no rotate image set no rotate image set no rotate image set no rotate image set

ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΝΤΩΝΟΥΛΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

διαδικτυακό μάθημα Α γυμνασίου

2ο μάθημα Α’ ΓΥΜΝΑΣΊΟΥ

3ο μάθημα θρησκευτικών Α γυμνασίου

4ο μάθημα Α’γυμνασίου

5ο μάθημα θρησκευτικών Α’ γυμνασίου

6ο μάθημα θρησκευτικών Α’ γυμνασίου

7ο μάθημα Θρησκευτικών Α’ γυμνασίου

8ο μάθημα Θρησκευτικών Α’γυμνασίου

ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΙΣΑΑΚ

Εκείνη την ιστορία, που θύμιζε ζωντανό συναξάρι νεομάρτυρος, μου την έλεγε η γιαγιά μου και έχει χαραχθεί βαθιά μέσα στη μνήμη μου. Ο πατέρας της ήταν παπάς σ’ ένα από τα χωριά τού άνω Βοσπόρου, που σήμερα έχει την ονομασία «Μπέηκοζ». Ο πατήρ Αντώνιος, έτσι έλεγαν τον παπά, είχε πολλά παιδιά, ανάμεσά τους και το Χριστόδουλο. Ο Χριστόδουλος ήταν 10 ετών όταν έγιναν εκείνα τα τρομερά γεγονότα. Μια Μεγάλη Παρασκευή οι Εβραίοι έκλεψαν το παιδί και το πήραν μαζί τους. Την ίδια κιόλας μέρα το κάρφωσαν, το παιδί, σ’ ένα σταυρό, όπως το Χριστό. Κάποιοι περαστικοί βρήκαν, την άλλη μέρα, το Χριστόδουλο αναίσθητο στο δρόμο. Μετά από λίγες μέρες, μέσα στην αναστάσιμη ατμόσφαιρα, πέθανε. Αυτή η διήγηση ήταν αληθινή πέρα για πέρα. Όταν πλησίαζε το Πάσχα, παρόμοιες διηγήσεις και θύμησες ανασκάλευαν το νου μας και μπαίναμε σε ένα πολεμικό κλίμα με τους Εβραίους. Αποκορύφωμα τού κλίματος αυτού ήταν και το κάψιμο τού Εβραίου που γινόταν Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, μετά την περιφορά τού επιταφίου.

Στη γειτονιά μας, εκεί στο Σταυροδρόμι, έμεναν πολλοί Εβραίοι. Κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς είχαμε στις παρέες μας εβραιόπουλα. Μάς ένωνε η αντίθεσή μας με τα τουρκάκια. Αυτές όμως τις ημέρες όλα άλλαζαν. Δεν μπορούσαν οι Εβραίοι να παίζουν τα «χριστιανικά» μας παιχνίδια. Η Μεγάλη Εβδομάδα μας προσέφερε μια καταπληκτική ευκαιρία για παιχνίδια που άρχιζαν από το ιερό τού Ναού της Παναγίας και συνεχίζονταν στον αυλόγυρο και στα περίχωρα.

Ο Ισαάκ έμενε σε ένα γωνιακό σπίτι στη μεγάλη κατηφόρα, στο Χαμάλμπαση, λίγα μέτρα από το σπίτι μας. Ήταν από ΄κείνα τα εβραιόπουλα που ήταν καλοί μας φίλοι. Δεν υπήρχε ζαβολιά στην οποία να μην μετείχε. Το κοφτερό του, μάλιστα, μυαλό απεδείχθη σπουδαίο σε δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι, μια φορά, που ήρθε μια γειτόνισσα να διαμαρτυρηθεί, επειδή χτυπούσαμε τα κουδούνια στις πόρτες των σπιτιών και φεύγαμε τρέχοντας. Ο Ισαάκ, τότε, με πολύ σοβαρό ύφος, είπε:

– Για το καλό σας το κάναμε εμείς. Πρόκειται να βρέξει και σάς ειδοποιήσαμε να μαζέψετε τα ρούχα που είχατε απλώσει στην ταράτσα να στεγνώσουν.

– Πού είδες μπρέ παλιόπαιδο τη βροχή; Φώναξε η κυρά Κατίνα η Μπαλού.

– Το είπε το δελτίο καιρού στο ραδιόφωνο, απάντησε ο Ισαάκ.

 

Ο Ισαάκ, λοιπόν, με το κοφτερό μυαλό, που τόσες φορές μας έβγαλε από δύσκολες καταστάσεις, αυτή τη φορά γινόταν «αποσυνάγωγος». Ήταν Εβραίος. Δεν μπορούσε τώρα να είναι μαζί μας. Αυτός, αυτή την Εβδομάδα τη Μεγάλη, δεν μπορούσε να παίξει. Εμείς το βλέπαμε φυσικό. Ο Ισαάκ έπρεπε να τιμωρηθεί επειδή οι Εβραίοι είχαν σταυρώσει το Χριστό.

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ημέρα τού μεγάλου παιχνιδιού. Η εκκλησία έμενε ανοιχτή όλη τη μέρα. Κόβαμε λουλούδια, ραντίζαμε τον κόσμο με κολώνια, κρατούσαμε την τάξη στο ναό, κάναμε στον αυλόγυρο της εκκλησίας την περιφορά τού επιταφίου κι ένα σωρό άλλα πράγματα που μας ενθουσίαζαν.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας των Μεγάλων Ωρών ήρθε μέσα στο ιερό, όπου ήμαστε μαζεμένοι, η είδηση: Ο Ισαάκ φάνηκε στον αυλόγυρο. Ο Ισαάκ στον αυλόγυρο; Αυτό ήταν απαράδεκτο. Τέτοια μέρα;

-Ήρθε σίγουρα για να μας βεβηλώσει, είπε ο Σούλης ο χερούκλας.

– Ναι, σίγουρα, φώναξαν όλοι οι άλλοι.

– Θα πρέπει να μάθει πώς δεν μπορεί εβραίος τέτοια μέρα να γυρνάει με το μέτωπο ψηλά σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Καί το Χριστό σταύρωσαν και από το παιχνίδι θέλουν να επωφεληθούν, φώναξε ο Λάμπης ο Γό.

Έτσι τον αποκαλούσαν γιατί το γράμμα Ρ το πρόφερε Γό.

Ο Σούλης ο χερούκλας έλαβε αμέσως το λόγο, αφού εθεωρείτο και ο φυσικός αρχηγός των παιδιών τού ιερού. Στράφηκε σε μένα λέγοντας:

– Ντίνο, θα πας να τού πεις πώς είναι ανεπιθύμητος. Εσύ τον γνωρίζεις πιο καλά. Είναι και γείτονάς σου.

– Ναι, είπα. Έδειχνα όμως διστακτικός.

– Φοβάσαι, ρε; μου είπε ο Σούλης και συνέχισε:

– Εβραίος είναι, το κατάλαβες; Την εβδομάδα αυτή δεν πρέπει να τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί. Αυτοί σταύρωσαν το Χριστό. Θα τους σταυρώσουμε κι εμείς.

– Ο Χριστός, όμως, δε σταύρωσε αυτούς που τον σταύρωσαν, τόλμησα να πω.

– Τι λες ρε; Τι λες ρε; Τι είναι αυτό που άκουσαν τ΄ αυτιά μου; Χρονιάρα μέρα με τους Εβραίους είσαι; Έ; λέγε.

– Όχι, τού είπα.

– Άσε, λοιπόν, τα λόγια και κάνε αυτό που λέω γιατί χάθηκες. Πάσχα δε θα κάνεις εσύ. Και στο παιχνίδι κομμένος.

– Καλά, τού είπα φοβισμένος.

 

Βγήκα έξω. Ο Ισαάκ πράγματι βρισκόταν έξω. Τόν πλησίασα αφού πήρα ύφος αυστηρό.

– Ισαάκ τι γυρεύεις εδώ;

– Γιατί να μην είμαι; Ποιος μπορεί να μ΄ εμποδίσει; Μετά, αφού άλλαξε τόνο, μου είπε εμπιστευτικά:

– Ντίνο, τι έπαθες; Πού είναι η καρδιακή μας φιλία;

– Ο Χριστός μας χωρίζει Ισαάκ. Εσείς οι Εβραίοι σταυρώσατε το Χριστό, δεν μπορείτε να πατάτε εδώ τέτοια μέρα.

– Ο Χριστός σας, όμως, δεν έδιωξε κανένα από κοντά του.

– Ισαάκ, τώρα δε γίνεται τίποτε. Μετά το Πάσχα θα είμαστε και πάλι φίλοι, είπα κι έφυγα τρέχοντας επειδή δεν άντεχα την αναμέτρηση.

Όταν τελείωσε η ακολουθία κι άρχισαν τα γνωστά παιχνίδια στον αυλόγυρο, ένιωθα μια πλάκα να πιέζει το στήθος μου. Σαν να ήμουν ένας από τους σταυρωτές τού Χριστού. Είχα δίκαιο ή άδικο; Δεν μπορούσα να χαρώ τη μέρα. Τότε βρήκα τη λύση. Τη βρήκα καθώς στεκόμουν αφηρημένος μπροστά στον επιτάφιο. Μπροστά στην άκρα ταπείνωση. Έπρεπε να κάνω κάτι. Αυτός που ήταν μέσα στον επιτάφιο έκανε τόσο μεγάλη συγκατάβαση. Πήρα την απόφασή μου. Πήγα στο σπίτι τού Ισαάκ. Καθόταν στα σκαλοπάτια βλοσυρός. Μια λάμψη διαπέρασε τη ματιά του, αλλά εξωτερικά δεν το έδειξε.

– Ισαάκ, τού είπα, συγγνώμη για το πρωί. Εκπροσωπούσα ξέρεις, μια ομάδα παιδιών. Γνωρίζεις τη νοοτροπία. Σκέφθηκα όμως κάτι σπουδαίο. Θα πούμε στα παιδιά πώς είσαι μεν Εβραίος, αλλά μέσα στην καρδιά σου αγαπάς το Χριστό και λυπάσαι που οι Εβραίοι τον σταύρωσαν. Θα πεις πώς δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.

Ο Ισαάκ με παρατηρούσε με προσοχή. Με ένα βλέμμα κοφτερό και αντρίκιο.

– Ντίνο, μου είπε, ούτε προφήτης να ήσουν, έτσι σκέπτομαι αλήθεια. Εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα.

– Σε περιμένω το βράδυ στην περιφορά τού επιταφίου. Τα παιδιά θα τα αναλάβω εγώ.

 

Τα παιδιά, όμως, δεν με πίστευαν με τίποτε. Προσπάθησα πολύ. Τίποτε. Ήταν αμετάπειστοι.

– Μα, ο Χριστός συγχώρησε τους σταυρωτές του.

– Μη μιλάς, σταμάτα, αν δε θέλεις απόψε βράδυ, να σε κάψουμε μαζί με τον Εβραίο, είπε ο Σούλης.

 

Το βράδυ στην περιφορά τού επιταφίου ψιχάλιζε. Συνήθως ψιχαλίζει στην περιφορά τού επιταφίου. Εμείς όλοι, τα χριστιανόπουλα, περιφέραμε αγέρωχα τον επιτάφιο στο μεγάλο αυλόγυρο της Παναγίας.

Μέσα στον κόσμο ξεχώρισα τον Ισαάκ. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ήταν οι ψιχάλες ή τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια τού φίλου μου, τού Ισαάκ. Κι αν έκλαιγε, έκλαιγε επειδή δεν τον δέχτηκαν τα παιδιά παρά την ομολογία του, ή επειδή λυπόταν για τη σκληροκαρδία μας;

Μετά την περιφορά δεν γλύτωσα από τη σχετική καρπαζιά τού Σούλη τού χερούκλα.

– Σε είδα βρε, σε είδα, άλλαξες φιλικές ματιές με τον εβραίο. Και πρόσθεσε:

– Εσύ απόψε Εβραίο δεν καις.

– Δεν πειράζει, είπα, θα πάρω πάνω μου την ευθύνη για τον Ισαάκ.

 

Από το παράθυρο τού σπιτιού μου παρατηρούσα το άτυπο τελετουργικό.

Στο τέλος της καύσεως, πέρασε ένας απεσταλμένος τού Σούλη, κάτω από το παράθυρο, φωνάζοντας:

– Άκου Ντίνο, εσύ Ανάσταση φέτος δεν θα κάνεις, ούτε και ο Εβραίος.

Η κρίσιμη στιγμή ήταν κατά την Ανάσταση. Στην Πόλη πολλές χρονιές η Ανάσταση δεν γινόταν τα μεσάνυχτα, αλλά στις πέντε το πρωί. Η Ανάσταση είναι πάντοτε μια κρίσιμη στιγμή. Το συναπάντημα τού Χριστού με τον Άδη. Η ήττα τού Άδη. Η απελευθέρωση των νεκρών.

Όλα αυτά τα ζήσαμε εκείνο το πρωί μέσα στη λειτουργία της Αναστάσεως. Τα παιδιά είχαν φθάσει εκεί με τις τσέπες γεμάτες από αυγά και βαρελότα. Την ώρα τού «Χριστός Ανέστη», στις πέντε το πρωί, θα γινόταν χαμός.

Αυγά ανάμεικτα με βαρελότα θα ταξίδευαν πάνω από τα κεφάλια μας.

Είχα φθάσει φοβισμένος. Δεν τόλμησα να μπω στο ιερό. Τα παιδιά εξάλλου με παρατήρησαν λίγο περιφρονητικά. Στάθηκα πλάι στην εξέδρα, εκεί που θα γινόταν η Ανάσταση. «Δεύτε λάβετε Φώς!»

«Χριστός Ανέστη».

Χαρά ανεκλάλητη. Ξέχασα τα πάντα. Χαιρόμουν πολύ. Δεν φοβόμουν το Σούλη το χερούκλα, ούτε κανέναν. Χαιρόμουν ατελείωτα. Τα βαρελότα έδιναν τόνο πολεμικής ατμόσφαιρας. Κραυγές, πανδαιμόνιο χαράς. Και ανάμεσα στο θόρυβο άκουσα κάποιες κραυγές θυμωμένων ανθρώπων. Σα να μάλωναν ή να έδερναν κάποιον. Στράφηκα προς τα εκεί μαζί με όλα τα παιδιά, που ήταν σε απόσταση βολής. Ναι, ήταν πραγματικές κραυγές. Ο πατέρας τού Ισαάκ είχε παρακολουθήσει το γιό του που έφυγε κρυφά από το σπίτι. Την ώρα τού «Χριστός Ανέστη» άρχισε να τον χτυπάει αλύπητα. Πώς τόλμησε ένας Εβραίος να πει: «Χριστός Ανέστη»;

Ντροπή, μεγάλη ντροπή, για την οικογένεια. Είδα τον Ισαάκ να ποδοπατείται από τον πατέρα του με μίσος.

– Τι είπες; Τι είπες; Χριστός Ανέστη; Φώναζε ξέφρενα εκείνος.

 

Ο Ισαάκ ήταν σε άσχημη κατάσταση. Έτρεχε αίμα από το στόμα και τη μύτη του. Τόλμησε να πει.

– Ναι, πατέρα, Χριστός Ανέστη. Γιατί εμείς οι Εβραίοι τον σταυρώσαμε. Χριστός Ανέστη.

 

Κυλιόταν κάτω σαν μάρτυρας, χωρίς γογγυσμό, ψελλίζοντας.

– Χριστός Ανέστη…

 

Μάς θύμισε το μαρτύριο τόσων και τόσων που φώναξαν αυτό το «Χριστός Ανέστη» στα ματωμένα χώματα της Πόλης.

Μετά έμεινε αναίσθητος. Δεν τολμήσαμε να πλησιάσουμε. Τα παιδιά είχαν παγώσει. Ο πατέρας τού Ισαάκ τον άρπαξε στα χέρια του. Ή μάλλον τον έσερνε. Εμείς μείναμε άφωνοι. Ο Σούλης με κοίταξε. Τον κοίταξα. Με φίλησε.

– Αληθώς Ανέστη, είπε δακρυσμένος.

– Ναι, Αληθώς Ανέστη.

Τον Ισαάκ, μετά, τον χάσαμε. Μάθαμε πώς έμεινε μήνες στο κρεβάτι. Έφυγαν από τη γειτονιά.

Μετά από χρόνια, κάποιος μου μίλησε για έναν ιερομόναχο σε μια σκήτη τού Αγίου Όρους, που παλιά ζούσε στην Πόλη και ήταν Εβραίος. Και μετά έγινε χριστιανός. Για έναν ιερομόναχο που ήταν κυρτός από κάποιο ατύχημα. Ήταν σιωπηλός πάντα και έλεγε «Χριστός Ανέστη», σε όσους τον συναντούσαν.

Έτσι μου είπαν και το πιστεύω, ναι, πως είναι ο φίλος μου ο Ισαάκ.