no rotate image set no rotate image set no rotate image set no rotate image set

Άρθρα σχετικά με Διδακτική Μεθοδολογία

Ποιο είναι το ενδεδειγμένο μοντέλο χρήσης και αξιοποίησης των ΤΠΕ για την πρωτοβimages.jpgimages.jpgάθμια εκπαίδευση; Μερικές ενδιαφέρουσες απόψεις και προβληματισμούς βρίσκουμε στο άρθρο του Αριστοτέλη Ράπτη, καθηγimages.jpgimages.jpgητή του Παιδαγωγικού Τμήματος του Παν/μίου Αθηνών (http://www.adraptis.com/araptis/) όπου μεταξύ άλλων γράφει:

images.jpg…………….Η δημιουργική αξιοποίηση του υπολογιστή ως γνωστικού εργαλείου βρίσκει εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου η πίεση της προετοιμασίας για ανώτερες ακαδημαϊκές σπουδές δεν είναι τόσο μεγάλη, ενώ οι δάσκαλοι, τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον, έχουν αποκτήσει ορισμένες βασικές παιδαγωγικές γνώσεις και διδάσκουν όλα σχεδόν τα μαθήματα έχοντας πολλές ώρες τους ίδιους μαθητές μέσα στην τάξη. Έχουν επομένως πολλές ευκαιρίες για οργανωμένη χρήση του υπολογιστή και μάλιστα για την εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, της διερευνητικής και της ομαδοσυνεργατικής μάθησης, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι συνάδελφοί τους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Mία από τις προτεραιότητες του εκπαιδευτικού σχεδιασμού λοιπόν πρέπει να είναι η επέκταση της εισαγωγής των ΤΠΕ και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, με μια μορφή όμως πολύ διαφορετική από αυτή που επιχειρήθηκε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Ασφαλώς υπάρχουν πολλά μοντέλα σταδιακής ένταξης των ΤΠΕ στη μαθησιακή διαδικασία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, όμως ένα μοντέλο που βασίζεται σε τεχνοκεντρικές αντιλήψεις σχετικά με την εισαγωγή των ΤΠΕ στην Εκπαίδευση είναι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία και την άποψη όλων σχεδόν των έγκριτων μελετητών της χώρας μας, καταδικασμένο σε αποτυχία και χωρίς αναγεννησιακή πνοή για την υπόθεση της Παιδείας στην εποχή μας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι πώς να τοποθετήσουμε ειδικούς της Πληροφορικής για να «μάθουν κομπιούτερ» τα παιδιά, αλλά πώς θα μάθουν όλοι οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί στο πλαίσιο οργανωμένων, ολοκληρωμένων και βιώσιμων προγραμμάτων να αξιοποιούν τις ΤΠΕ για να γίνουν καλύτεροι δάσκαλοι απελευθερώνοντας τις δικές τους αναπτυξιακές δυνάμεις, αλλά και εκείνες των μαθητών τους και να συμβάλουν, ο καθένας με τον τρόπο του και τους ρυθμούς του, στην πραγματοποίηση μιας εκ των έσω ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.  Η μέχρι τώρα εμπειρία μου από πιλοτικά, επιμορφωτικά και μεταπτυχιακά προγράμματα εκπαιδευτικών στα οποία υπήρξα υπεύθυνος ή επιστημονικός συνεργάτης με έχει πείσει ότι οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ επιδεκτικοί στην υιοθέτηση και περαιτέρω ανάπτυξη ενός παιδαγωγικού μοντέλου ένταξης και αξιοποίησης των ΤΠΕ στο δημοτικό, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και της εφαρμογής. Οι δάσκαλοι που γνωρίσαμε όχι μόνον δεν υστερούν από εκείνους άλλων ανεπτυγμένων χωρών – παρά τη μέχρι τώρα υποβάθμιση του ρόλου τους από το εκπαιδευτικό μας σύστημα – αλλά στην πλειονότητά τους, και συχνά ανεξαρτήτως ηλικίας, επιδεικνύουν θετική στάση, δημιουργικότητα και παιδαγωγικό ενθουσιασμό, αρκεί τα εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία συμμετέχουν, να συνδυάζουν την τεχνολογική και παιδαγωγική κατάρτιση, να υιοθετούν σύγχρονες προσωποκεντρικές και συνεργατικές προσεγγίσεις μέσα σε ένα κλίμα αποδοχής, σεβασμού, αλληλεγγύης, αυτονομίας,, καθώς και παροχής εσωτερικών κινήτρων και προτύπων παραγωγής καινοτόμου έργου, που συνδέεται με τη διδακτική πράξη. Το έργο τους παρουσιάζει χρόνο με το χρόνο βελτίωση και συχνά μας εκπλήσσει ευχάριστα, ενώ παράλληλα παρέχει και στους διδάσκοντες ευκαιρίες επαγγελματικής βελτίωσης, αφού η διδακτική γνώση και των πανεπιστημιακών δασκάλων – όπως εξ άλλου και όλων των εκπαιδευτικών – δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε κοινωνικό κενό.(Προσωπικά μπορούμε να δηλώσουμε ότι χάρις στα προγράμματα των τελευταίων χρόνων, που μας έδωσαν την ευκαιρία να εργαστούμε με εκπαιδευτικούς όλων των κατηγοριών, μάθαμε πολλά πράγματα και έχουμε βγει βελτιωμένοι ως δάσκαλοι από την όλη εμπειρία). Ασφαλώς δεν θα πρέπει να αποκλειστούν από το δικαίωμά τους να εργαστούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και οι επιστήμονες της πληροφορικής ή άλλων ειδικοτήτων που προορίζονται για την εκπαίδευση στη θέση του υπεύθυνου της τεχνολογικής υποστήριξης του σχολείου, ενός ρόλου που φάνηκε και από το πιλοτικό πρόγραμμα της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ, το επονομαζόμενο «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ», ότι είναι πολύ χρήσιμος, δεδομένου ότι οι δάσκαλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν και να αναλαμβάνουν την επίλυση των πολλών και ποικίλων τεχνολογικών προβλημάτων της λειτουργίας των εργαστηρίων. Ο επιστήμονας αυτός, εκτός του ότι θα υποστήριζε τεχνολογικά ομάδα σχολείων, θα μπορούσε επίσης να πραγματοποιεί εισαγωγικά τεχνολογικά σεμινάρια ενδοσχολικής και πολλαπλασιαστικής μορφής σε μικρές εθελοντικές ομάδες εκπαιδευτικών και να ενημερώνει εκπαιδευτικούς στις νέες εξελίξεις. Χρειάζεται όμως προσοχή, γιατί δεν είναι δύσκολο, αφού «βάλουν το πόδι τους» στο δημοτικό, να αποφασίσουν κάποιοι πολιτικοί ιθύνοντες, ή και οι ίδιοι οι δάσκαλοι που διστάζουν να ασχοληθούν με τις νέες τεχνολογίες, ότι είναι πιο βολικό να παίξουν οι επαγγελματίες αυτοί και άλλους διδακτικούς ρόλους, που υποκαθιστούν το δάσκαλο.  Περισσότερα   

κάτω από: 1, Διδακτική Μεθοδολογία, Νέες Τεχνολογίες, Παιδαγωγικά

 Από την εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ” της Κρήτης μεταφέρουμε απόψεις και προτάσεις για τη γλωσσική κατάσταση των νέων μας και τον τρόπο που πρέπει να διδάσκεται η νέα ελληνική και η αρχαία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης: (οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Ο κορυφαίος φιλόλογος Εμμ. Κριαράς μιλά στην εφημερίδα “ΠΑΤΡΙΣ” της Κρήτης

 

Της Σοφίας Τσεντελιέρου
“Εγκληματούμε όταν δεν βλέπουμε τη σημερινή γλωσσική κατάσταση στο Γυμνάσιο”
«Οφείλομε προπαντός να φροντίσομε ώστε να διασωθεί η γλώσσα μας, η νέα ελληνική και να διατηρήσομε την κληρονομημένη ζωντανή παράδοση του αρχαίου λόγου»
Ο μεγάλος δημοτικιστής και κορυφαίος Έλληνας φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς μιλά στην “Π”

Σε πλήρη σύγχυση οδηγεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών τους μαθητές του Γυμνασίου, αφού από το Δημοτικό είναι ακόμα ακατάρτιστοι στη σημερινή τους γλώσσα. Αυτό υποστηρίζει ο μεγάλος δημοτικιστής Εμμανουήλ Κριαράς, ο οποίος προσθέτει ότι θα έπρεπε να καταρτιστεί εκ νέου το σχολικό πρόγραμμα του Δημοτικού Σχολείου και του Γυμνασίου.
Ο κορυφαίος Έλληνας φιλόλογος που διανύσει το 103ο έτος της ηλικίας του, σε συνέντευξή του στην «Π» τονίζει ότι στις μέρες μας «αγωνιζόμαστε, σχεδόν ματαίως, να διατηρήσομε σταγόνα ανθρωπισμού μέσα στην ολοκληρωτική σύγχρονη τεχνολογία» και προσθέτει ότι «Οφείλομε προπαντός να φροντίσομε ώστε να διασωθεί η γλώσσα μας, η νέα ελληνική και να διατηρήσομε την κληρονομημένη ζωντανή παράδοση του αρχαίου λόγου».
Ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς μιλά για το εκπαιδευτικό σύστημα, για τα λάθη που έχουν γίνει, αλλά και για το τι πρέπει να γίνει ώστε να βελτιωθούν τα πράγματα, αναφέρεται στους σημερινούς νέους, αλλά και στην αυτοβιογραφία του που πρόκειται να κυκλοφορήσει πολύ σύντομα.
«Π»: Πώς βλέπετε, κύριε καθηγητά, την κατάσταση στην εκπαίδευσή μας σήμερα; Τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνει ώστε να υπάρξει βελτίωση;
Απαντ.: Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η εκπαίδευσή μας επιβάλλει να ενδιαφερθούμε ιδιαίτερα για μια αποκατάσταση. Έργο των επιτροπών που έχουν συγκροτηθεί από το υπουργείο Παιδείας είναι να προτείνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την κατάσταση. Τα προβλήματα είναι σοβαρά και προβάλλουν τόσο στη δημοτική και τη μέση εκπαίδευση όσο και στην ανωτάτη. Πρέπει σοβαρά να τα αντιμετωπίσουν και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών, αλλά και οι οργανώσεις των φοιτητών να κατανοήσουν ότι η σημερινή κατάσταση επιβάλλει μεταρρυθμίσεις. Αναρωτιέμαι όμως: έχομε σήμερα συνειδητοποιήσει επαρκώς την κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπίσομε; Χρειάζεται προηγουμένως σωστός κατατοπισμός μας ώστε να αναζητήσομε την κατάλληλη θεραπεία. Χρειάζεται, ανάμεσα στα άλλα, να προσέξομε σε ποιο βαθμό το σημερινό σύστημα παιδείας που εφαρμόζεται-σύστημα που έχει αφεθεί να λειτουργεί χωρίς συνεχή παρακολούθηση- οδηγεί σε κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
«Π»: Εσείς τι προτείνετε;
Απαντ.: Παρατηρώ ότι πρέπει να καταρτίσομε εκ νέου το σχολικό πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου και του Γυμνασίου. Χρειάζεται να περιοριστεί ο αριθμός των μαθημάτων, αλλά και η ύλη του κάθε μαθήματος στα βασικά και απαραίτητα. Ιεράρχηση επίσης των μαθημάτων είναι απαραίτητη. Ειδικότερα υποστηρίζω -και δεν το λέω μόνος εγώ- ότι με τη σημερινή διδασκαλία στο γυμνάσιο δημοτικής και καθαρεύουσας οδηγείται ο μαθητής σε πλήρη σύγχυση, καθώς έρχεται από το δημοτικό γλωσσικά ακατάρτιστος στη σημερινή του γλώσσα. Ξέρομε ότι η μεταρρύθμιση του 1976 απομάκρυνε την αρχαία γλώσσα από το γυμνάσιο και τη μετέθεσε στο λύκειο. Μεταγενέστερες προτάσεις οδήγησαν με τον καιρό στο εσφαλμένο μέτρο της επαναφοράς της καθαρεύουσας στο γυμνάσιο. Χρειάζεται άμεση αποκατάσταση των πραγμάτων. Είναι ανάγκη ο μαθητής να κατακτήσει όσο γίνεται καλύτερα τη σύγχρονη γλώσσα του για να μπορέσει αργότερα στο λύκειο, βασιζόμενος στη γλώσσα τη σύγχρονη, να επεκτείνει τις γνώσεις του και στην αρχαία γλώσσα. Στο γυμνάσιο ο μαθητής πρέπει απλώς να προϊδεαστεί ως προς την αρχαία γλώσσα, ενώ σήμερα φιλοδοξούμε να επιτύχομε το ακατόρθωτο: παράλληλη προσπέλαση δύο γλωσσικών μορφών από μαθητές όχι ανάλογα παρασκευασμένους.
Υπογραμμίζω ότι εγκληματούμε όταν δε βλέπομε τη σημερινή γλωσσική κατάσταση στο γυμνάσιο και εξακολουθούμε να δεχόμαστε τη διαιώνιση ενός καταδικαστέου συστήματος. Ελπίζω οι σημερινοί επίσημοι εισηγητές των αναγκαίων μέτρων να θελήσουν να δουν ρεαλιστικά το θέμα και όχι κινούμενοι από θεωρίες για τη δύναμη και την υπεροχή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Μόνο με την κατάλληλη ρύθμιση των γλωσσικών μας πραγμάτων στο γυμνάσιο, θα μπορέσει ο μαθητής του λυκείου να καταρτιστεί στο βαθμό που χρειάζεται στην αρχαία γλώσσα. Εκείνο που είναι απαραίτητο στο μαθητή του γυμνασίου είναι να κατακτήσει όσο γίνεται καλύτερα τη σύγχρονή του γλώσσα, να ακούσει από τον αρμόδιο δάσκαλο υπαινιγμούς χρήσιμους για την αρχαία γλώσσα ώστε να είναι έτοιμος στο λύκειο να γνωρίσει τα μυστικά της αρχαίας. Πρέπει σʼ αυτά να περιοριστούμε και όχι, όπως γίνεται σήμερα, να επιδιώκομε συστηματική διδασκαλία του αρχαίου ελληνικού λόγου.
Tεχνολογία

«Π»: Τι θα προσθέτατε ακόμη, κύριε καθηγητά;
Απαντ.: Προσθέτω τούτο: ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (να το πω καλύτερα), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Ράλλης, είχαν καταλάβει ότι με την καθαρεύουσα δεν μπαίνομε στην Ευρώπη (είτε λέγεται ΕΟΚ είτε λέγεται Ενωμένη Ευρώπη) και αναγνώρισαν τη δημοτική. Πότε θα καταλάβουν οι σημερινοί μας πολιτικοί και άλλοι πνευματικοί και εκπαιδευτικοί ταγοί ότι ο αρχαϊσμός στο γυμνάσιο, και αν υπάρχει κάποιος ζήλος των μαθητών για τη γλώσσα, μαραίνεται; Πότε θα αποφασίσουν οι σημερινοί μας ποικίλων κλάδων επιστήμονες να περιοριστούν στα «χωράφια» τους και να μη φιλοδοξούν να γίνουν «δραγάτες» στα «χωράφια» για τα οποία δεν είναι κατάλληλοι; Πότε θα αποφασίσουν οι εκπαιδευτικοί μας, συνδικαλιστές και μη, να δουν την πραγματικότητα που έχουν μπροστά τους;
Στην εποχή μας ο μαθητής και ο σπουδαστής περισπάται ιδιαιτέρως από τις συνεχείς προόδους της τεχνολογίας και δυσκολεύεται σε μεγάλο βαθμό να αφομοιώσει παρεχόμενη σʼ αυτόν αναγκαία ανθρωπιστική ύλη. Όμως είναι ανάγκη η πολιτεία και οι οργανωτές των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων να αντιληφθούν ότι χρειάζεται κατάλληλος συνδυασμός τεχνολογίας και ανθρωπιστικής διδασκαλίας για να ελπίσομε ότι διαμορφώνομε καλλιερ- γημένα άτομα.
«Π»: Νομίζετε ότι βιαστήκαμε μετά τη μεταρρύθμιση του 1976;
Aπαντ.: Πράγματι βιαστήκαμε. Δεν περιμέναμε να δοκιμαστεί λίγα χρόνια η μεταβολή. Φροντίσαμε γρήγορα να την ξεστρατίσομε με τις άμετρες και ευφάνταστες φιλοδοξίες μας. Κυβερνά ακόμα πολλούς από μας η μεγάλη ιδέα ότι η Ελλάδα- με την αρχαία της δόξα -είναι η μοναδική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Μέσα δηλαδή στο νεότερο δημοτικισμό, όπως μερικοί τον καταλαβαίνουν, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν καθαρευουσιάνικο αρχοντοχωριατισμό. Κι αυτό γιατί ζούμε μακριά από τη θλιβερή πραγματικότητα. Θέλω να πω ότι δεν την κατανοούμε και δε βλέπομε τα θλιβερά επακόλουθα που μας απειλούν. Οι εκάστοτε ταγοί της παιδείας μας ακροβατούν και αυτοσχεδιάζουν. Πριν από είκοσι και παραπάνω χρόνια, στα 1986-88, είχαμε την περίπτωση του υπουργού παιδείας μακαρίτη Αντώνη Τρίτση, καλοπροαίρετου ασφαλώς πολιτικού και πνευματικού προσώπου. Είχε επιχειρήσει να επαναφέρει τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας στο γυμνάσιο. Ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις αρμόδιων ερευνητών, καθηγητών του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ανάμεσά τους ο κορυφαίος κλασικός φιλόλογος Ιωάννης Κακριδής) και μελών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που τάχθηκαν χωρίς επιφύλαξη εναντίον της επαναφοράς. Υπέβαλαν μάλιστα και με έγγραφο τις απόψεις τους στον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Ο υπουργός Τρίτσης αναγκάστηκε τότε να παραιτηθεί, όμως αργότερα συντηρητικοί κύκλοι επέβαλαν την επαναφορά του μαθήματος στο γυμνάσιο με τη δικαιολογία ότι εγκαίρως ο μαθητής του γυμνασίου πρέπει να κατατοπίζεται στα θέματα της αρχαίας γλώσσας. Δεν υπολόγιζαν όμως σωστά τη σύγχυση που θα δημιουργόταν, όπως είπα, με την παράλληλη διδασκαλία των δύο γλωσσικών μορφών. Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι, ακριβώς επειδή η συγγένεια μεταξύ αρχαίας και νέας ελληνικής είναι στενή, για το μαθητή του γυμνασίου είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει συγγένεια και διαφορές.
Πέρασαν είκοσι και πάνω χρόνια από την πρωτοβουλία Τρίτση και εκείνων που ακολούθησαν τις απόψεις του. Είδαμε καμιά βελτίωση των γλωσσικών μας πραγμάτων; Η κατάσταση χειροτερεύει έκτοτε. Ολοένα και περισσότερο διαμαρτυρόμαστε για την «αγραμματοσύνη» των νέων – και δεν έχομε άδικο. Πιστεύω ότι η αιτία της αγραμμα- τοσύνης αυτής οφείλεται στη γλωσσική μας πολυπραγμοσύνη στο γυμνάσιο. Δεν περιορι- ζόμαστε να διδάξομε στα χρόνια του γυμνασίου όσο μπορούμε καλύτερα όσα ο μαθητής μπορεί να αφομοιώσει. Ζητούμε το ακατόρθωτο. Οι γενικότερες απόψεις του Αντώνη Τρίτση απέβλεπαν σε μια μάταιη γενικότερη προσπάθεια να ανανεωθεί ο νεότερος κόσμος μας με το κήρυγμα και την προάσπιση του πολιτισμού των αρχαίων προγόνων μας. Οι απόψεις του με πληρότητα εμφανίζονται στο βιβλίο που εξέδωσε τελευταία το «Ίδρυμα Τρίτση, για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των λαών» με την επιμέλεια των καθηγητών Γ. Μοσχόπουλου και Σήφη Μπουζάκη του πανεπιστημίου Πατρών.
«Π»: Πώς βλέπετε τους σημερινούς νέους, κύριε καθηγητά;
Aπαντ.: Τους νέους μας σήμερα, για να μιλήσω με γενικότητα, τους βλέπω να υστερούν αισθητά στην όλη συγκρότησή τους, χωρίς να είναι οι ίδιοι πάντα υπαίτιοι για το γεγονός. Υπάρχουν πάντα λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά υποχρέωσή μας είναι να ενδιαφερόμαστε για το σύνολο και όχι για μεμονωμένες ομάδες.
«Π»: Τι είναι το νέο βιβλίο σας, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες;
Aπαντ.: Πρόκειται για αυτοβιογραφία μου. Περιλαμβάνει τα εξής κεφάλαια: Τα πρώτα απʼ αυτά αναφέρονται στα παιδικά, τα νεανικά και τα πανεπιστημιακά μου χρόνια. Ακολουθούν όσα σχετίζονται με το ερευνητικό μου ξεκίνημα στη δεκαετία του 30. Έρχονται κατόπιν τα κρίσιμα χρόνια 40-50 που σκιαγραφούν την περαιτέρω πορεία μου για να ακολουθήσουν κατόπιν τα χρόνια της πανεπιστημιακής μου θητείας έως την απόλυσή μου από τη Χούντα (1968) και της μεταπανεπιστημιακής κατόπιν. Το βιβλίο κλείνει με σελίδες που αναφέρονται σε κρίσεις μου για τις επιστημονικές έρευνες που με απασχόλησαν, καθώς και σκέψεις μου για τον όλο βίο μου.
Δεν μπορεί να διδαχτεί η αρχαία σε ανώριμα παιδιά”
«Π»: Πώς βλέπετε το πρόβλημα: τεχνολογία – ανθρωπισμός;
Απαντ.: Σήμερα αγωνιζόμαστε, σχεδόν ματαίως, να διατηρήσομε σταγόνα ανθρωπισμού μέσα στην ολοκληρωτική σύγχρονη τεχνολογία. Οφείλομε προπαντός να φροντίσομε ώστε να διασωθεί η γλώσσα μας, η νέα ελληνική και να διατηρήσομε την κληρονομημένη ζωντανή παράδοση του αρχαίου λόγου. Έχομε υποχρέωση να συνειδητοποιήσομε ότι το σημερινό γυμνάσιο εξέπεσε ιεραρχικώς· βρίσκεται στη θέση του παλαιού δημοτικού σχολείου· και να το ενισχύσομε στους τομείς που επιβάλλεται· ρεαλιστικά και νηφάλια να δούμε το θέμα. Επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να διδαχτεί η αρχαία σε ανώριμα παιδιά. Ας το προσέξουν ιδιαίτερα οι θρηνωδοί του αρχαίου ιδεώδους!

κάτω από: Γενικά, Διδακτική Μεθοδολογία

Ελευθεροτυπία 13/1/2009

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ* Επειδή η διδασκαλία της γλώσσας δεν είναι διδασκαλία ενός μαθήματος όπως τα άλλα, αλλά διαχέεται και διαποτίζει όλα τα άλλα αντικείμενα μάθησης λόγω της άμεσης σχέσης της με τη σκέψη του ανθρώπου, χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου διδασκαλίας της γλώσσας και στις δύο βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Και οι δύο άξονες που συνιστούν τη γλώσσα, το λεξιλόγιο από τη μια μεριά (έννοιες-σημασίες-λέξεις) και η οργάνωση τού λεξιλογίου σε νοήματα με γραμματικές και συντακτικές δομές χρειάζεται να διδαχθούν από μια νέα σκοπιά, την επικοινωνιακή.  Αντί του γραμματικοσυντακτικού φορμαλισμού που κατακλύζει τη διδασκαλία και καταπνίγει την ουσία της γλώσσας, χρειάζεται με ουσιαστικό και ελκυστικό τρόπο να διδαχθούν οι δυνατότητες έκφρασης που παρέχει κάθε γλώσσα και εν προκειμένω η ελληνική, ένα τεράστιο φάσμα επιλογών που διαμορφώνουν το ύφος του καθενός μας και που μπορούν να εξηγηθούν και να συνειδητοποιηθούν από μια σωστή επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας. Αντί να μιλάμε συνεχώς για επιθετικούς προσδιορισμούς και κατηγορούμενα ή ανώμαλα ρήματα και υποτακτικές και για όλες αυτές τις απωθητικές «ταμπέλες» που δεν λένε τίποτε στους μαθητές, μπορούμε να τους αποκαλύψουμε τον κόσμο της γλώσσας που χρησιμοποιεί τους γραμματικοσυντακτικούς αρμούς για να συνθέσει νοήματα από τις μεμονωμένες λέξεις. Αυτός ο σύνθετος διανοητικός μηχανισμός που συνιστά το πνεύμα του ανθρώπου και που έχει ως κύριο τρόπο έκφρασης τη γλώσσα πρέπει να καταδειχθεί στους μαθητές με απλό και κατανοητό τρόπο από κατάλληλα καταρτισμένους δασκάλους. Και αυτό -η απαιτούμενη κατάρτιση των δασκάλων- είναι κύριο ζητούμενο, αυτό που λείπει από τα πανεπιστήμιά μας στο βαθμό που θα έπρεπε. Θεωρώ απαραίτητη τη φοίτηση των μελλοντικών δασκάλων σε ειδικό τμήμα επιμόρφωσης ετήσιας διάρκειας με αυστηρές καταληκτήριες εξετάσεις προτού φτάσουν στην τάξη οι άνθρωποι που θα διδάξουν τα παιδιά μας. Οχι μόνο για το θέμα της γλώσσας αλλά γενικότερα για τα αντικείμενα και τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων και στις δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης χρειάζεται να ληφθούν τολμηρές αποφάσεις κατόπιν συζητήσεως και με στελέχη της μαχόμενης εκπαίδευσης που ξέρουν τα θέματα από μέσα. Πώς θα κάνουμε τα παιδιά να αγαπήσουν το σχολείο, πώς θα τα μάθουμε να δουλεύουν σε βιβλιοθήκη και ν? αξιοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία για την αναζήτηση ουσιωδών πληροφοριών, πώς θα αυτενεργούν και πώς θα σκέπτονται δημιουργικά, αυτά είναι κύρια θέματα που πρέπει επιτέλους να απασχολήσουν έμπρακτα τον σχεδιασμό της ελληνικής σχολικής εκπαίδευσης. * Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

κάτω από: Διδακτική Μεθοδολογία

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ*

Επειδή η διδασκαλία της γλώσσας δεν είναι διδασκαλία ενός μαθήματος όπως τα άλλα, αλλά διαχέεται και διαποτίζει όλα τα άλλα αντικείμενα μάθησης λόγω της άμεσης σχέσης της με τη σκέψη του ανθρώπου, χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου διδασκαλίας της γλώσσας και στις δύο βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Και οι δύο άξονες που συνιστούν τη γλώσσα, το λεξιλόγιο από τη μια μεριά (έννοιες-σημασίες-λέξεις) και η οργάνωση τού λεξιλογίου σε νοήματα με γραμματικές και συντακτικές δομές χρειάζεται να διδαχθούν από μια νέα σκοπιά, την επικοινωνιακή. Αντί του γραμματικοσυντακτικού φορμαλισμού που κατακλύζει τη διδασκαλία και καταπνίγει την ουσία της γλώσσας, χρειάζεται με ουσιαστικό και ελκυστικό τρόπο να διδαχθούν οι δυνατότητες έκφρασης που παρέχει κάθε γλώσσα και εν προκειμένω η ελληνική, ένα τεράστιο φάσμα επιλογών που διαμορφώνουν το ύφος του καθενός μας και που μπορούν να εξηγηθούν και να συνειδητοποιηθούν από μια σωστή επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας. Αντί να μιλάμε συνεχώς για επιθετικούς προσδιορισμούς και κατηγορούμενα ή ανώμαλα ρήματα και υποτακτικές και για όλες αυτές τις απωθητικές «ταμπέλες» που δεν λένε τίποτε στους μαθητές, μπορούμε να τους αποκαλύψουμε τον κόσμο της γλώσσας που χρησιμοποιεί τους γραμματικοσυντακτικούς αρμούς για να συνθέσει νοήματα από τις μεμονωμένες λέξεις.

Αυτός ο σύνθετος διανοητικός μηχανισμός που συνιστά το πνεύμα του ανθρώπου και που έχει ως κύριο τρόπο έκφρασης τη γλώσσα πρέπει να καταδειχθεί στους μαθητές με απλό και κατανοητό τρόπο από κατάλληλα καταρτισμένους δασκάλους. Και αυτό -η απαιτούμενη κατάρτιση των δασκάλων- είναι κύριο ζητούμενο, αυτό που λείπει από τα πανεπιστήμιά μας στο βαθμό που θα έπρεπε. Θεωρώ απαραίτητη τη φοίτηση των μελλοντικών δασκάλων σε ειδικό τμήμα επιμόρφωσης ετήσιας διάρκειας με αυστηρές καταληκτήριες εξετάσεις προτού φτάσουν στην τάξη οι άνθρωποι που θα διδάξουν τα παιδιά μας. Οχι μόνο για το θέμα της γλώσσας αλλά γενικότερα για τα αντικείμενα και τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων και στις δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης χρειάζεται να ληφθούν τολμηρές αποφάσεις κατόπιν συζητήσεως και με στελέχη της μαχόμενης εκπαίδευσης που ξέρουν τα θέματα από μέσα.

Πώς θα κάνουμε τα παιδιά να αγαπήσουν το σχολείο, πώς θα τα μάθουμε να δουλεύουν σε βιβλιοθήκη και ν’ αξιοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία για την αναζήτηση ουσιωδών πληροφοριών, πώς θα αυτενεργούν και πώς θα σκέπτονται δημιουργικά, αυτά είναι κύρια θέματα που πρέπει επιτέλους να απασχολήσουν έμπρακτα τον σχεδιασμό της ελληνικής σχολικής εκπαίδευσης.

* Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

αναδημοσίευση από την “Ελευθεροτυπία” 13/1/2009

κάτω από: Διδακτική Μεθοδολογία

Κατηγορίες