γλωσσοδέτες

… Μπερδεύουμε τη γλώσσα και δοκιμάζουμε να το πούμε όλο και πιο γρήγορα

  • Της αλεπούς η ουρά, επτά φορές κομπομανικοθιλικώθηκε
  • Πέφτη έκοψα το πεύκο. Πέφτη πέφτει ο πεύκος κάτω
  • Γάτα φάκα, φάκα γάτα
  • Βαρέλι, μελοβάρελο
  • Μια πάπια, μα ποια πάπια;
    Μια πάπια, μα ποια πάπια;
    Μια πάπια με παπιά
  • Πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδόπιτα
  • Άσπρη πέτρα ξέξασπρη, κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη
  • Η βάρκα η παλιόβαρκα, η μικρή παλιοβαρκίτσα
  • Καλημέρα, καμηλάρη
    καμηλάρη, καλημέρα!
  • Φίλος φίλευε το φίλο
    τριαντάφυλλο με φύλλο
  • Τρύπα σκουληκότρυπα, σκουληκοποντικότρυπα
  • Μαύρη, καρακόμαυρη καρακάξα
    με τα μαύρα καρακαξόπουλα …
  • Από παλιά πουλά πουλιά
    πολλά πουλιά
  • Θαλασσόλυκος στη θάλασσα
    θαλλασοπνίγεται,
    θαλλασσοπούλι θαλασσί
    θαλλασοδέρνεται
  • Κρασάκι σταφυλόκρασο
    ξιδάκι βαρελόξιδο
    βαρελοσταφυλοκρασόξιδο
  • Της καρέκλας το ποδάρι,
    ξεκαρεκλοποδαριάστηκε
  • Τάβλα καλή,
    τάβλα στραβή
    τάβλα στραβοκομμένη
  • Έφαγα κι εχόρτασα
    ζεστά, ξερά, σκαστά κουκιά,
    με τη ζεστή, ξερή, σκαστή κουτάλα
  • Ο παπάς ο παχύς
    έφαγε παχιά φακή.
    Γιατί παπά παχύ
    έφαγες παχιά φακή;
  • Κούπα καπακωτή,
    κούπα καπακωμένη,
    κούπα ξεκαπάκωτη,
    κούπα ξεκαπακωμένη
  • Ο Ρουμπής ο κουμπής ο ρουμποκομπολογης,
    επήγε να ρουμπέψει να κουμπέψει,
    να ρουμποκομπολογεύσει,
    και τον πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες,
    οι ρουμποκομπολογήτες
    και του κόψαν τα ρουμπιά του τα κουμπιά του,
    τα ρομποκομπολογά του.
    Γιατί Ρουμπή κουμπή πήγες να ρουμπέψεις
    να κουμπέψεις να ρουμποκομπολογεψεις
    και σε πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες,
    οι ρουμποκομπολογήτες
    και σου κόψαν τα ρουμπιά σου τα κουμπιά σου,
    τα ρουμποκομπολογά σου;

Μπορούμε να ακούσουμε και το ποίημα της Νανάς Νικολάου σε μουσική Νότη Μαυρουδή “Γλωσσοδέτης”, από την παιδική χορωδία Δημήτρη Τυπάλδου

Γλωσσοδέτης
(Νανά Νικολάου)

Μια μέρα άσπρη ξέξασπρη
που εγώ δεν είχα μία
με τον Ρουμποκομπολόγη
φύγαμε για Ρουμπία.

Στον κήπο όταν ετάιζε
μια πάπια μα ποιά πάπια
του παππά μας του παχύ
τη φακή κατάπια.

Να τρέξει πήγε πίσω μου
μα κάτω κουβαριάστηκε
της καρέκλας το ποδάρι
ξεκαρεκλοποδαριάστηκε.

Ανέβηκα στη Τζιτζιριά
για να φωνάξω “κούι”
μα ο Τζιτζιμιτζιχότζιρας
ποτέ του δεν ακούει.

Όλου του κόσμου η Βαβέλ
σα γνωσσοδέτης μοιάζει
κι αν γλώσσεψες τη μπέρδα σου
κανέναν δεν τον νοιάζει.

Ένα σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση