Η απρόσκλητη

Η ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΗ

 

Μια μύγα καλοθρεμμένη, ζωηρή και φλύαρη, τρύπωσε στην τάξη, την ώρα της Αριθμητικής. Στροβιλίστηκε στον αέρα σαν έμπειρη, γυμνασμένη χορεύτρια, και περπάτησε κάπου ανάμεσα στις στεριές και στις θάλασσες της Αφρικής, στον χάρτη του κόσμου, που κρεμόταν  αντίκρυ μας, στον τοίχο. Μετά, βολτάρισε στο ταβάνι, τραγουδώντας ανέμελα, στάθηκε μια στιγμούλα πάνω στις κιμωλίες και πέταξε ως την έδρα να ξεκουραστεί και ν’ απολαύσει τις μαρτιάτικες ηλιαχτίδες που έμπαιναν από την τζαμαρία του μεγάλου παραθύρου….

Ο δάσκαλος μας έγραφε νούμερα στον πίνακα και δεν την πήρε χαμπάρι. Ευτυχώς! Γιατί ο κύριος Χριστόφορος, με το μπλε ξεθωριασμένο παντελόνι, τα στρογγυλά συρμάτινα γυαλάκια και το μουστάκι, δεν αστειευόταν. Αυστηρός και λιγόλογος, δε χάριζε κάστανα σε κανέναν. Ποιος να τολμήσει να τον διακόψει, όταν έλυνε προβλήματα; Θα του τράβαγε τ’ αυτιά, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Νομίζεις πως θα ‘κανε χατίρι στο ζουζούνι, που λιαζόταν αναιδέστατα, στρογγυλοκαθισμένο στο βαθμολόγιο; Κάποιον τρόπο θα σοφιζόταν να το τιμωρήσει.

Για μας, τα παιδιά της πέμπτης Δημοτικού, όμως, η παρουσία της μύγας ήταν πολύ σπουδαίο γεγονός.
Πρώτη την είδε η Μαρία, με τις κοτσίδες, που τη λέγαμε κορίτσι-ράδιο, γιατί δεν μπορούσε να φυλάξει μυστικό, και σκούντησε τη διπλανή της. Εκείνη το ψιθύρισε στα παιδιά του πίσω θρανίου, του λόγου τους πιο πέρα, κι έτσι, σε λίγο, είχαμε παρατήσει όλοι τους αριθμούς και παρακολουθούσαμε τα σκέρτσα της απρόσκλητης επισκέπτριας, που στριφογύριζε, βουΐζοντας, ανάμεσα στα κεφάλια και στους ώμους μας.

Και πήγε η αφιλότιμη και θρονιάστηκε στο τετράδιο του Λευτέρη του χοντρού, με τις φακίδες στα μάγουλα, τη στιγμή ακριβώς που ο κύριος Χριστόφορος είχε τελειώσει τα γραψίματα και στράφηκε προς το μέρος μας, ρωτώντας:
– Ποιος θα μου πει, τώρα δυο δεκαδικούς αριθμούς;
– Η μύγα, μουρμούρισε κάπως δυνατά ο Λευτέρης, βλέποντας τη φτερωτή μουσαφίρισσα να περπατάει μπροστά του.
– Τι λες, βρε; Φώναξε ο δάσκαλος και τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Η μύγα; Ποια μύγα θα μου πει τους δεκαδικούς; Χωρατεύεις, ενώ εγώ ιδρώνω να σας μάθω γράμματα; Έλα δω γρήγορα.
– Να σας εξηγήσω…, προσπάθησε να δικαιολογηθεί σαστισμένο το παιδί.
– Να μην εξηγήσεις τίποτα. Πάρε τη σάκα και τα βιβλία σου κι έλα μαζί μου στο γραφείο του διευθυντή, πρόσταξε θυμωμένος ο κύριος Χριστόφορος.
– Μα δε φταίει, ψιθύρισα.
– Ναι, ναι, δε φταίει…, ακούστηκαν και μερικοί άλλοι.
– Σιωπή, εσείς, μας αποπήρε. Δε χρειάζομαι δικηγόρους.

Ε, λοιπόν, την ώρα που μάζευε τα πράγματά του ο Λευτέρης, έγινε τα’ αναπάντεχο. Η μύγα, που έβοσκε στο πάτωμα, χαμένη στο δάσος των ποδιών μας, ξαναβρήκε στο δρόμο της, βγήκε στην επιφάνεια κι άρχισε πάλι τις τρέλες. Έκανε τούμπες, ζωγράφισε καμπύλες κι ευθείες αόρατες, σκαρφάλωσε στο σύρμα της λάμπας, ψηλά στη μέση της αίθουσας, και μετά βούτηξε στο κενό σαν τους αλεξιπτωτιστές, κι άραξε στη μύτη του δασκάλου. Εκείνος την έδιωξε με την ανάστροφη του χεριού του, μα του λόγου της χώθηκε στο μουστάκι του. Την απομάκρυνε, ρίχνοντας τις άγριες ματιές και μορφάζοντας μ’ αποστροφή. Αλλά το ζουζούνι, το βιολί του. Δεν εννοούσε να ξεκολλήσει. Φτερούγισε μια στιγμούλα και προσγειώθηκε στο σβέρκο του.
– Να την …, είπαμε μ’ ένα στόμα. Γι’ αυτή τη μύγα θέλαμε να διαμαρτυρηθούμε. Μας ενοχλεί και δε μας αφήνει να προσέξουμε το μάθημα που αγαπάμε…
– Πώς μπήκε στην τάξη;
– δεν ξέρουμε. Ξαφνικά την είδαμε.
– Πρόκειται περί σιχαμερού εντόμου, αποφάνθηκε με πολλή σοβαρότητα ο κύριος Χριστόφορος. Αλλά θα τις δείξω εγώ!
– Με μένα τι θα γίνει; Βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει ο Λευτέρης.
– Εσύ να κάτσεις στη θέση σου και να μη μιλάς, του απάντησε, καθώς άνοιγε το συρτάρι του στην έδρα κι έβγαζε μιαν εφημερίδα, που δίπλωσε στα δύο.
– Θα τη σκοτώσετε, καλέ; Μουρμούρισε η Χριστίνα του τρίτου θρανίου, βλέποντας τις προετοιμασίες του.
– Συγχωρήστε την, πρότεινε η Αγγέλα, που ο πατέρας της ήταν αριστερός ψάλτης στην εκκλησία του προφήτη Δανιήλ.
– Να την συγχωρήσω; Απόρησε του λόγου του και συνοφρυώθηκε. Μας αναστάτωσε, παραλίγο να τιμωρήσω άδικα τον συμμαθητή σας, είχε το θράσος να με ενοχλήσει προσωπικά, και θες να τη συγχωρήσω; Ποτέ.

Και δίχως να χάσει καιρό, βάλθηκε να γυρίζει δω κι εκεί, να ψάχνει, ν’ αγωνίζεται, για να εντοπίσει τη μύγα. Τη είδε που έφτιαχνε την τουαλέτα της στο τζάμι, και χαμογέλασε θριαμβευτικά. Ζύγωσε προσεκτικά, σήκωσε την εφημερίδα του και την κατέβασε με δύναμη, για να της καταφέρει θανάσιμο πλήγμα. Χαμένος κόπος. Του ξέφυγε.
– Στην πόρτα πήγε, φώναξε η Μαρία.
– Τώρα σεργιανίζει στον πίνακα, είπε ο Μιχάλης, που τα μαλλιά του μοιάζανε με τα’ αγκάθια του σκαντζόχοιρου.
– Έχει πολυεδρικούς οφθαλμούς και μ’ αντιλαμβάνεται εγκαίρως… έλεγε κατακόκκινος από τον θυμό του ο κύριος Χριστόφορος, τρέχοντας σαν τον κυνηγό από τη μια στην άλλη άκρη, για να τη γραπώσει.
– Πολλά τα μάτια της μύγας, ειρωνευόταν ο Λευτέρης.
– Όμως κι εγώ τα’ χω τετρακόσια, κοκορευόταν ο δάσκαλος.
– Βάζεις στοίχημα ότι θα του γλιτώσει; Με ρώτησε ο Σάκης ο διπλανός μου.
– Α, μπα…, κοντράρισα. Είναι πεισματάρης και θα τα καταφέρει.
– Αν τη σκοτώσει, θα σου χαρίσω δυο γκαζάκια.
– Κι αν του ξεφύγει;
– Θα μου δώσεις τέσσερα.
– Γιατί τέσσερα; Ρώτησε ο Μάριος του πίσω θρανίου, που άκουγε το διάλογο. Πας να τον ξεγελάσεις;
– Και πόσα να μου δώσει;
– Δύο… Δε σου φτάνουνε;
– Εντάξει, μουρμούρισε.

Στο μεταξύ, ο κύριος Χριστόφορος συνέχιζε τον αγώνα απτόητος. Πότε πηδούσε στην έδρα, πότε χτυπούσε με την εφημερίδα τον τοίχο ή έσκυβε στο πάτωμα. Τι κι αν ίδρωνε κι αν ξεΐδρωνε; Η μύγα συνέχιζε το τραγούδι και δεν εννοούσε να σταθεί σε μια γωνιά, για να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων της.
– Κύριε, να σας βοηθήσουμε; Πρότεινε η Μαρία.
– Όχι, όχι…, αρνήθηκε.

Και τότε σηκώθηκε ο Λευτέρης.
– Κύριε, να σας πω κάτι;
– Τι θέλεις; Τον ρώτησε ο δάσκαλος και κοντοστάθηκε.
– Γιατί δεν ανοίγουμε το παράθυρο να φύγει;
– Ε, ψιθύρισε μ’ αμηχανία.
– Λέω, καλύτερα δεν είναι να ανοίξουμε την τζαμαρία για να φύγει;

Έκανε μερικές γκριμάτσες ο κύριος Χριστόφορος, καθώς σκεφτόταν την κουβέντα του κι αποφάσισε:
– Ας γίνει έτσι. Γιατί, ομολογώ πως η σκέψη σου είναι ευφυής.

Λοιπόν, τεντώσαμε τα τζάμια, κι η μύγα με τα πολλά μάτια γυρόφερε μια στάλα, λες κι ήθελε να μας αποχαιρετίσει, και μετά χάθηκε…

Από τη συλλογή « Τα χάρτινα καράβια», του Σπύρου Γ.  Τσίρου