post-1143

Γιατί αυτός ο τίτλος του blog “Το ψωμί και το βιβλίο”

Νοέμβριος 2007

Πηγαίνοντας στο σχολείο, συναντώ πρωί -πρωί δύο παλιούς μου μαθητές που τώρα τελειώνουν το λύκειο. Τους ρωτώ γιατί φεύγουν από το σχολείο και μου απαντούν με φυσικότητα: «Έχουμε διάβασμα κυρία….» (Προφανώς για το φροντιστήριο-με το σχολείο θα ασχοληθούν; ) .  Μια  θλίψη με κατέλαβε. Ο κοινωνός της γνώσης δεν είναι πια το σχολείο. Είναι το φροντιστήριο, που την χαρά της γνώσης και της δημιουργίας την έχει στρεβλώσει σε αναγκαιότητα και χρησιμότητα…. Άλλωστε, πως να μην απαξιωθεί το σχολείο και ο/η καθηγητής/τριά του, όταν η γνώση που θα μεταδώσει, ήδη έχει αποκτηθεί με διαφορετικό τρόπο από το φροντιστήριο. Ο/η καθηγητής/τρια έχει χάσει την πρωτοτυπία του/της.  Απλώς μπαίνει σε σύγκριση…

Το να γίνω εκπαιδευτικός ήταν μια απόφαση που πήρα πολύ νωρίς, από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Μάλλον δεν ήταν επιλογή, αλλά ξεκίνησε σαν παιδικό όνειρο. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τα παιδιά να ανακαλύψουν τα δυνατά τους σημεία, να καταλάβουν τις αδυναμίες τους, να κάνω τη διαφορά στις ζωές τους, με μια δουλειά βασισμένη στην αγάπη, στην έγνοια, στη χαρά της ανακάλυψης και της δημιουργίας.

Ο Φινλανδός παιδαγωγός Matti Koskenniemi χρησιμοποιούσε τον όρο «παιδαγωγική αγάπη», που όσοι είναι εκπαιδευτικοί καταλαβαίνουν πως είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς τους. Γιατί η διδασκαλία μπορεί να γίνεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη φιλοσοφία του εκπαιδευτικού και την τάξη που διδάσκει κάθε φορά, αλλά σίγουρα για να είναι αποτελεσματική χρειάζεται και την καρδιά. Και αυτό το πολύ σπουδαίο είναι που δοκιμάζεται στη χώρα μας, εδώ και πολλά χρόνια…

Η δουλειά του/της εκπαιδευτικού είναι από τις πιο σημαντικές, γιατί όπως έχει αποδειχθεί από διάφορες κοινωνιολογικές εργασίες , οι πιο δίκαιες κοινωνίες διαθέτουν πιο μορφωμένους πολίτες, σπανιότερα μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο, έχουν λιγότερη σχολική βία, λιγότερη παιδική φτώχεια, από τις κοινωνίες στις οποίες επικρατεί μεγάλη εισοδηματική ανισότητα. Η δουλειά αυτή επίσης δίνει πολλή χαρά. Δεν είναι αστείο αυτό που  λέγεται, ότι “οι εκπαιδευτικοί παραμένουν πάντα νέοι”. Μα βέβαια, βρίσκονται καθημερινά ανάμεσα στους νέους, και ζουν μαζί τις χαρές και τις αγωνίες τους, άρα νιώθουν τα ίδια συναισθήματα με τα παιδιά, σκέφτονται όπως αυτά, και αυτό καθορίζει και την συμπεριφορά τους…

Όμως υπάρχουν και κάποιες στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις αδυναμία να αλλάξεις τα πράγματα. Με τα λόγια του Νικόλα Σεβαστάκη, “όποιος ανακατεύεται με το δασκαλίκι, σε οποιοδήποτε επίπεδο, γνωρίζει καλά τι σημαίνει η ψυχική καταπόνηση από την αθυμία της αίθουσας… “.  (Εγώ θα πρόσθετα, μερικές φορές).  Γνωρίζει λοιπόν, μερικές φορές, καλά τι σημαίνει να σε κυκλώνει μια ατμόσφαιρα κόπωσης και αφλογιστίας των βλεμμάτων και εκείνη η πικρή αίσθηση ότι “τούτο το πράγμα” (η γνώση, τα βιβλία, τα γραπτά) είναι κάτι σχεδόν ηττημένο, κάτι που έχει χάσει την αξιοπρέπειά του. Από πού κρατάει αυτή η αθυμία; Φταίνε μόνο οι ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος, οι ασφυκτικές πιέσεις που ασκούνται στα παιδιά μέσα από διάφορα ανυπόληπτα οργανωτικά και παιδαγωγικά υποδείγματα; Πολλές ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, διάφορες ενασχολήσεις, αγχωτικές επιλογές ζωής από πολύ μικρή ηλικία; Φυσικά και φταίνε όλα τα παραπάνω και μάλιστα έχουν μερικές φορές πολύ μεγάλη σημασία. Η κόπωση και η βαρεμάρα, φυσικά και ευνοούνται από όλη αυτή την «εντατικοποίηση», στην οποία καταλήγουν τόσο οι απαιτήσεις που τους ασκούνται όσο και ο ποσοτικός πληροφοριακός φορμαλισμός που υποθηκεύουν τη σχολική εμπειρία. Κανένα ωστόσο από τα παραπάνω δεν δικαιολογεί μια τέτοια απουσία πάθους για γνώση, μια τόσο παγερή υποδοχή των ερωτημάτων, μια τέτοια έλλειψη φιλοξενίας για τη γραφή, την ανάγνωση, τις έννοιες…
Και το θέμα είναι πάντα το ίδιο: «Σε τι μας χρειάζονται αυτά που μαθαίνουμε; Πού θα τα χρησιμοποιήσουμε;»

Έγραφε ο Καντ στη «Μεταφυσική των Ηθών»: “Το καθετί είτε έχει μια τιμή είτε έχει αξιοπρέπεια. Μπορούμε να αντικαταστήσουμε αυτό που έχει τιμή με το ισοδύναμό του, αντίθετα, αυτό που δεν έχει τιμή και συνεπώς κανένα ισοδύναμο, είναι ό,τι διαθέτει αξιοπρέπεια”.
Έτσι λοιπόν και η διδακτέα ύλη…Η διδακτέα ύλη έχει μεταφραστεί και αυτή σε «ανταλλάξιμες πιστωτικές μονάδες», μαθαίνουν ό,τι τους χρειάζεται, τα περιεχόμενα έχουν προ πολλού κατακερματιστεί σε μικρο-πακέτα υψηλού και χαμηλού ρίσκου – και αυτό το πετυχαίνουν πάρα πολύ καλά τα φροντιστήρια-  , ο πλούσιος διάκοσμος της εκάστοτε μάθησης έχει καταστεί ουσιαστικά αμετάδοτος -αυτό που μεταδίδεται είναι απλώς το ωφέλιμο βάρος των μαθημάτων στη συνολική οικονομία του απολυτήριου, του πτυχίου. Η αθυμία είναι έτσι το χαρακτηριστικό ύφος ενός κόσμου δίχως ισχυρές συμβολικές αναφορές…
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι να μην φαίνεσαι “κολλημένος με κάτι” έχει γίνει το πιο περιζήτητο δημοκρατικό ύφος όταν η αυθεντική μορφωτική περιπέτεια προϋποθέτει το αντίθετο: ένα είδος απελευθερωτικής καθήλωσης σε όλα όσα δεν βιαζόμαστε να “περάσουν”, σε εκείνα που δεν επειγόμαστε να φύγουν από πάνω μας αλλά να μας δανείσουν, προσωρινά, κάτι από την αθανασία τους…
Απελευθερωτική καθήλωση είναι εκείνη η οποία επιτρέπει το ταξίδι στη γνώση με πάθος που του επιτρέπει να «αισθανθεί» δικά του, πράγματα όμορφα, αφηγήσεις συναρπαστικές, πράγματα παράξενα, μακρινές ημερομηνίες, περίεργα φαινόμενα, και μερικές φορές αλλόκοτες ιστορίες, σπουδαία ονόματα και τις θυσίες των άλλων…
Όχι για να επιβεβαιώσει ένα κούφιο, πλέον, κοινωνικό κύρος ή για να γίνει “κληρονόμος” ενός μηχανισμού διακρίσεων επενδύοντας στο πολιτισμικό του κεφάλαιο αλλά για έναν πολύ διαφορετικό λόγο: εκτός των άλλων γιατί, περισσότερο από ποτέ, “το ψωμί και το βιβλίο” (Alain Finkelkraut), είναι η πιο συνεπής, η πιο “δογματική” διεκδίκηση της υλικής και διανοητικής ακεραιότητας των προσώπων”.

Αφήστε μια απάντηση