Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ραμοβούνι, Μεσσηνία, 3 Απριλίου 1770 – Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 1843 ήταν Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μοριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταγόταν από φημισμένη οικογένεια που προερχόταν από το χωριό Ρουπάκι (μέχρι το 1670 είχε την ονομασία Κότσικας· δεν υφίσταται ως οικισμός από το 1780) στα σύνορα Μεσσηνίας-Αρκαδίας. Στην απογραφή του 1461-63 που πραγματοποιήθηκε απο τους Οθωμανούς, το Ρουπάκι αναφέρεται ότι είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό και αριθμούσε 21 σπίτια. Το επώνυμο της οικογένειας αρχικά ήταν Τζεργίνης, και στη Μεσσηνία ευρίσκοντο 60 οικογένειες με το ίδιο επώνυμο, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του. Ο Δήμος Τζεργίνης που ήταν προ-προπάππους του Θεόδωρου και έζησε την εποχή της Βενετοκρατίας στη Πελοπόννησο (1685-1715), είχε έναν υιό που ονομάστηκε Μπότσικας (επίθετο για μικρόσωμο και μαυριδερό). Ο υιός του Μπότσικα ονόματι Γιάννης, ήταν ο πρώτος της γενιάς του που υιοθέτησε το όνομα Κολοκοτρώνης. Κατά την οικογενειακή παράδοση κάποιος Αρβανίτης χαρακτήρισε τον Γιάννη με το προσωνύμιο «Μπιθεκούρας» (στα αρβανίτικα σημαίνει αυτός που έχει δυνατά οπίσθια) και έμεινε στον ίδιο το όνομα «Κολοκοτρώνης», που είναι η ακριβής μετάφαση του αρχικού στη μητρική του γλώσσα.Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, αν και η οικογένειά του ζούσε στο Λιμποβίσι Αρκαδίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον πύργο της Καστάνιτσας στη Μάνη. Τον πατέρα του τον έβλεπε πολύ σπάνια.Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του. Του το έδωσαν προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεόδωρου Ορλώφ (Фёдор Григорьевич Орлов) ο οποίος κατά τη διάρκεια του της Ορλωφικής επανάστασης είχε γίνει πολύ αγαπητός, εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία ελληνική δόξα. Τον βάφτισε ο Ιωάννης Παλαμήδης από τη Στεμνίτσα, πατέρας του Ρήγα Παλαμήδη.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλοφικών η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς τη Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.[4]Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν.Πριν την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα οι Μαυροκορδάτος και Κωλέττης θεωρώντας τον Κολοκοτρώνη ως εμπόδιο στα σχέδια τους για την κάλυψη των θέσεων εξουσίας τον συκοφαντούσαν και έστειλαν επιστολή στο Μόναχο ότι ετοιμάζει στράτευμα προκειμένου να μην επιτρέψει στον Όθωνα να πατήσει στην Ελλάδα. Όταν το αντιλήφθηκε αυτό ο Κολοκοτρώνης έβαλε την στολή και την περικεφαλαία του και πήγε στο Ναύπλιο να υποδεχτεί τον Όθωνα και να υποβάλει τα σέβη του. Ύστερα έφυγε σε ένα αγρόκτημα που είχε έξω από την πόλη όπως ο ίδιος γράφει:
Όσον ηµπόρεσα έκαµα το χρέος µου. Είδα την πατρίδα µου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας µου και ο πάππος µου και όλη η γενιά µου καθώς και όλοι οι Έλληνες. Και έτσι απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, όπου είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και απερνούσα τον καιρό µου καλλιεργώντας. Και ευχαριστούµην να βλέπω να προοδεύουν τα µικρά δένδρα που εφύτευα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες[ασαφές] του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.
Το ταφικό μνημείο του Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας
Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μωριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.