pita

Καλή Χρονιά!

Μια ιστορία θα σας πώ, σαν παραμύθι. Για τις σχέσεις με τα παλιά και με τα τωρινά, όταν προσπαθούμε να φωτίσουμε συνήθειες, συμπεριφορές και εμπειρίες αλλά και επιθυμίες. Όνειρα, γεύσεις, οσμές και ασθήσεις απροσδιόριστες, που αφήνουν τα ίχνη τους και τώρα, όπως και τότε. Που βρίσκουν καταφύγιο στο περιθώριο της καθημερινότητας. Πριν παραδώσουν τη σκιά τους στις «αναπαραστάσεις» της επισημοποιημένης παράδοσης. Λάφυρο και φάντασμα μαζί, μιας πραγματικότητας που σβήνει.

Προετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά… 
Μου λέει η μάνα μου, να πάω, να πάρω το μεγάλο ταψί απ’ το κατώι, για την πρωτοχρονιάτικη πίτα.  Μια πολύ συνηθισμένη και αγαπημένη  διαδρομή μέσ΄ στο σπίτι. Στο κατώι, το σούπερ μάρκετ του σπιτιού, όπως λένε τα παιδιά. Μόλις όμως βρέθηκα εκεί, όπου έχω πάει χιλιάδες φορές, αισθάνθηκα για πρώτη φορά κάπως αλλιώς.. Ανάμεσα σε ταψιά, τηγάνια, τζετζερέδες, λεγγέρια, λεγένια, τάσια, κανάτια, κούπες και ποτήρια, πυθάρια και βαρέλια, μπαούλα, κόσκινα, γουδιά και κουτάλες, πινακωτές, και κλώστες… Τάβλες, καλάθια και ποδιές κρεμασμένες. Τσουβάλια με αλεύρι, ρύζι και ζάχαρι… Τζετζερέδες με τραχανά και πέτουρα Βάζα με φρούτα δεμένα σε φωτεινά σιρόπια, τα γλυκά του κουταλιού, αραδιασμένα στα ράφια, κεράσματα παραδοσιακά, έδειχναν με τρόπο απλό το μέτρο της απόλαυσης, με κρυφές και φανερές σημασίες για τη ζωή μας…
Ένιωσα να βρίσκομαι στην καρδιά του σπιτικού. Και σα να ζωντάνεψαν, ξαφνικά, σκεύη και παρασκευάσματα Και να αποκτούν φωνή τα σκεύη και να λένε πόσες φορές μαγείρεψαν πάνω τους, τσιγάρισαν, έψησαν, ζύμωσαν, ανακάτεψαν, έκοψαν και πλύθηκαν. Και να λένε ιστορίες, για συνταγές που δοκιμάστηκαν, που άκουσαν και έκριναν. Απ’ τη γιαγιά μου και τη μαμά μου. Και απ’ τις γειτόνισες, που τα δανείστηκαν και άλλαξαν για λίγο αφέντρες και για τους επισκέπτες απ’ άλλα κατώια .

Πάντα είχα την ασφάλεια, ότι ακουμπώ τη ζωή μου σε μια αποκτημένη γνώση, για τα πράγματα, τις συνήθειες και τα φαγιά της μάνας και της γιαγιάς παλιότερα. Ήξεραν αυτές, να ορίζουν το νοικοκυριό, την κουζίνα, τον πλάστη, και τον φούρνο, να πιάνουν προζύμι, να δένουν , να σιροπιάζουν, να κάνουν ωραία σαρμαδάκια, πίτες και λιαστές ντομάτες. Τραχανάδες και πέτουρα, μαρμελάδες, γλυκά και σάλτσες. Και ξαφνικά μια ανασφάλεια με ζώνει. Όσο πάει, όλο και λησμονούμε τα μυστικά αυτής της τέχνης. Αυτές τις σπιτίσιες δουλειές, που η γνώση τους περνάει από γενιά σε γενιά, από γυναίκα σε γυναίκα, από χέρι σε χέρι… Εγώ στα παιδιά μου τι έχω να μάθω; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν είναι στην καθημερινότητά μου. Όλα αυτά τα έχω απ’ τη μάνα μου, και στα παιδιά μου δεν θα φτάσει σχεδόν τίποτα, μέσα από την καθημερινότητά τους.

Όλες οι μάνες και οι γιαγιάγες, αυτές του παρόντος και του παρελθόντος, που κατέχουν την γνώση την πεπραγμένη, την κοινωνικά μαθημένη. Τεχνίτριες του βίου τους, ποιήτριες της καθημερινής πράξης, που διαλέγουν και ταιριάζουν και δημιουργούν. Μαστόρισσες, που μπορούν να διαβάζουν και να ικανοποιούν τις επιθυμίες μας, να ορίζουν τον χώρο, την συντροφικότητα, την κοινωνία και την επικοινωνία. Γνώστριες των μικρών και μεγάλων μυστικών της κουζίνας, της φροντίδας του σώματος και της ψυχής…
Αυτό που κάνει όλες αυτές τις κυράδες να διαφέρουν, είναι ότι μαζί με τη τέχνη της γνώσης του βίου τους, κατέχουν και την γνώση της τέχνης του. Που μαζί με τη γνώση του πώς μαγειρεύεται, μαγειρεύουν τη ζωή…

Σαν όνειρο ξεπηδά μια στιγμή. Πού ήταν καταχωνιασμένη; Να ακούω τη θεία Σάνα. και την μαμά μου να λένε: «Θα κάνω κεφτέδες σήμερα και δεν έχω δυόσμο. Παίρνω λίγο από τη γλάστρα σου». «Έχεις χρόνο για καφέ;» «Ναι, ας πιούμε, και πάω να μαγειρέψω».
Ε. Πάτκου

Εφημερίδα “Εράτυρα” Δεκέμβριος 2006

1 σχόλιο στο “Καλή Χρονιά!

Αφήστε μια απάντηση