Θα σ’ αγαπώ ό,τι κι αν γίνει

Θα σ’ αγαπώ ό,τι κι αν γίνει     

O Μικρός ήταν πολύ κακόκεφος.

Κλείστηκε στο δωμάτιο κι άρχισε να στριφογυρίζει κι όλα τα πράγματα ν΄ αναποδογυρίζει.

Τις ζωγραφιές από τον τοίχο τις ξεκολλούσε κι όλα τα παιχνίδια του χαλούσε.

  • «Θεέ μου!» είπε η Μαμά «τι έχεις πάθει;»
  • «Είμαι ένας ανάποδος και γκρινιάρης Μικρός και κανείς δε μ’ αγαπάει» είπε ο Μικρός.
  • «Μικρέ μου» είπε η Μαμά «όπως και να’ σαι εγώ πάντα θα σ’ αγαπώ».
  • «Κι αν ήμουνα αρκούδος, πάλι θα με φρόντιζες και θα μ’ αγαπούσες;» ρώτησε ο Μικρός.
  • «Φυσικά» είπε η Μαμά. «Εγώ θα σ’ αγαπώ ό,τι κι αν γίνει».
  • «Ό,τι κι αν γίνει;» είπε ο Μικρός και χαμογέλασε. «Κι αν ήμουνα κροκόδειλος;»
  • «Θα σε αγκάλιαζα και θα σε αγαπούσα και τη νύχτα θα σου τραγουδούσα» είπε η Μαμά.
  • «Χαλάει ποτέ η αγάπη;» ρώτησε ο Μικρός. «Λυγίζει άραγε ποτέ και σπάει; Κι αν ναι, μπορείς άραγε να την κολλήσεις, και να τη φτιάξεις και να τη χτίσεις;»
  • «Α, δεν ξέρω» είπε η Μαμά «το μόνο που ξέρω είναι ότι θα σ’ αγαπώ για πάντα».
  • «Κι όταν πεθάνουμε και χαθούμε, θα μ’ αγαπάς ακόμη;» είπε ο Μικρός. «Θα υπάρχει ακόμα η αγάπη;»

Η μαμά πήρε στην αγκαλιά της το Μικρό και κοίταξαν μαζί από το παράθυρο τον ουρανό.

Το φεγγάρι έφεγγε ψηλά και τ’ αστεράκια ήταν φωτεινά.

– «Κοίτα, Μικρέ, τ’ αστεράκια πώς λάμπουνε στον ουρανό. Ξέρεις πως πολλά απ΄ αυτά έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια πια;
Τα βλέπεις όμως πώς φωτίζουν ακόμα στον ουρανό; Η αγάπη είναι σαν τ’ αστέρια: ποτέ δεν πεθαίνει και πάντα φωτίζει».
                                                                                                                                                                                                           
                                                                                                                                                                                                            Ντέμπι Γκλιόρι
                  Το κείμενο είναι από το  Aνθολόγιο Λογοτεχνικών Kειµένων A΄& B΄ ∆ηµοτικού

Χρόνια πολλά μάνα, μητέρα, μαμά !!!

 

Νικηφόρος Βρεττάκος

Η μητέρα μου στην εκκλησία

  Άλλαξε τη μπόλια* της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.

Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

* (η) μπόλια: γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι

Χρόνια πολλά Μάνα, Μητέρα, Μαμά!

γιορτή μητέρας

ΜΑΝΑ Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!

Ήμουν μωρό, με τάιζες στο στόμα,

ήμουν παιδί, μου τίναζες το χώμα…
Πήγα σχολειό, μου μάθαινες το ποίημα,

στις διακοπές κοιτούσαμε το κύμα.
Για όλες τις φορές που σε χρειάστηκα,

για τότε που για μένα, μόνο, νοιάστηκα,
Μάνα σ’ευχαριστώ!

Στον πυρετό, πάνω στο προσκεφάλι,

με τα φιλιά σου μου’ διωχνες τη ζάλη
Κι’όταν κυλούσανε τα δάκρυά μου,

η αγκαλιά σου ήταν η φωλιά μου…
Για όλες τις φορές που σε χρειάστηκα,

για τότε που για μένα, μόνο, νοιάστηκα,
Μάνα σ’ευχαριστώ!

Τις Κυριακές παιχνίδια ως το γέμα,

στα γόνατα μου σκούπιζες το αίμα.
Στη γειτονιά μ’ έψαχνες το βραδάκι,

όταν ξεχνιόμουν, τόσο δα παιδάκι…
Για όλες τις φορές που σε χρειάστηκα,

για τότε που για μένα, μόνο, νοιάστηκα,
Μάνα σ’ευχαριστώ!

Σαν ήρθαν έννοιες,

βάσανα μεγάλα,

μαζί, ξανά, τα λέγαμε στη σάλα
Σε κάθε ήττα ήσουν στο πλευρό μου,

ψηλά κοιτώ, και κάνω το Σταυρό μου!
Για όλες τις φορές που σε χρειάστηκα,

για τότε που για μένα, μόνο, νοιάστηκα,
Μάνα σ’ευχαριστώ!

Το υπέροχο ποίημα,

(το δανείστηκα από τη σελίδα Μικρό Νηπιαγωγείο

του 1/θέσιου Νηπιαγωγείου Μικρόπολης Δράμας.)

Ευχαριστώ πολύ!

Της ξενιτιάς ( Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες )

Στίχοι: Ερρίκος Θαλλασινός

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή

Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη

MHT 1

Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες!

Μάνα, Μητέρα, Μανούλα, Μαμά

MOM 1
Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ «Μητρική στοργή»
Η μάνα μου ( Ν. Καζαντζάκης- απόσπασμα από το «Αναφορά στο Γκρέκο»)
 Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. …

  Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….

  Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας  ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.

Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.

   Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
  Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…
Χρόνια Πολλά!
Μαμά