no rotate image set no rotate image set no rotate image set no rotate image set

ΑΡΧΙΚΗ

ιερος νιπτήρας

ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΟΙ ΑΣΠΡΟΦΟΡΕΜΕΝΕΣ

Μια φορά και έναν καιρό στα ψηλά βουνά του Πολυνερίου των Τρικάλων με τα τρεχούμενα νερά ζούσαν κάποιες κοπέλες που φορούσαν άσπρα ρούχα και γι’ αυτό τις έλεγαν ασπροφορεμένες. Ήταν πολύ όμορφες και είχαν μακριά ξανθά μαλλιά. Κάθε μέρα πήγαιναν στον ποταμό για να πλύνουν τα ρούχα τους αλλά και για να κάνουν και οι ίδιες μπάνιο. Αντηχούσε η ρεματιά από τα γέλια τους και τα τραγούδια τους. Η μελωδική τους φωνή ακουγόταν πέρα ως πέρα. Είχαν τόσο μαγευτική φωνή που δύσκολα αντιστεκόσουν για να μην την ακούσεις. Αν σε καταλάβαιναν ότι τις παρακολουθείς , δε σου έκαναν κακό αλλά σου έπαιρναν τη φωνή.

Κάθε βράδυ η δεκατριάχρονη , όμορφη Βαγγελιώ πήγαινε στη βρύση του χωριού για να πάρει νερό.

-Άντε , κόρη μου, πάρε αυτή την ξύλινη λεκάνη και πήγαινε να φέρεις νερό. Βιάσου γιατί όπου να’ ναι θα γυρίσει ο πατέρας σου και να βρει ο καημένος λίγο νερό να πλυθεί και να ξεκουραστεί. Είπε ένα βράδυ η μητέρα στη Βαγγελιώ.

-Αμέσως, μάνα. Απάντησε πρόθυμα η Βαγγελιώ και αμέσως κατηφόρισε για τη βρύση τρέχοντας  και σιγοτραγουδώντας.

Σαν έφτανε στη βρύση , κοντοστάθηκε και κρύφτηκε πίσω από ένα δένδρο. Είδε τις ασπροφορεμένες που περπατούσαν και τραγουδούσαν καθώς πήγαιναν στο ποτάμι. Φοβήθηκε πολύ. Καλά καλά δεν ανάσαινε για να μην την καταλάβουν. Ευτυχώς δεν την είδαν και έτσι έσωσε τη φωνή της.  Όταν αυτές απομακρύνθηκαν αρκετά, πήρε τη λεκάνη με το νερό και έτρεξε πίσω στο σπίτι. Αφηγήθηκε αμέσως στους γονείς της όσα είχε δει και εκείνοι την άκουγαν με ανοιχτό το στόμα.

Από τότε δεν ξαναπήγε κανείς νύχτα στη βρύση για νερό.

Μανώλης Καραγεώργος, Γ2

 

Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ

Στους βυζαντινούς χρόνους κάθε χωριό είχε αυτόνομο χαρακτήρα. Είχε τη δική του κοινωνική , διοικητική και στρατιωτική αρχή. Κάθε οικογένεια του χωριού έπρεπε να προσφέρει έναν άνδρα για τον στρατό του κι αν αυτό δεν ήταν εφικτό έπρεπε να καταβάλει χρήματα για τη μίσθωση ενός μισθοφόρου για να την εκπροσωπήσει.

Στη Βάστα της Πελοποννήσου, λίγο έξω από τη Μεγαλούπολη, ζούσε μια νεαρή κοπέλα , η Θεοδώρα. Ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι μιας φτωχής και πολύ θρήσκας οικογένειας. Ο πατέρας της ήταν ηλικιωμένος και άρρωστος και γι΄αυτό ανήμπορος να πάρει μέρος σε μάχη. Η οικογένεια ήταν σε πολύ δύσκολη θέση γιατί  δεν μπορούσε ούτε να πληρώσει το ποσό για έναν μισθοφόρο για το στρατό. Η Θεοδώρα παρά τα δεκαεφτά της χρόνια έδειξε μεγάλο θάρρος και γενναιότητα αφού αποφάσισε να υποδυθεί τον άνδρα και να συμμετάσχει στο στρατό του χωριού της. Έτσι έβγαλε από τη δύσκολή θέση την οικογένειά της.

Η Θεοδώρα βρέθηκε πολύ σύντομα να πολεμά σε μάχες με περίσσιο θάρρος και όπως ήταν λογικό προάχθηκε σε βαθμό. Όλοι  τη συμπαθούσαν και τη θαύμαζαν για το σθένος της και τη σεμνότητά της. Κανείς δεν ήξερε ότι πίσω από τη μεταμφίεσή της σε νεαρό στρατιώτη  κρυβόταν μια γυναίκα. Έτσι μια κοπέλα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία του «νεαρού στρατιώτη» και τον ερωτεύτηκε. Η Θεοδώρα δεν ήθελε να προδώσει το μυστικό της γιατί αυτό θα εξέθετε όλη την οικογένειά της. Όσο και αν προσπαθούσε να μεταπείσει την κοπέλα λέγοντάς της ότι είναι αφιερωμένη στον Θεό , τόσο εκείνη ήθελε όλο και πιο πολύ τον νεαρό που έβλεπε μπροστά της , τον όμορφο και θαρραλέο στρατιώτη που είχε γνωρίσει. Η συνεχής άρνηση της Θεοδώρας οδήγησε την κοπέλα στην εκδίκηση.

Γρήγορα κοιμήθηκε με έναν άλλο στρατιώτη με τον οποίο έμεινε έγκυος. Αμέσως πήγε στον Διοικητή του στρατού και κατηγόρησε τη Θεοδώρα , δηλαδή τον στρατιώτη που είχε ερωτευτεί, ότι την άφησε έγκυο. Η απαίτησή της ήταν να την παντρευτεί.

Η θέση της Θεοδώρας ήταν πολύ δύσκολη αλλά με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί το μυστικό της. Αρνήθηκε τον γάμο και γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο λόγω ατίμωσης της νεαρής κοπέλας.

Έτσι και έγινε. Οδηγήθηκε έξω από το χωριό και εκτελέστηκε. Καθώς ξεψυχούσε είπε: « Κάνε , Κύριε, τα χρόνια μου να γίνουν δένδρα και το αίμα μου νερό να τα ποτίζεις». Ξαφνικά δίπλα στο άψυχο κορμί της σχηματίστηκε ένα ρυάκι με ορμητικό νερό…

 Παναγιώτης Κοκκάνης , Γ2

 

 

Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της, είναι ομοίωση με το Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό στους ανθρώπους, ως προς την ενέργειά της είναι μέθη της ψυχής, αλλά και ως προς την ιδιότητά της είναι πηγή της πίστης, άβυσσος της μακροθυμίας και θάλασσα της ταπείνωσης … Εκείνος που αγαπάει τον Κύριο, πρώτα οφείλει να αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο είναι η απόδειξη του πρώτου. Και εκείνος που αγαπάει τον πλησίον του, δε θα ανεχτεί ποτέ ανθρώπους να κατηγορούν (και να ταπεινώνουν άλλους), αυτούς θα τους αποφεύγει σαν τη φωτιά … Η δύναμη της αγάπης είναι η ελπίδα, γιατί με την ελπίδα περιμένουμε την ανταπόδοση της αγάπης. Η ελπίδα είναι ο (φανερός) πλούτος ενός κρυφού πλούτου (της αγάπης). Η ελπίδα είναι η σίγουρη απόκτηση ενός θησαυρού πριν από (την ολοκληρωτική και πραγματική) απόκτησή του. Αυτή αναπαύει από τους κόπους, αυτή είναι η θύρα της αγάπης, αυτή απομακρύνει από την απόγνωση … Όταν λείψει η ελπίδα, χάνεται και η αγάπη … Η αγάπη είναι χορηγός της προφητείας˙ η αγάπη παρέχει τη δύναμη για τα θαύματα˙ η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας έλλαμψης˙ η αγάπη είναι η πηγή του θείου πυρός˙ όσο περισσότερο αναβλύζει, τόσο περισσότερο κατακαίει εκείνον που διψάει γι’ αυτήν

(Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών 16, Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Πατερικαί
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 538 γ, 544 ιε, ιστ, ιη).