ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ, ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Παρέμβαση στο 10 Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ -Ιωάννινα Μάρτιος 2014

Κοινή είναι στο δημόσιο λόγο για την εκπαίδευση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια η παραδοχή πως οι κοινωνίες, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο Βορρά, έχουν υποστεί ένα βαθύ μετασχηματισμό που τις διαφοροποιεί ριζικά από αυτές που προηγήθηκαν. Η χρήση εκφράσεων, όπως Κοινωνία Πληροφορίας, Κοινωνία Υπηρεσιών, Μεταβιομηχανική Κοινωνία, Κοινωνία της Γνώσης, είναι εδώ και καιρό πολύ συνηθισμένη σε κείμενα, δημοσιογραφικά άρθρα και επιστημονικά βιβλία, που έχουν ως αντικείμενο την εκπαίδευση

Η βασική ιδέα είναι περίπου η εξής: ζούμε πλέον σ’ έναν κόσμο που καθορίστηκε καίρια από μια σειρά μεταβολών στην οικονομία, που συνέβησαν τις τελευταίες δεκαετίες και επηρέασαν συνολικά τις στάσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων και μαζί τους θεσμούς μέσω των οποίων δρουν. Στο επίπεδο της παραγωγής είχαμε τη μετάβαση από ένα παράδειγμα μαζικής παραγωγής, τυποποιημένων προϊόντων, παραγωγικής αλυσίδας και μεγάλων εγκαταστάσεων, που απαιτούσε κατά βάση ανειδίκευτους ή το πολύ ημι-ειδικευμένους εργαζόμενους, σε ένα νέο, που χαρακτηρίζεται από μικρής κλίμακας παραγωγή, διαφοροποιημένα προϊόντα, αυτοματοποίηση και ευρεία χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, μικρών διαστάσεων ευέλικτες εγκαταστάσεις και απαιτεί πολύ-ειδικευμένους (multi-skilled) εργαζόμενους. Η συνολική ανάπτυξη κυριαρχείται από τους οικονομικούς κλάδους που παράγουν γνώση (knowledge-producing industries). Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Manuel Castells, σ’ ένα έργο που θεωρήθηκε το opus magnum της εν λόγω φιλολογίας[1], «η δράση της γνώσης πάνω στη γνώση…[ε]ίναι η κύρια πηγή της παραγωγικότητας». Στην οικονομία γενικότερα, υπήρξε μια μείωση της κοινωνικής και οικονομικής σημασίας της παραγωγής προς όφελος της κατανάλωσης ως πηγής πλούτου και απασχόλησης, όπου ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του εργατικού δυναμικού προσφέρει υπηρεσίες απευθείας στους καταναλωτές. Η εργασία, η οποία σημειωτέον πως χάνει σε σημασία συγκριτικά με προηγούμενες εποχές ως δραστηριότητα των ανθρώπων, γίνεται περισσότερο ειδικευμένη, πλούσια σε περιεχόμενο και, συνεπώς, ικανοποιητική για όλο και περισσότερους απασχολούμενους. Η κοινωνική διαστρωμάτωση καθορίζεται κυρίως από τη σχέση των ατόμων με τη γνώση, ώστε η πρωτεύουσα κοινωνική διαίρεση είναι –χρησιμοποιώντας την ορολογία του Castells- μεταξύ των networkers, των networked και των switched-off (Castells, 1996, 174). Οι πραγματικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου δεν είναι, όπως στην θεώρηση του Μαρξ, οι εργαζόμενοι, αλλά οι κάτοχοι της γνώσης.

Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα έχει υποστεί εκτεταμένη κριτική από πολλές πλευρές. Η ιδέα πως διάγουμε μια περίοδο που διακρίνεται από άλλες ιστορικές εποχές εξαιτίας της κεντρικότητας που έχει αποκτήσει η γνώση και η πληροφορία σ’ αυτήν συγκρούεται με τα δεδομένα: κατά ποια έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί η παραγωγική διαδικασία που έχει ως αντικείμενο τα αεροπορικά οχήματα, τα πλαστικά ή την ατομική ενέργεια μικρότερου πληροφοριακού περιεχομένου ή μικρότερης γνωστικής έντασης από τους σημερινούς κλάδους παραγωγής λογισμικού; Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να παρατηρήσουμε πως πολλά από όσα θεωρούνται κεντρικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικονομίας –όπως π.χ. η τριτογενοποίηση της παραγωγής και της απασχόλησης- στην πραγματικότητα αφορούν τάσεις που εκτυλίσσονται για ένα και πλέον αιώνα και σε καμιά περίπτωση δεν αντιστοιχούν σε κάποια πρόσφατη αλματώδη εξέλιξη[2]. Κατά ειρωνικό τρόπο αυτό που φαίνεται πράγματι να είναι το κύριο χαρακτηριστικό της απασχόλησης σ’ αυτούς τους «νέους καιρούς» είναι τα τεράστια ποσοστά επισφαλούς εργασίας με ελάχιστο γνωστικό περιεχόμενο. Η ιδέα, λοιπόν, πως τείνουμε σε μια κοινωνία όπου οι ταξικοί διαχωρισμοί που καθορίζονταν από τις σχέσεις παραγωγής υποκαθίστανται από άλλες ομαδοποιήσεις των ανθρώπων βάσει του γνωστικού τους κεφαλαίου συγκρούεται με προφανή τρόπο με την απτή πραγματικότητα που βιώνουν μεγάλοι αριθμοί εργαζομένων που αδυνατούν να αξιοποιήσουν έστω και στοιχειωδώς εισοδηματικά τις γνώσεις τους[3].

Απολύτως συνδεδεμένη με την θεωρία της γνωσιοκεντρικής κοινωνίας είναι η αντίληψη πως η εκπαίδευση θα πρέπει να συνδέεται με την αγορά εργασίας και την αγορά γενικότερα. Χαρακτηριστική, από αυτήν την οπτική, είναι η άποψη πως κριτήριο για το γνωστικό περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι «εκείνο που ζητούν οι εργοδότες». Στο σημείο αυτό, μάλιστα, ελέγχεται η λογική συνοχή ολόκληρου του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος –γιατί γι’ αυτό μιλάμε-, όταν από τις προβλέψεις των στατιστικών υπηρεσιών π.χ. των ΗΠΑ προκύπτει πως την μεγαλύτερη αύξηση προσφερόμενων θέσεων εργασίας θα παρουσιάσουν στις επόμενες δεκαετίες επαγγέλματα, όπως πωλητές λιανικής, ταμίες, υπάλληλοι γραφείου, οδηγοί φορτηγών, σερβιτόροι, εργαζόμενοι στην παρασκευή φαγητών και καθαριστές κτιρίων.

 

Πράγμα που θα έπρεπε να στηρίζει μια εντελώς αντίθετη λογική. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η H. Lauder, «[κ]ατ’ ουσίαν, ένα σύστημα εκπαίδευσης που βασίζεται στην αγορά είναι απολύτως συμβατό με μια οικονομία χαμηλών μισθών και χαμηλής τεχνολογίας, επειδή είναι πιθανό να παράξει τις χαμηλών προσόντων χαμηλής εμπιστοσύνης (low skilled low trust) προσωπικότητες που της αντιστοιχούν. Αντίθετα, μια υψηλών μισθών, υψηλής τεχνολογίας οικονομία απαιτεί υψηλά επίπεδα ικανότητας και εργασιακής αυτονομίας κι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που παράγει ένα γενικευμένο υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Ένα τέτοιο σύστημα χρειάζεται να προωθήσει την ισότητα των ευκαιριών με την ισχυρότερη έννοιά της ως ισότητας αποτελεσμάτων. Ίδιες είναι οι απαιτήσεις και μιας εκπαίδευσης για τη δημοκρατία. Οι γενικές αρχές ενός εκπαιδευτικού συστήματος που έχει ως στόχους τη δημιουργία ικανοτήτων και “κατανοήσεων” απαραίτητων για μια ζωή σε μια οικονομικά εκλεπτυσμένη (sophisticated), δημοκρατική κοινωνία είναι πρόδηλες. Αυτοί οι στόχοι απαιτούν ένα μη-επιλεκτικό, μη-ανταγωνιστικό κρατικό σύστημα εκπαίδευσης»[4]

Ε.Π.

 

[1] Castells, M., The Information Age: Economy, Society and Culture (3 vols), 1996, 1997, 1998,

Blackwell, Oxford, p.17 (1996). Μια σύντομη έκθεση αυτών των αναπτύξεων γίνεται στο κείμενο

του Castells: Flows, Networks and Identities: A Critical Theory of the Informational Society in:

Castells at al., 1999, Critical education in the New Information Age, Rowman & Littlefield,

Oxford, 37-64. Όπως σημειώνουν, στο ίδιο πνεύμα, οι Aronowitz –De Fazio, η οικονομία των ΗΠΑ

«βίωσε τη μεγαλύτερης κλίμακας αναδόμηση –μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60- και

μετασχηματισμό της βιομηχανικής τους βάσης για περισσότερο από έναν αιώνα»:

Aronowitz, S. –De Fazio, W., 1997, The New Knowledge Work in: Halsey, 1997, 193-206, 203.

[2] Kelly, J., 1998, Postmodernism and the End of the Labour Movement, in Rethinking Industrial

   Relations, Routledge, London and New York, και Castree, N., 2000, Review of M. Castells’ “The

   Information Age”, Historical Materialism, 7, 241-256

[3] Ο ισχυρισμός πως η πρόσβαση σε μεγαλύτερη εκπαίδευση μειώνει την ανεργία δεν υποστηρίζεται

από τα στοιχεία. Όπως πολύ πειστικά δείχνει ο Edward Luttwak –από τη πρώτη γραμμή των

αμερικανών νεοσυντηρητικών- κάνοντας μια σύγκριση των απασχολούμενων στους παραδοσιακούς

παραγωγικούς κλάδους (The Old Titans) μ’ αυτούς της «Νέας Οικονομίας», φαίνεται πως η

διαμορφούμενη διάρθρωση της απασχόλησης στο πιο προωθημένο καπιταλιστικό παραγωγικό

υπόδειγμα –τις ΗΠΑ- ελάχιστα απαιτεί υψηλή γνώση. Το αντίθετο, μάλλον, φαίνεται να ισχύει.

Βλ. Luttwak, E., 1999, Turbo-Capitalism, London, 80-83. Για μια πολύ περιεκτική ανάπτυξη αυτού

του ζητήματος βλ., επίσης, Equality and Capitalism στο Callinicos, A., 2000, Equality, Polity Press,

Cambridge, 88-129

[4] Lauder, H., Education, Democracy and the Economy in: Halsey at al., 1997, 382-392.

Αφήστε μια απάντηση