόνοι που σώθηκαν ήταν ο παππούς και η Καρολίνα. Κάνεις δεν ξέρει πώς, ούτε καν οι ίδιοι.
Αυτό ήταν ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή για όλους εκτός από τον παππού και το εγγονάκι!
Δημητρακοπούλου Χριστιάννα Α2
Το χωριό της μάνας μου
Μια μέρα στο χωριό της μάνας μου ξεκινά απ’ το πρωί. Που ξυπνάει η γιαγιά μου για να ταΐσει τον πιο πιστό φίλο της, τον σκύλο του σπιτιού.
Στη συνέχεια πηγαίνουμε στην εκκλησία που μου αρέσει να παίζω με τη γάτα του παπά. Αφού τελειώσει η εκκλησία βγαίνουμε από την έξοδο και περιμένουμε το ξανθό παιδί να μας φέρει τα ζαρζαβατικά της ημέρας.
Έπειτα γυρνάμε σπίτι και η γιαγιά μου μερικές φορές αργεί να μας φτιάξει το φαγητό και μας πιάνει η πείνα του Καραγκιόζη.
Συνήθως το απόγευμα προς το βράδυ δεν κάνουμε κάτι. Αλλά όταν είναι η εορτή του πατρός μου βγαίνουμε έξω να φάμε.
Στο τέλος πάντα βλέπουμε το πολύ όμορφο ηλιοβασίλεμα και μετά κοιμόμαστε.
Γκέσιος Ιωάννης Α2