Το δάσος ήταν το σπιτικό μου. Ζούσα εκεί και νοιαζόμουν γι’ αυτό.
Προσπαθούσα να το διατηρώ τακτικό και καθαρό.
Κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα, ενώ προσπαθούσα να συμμαζέψω κάτι σκουπίδια που κλασικά παράτησαν δυο εκδρομείς, άκουσα βήματα.
Πήδηξα πίσω από ένα δέντρο και είδα μια μικρή κοπέλα να έρχεται, κρατώντας ένα καλάθι.
Μου φάνηκε ύποπτη από την αρχή, γιατί φορούσε αστεία κατακκόκινα ρούχα και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με κουκούλα σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσουν.
Φυσικά τη σταμάτησα για να ερευνήσω το ζήτημα.