του Κλωντ Λεβύ-Στρως
μετάφραση: Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων του 1951 στη Γαλλία σημαδεύτηκε από μια διαμάχη που εισήγαγε μια οξύτητα ανοίκεια για τη συνήθη χαρούμενη ατμόσφαιρα των ημερών. Ήδη αρκετούς μήνες πριν, οι εκκλησιαστικές αρχές, διά στόματος ορισμένων κληρικών, είχαν εκφράσει την αποδοκιμασία τους για την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία που απέδιδαν στη φιγούρα του Άγιου Βασίλη οικογένειες και καταστηματάρχες. Οι ίδιοι κληρικοί κατήγγειλαν μιαν ανησυχητική «παγανοποίηση» της Γιορτής της Γέννησης, εξαιτίας της οποίας το δημόσιο πνεύμα ξέφευγε από το αμιγώς χριστιανικό νόημα του εορτασμού, χάριν ενός μύθου χωρίς θρησκευτική αξία. Η διαμάχη κορυφώθηκε στις 24 Δεκεμβρίου, με αφορμή μια εκδήλωση στην οποία ο ανταποκριτής της εφημερίδας France-Soir θα αναφέρονταν με τους εξής όρους:
«ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΑΝΑΔΟΧΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΒΟΛΟ ΤΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΝΤΙΖΟΝ
Ο Άγιος Βασίλης απαγχονίστηκε χτες το απόγευμα στις πύλες του καθεδρικού ναού της Ντιζόν και κάηκε δημοσίως στον περίβολο. Η θεαματική αυτή εκτέλεση πραγματοποιήθηκε παρουσία πολλών εκατοντάδων ανάδοχων παιδιών, αποφασίστηκε δε με τη συμφωνία του κλήρου, ο οποίος και είχε καταδικάσει τον Άγιο Βασίλη ως σφετεριστή και αιρετικό».
Την ίδια μέρα, το βασανιστήριο του Άγιου Βασίλη έφτανε στην κορυφή της επικαιρότητας: Δεν θα υπάρξει εφημερίδα που να μη σχολιάσει το συμβάν, ενώ πολλές –όπως η France-Soir— θα του αφιερώσουν ως και το κύριο άρθρο τους. Σε γενικές γραμμές, η συμπεριφορά του ιερατείου της Ντιζόν θα αποδοκιμαστεί. Τα περισσότερα άρθρα είναι γραμμένα σε έναν τόνο πολύ διακριτικού συναισθηματισμού: είναι τόσο ωραίο να πιστεύουμε στον Άγιο Βασίλη, δεν βλάπτει κανέναν, τα παιδιά αντλούν μεγάλη ευχαρίστηση από αυτόν και μαζεύουν ενθύμια για την ενηλικίωσή τους κ.ο.κ. Οι αντιδράσεις, πάντως, είναι τόσο ομόθυμες, που κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα η κοινή γνώμη παίρνει διαζύγιο από την Εκκλησία.
Η αμερικάνικη επιρροή
Εδώ και τρία χρόνια περίπου, [από το 1948], απ’ όταν δηλαδή η οικονομική δραστηριότητα λίγο-πολύ ομαλοποιήθηκε ξανά, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στη Γαλλία προσέλαβε διαστάσεις άγνωστες πριν από τον Πόλεμο. Είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη αυτή, τόσο ως προς την υλική της σημασία όσο και σε ό,τι αφορά τις μορφές με τις οποίες προκύπτει, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης και του κύρους που διαθέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Θα ήταν ωστόσο υπερβολικά απλουστευτικό το να εξηγήσουμε τον εορτασμό των Χριστουγέννων αποκλειστικά με βάση την αμερικανική επιρροή. Το δάνειο είναι βεβαίως γεγονός· το ίδιο, όμως, δεν φέρει τις αιτίες του, παρά μόνο σε ατελή μορφή. Έθιμα εισαγόμενα από τις ΗΠΑ, εξάλλου, επιβάλλονται και σε στρώματα του πληθυσμού που δεν έχουν συνείδηση της καταγωγής αυτών των εθίμων: τα εργατικά προάστια, όπου η κομμουνιστική επιρροή μάλλον θα δυσφημούσε ό,τι φέρει την ένδειξη Μade in USA, τα υιοθετούν εξίσου πρόθυμα με τους άλλους.
Εκτός λοιπόν από την απλή διάχυση του εθίμου, θα πρέπει να αναφερθούμε και σε αυτή την τόσο σημαντική διαδικασία που πρώτος εντόπισε ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Α. Κρέμπερ (A.L. Kroeber), και την οποία ο ίδιος ονόμασε διάχυση μέσω της ενδυνάμωσης. Η χρήση που εισάγεται δεν αφομοιώνεται, αλλά παίζει μάλλον τον ρόλο του καταλύτη: προκαλεί δηλαδή, με την παρουσία της και μόνο, την εμφάνιση μιας ανάλογης χρήσης, παρούσας ήδη δυνητικά στο δευτερογενές περιβάλλον.
Σε ό,τι αφορά τον Άγιο Βασίλη, είμαστε μπροστά σε μια τελετουργία, η σημασία της οποίας γνώρισε πολλές μεταβολές μέσα στην ιστορία, άλλοτε φτάνοντας σε κορυφώσεις και άλλοτε πέφτοντας σε παρακμή. Η αμερικανική δεν είναι παρά η πιο σύγχρονη από τις μορφές της. Στη διαδρομή της, πολύ παλιά στοιχεία αναμειγνύονται ξανά και ξανά, άλλα εισάγονται και κάποιος μπορεί να βρει νέες, πρωτότυπες μορφές που διαιωνίζουν, μετασχηματίζουν ή αναβιώνουν αρχαίες χρήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα το συγκεκριμένο που να αποτελεί νεωτερισμό σε ό,τι θα μας άρεσε να αποκαλούμε, δίχως να παίζουμε με τις λέξεις, αναγέννηση των Χριστουγέννων. Γιατί λοιπόν η αναγέννηση αυτή προκαλεί τέτοια συναισθήματα και γιατί κάποιοι περιβάλλουν με τόση έχθρα τη φιγούρα του Άγιου Βασίλη;
Ο Άγιος Βασίλης, ένας βασιλιάς
Ο Άγιος Βασίλης ντύθηκε στα κόκκινα: είναι ένας βασιλιάς. Η άσπρη γενειάδα, η κάπα και οι μπότες του, το έλκηθρο με το οποίο ταξιδεύει, παραπέμπουν στο χειμώνα. Είναι [στη γαλλική του εκδοχή, ως Père Noël] ένας «Πατέρας», ένας γέροντας· ενσαρκώνει, λοιπόν, την αγαθοποιό εκδοχή της εξουσίας των γερόντων. Όλα αυτά είναι αρκετά κατανοητά· όμως σε ποια κατηγορία πρέπει να τον κατατάξουμε με βάση τη θρησκευτική τυπολογία; Δεν είναι ένα μυθικό ον, αφού δεν υπάρχει μύθος που να αναφέρεται στην καταγωγή και τις λειτουργίες του. Δεν πρόκειται ούτε για κάποια θρυλική μορφή, αφού καμιά ημι-ιστορική αφήγηση δεν συνδέεται μαζί του. Στην πραγματικότητα, αυτό το υπερφυσικό και αμετάβλητο ον, που ορίζεται από μια λειτουργία την οποία επιτελεί κατ’ αποκλειστικότητα και από την περιοδική επαναφορά του, ανήκει μάλλον στην οικογένεια των θεοτήτων. Τα παιδιά άλλωστε τον λατρεύουν σε μια συγκεκριμένη περίοδο μέσα στη χρονιά, με γράμματα ή προσευχές. Ανταμείβει τους καλούς και στερεί από τους κακούς. Είναι η θεότητα στην οποία πιστεύει μια ηλικιακή ομάδα της κοινωνίας μας (ομάδα την οποία η πίστη και μόνο στον Άγιο Βασίλη αρκεί για να τη χαρακτηρίσει), και η μόνη διαφορά ανάμεσα στον Άγιο Βασίλη και μια πραγματική θεότητα είναι ότι οι ενήλικες δεν πιστεύουν σ’ αυτόν, αν και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να πιστεύουν.
Καταρχάς, λοιπόν, ο Άγιος Βασίλης αποτελεί έκφραση ενός διαφορετικού στάτους, για τα παιδιά αφενός, για τους εφήβους και τους ενήλικες αφετέρου. Υπό το πρίσμα αυτό, συνδέεται με ένα ευρύ σύνολο πίστεων και πρακτικών που οι εθνολόγοι έχουν μελετήσει στις περισσότερες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, λίγες είναι οι ομάδες ανθρώπων όπου τα παιδιά (καμιά φορά δε και οι γυναίκες) δεν αποκλείονται από την κοινωνία των ανδρών εξαιτίας της άγνοιας ορισμένων μυστηρίων ή της πίστης –μιας προσεκτικά διατηρημένης πίστης– σε κάποια ψευδαίσθηση, την οποία οι ενήλικες επιφυλάσσονται να αποκαλύψουν σε κάποια κατάλληλη στιγμή. Καμιά φορά, οι τελετουργίες αυτές μοιάζουν εντυπωσιακά με αυτές που εξετάζουμε εν προκειμένω. Πώς να μην εντυπωσιάζεται κανείς, για παράδειγμα, με την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στον Άγιο Βασίλη και τους katchina[2] των Ινδιάνων νοτιοδυτικά των Ηνωμένων Πολιτειών; Αυτές οι μεταμφιεσμένες φιγούρες ενσαρκώνουν θεούς και προγόνους, επανέρχονται σε τακτά χρονικά διαστήματα για να επισκεφθούν τα χωριά τους και να χορέψουν εκεί, και βεβαίως, προκειμένου να τιμωρήσουν ή να ανταμείψουν τα παιδιά, τα οποία δεν αναγνωρίζουν τους γονείς ή τους οικείους τους με την παραδοσιακή φορεσιά. Ο Άγιος Βασίλης ανήκει στην ίδια κατηγορία, μαζί με άλλες φιγούρες που σήμερα έχουν εξωθηθεί στο περιθώριο, όπως ο Croquemitaine ή ο Père Fouettard [παραλλαγές του δικού μας Μπαμπούλα (Σ.τ.Μ.)].
Τελετουργίες και μυητικοί μύθοι: από τα Σατουρνάλια έως τους katchina των Ινδιάνων
Είναι βέβαιο ότι στις ανθρώπινες κοινωνίες οι τελετουργίες και οι μυητικοί μύθοι επιτελούν μια πρακτική λειτουργία: βοηθούν τους μεγαλύτερους να διατηρούν την ησυχία και την πίστη για λογαριασμό των μικρότερων. Όλη τη χρονιά επικαλούμαστε την επίσκεψη του Άγιου Βασίλη για να θυμίσουμε στα παιδιά μας ότι η γενναιοδωρία του θα εξαρτηθεί από τη δική τους υπακοή. Ο δε περιοδικός χαρακτήρας της διανομής των δώρων χρησιμεύει στην πειθάρχηση των παιδικών διεκδικήσεων, στο να μειώσει δηλαδή σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα το πότε τα παιδιά έχουν πραγματικά δικαίωμα να απαιτούν δώρα. Αλλά αυτή η απλή διατύπωση αρκεί για να τινάξει τα θεμέλια της ερμηνείας του εθίμου με βάση την πρακτική χρησιμότητα. Γιατί από πού προκύπτει ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα κι ότι τα δικαιώματα αυτά επιβάλλονται τόσο αγέρωχα στους ενήλικες, ώστε αυτοί οι τελευταίοι υποχρεώνονται να επεξεργαστούν μια μυθολογία και ένα δαπανηρό και περίπλοκο τελετουργικό προκειμένου να τα ικανοποιήσουν και να τα περιορίσουν;
Βλέπουμε αμέσως ότι η πίστη στον Άγιο Βασίλη δεν είναι μόνο μια μυστικοποίηση ευχάριστα επιβεβλημένη στα παιδιά από τους ενήλικες. Είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, το αποτέλεσμα μιας πανάκριβης συναλλαγής μεταξύ των δύο γενεών και μέρος μιας ολόκληρης τελετουργίας, όπως και τα πράσινα φυτά –έλατο, πουρνάρι, κισσός, γκυ– με τα οποία στολίζουμε τα σπίτια μας. Δωρεάν πολυτέλεια σήμερα, κάποτε υπήρξαν, τουλάχιστον σε κάποιες περιοχές, αντικείμενα ανταλλαγής ανάμεσα στις δύο τάξεις του πληθυσμού: την παραμονή των Χριστουγέννων στην Αγγλία, ακόμα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα, οι γυναίκες πήγαιναν για gooding, δηλαδή ζητιάνευαν από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας στους δωρητές πράσινα κλαδιά σε αντάλλαγμα. Αλλού θα βρούμε παιδιά στην ίδια θέση του παζαρέματος, και καλό είναι να σημειώσουμε εδώ ότι για να καλοπιάσουν τον Άγιο Νικόλα, τα παιδιά μεταμφιέζονταν συχνά σε γυναίκες: γυναίκες, παιδιά — και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, οι μη μυημένοι.
Υπάρχει μια διάσταση στις τελετουργίες της μύησης στην οποία δεν έχουμε δώσει αρκετή προσοχή. Ο μύθος εξηγεί ότι οι katchina είναι οι ψυχές των πρώτων παιδιών των ιθαγενών, που πνίγηκαν σε ένα ποτάμι την εποχή της μετανάστευσης των προγόνων. Οι katchina λοιπόν είναι, ταυτόχρονα, η απόδειξη του θανάτου και η μαρτυρία της ζωής μετά τον θάνατο. Yπάρχει όμως και κάτι επιπλέον: όταν οι πρόγονοι των σημερινών Ινδιάνων εγκαθίσταντο τελικά στο χωριό τους, ο μύθος αναφέρει ότι οι katchina τους επισκέπτονταν κάθε χρόνο, και ότι φεύγοντας τους άρπαζαν τα παιδιά. Μέσα στην απελπισία τους να μη χάσουν τους απογόνους τους, οι ιθαγενείς εκλιπαρούσαν τα πνεύματα να παραμείνουν στο υπερπέραν, προσφέροντάς τους σε αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι κάθε χρόνο θα παρουσιάζονταν αυτοί στη θέση τους με μάσκες και χορούς.
Με μεγάλη οξυδέρκεια, ο Γάλλος αρχαιολόγος Σαλομόν Ρενάκ (Salomon Reinach) έγραψε κάποτε ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις αρχαίες και τις σύγχρονες θρησκείες έγκειται στο ότι «οι παγανιστές προσεύχονταν στους νεκρούς, ενώ οι χριστιανοί προσεύχονται για τους νεκρούς».[3] Χωρίς αμφιβολία, υπάρχει μεγάλη απόσταση από την προσευχή στους νεκρούς ως αυτή την προσευχή που κάθε χρόνο απευθύνουμε στα μικρά παιδιά –που παραδοσιακά ενσαρκώνουν τους νεκρούς– προκειμένου να συναινέσουν, πιστεύοντας στον Άγιο Βασίλη, να μας βοηθήσουν να πιστέψουμε στη ζωή. Ξεχωρίσαμε όμως τα παιδιά που μαρτυρούν τη συνέχεια ανάμεσα στις δύο αυτές εκφράσεις της ίδιας πραγματικότητας. Η Εκκλησία δεν έχει βεβαίως άδικο όταν καταγγέλλει την πίστη στον Άγιο Βασίλη ως το πιο ισχυρό οχυρό του παγανισμού και ένα από τα καταφύγιά του στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Μένει να μάθουμε αν ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί ή όχι να υπερασπιστεί κι αυτός το δικαίωμά του να είναι παγανιστής.
Μια τελευταία παρατήρηση, καταλήγοντας: ο δρόμος από τον βασιλιά των Σατουρναλίων στον Άγιο Βασίλη είναι μακρύς και στη διαδρομή, ένα βασικό χαρακτηριστικό του πρώτου –το πιο αρχαϊκό ίσως– έμοιαζε να έχει χαθεί οριστικά. Ο Σκωτσέζος κοινωνικός ανθρωπολόγος Τζέιμς Φρέιζερ έχει δείξει από καιρό ότι ο βασιλιάς των Σατουρναλίων είναι κληρονόμος ο ίδιος ενός ακόμα παλιότερου πρωτοτύπου το οποίο, αφού προσωποποίησε τον βασιλιά Σατούρνο, έχοντας το ελεύθερο για όλες τις υπερβολές επί ένα μήνα, θυσιάστηκε πανηγυρικά στο βωμό του Θεού. Χάρη στην καύση της Ντιζόν, ιδού λοιπόν ο ήρωας που αποκαταστάθηκε με όλα του τα χαρακτηριστικά — και δεν είναι το λιγότερο παράδοξο αυτής της μοναδικής υπόθεσης ότι, θέλοντας να τελειώνουν με τον Άγιο Βασίλη, οι ιερείς της Ντιζόν δεν έκαναν άλλο από το να αποκαταστήσουν, έπειτα από μιαν έκλειψη χιλιετιών, ένα τελετουργικό σχήμα υπό το πρόσχημα της καταστροφής του, επιβεβαιώνοντας οι ίδιοι τον παγανισμό.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τχ. 77 της μηνιαίας επιθεώρησης «Les Temps Modernes» (Μάρτιος 1952). Ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε εδώ. Οι μεσότιτλοι είναι των «Ενθεμάτων»
[1] Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στη Γαλλία εφαρμόστηκαν προγράμματα αναδοχής για την εκπαίδευση και τη στήριξη των παιδιών των λαϊκών προαστίων. Επρόκειτο για προγράμματα «ευεργεσίας», όχι δηλαδή υιοθεσίας, τα οποία υλοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο υπό την εποπτεία καθολικών ιερέων. Το «κίνημα της αναδοχής» έφτασε στο απόγειό του μεταξύ 1945 και 1950. (Σ.τ.Μ.)
[2] Στη γλώσσα των Hopi, ιθαγενών της νοτιοδυτικής Αμερικής, katchina σημαίνει «αυτός που φέρνει τη ζωή» σε ό,τι υπάρχει στη Γη. Στην παράδοση των ιθαγενών, οι katchina είναι άλλοτε πνεύματα και άλλοτε προσωποποιήσεις αντικειμένων από τον υλικό κόσμο, που στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρονιάς επισκέπτονται τα χωριά των Hopi, είτε ως υπερφυσικά όντα είτε ως χορευτές είτε, τέλος, ως κούκλες. Η μύηση στις τελετές με τις οποίες τους αποδίδεται τιμή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για την εκπαίδευση των νέων ιθαγενών (Σ.τ.Μ.)
[3] S. Reinach, «L’ Origine des prières pour les morts», στο Cultes, Mythes, Religions, Παρίσι, 1905, τόμ. Α΄, σ. 319