Λογοτεχνία
Αλμπέρ Καμύ, “Η Πτώση”
“Από τότε που η προσοχή μου αφυπνίστηκε, ήταν πια εύκολο να καταλάβω ότι είχα εχθρούς. Στο επάγγελμά μου αρχικά, κι έπειτα στην κοινωνική ζωή μου. Άλλους τους είχα υποχρεώσει κι άλλους θα έπρεπε να τους είχα υποχρεώσει. Όλ΄ αυτά, με λίγα λόγια, ήταν στη διάταξη των πραγμάτων, κι όταν το ανακάλυψα δεν πληγώθηκα ιδιαίτερα. Αντίθετα, μου ήταν πιο δύσκολο κι οδυνηρό να παραδεχτώ ότι είχα εχθρούς ανάμεσα σε ανθρώπους που γνώριζα ελάχιστα ή και καθόλου.Ανέκαθεν σκεφτόμουν, με την αφέλειά μου της οποίας σας έχω δώσει μερικά δείγματα, ότι ήταν αδύνατο όσοι δεν με γνώριζαν να μη με συμπαθήσουν αν τύχαινε να με συναναστραφούν. Ε, λοιπόν όχι! Συνάντησα την έχθρα κυρίως ανάμεσα σ΄εκείνους που δεν με γνώριζαν παρά εξ αποστάσεως, και χωρίς να τους γνωρίζω εγώ. Θα υποπτεύονταν, αναμφίβολα, ότι ζούσα έντονα και απολάμβανα ανέμελα την ευτυχία: αυτό είναι ασυγχώρητο. Το ύφος της ευτυχίας, όταν το προβάλλεις μ΄έναν ορισμένο τρόπο, θα έκανε ακόμα κι ένα γάιδαρο να λυσσάξει. Η ζωή μου, εξάλλου, ήταν γεμάτη μέχρι σκασμού και από έλλειψη χρόνου, απέκρουα πολλές προτάσεις για γνωριμίες. Στη συνέχεια ξεχνούσα, για τον ίδιο λόγο, τις αρνήσεις μου. Οι προτάσεις όμως αυτές μου είχαν γίνει από ανθρώπους που η ζωή τους δεν ήταν γεμάτη και που, για τον ίδιο λόγο, δεν ξεχνούσαν τις αρνήσεις μου.
(…)
Μην πιστεύετε, κυρίως, τους φίλους σας, όταν σας ζητούν να είσαστε ειλικρινής μαζί τους. Ελπίζουν απλώς ότι θα τους βοηθήσετε να διατηρήσουν την καλή ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, προσφέροντάς τους μια επιπλέον βεβαιότητα που θα την αντλήσουν από την υπόσχεσή σας ότι θα είστε ειλικρινής. Πώς θα μπορούσε η ειλικρίνεια να είναι προϋπόθεση για τη φιλία; Η αγάπη για την απόλυτη αλήθεια είναι ένα πάθος που δεν σέβεται τίποτα και που τίποτα δεν του αντιστέκεται. Είναι βίτσιο, καμιά φορά βόλεμα ή εγωισμός. Αν λοιπόν βρεθείτε σε μια τέτοια περίπτωση, μη διστάσετε: υποσχεθείτε ότι θα πείτε την αλήθεια και αραδιάστε ψέματα όσο καλύτερα μπορείτε. Θ ανταποκριθείτε στον ενδόμυχο πόθο τους και θα αποδείξετε διπλά τη στοργή σας.
Είναι μια μεγάλη αλήθεια ότι σπάνια κάνουμε εκμυστηρεύσεις σε όσους είναι καλύτεροι από μας. Μάλλον αποφεύγουμε τη συντροφιά τους, θα ΄λεγα. Τις πιο πολλές φορές, αντίθετα, ανοίγουμε την καρδιά μας σε όσους μας μοιάζουν κι έχουν τις ίδιες αδυναμίες μ΄ εμάς. Δεν θέλουμε, συνεπώς, να διορθωθούμε ούτε και να βελτιωθούμε: θα ΄πρεπε πρώτα να δεχτούμε να μας καταλογίσουν αδυναμίες. Η μόνη μας προσδοκία είναι να μας συμπονέσουν και να μας ενθαρρύνουν στην πορεία μας. Με λίγα λόγια, θα θέλαμε να μην είμαστε πια ένοχοι και, συνάμα, να μην καταβάλουμε προσπάθεια για να εξαγνιστούμε. Ούτε αρκετός κυνισμός ούτε κι αρκετή αρετή. Δεν έχουμε την ενεργητικότητα να κάνουμε μήτε το καλό μήτε το κακό. Γνωρίζετε τον Δάντη; Αλήθεια; Διάολε! Ξέρετε τότε ότι ο Δάντης παραδέχεται πως υπάρχουν άγγελοι που παραμένουν ουδέτεροι στη διαμάχη ανάμεσα στο Θεό και στο Σατανά. Τους τοποθετεί σ΄ ένα είδος προθάλαμου της κόλασης. Βρισκόμαστε στον προθάλαμο, αγαπητέ φίλε.”
Albert Camus “La Chute” («Η πτώση», 1956)
“Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι” Όσκαρ Ουάιλντ
“Λίγοι είναι αυτοί που δεν έχει τύχει να ξυπνήσουν μερικές φορές πριν το χάραμα, είτε μετά από μια νύχτα δίχως όνειρα, από κείνες που μας κάνουν να ερωτευθούμε σχεδόν το θάνατο, είτε μετά από μια νύχτα φρίκης και παραμορφωμένης χαράς, όταν μέσα στα δώματα του μυαλού γλιστρούν φαντάσματα πιο τρομερά κι απ΄την ίδια την πραγματικότητα, το ένστικτο αποκτά τη ζωηράδα που κρύβεται σε καθετί κωμικοτραγικό και παράδοξο και δίνει στη γοτθική τέχνη την ανθεκτική της ζωντάνια. Θα φανταζόταν κανείς πως η τέχνη αυτή είναι ειδικά η τέχνη εκείνων που το μυαλό τους έχει ταραχτεί απ΄την αρρώστια του ρεμβασμού. Σιγά σιγά, δάχτυλα λευκά τρυπώνουν μέσ΄απ΄τις κουρτίνες και μοιάζει να τρέμουν. Με μαύρα, φανταστικά σχήματα, βουβές σκιές σέρνονται στις γωνιές του δωματίου και μένουν εκεί κουλουριασμένες. Έξω, ακούγονται τα πουλιά που πεταρίζουν ανάμεσα στα φύλλα, ο θόρυβος των ανθρώπων που πηγαίνουν στις δουλειές τους, ή οι λυγμοί και οι αναστεναγμοί του ανέμου που κατεβαίνει από τους λόφους και περιτριγυρίζει το σιωπηλό σπίτι σαν να φοβάται πως θα ξυπνήσει αυτούς που κοιμούνται, ενώ ξέρει πως πρέπει να καλέσει τον ύπνο να βγει από την πορφυρή σπηλιά του. Το ένα μετά το άλλο τα λεπτά, σκοτεινά πέπλα σηκώνονται, σιγά σιγά τα πράγματα ξαναπαίρνουν το σχήμα και το χρώμα τους, και παρακολουθούμε την αυγή να ξαναδημιουργεί τον κόσμο με το αρχαίο του σχέδιο. Οι χλομοί καθρέφτες ξαναποκτούν τη μιμική ζωή τους. Τα σβηστά κεριά στέκουν εκεί που τ΄αφήσαμε, και δίπλα τους πεσμένο το βιβλίο που διαβάζαμε με τις μισές σελίδες του άκοπες ή το λουλούδι που φορούσαμε στο χορό, νέα γράμματα που φοβηθήκαμε να διαβάσουμε ή που διαβάσαμε χίλιες φορές. Τίποτα δε μας φαίνεται αλλαγμένο. Μέσ΄από τις εξωπραγματικές σκιές της νύχτας ξαναγυρνά η ζωή που ξέραμε. Πρέπει να ξαναρχίσουμε από κει που σταματήσαμε, και τότε μας κυριεύει απρόβλεπτα η τρομερή αίσθηση της αναγκαιότητας που επιτάσσει να συνεχίσουμε να διοχετεύουμε την ενεργητικότητά μας στις ίδιες βαρετές και στερεότυπες συνήθειες, ή νιώθουμε μιαν άγρια επιθυμία ν΄ανοίξουν ένα πρωί τα βλέφαρά μας σ΄έναν κόσμο που πλάστηκε καινούριος στα σκοτεινά για ευχαρίστησή μας, έναν κόσμο όπου τα πράματα θα ΄χουν άλλα μυστικά, έναν κόσμο όπου το παρελθόν θα έχει μικρή ή και καθόλου θέση, ή έστω δε θα επιβιώνει με τη μορφή της συνειδητής υποχρέωσης και της μεταμέλειας, γιατί ακόμη και η ανάμνηση της χαράς κρύβει πίκρα, και οι αναμνήσεις της απόλαυσης φέρνουν μαζί τους τον πόνο.”
“Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι”, Όσκαρ Ουάιλντ