Νέοι και μαθησιακές δυσκολίες στην Εκπαίδευση

Νέοι και μαθησιακές δυσκολίες στην Εκπαίδευση

 

Δρ Νικολακοπούλου Ευτυχία

Σύμβουλος Εκπαίδευσης Γαλλικών Πελοποννήσου

etheatro@gmail.com

Εισαγωγή

Στις μέρες μας όπου δικαίωμα στη μόρφωση και τον αλφαβητισμό έχουν όλοι οι νέοι, όπου υπάρχει άνθιση των γραμμάτων και των επιστημών,  υπάρχουν παιδιά και γονείς που βιώνουν μια δυσάρεστη κατάσταση με πολλές συμπεριφοριστικές επιπτώσεις: την αδυναμία αναπαράστασης, ανάγνωσης και γραφής του παιδιού τους. Ως εκ τούτου, οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μια καινούρια πραγματικότητα: Τις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών των οποίων ο αριθμός κάθε χρόνο αυξάνεται.

Λέξεις κλειδιά

Μαθησιακές δυσκολίες, εκπαίδευση, δυσλεξία, δυσορθογραφία, δυσαριθμησία, διαταραχή γραπτού λόγου

Abstract

Nowadays where all young people have the right to education and literacy, where there is a flourishing of letters and sciences, there are children and parents who experience an unpleasant situation with many behavioral consequences: their child’s inability to represent, read and write. Therefore, teachers are faced with a new reality: The learning difficulties of children whose number is increasing every year.

Keywords

Learning difficulties, education, dyslexia, dysgraphia, dyscalculia, written language disorder

Μαθησιακές δυσκολίες

Οι μαθησιακές δυσκολίες (ΜΔ) ταξινομούνται στις δύο ευρείες κατηγορίες Ειδικού και Γενικού τύπου. Αρκετές φορές ενδέχεται να συνυπάρχουν περισσότερες από μια δυσκολίες συσσωρεύοντας έτσι σοβαρές επιπτώσεις στην μαθητική πορεία των παιδιών και των εφήβων. Ο βαθμός με τον οποίον εμφανίζονται οι (ΜΔ) στα σχολεία είναι αρκετά μεγάλος και αγγίζει ακόμα και το 20% των μαθητών.

Διακρίνονται στις

Α) Μαθησιακές δυσκολίες ειδικού τύπου,  όπως η

  • μαθησιακή Διαταραχή αναγνωστικής ικανότητας (Δυσλεξία),
  • η διαταραχή της Ορθογραφικής ικανότητας (δυσορθογραφία),
  • η Διαταραχή των μαθηματικών ικανοτήτων (Δυσαριθμησία),
  • η Διαταραχή του γραπτού λόγου και στις

Β) Μαθησιακές δυσκολίες Γενικού τύπου (ΓΜΔ).

Η δυσλεξία ορίζεται ως χαμηλή επίδοση στην αναγνωστική ακρίβεια και ευχέρεια κατά την μεγαλόφωνη ανάγνωση μεμονωμένων λέξεων ή κειμένου με ταυτόχρονη εμφάνιση δυσκολιών στην ορθογραφία. Η δυσλεξία σύμφωνα με τους ειδικούς έχει συσχετιστεί με δυσκολίες στη φωνολογική επεξεργασία δηλαδή στην αδυναμία του μαθητή να διαχειριστεί τους φθόγγους που απαρτίζουν μια λέξη. Είναι σημαντικό να αναφερθεί  ότι  οι δυσκολίες αυτές συσχετίζονται με τη δυσλεξία κατά τα πρώτα χρόνια του Δημοτικού.

Επίσης είναι σημαντική η συσχέτιση της δυσλεξίας με τη χαμηλή ταχύτητα στην Κατονομασία Ερεθισμάτων που είναι αυτοματοποιημένα (Rapid Naming-RAN), όπως τα αλφαβητικά σύμβολα, τα χρώματα, ή τα αριθμητικά ψηφία. Η ταχύτητα με την οποία αναγνωρίζει και κατονομάζει ένας μαθητής τα οικεία σε αυτό ερεθίσματα συσχετίζεται άμεσα με την ακρίβεια που τα διατυπώνει.

Σύγχρονες Διεθνείς στατιστικές αναφέρουν επικράτηση της δυσλεξίας στο γενικό πληθυσμό, της τάξεως του 5%-7% ενώ ένα παιδί έχει έως και 50% πιθανότητα να είναι δυσλεξικό εάν τουλάχιστον ένας γονέας είναι Δυσλεξικός και 75% εάν και οι δύο γονείς είναι Δυσλεξικοί.

Εάν αυτή η μαθησιακή ιδιαιτερότητα με το νευροβιολογικό υπόβαθρο, που λέγεται δυσλεξία εντοπιστεί έγκαιρα το παιδί εντάσσεται σε πρόγραμμα ειδικής μαθησιακής υποστήριξης οπότε του προσφέρεται η δυνατότητα να αναπτύξει και άλλες δεξιότητες που θα το βοηθήσουν να ανταπεξέλθει σταδιακά στις απαιτήσεις του σχολείου.

Μολονότι στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση παρατηρούνται κάποια στοιχεία δυσλεξίας στους νέους, και κυρίως στην αναγνωστική ευχέρεια, και την ταχύτητα νοηματικής επεξεργασίας του κειμένου, βελτιώνεται ελαφρά η θεματική ορθογραφία. Επίσης τα παιδιά εκείνα που έχουν δεχθεί την απαραίτητη υποστήριξη στην κατάλληλη ηλικία δεν παρουσιάζουν αρνητικές δευτερογενείς ψυχολογικές συνέπειές της.

Όταν η Δυσλεξία επιμένει παρατηρούνται έντονες αντιδράσεις άγχους, χαμηλής αυτοπεποίθησης στη μάθηση και γενικότερης παραίτησης και απομόνωσης του παιδιού.

Η δυσλεξία είναι μια διαταραχή που δεν εξαλείφεται και στην ώριμη ηλικία. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ελλείμματα στην ανάγνωση και την ορθογραφία παραμένουν.

Ως προς την ενημέρωση του κοινού, η πολιτεία έχει στηρίξει αυτή την προσπάθεια ευαισθητοποίησης με συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες όπως το ν.3699/2008. Η πρωτοβουλία αυτή είχε ως συνέπεια την εισαγωγή παιδιών με δυσλεξία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στην Αγγλία, εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια,  το Πανεπιστήμιο διέθετε σε κάθε δυσλεκτικό φοιτητή, ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή. Από αυτό μπορεί κανείς να εξάγει το συμπέρασμα ότι ο Η/Υ ευνοεί στη σωστότερη ορθογραφία και ανάγνωση παρέχοντας τη δυνατότητα μεγέθυνσης των γραμματοσειρών.

Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα προβλέπεται ειδική μεταχείριση για τους δυσλεξικούς μαθητές με την αντικατάσταση της προφορικής από τη γραπτή διαδικασία ενώ ο εκπαιδευτικός καλείται να χρησιμοποιήσει ειδικές πρακτικές για να προσαρμόσει το μάθημά του.

Ως προς τη Διαταραχή της Ορθογραφικής ικανότητας, οι δυσκολίες παρουσιάζονται σε διάφορες μορφές της. Για την ελληνική γλώσσα η αναπαράσταση των φωνηέντων  ι και ε είναι δύσκολη για ένα δυσλεκτικό παιδί αλλά και εύκολη επειδή διαβάζονται όλα σχεδόν τα γράμματα. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα Γαλλικά και τα Αγγλικά διότι αλλάζει και η προφορά και τα γράμματα είναι διαφορετικά.

Ενώ λοιπόν προβλήματα της φωνητικής απόδοσης διορθώνονται (θάλασσα αντί για φάλασσα), παραμένουν πάντα τα θεματικά λάθη (πεδί αντί για παιδί) επειδή είναι περισσότερο οπτικά, δηλαδή βασίζονται στην απομνημόνευση της «εικόνας» της λέξης καθώς και τα μορφολογικά, αυτά δηλαδή που αφορούν την κατάληξη των λέξεων, είτε παραγωγική (καπνός-καπνηστής), είτε την κλιτικά (στρατόν-στρατών).

Η Διαταραχή των μαθηματικών ικανοτήτων αναφέρεται στη δυσκολία που αντιμετωπίζουν κάποια παιδιά στο νοητικό χειρισμό των αριθμών, όπως π.χ. στη σύγκριση μεταξύ των αριθμών και στη χρήση μη παραγωγικών στρατηγικών στην τέλεση αριθμητικών πράξεων. Τα ίδια παιδιά παρουσιάζουν και δυσκολίες στην ανάγνωση.

Η δυσαριθμησία έχει περίπου την ίδια συχνότητα με τη δυσλεξία στο γενικό πληθυσμό. Αφορά το 3-6% του μαθητικού πληθυσμού και είναι αυξανόμενη. Για τη διάγνωση της δυσαριθμησίας απαιτείται η χορήγηση ειδικών τεστ δεξιοτήτων στα μαθηματικά και η αντιμετώπισή της απαιτεί

  • εστίαση στις αριθμητικές δεξιότητες
  • εκμάθηση δεκαδικού συστήματος
  • εκμάθηση ειδικών στρατηγικών στην τέλεση αριθμητικών πράξεων

Το πρόγραμμα παρέμβασης ποικίλλει με την ηλικία παρότι η πρώιμη παρέμβαση (ηλικίες 5-7) φαίνεται να έχει πιο ευεργετικά αποτελέσματα.

Επίσης η διαταραχή του γραπτού λόγου αποτελεί μια από τις συχνότερες μαθησιακές δυσκολίες διότι η ανάπτυξη της ικανότητας παραγωγής του γραπτού λόγου εξαρτάται εξίσου από το κινητικό σκέλος της γραφής, την ορθογραφία, την ικανότητα σύνθεσης κειμένου αλλά και τον αυτοματισμό στο σχηματισμό αλφαβητικών συμβόλων.

Σε ότι αφορά τις δυσκολίες του κινητικού σκέλους της γραφής (δυσγραφία), δηλαδή το πόσο ευκρινής και ευχερής είναι η γραφή, τα ποσοστά που αναφέρονται είναι μέχρι στιγμής στο 1,3%-2,7% του γενικού πληθυσμού, ενώ σε ότι αφορά τη γραπτή διατύπωση (σύνθεση) τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 1-3%.

Η διαταραχή του γραπτού λόγου αποτελεί την πιο σύνθετη από τις Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες διότι συχνά παρουσιάζεται με τη μορφή δυσκολιών στην οργάνωση και διατύπωση του γραπτού λόγου ενώ συνυπάρχουν δυσκολίες στη γραφή αλλά και στη ορθογραφία.

Για την αξιολόγηση της διαταραχής του γραπτού λόγου χορηγείται σχετικό εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου διασαφηνίζονται τα ελλείμματα στις δεξιότητες που συμβάλλουν στην οργάνωση και συγκρότηση ενός κειμένου (μορφοσυντακτική και περιγραφική ικανότητα).

Η διδασκαλία διαφορετικών τύπων κειμένου (αφηγηματικό, πεζό, δοκίμιο, οδηγίες, πόστερ, επιγραφές) βοηθάει στην βελτίωση της ποιότητας του γραπτού λόγου. Τέλος, οι μαθησιακές Δυσκολίες γενικού τύπου αφορούν τα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατάκτηση των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων.

Η διάγνωση των ΜΔ γίνεται από Υπηρεσίες που είναι πιστοποιημένες από το Υπουργείο Παιδείας και περιλαμβάνουν τα Κέντρα Διαφορικής Διάγνωσης και Υποστήριξης των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ΚΕΕΔΥ, καθώς και φορείς που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας όπως οι ιατροπαιδαγωγικές υπηρεσίες Παιδιατρικών Νοσοκομείων και άλλες αυτόνομες υπηρεσίες. Η αξιολόγηση και η διάγνωση είναι προϊόν συνεργασίας διαφορετικών ειδικοτήτων. Στα ΚΕΕΔΥ η ομάδα συνήθως  αποτελείται από Ειδικό εκπαιδευτικό, Παιδοψυχίατρο, Ψυχολόγο και Κοινωνικό Λειτουργό ενώ στις υπηρεσίες Υγείας από Παιδίατρο, Παιδοψυχίατρο, Ψυχολόγο και Κοινωνικό Λειτουργό. Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, υποστηρίζονται ουσιαστικά από το σχολείο, που αναπτύσσει, υλοποιεί και εφαρμόζει προγράμματα ειδικής εκπαίδευσης με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσκολιών τους. Τις περισσότερες φορές όμως, μέχρι σήμερα, το σχολείο υποδέχεται τους μαθητές με ή χωρίς μαθησιακές δυσκολίες χωρίς να είναι έτοιμο να αναπτύξει και να εφαρμόσει προγράμματα, αλλά και χωρίς να μπορεί να τους προετοιμάσει με δραστηριότητες μαθησιακής ετοιμότητας για να παρακολουθήσει τη μετέπειτα μαθησιακή διαδικασία που θα ακολουθήσουν στη γενική ή ειδική εκπαίδευση.

Συμπεράσματα

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι  με τη δημιουργία τμημάτων ένταξης στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση  το διδακτικό αποτέλεσμα και για το μάθημα της ξένης γλώσσας, με την διαφοροποιημένη διδασκαλία και την εφαρμογή της πολυαισθητηριακής διδασκαλίας-όπου υπάρχει υλικοτεχνική υποδομή- μπορεί να  δώσει τη δυνατότητα σε άτομα με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες να βελτιώσουν τη μάθησή τους. Η σωστή κατάρτιση και η κατανόηση των εκπαιδευτικών της ξένης γλώσσας, μαζί με τις διαφορετικές διδακτικές προσεγγίσεις μπορούν να βελτιώσουν στην γενικότερη απόδοση στο μάθημα αλλά και στην κοινωνικότερη συμπεριφορά των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες.

Αναφορές

Γλύκας, Μ., Καλομοίρης, Γ. (2003). Διαταραχές επικοινωνίας και λόγου(:) πρόληψη, έρευνα, παρέμβαση και νέες τεχνολογίες στην υγεία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Δημάκος, Ι. (2007). «Εναλλακτική αξιολόγηση των γραπτών δεξιοτήτων των μαθητών του δημοτικού», στο Βλασσοπούλου, Μ. & Γιαννετοπούλου, Α. & Διαμαντή, Μ. & Κιρπότιν, Λ. & Λεβαντή, Ε. & Λευθέρη, Ε. & Σακελλαρίου, Γ. (επιμέλεια). Γλωσσικές δυσκολίες και γραπτός λόγος στο πλαίσιο της σχολικής μάθησης. (πρακτικά συνεδρίου). Αθήνα: Γρηγόρη. σελ. 154-163.

Δράκος, Γ. (1999). Ειδική παιδαγωγική των προβλημάτων λόγου και ομιλίας. Λογοπαιδεία – λογοθεραπεία. Παιδοψυχολογικές και λογοθεραπευτικές στρατηγικές αποκατάστασης στην προσχολική και σχολική ηλικία. Αθήνα: «Περιβολάκι» & Ατραπός.

Ζακοπούλου, Β. (2007). Φωνολογική ανάπτυξη και διαταραχές. Σημειώσεις των παραδόσεων του αντίστοιχου μαθήματος. Ιωάννινα: Τ.Ε.Ι. Ηπείρου.

Ζάχος, Γ. (2003). «Πλαίσιο προγράμματος αποκατάστασης μαθησιακών δυσκολιών στο γραπτό λόγο», στο Στασινός, Δ. (επιμέλεια). Μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού και του εφήβου. Η εμπειρία της Σύγχρονης Ευρώπης. 3η έκδοση. Αθήνα: GUTENBERG. σελ. 269-276.

;


Τα σχόλια είναι κλειστά.

Copyright © Δρ Ευτυχία Νικολακοπούλου           Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση