Στις μέρες μας η Επιστήμη χαίρει πολύ υψηλής εκτίμησης. Χαρακτηρίζοντας κανείς «επιστημονικό» έναν ισχυρισμό, ένα επιχείρημα ή ένα ερευνητικό αποτέλεσμα, σημαίνει ότι του αποδίδει κάποιο έπαινο ή ότι του αναγνωρίζει μια αξιοπιστία ειδικού τύπου (Chalmers, 2013). Τι είναι, όμως, αυτό που το λέμε επιστήμη; Είναι δυνατόν να προσδιοριστεί (και συνεπώς να περιοριστεί εννοιολογικά) με επάρκεια; Μήπως υπάρχει συγκεκριμένη “επιστημονική μεθοδολογία” την οποία αν υιοθετήσει και ακολουθήσει κανείς, πιστά, να μπορεί να παράγει “επιστημονική” γνώση[1];
Η (φιλοσοφική) συζήτηση για την οριοθέτηση της επιστήμης, που συνιστά βασική επιδίωξη της φιλοσοφίας της επιστήμης, εκτυλίσσεται πολλά χρόνια, ταυτόχρονα όμως, παραμένει διαχρονικά σύγχρονη με διαρκώς επαρκέστερες, πιο ενδιαφέρουσες και περισσότερο γόνιμες αντιλήψεις περί επιστήμης. Ολοένα και περισσότερο πέφτει νέο και ενδιαφέρον φως στη φύση της επιστήμης. Καρπός αυτής της αδιάκοπης φιλοσοφικής αναζήτησης είναι η περιγραφή των κριτηρίων διάκρισης της επιστήμης από τις αποκλίσεις αλλά και από τις απομιμήσεις της, δηλαδή από τη ψευδοεπιστήμη, την οποία δικαίως χαρακτηρίζει ως “τυραννία της επιστήμης” ο Φάινμαν[2]. Τέτοια κριτήρια, ανάμεσα σε άλλα, είναι η αρχή της επαληθευσιμότητας των λογικών θετικιστών (του κύκλου της Βιέννης) και η αρχή της διαψευσιμότητας (ή επιλαθευσιμότητας) του Κ. Πόππερ.
Η αρχή της επαληθευσιμότητας
Σύμφωνα με την αρχή (ή κριτήριο) της επαληθευσιμότητας των λογικών θετικιστών, μια πρόταση ή θεωρία είναι επιστημονική όταν μπορεί να αναχθεί σε παρατηρησιακές προτάσεις. Επειδή, λοιπόν, η παρατήρηση θεωρείται η ακρογωνιαία λίθος της επιστήμης, αν μια θεωρία δεν επιβεβαιώνεται από τις παρατηρήσεις μας, τότε δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί επιστημονική (Γασπαράτου, 2014). Ο λογικός θετικισμός αποτέλεσε μια ακραία εκδοχή του εμπειρισμού, σύμφωνα με την οποία οι θεωρίες, όχι μόνο θεωρούνται ατεκμηρίωτες στον βαθμό που δεν επαληθεύονται από γεγονότα που αντιλαμβανόμαστε με την παρατήρηση, αλλά στρεούνται και νοήματος στον βαθμό που δεν προκύπτουν από αυτά (Chalmers, 2013).
Η αρχή της διαψευσιμότητας
Ασκώντας κριτική στην αρχή της επαλήθευσης, ο Πόππερ προτείνει την αρχή της διαψευσιμότητας (ή απορριψιμότητας). Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, μια υπόθεση ή θεωρία είναι επιστημονική μόνο όταν είναι διαψεύσιμη, δηλαδή όταν μπορεί να διαψευθεί (Popper, 1935). Αναλυτικότερα, μια υπόθεση είναι διαψεύσιμη εάν υπάρχει μία, λογικώς δυνατή, παρατηρησιακή απόφανση η οποία να είναι ασυμβίβαστη με αυτήν, με άλλα λόγια, μία παρατήρηση τέτοια ώστε αν γίνει αποδεκτή ως αληθής, να διαψεύδει την υπόθεση (Chalmers, 2013). Για παράδειγμα, η θεωρία της βαρυτικής δύναμης είναι διαψεύσιμη (και συνεπώς επιστημονική) σε αντίθεση με την πρόταση “ο Θεός υπάρχει” που στερείται επιστημονικότητας επειδή, σύμφωνα με ένα διαψευσιοκράτη, στην πρώτη περίπτωση είναι δυνατό να σχεδιαστεί και να εκτελεστεί ένα σενάριο διάψευσης της θεωρίας (π.χ. ρίχνω ένα αντικείμενο και αν αυτό δεν πέσει προς τη γη τότε η θεωρία θα έχει διαψευσθεί), ενώ στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διάψευσης.
- [1] Γνώση είναι η αληθής και δικαιολογημένη πεποίθηση σύμφωνα με τον Πλατωνικό ορισμό της.
- [2] Ρίτσαρντ Φάινμαν (1969). «What is Science». The Physics Teacher 7 (6): 313-320.