Ερωτόκριτος, Β. Κορνάρος

0

Συγγραφέας: ΣΑΡΔΗ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ | Κατηγορία ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Χωρίς κατηγορία | , στις 12-10-2019

Ο “Ερωτόκριτος” είναι ένα έμμετρο μυθιστόρημα με πλοκή παραμυθιού, γραμμένο σε 10.052 ομοιοκατάληκτους  δεκαπεντασύλλαβους στίχους.  Σώζεται σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο που χρονολογείται μετά το 1669. Ο δημιουργός του, Βιτσέντζος Κορνάρος, ονομάστηκε “Όμηρος της δημώδους ποιήσεως” (χαρακτηρισμός που του δόθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή) και επηρέασε ακόμη και τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό.

Στο παρακάτω βίντεο , από τη σειρά ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ του Υπουργείου Παιδείας, μας δίνονται πληροφορίες για τον δημιουργό και την υπόθεση του έργου:

Πιο αναλυτικά, η ιστορία του “Ερωτόκριτου” από το βιβλίο “Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” (Α’, Β’, Γ’ Γυμνασίου), σ.29

Η υπόθεση του Ερωτόκριτου: Βρισκόμαστε στην προχριστιανική Αθήνα, κάστρο της εποχής όμοιο με τα ιπποτικά που δέσποζαν στη Δύση. Εκεί ζει ο βασιλιάς Ηράκλης και η γυναίκα του που, αφού έμειναν πολλά χρόνια χωρίς παιδί, φέρνουν στον κόσμο μια κόρη, την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος (το όνομά του το βρίσκουμε και ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος), γιος του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Ο νέος ομολογεί την αγάπη του στο φίλο και σύμβουλό του Πολύδωρο. Έπειτα μεταμφιεσμένος τραγουδάει καντάδες κάτω από τα παράθυρα της Αρετούσας. Ο βασιλιάς το μαθαίνει και βάζει τέλος στις νυχτερινές αυτές συναντήσεις. Η Αρετούσα ερωτευμένη με τον άγνωστο τραγουδιστή ομολογεί τα αισθήματά της στη νένα της, τη Φροσύνη. Ο Ερωτόκριτος κάνει με το φίλο του Πολύδωρο ένα ταξίδι στον Έγριπο (παραφθορά του Εύριπος, δηλαδή στην Εύβοια) για να διασκεδάσει τη θλίψη του. Στη διάρκεια της απουσίας του η Αρετούσα ανακαλύπτει το πορτρέτο της στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και του στέλνει μήλα για δώρο και για να του εκδηλώσει την αγάπη της.

Στη συνέχεια ο βασιλιάς οργανώνει έναν αγώνα για να διασκεδάσει την κόρη του. Ο αφηγητής περιγράφει λεπτομερώς τις μονομαχίες, ιδιαίτερα εκείνη του Κρητικού με τον Καραμανίτη (που συμβολίζει τη σύγκρουση των Κρητών με τους Τούρκους). Ο Ερωτόκριτος νικά στον αγώνα και παίρνει το στεφάνι από το χέρι της Αρετούσας. Παίρνει τότε το θάρρος κι εκμυστηρεύεται το αίσθημά του στον πατέρα του πείθοντάς τον να ζητήσει το χέρι της κόρης από το βασιλιά.

Ο Πεζόστρατος ζητεί από το βασιλιά το χέρι της Αρετούσας για το γιο του, όμως ο Ηράκλης εξοργισμένος από την αλαζονεία ενός κοινού θνητού διώχνει τον Πεζόστρατο, εξορίζει το γιο του και φυλακίζει την Αρετούσα που δε δέχεται να παντρευτεί κανένα από τα αρχοντόπουλα. Τρία χρόνια μένει φυλακισμένη, γιατί αποκρούει την πρόταση γάμου του βασιλόπουλου του Βυζαντίου, που της επαναλαμβάνει κάθε μέρα ο πατέρας της. Αχώριστοι φίλοι των δύο νέων είναι ο Πολύδωρος και η Φροσύνη που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.

Αργότερα κηρύσσεται πόλεμος εναντίον του βασιλιά των Βλάχων, στον οποίο έρχεται και πολεμά με γενναιότητα ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε μαύρο με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού. Στη μάχη σώζει το βασιλιά και δέχεται να μονομαχήσει με τον Άριστο, ανεψιό του βασιλιά των Βλάχων, τον οποίο και σκοτώνει. Ο Ερωτόκριτος ζητεί για αμοιβή του να παντρευτεί την Αρετούσα, που δεν τον αναγνωρίζει στην αρχή, γι’ αυτό αρνείται. Στο τέλος όμως γίνεται η αναγνώριση χάρη στο μαγικό υγρό που του ξαναδίνει τη μορφή του και οι νέοι παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι.”

Το έργο αγαπήθηκε πολύ και κυκλοφόρησε ακόμη και στη σειρά Κλασσικά Εικονογραφημένα.

Το 2016 κυκλοφόρησε και σε graphic novel, γεγονός που δείχνει πως τόσους αιώνες μετά τη συγγραφή του, το έργο έχει τη δύναμη να απευθυνθεί στον σύγχρονο αναγνώστη και, γιατί όχι, να τον συγκινήσει.

Στην αρχή του Ερωτόκριτου ο ποιητής, μετά την αναφορά του στο ευμετάβλητο της Τύχης, μας παρουσιάζει τους δύο πρωταγωνιστές.

(Μέρος Α΄, στιχ.1-378)

ΠΟΙΗΤΗΣ

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,

και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.(…)

Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση. (..)

Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο,
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ Άστρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει
να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει.(…)

Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ’ εσιγανοπορπάτει,
κ’ εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.

https://www.youtube.com/watch?v=VfbfkWPmcbg

Στο πρώτο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου της Γ’ Γυμνασίου διαβάζουμε τη συνάντηση του Πεζόστρατου, πατέρα του πρωταγωνιστή, με τον βασιλιά Ηράκλη, πατέρα της Αρετούσας. Σκοπός της συνάντησης ήταν το προξενιό του γιου του με την κόρη του βασιλιά.

Ας ακούσουμε το απόσπασμα από τον κρητικό λυράρη Αλέξανδρο Παπαδάκη:

Μόλις ο Ερωτόκριτος μαθαίνει την εξορία του, σπεύδει να το ανακοινώσει στην Αρετούσα με το τραγούδι τους αποχαιρετισμού.

(Μέρος Γ΄, στιχ.1347-1404)

Eβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά τως,
στο παραθύρι να βρεθούν, να πουν τα βάσανά τως.

Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,
στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν.
Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ’ ελουχτουκήσαν,
κι απόκει μ’ αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· “Ήκουσες τα μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;
K’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν ο-γι’ αφορμή εδική μου,
σαν ήμαθε την προξενιάν, που’κουσε του Γονή μου.
K’ έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
κι ο Kύρης μου απ’ την πρίκαν του λογιάζω ν’ αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου’δωκε ν’ ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.
Kαι πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
στα ξένα πως μ’ εθάψασι, κ’ εκεί’ν’ τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· “Pωτόκριτε καημένε,
τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.”
Kι όντε σ’ Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ’ ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει.
Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες, κ’ έχω Θανάτου πόνον,
κι ουδέ ν’ απλώσω μου’δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’,
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα,
που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
πλιό σου να τ’ αναθυμηθείς, μα να’ν’ λησμονημένα.

Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ’ εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω.
Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
κ’ έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσαν,
κ’ εις όποιον τόπον κι α’ σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου’,
πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
χαιρετισμό να μου’πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω.

Ο Γιάννης Χαρούλης με το λαούτο του αποδίδει τα λόγια του Ερωτόκριτου:

Σε αυτά τα λόγια του Ερωτόκριτου απάντησε η Αρετούσα ως εξής:

(Ερωτόκριτος, Μέρος Γ, στιχ.1409-1444)

APETOYΣA
Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν.
Ίντά’ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα’βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ’ αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ’ έβαλε, σ’ εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν’ ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ ά’θη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;

Σγουραφιστή σ’ όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
να θέ’ να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,
γιατί κάλλιά’ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ’ εσγουράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.
Πάντά’ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
και ποιός να κάμει σγουραφιά πλιό σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κ’ η καρδιά, κ’ η όρεξη εθελήσαν,
κ’ εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ’ εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει
τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι,
κ’ εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ’ έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ’ απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κ’ εσύ μ’ αφήσεις.
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θέ’ να με παντρέψει,
και δω πως γάμο ‘κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.

Και σε αυτή την υπόσχεσή της έμεινε πιστή η Αρετούσα, αν και φυλακισμένη για πέντε ολόκληρα χρόνια από τον ίδιο της τον πατέρα. Τότε ο μεταμφιεσμένος Ερωτόκριτος τη βάζει σε δοκιμασία για να διαπιστώσει την αγάπη της, λέγοντας της το παρακάτω παραμύθι (Ερωτόκριτος, Μέρος Ε’, στιχ.881-954):

Μόλις η Αρετούσα έμαθε τον θάνατο τάχα του αγαπημένου της, άρχισε να θρηνεί με τα ακόλουθα λόγια:

(Ερωτόκριτος, Μέρος Ε’, στιχ.981- 1048)

APETOYΣA
“Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
Ποιά ολπίδα πλιό μου ‘πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’,
τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’.
Tον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου’,
στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου.
Ξύπνου μου σ’ είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ’ όνειρό μου,
κ’ ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου.
Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’.
Θυμώντας σ[ου], Pωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης,
εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης.
Mε το παλέτσι εντύθηκα, κ’ εις τ’ άχερα κοιμούμαι,
και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι.
Για σένα αφήκα τσ’ Aφεντιές, κ’ εμίσησα τα πλούτη,
για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους. 1000
Tες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν,
με τη δική σου θύμησιν το Pιζικόν ενίκουν.

“Mοίρα μου, κ’ ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ’ εμένα;
Tη σήμερο μ’ ενίκησες, όχι στα περασμένα.
Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ’ άλλο σου απομένει;
K’ ίντ’ ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει;
Eνίκησες τον πόλεμον, οπού’χες μετά μένα,
και δε σ’ εψήφουν ώς εδά στά μου’χες καμωμένα.
Πάντα επολέμου’ δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω,
μα σήμερο μ’ ενίκησες στά φύλαγες οπίσω.
Kι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να’χω ζήση,
μα για να βασανίζομαι σ’ έτοια μεγάλη κρίση;
Eγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ’ ο νους μου σε λογιάζει,
γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει.
Mα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ’ την καρδιά μου εχάθη,
εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Pιζικού τα Πάθη.
Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ’ ολπίζει,
το Pιζικό δεν το ψηφώ, η Mοίρα δε μ’ ορίζει.

“Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α’ θέλεις κάμε,
κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά’μαι.
Kαι θέ’ να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω,
κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω.
Eις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι,
η απονιά σου να χαρεί, κ’ η γνώμη να χορτάσει.
Zώντα μου μ’ εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν’ αφήσω,
μα όλπιζα με το Θάνατον κ’ εγώ να σε νικήσω.
Nα πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ’ όλον που με κατέχεις,
γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις.
Δεν είν’ στον Άδη Pιζικά, δεν είν’ στον Άδη Mοίρες,
δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι επήρες.

“Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ’ επόθανες στα ξένα,
ίντ’ άλλο πλιό μού ‘πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Kι ας ήθελα βρεθεί κ’ εγώ στον τόπον του πολέμου,
να μου φωνιάξεις· “Aρετή, έλα και βούηθησέ μου!”,
να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω,
και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Kι ως άνοιξε το στόμα του τ’ άγριο θεριό ν’ αράσσει,
να βάλω εγώ το χέρι μου, κ’ εσέ να μη δαγκάσει.
Mα’τονε κρίμα κι αδικιά, Pωτόκριτε, μεγάλη,
μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού’ έτοια κάλλη.
Kι ας ήθελά’σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου,
να σ’ ακλουθώ πρωτύτερα στ’ απομισέματά σου.
Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι,
τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου’ οι ψες στον Άδη.”

ΠOIHTHΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει,
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι.
Kαι πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ’ η αίσθησή τση εχάθη,
κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη.

Και όπως γίνεται πάντα στα παραμύθια, το έργο κλείνει χαρούμενα με τον γάμο των δύο ερωτευμένων.

Αποτέλεσμα εικόνας για ερωτόκριτος θεόφιλος (Ερωτόκριτος και Αρετούσα, πίνακας του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ)

Αλλά, αν θέλετε να δείτε και άλλες εκδοχές “κλεισίματος” του Ερωτόκριτου, έτσι όπως τις φαντάστηκαν και τις έγραψαν μαθητές, μπορείτε να επισκεφθείτε τη σελίδα του εκπαιδευτικού ιστολογίου afterchool bar και , γιατί όχι, να εμπνευστείτε και εσείς από εκεί …

https://afterschoolbar.blogspot.com/2013/01/blog-post.html

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση