Οι άλλοι

Την τελευταία φορά που επισκέφθηκα τον πατέρα μου, στο κοιμητήριο του χωριού, ήταν το Πάσχα. Κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, σταματώ και κοιτάζω τις φωτογραφίες πάνω στους τάφους. Σταματώ στη φωτογραφία του μπαμπά μου, στου φίλου μου του Γιώργου, κοιτάζω φωτογραφίες ανθρώπων που γνώριζα καλά, ή γνώριζα λιγότερο, ή καθόλου, ανθρώπων που είχα πολύ καιρό να δω και μαθαίνω πως δεν υπάρχουν πια από τις φωτογραφίες τους … Φευγαλέες γραφές ζωής σα να καθυστερούν στις προσωρινές πύλες θανάτου. Φωτογραφίες που δείχνουν τους ανθρώπους σε μια απλή καλή στιγμή της καθημερινότητάς τους, φωτογραφίες όμως θανάτου. Καντηλάκια, λουλούδια, θυμιάματα, πετσετάκια, ένας μικρόκοσμος μικροαντικειμένων που δηλώνει, πως αυτός ο άνθρωπος κάποτε υπήρξε. Δίπλα, το όνομα, και το ακατάλυτο της χρονολογίας : 1921 -1988, 1957-1996, ……

Και αυτή η μοιραία παύλα ανάμεσα στις δυο χρονολογίες να συνδέει τη γέννηση με θάνατο. Πήγαμε να του προσφέρουμε κόκκινο αυγό. Για να έχουμε την αίσθηση ότι συνεχίζει να υπάρχει στην καθημερινότητά μας, παρόλο που δεν υπάρχει πια, εδώ και πολλά χρόνια….Αυτές οι φωτογραφίες, που έχουν εγκλωβίσει πάνω τους αχτίνες φωτός, κάποιας πραγματικής στιγμής, κάποιας πραγματικής μέρας, δηλώνουν με τον πιο ακατάμηχο τρόπο την παροδικότητά μας, δηλώνουν όμως πως ο θάνατος είναι μαχητός. Όσο υπάρχουν εκεί, σαν να αντιστέκονται να παραδώσουν την εικονιζόμενη μορφή στα μαύρα σκοτάδια του καταχθόνιου ζόφου, σα να διεκδικούν ένα μερίδιο στην αιωνιότητα. Έστω, για όσο κρατά η εικόνα, πριν σβήσει από τον ήλιο ή το χρόνο, ή όσο υπάρχουν οι δικοί τους άνθρωποι για να τους βλέπουν. Σα να δηλώνουν, οτι κάτι υπάρχει πίσω απο αυτές, σαν να αρνούνται τη φθορά του σώματος. Γιατί η μορφή που βλέπουμε δηλώνει την φευγαλέα παρουσία, μέσα στην απουσία και ας κοιτάει πάντα ο νεκρός μακριά μας κατά την ανατολή.Οι φωτογραφίες στολίζονται με λουλούδια, χαϊδεύονται, παίρνουν τη θέση των νεκρών, ζεσταίνονται στον ζωογόνο ήλιο, δροσίζονται στο βροχόνερο, παγώνουν στο χιόνι, και πάντα αναζητούν τη θαλπωρή στον κόσμο των ζωντανών. Εκείνο που σκέφτεσαι, είναι, δεν μπορεί, τόσο ανθρώπινοι που φαίνονται στις φωτογραφίες, έτσι και με την καλύτερη τους μορφή θα πορεύονται και στον άλλο κόσμο, όποιος και αν είναι αυτός. Πως τάχα, όπως καλά στέκουν στην φωτογραφία, έτσι καλά θα περνούν και εκεί. Σαν με τη φωτογραφία τους, σημάδι της ζωής τους, να διαβάζουμε την ιστορία τους στην πιο περιληπτική τους μορφή. Η μαμά μου αρχίζει να απευθύνεται στις φωτογραφίες και να τους λέει πράγματα, σαν να είναι παρόντες. Μου ήρθαν στο νου, όλα εκείνα που λέγαν οι παλιότεροι , πως τάχα οι δυο κόσμοι επικοινωνούν, ο πάνω και ο κάτω. Πως τάχα όταν κάποιος έφευγε για το ταξίδι της μη επιστροφής, έπαιρνε μαζί του, λόγια για τους αποθαμένους , παραγγελίες, νέα απο τον κόσμο των ζωντανών…
Στις φωτογραφίες αυτές η ζωή και ο θάνατος, η παρουσία και η απουσία, είναι μαζί, γιατί βρίσκονται στο μεταίχμιο του εδώ και του εκεί, του τώρα και της αιωνιότητας, του τίποτα και του παντός. Όμως και αυτές οι φωτογραφίες αργοπεθαίνουν απαλά με το χρόνο. Και όταν θα χαθούν και αυτές, τότε τετέλεσται….
Η φωτογραφία του πατέρα μου μας βλέπει και χαμογελάει. Μας βλέπει και τη βλέπουμε.
Σαν υστερόγραφο ζωής….

Δημοσιεύθηκε στην τοπική Εφημερίδα “Εράτυρα”
Απρίλιος 2007

Αφήστε μια απάντηση