Η έννοια της επαγγελματικής εξουθένωσης έχει τις ρίζες της στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη δεκαετία 1970 με κύριο χαρακτηριστικό την ταχεία μετάλλαξη της βιομηχανικής κοινωνίας σε μια οικονομία των υπηρεσιών, η οποία συνοδεύτηκε από την άσκηση έντονων ψυχολογικών πιέσεων στο ανθρώπινο δυναμικό. Ο θεσμός της εκπαίδευσης πλέον συνδέεται άμεσα και με την οικονομική πολιτική και οι νέοι εκπαιδευτικοί στόχοι περιγράφονται με όρους που συναντώνται στο χώρο της οικονομίας (ποιότητα-αποδοτικότητα-αποτελεσματικότητα, ανταγωνιστικότητα, αξιολόγηση).
Ο προσδιορισμός της έννοιας της επαγγελματικής εξουθένωσης περιλαμβάνει τη φυσική και πνευματική εξάντληση που παρατηρείται σε κάθε επαγγελματία, ο οποίος στην εργασία του έρχεται σε συνεχή επαφή με άλλους ανθρώπους. Περιγράφεται ως μία εξελικτική διεργασία, όπου ο/η εργαζόμενος/η νιώθει σωματική, ψυχική και συναισθηματική εξάντληση, η οποία προκαλείται από μακροχρόνια έκθεση κι εμπλοκή σε καταστάσεις που έχουν συναισθηματικές απαιτήσεις. Συγκεκριμένα η εξάντληση προκύπτει από υπερβολικές απαιτήσεις ενέργειας, δύναμης ή πόρων και το άγχος εξελίσσεται στο σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης όταν η απογοήτευση και η ένταση επιμένουν ή αυξάνονται, με αποτέλεσμα το άτομο να χάνει το ενδιαφέρον και τα θετικά συναισθήματα για τους ανθρώπους που εξυπηρετεί, παύει να είναι ικανοποιημένο από τη δουλειά και την απόδοσή του και αναπτύσσει μια αρνητική αυτοεικόνα. Η αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών- οργανωτικών και ατομικών παραγόντων οδηγεί στην εμφάνιση του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης ενώ διαστάσεις της εκδήλωσής του αποτελούν η συναισθηματική εξάντληση, η αποπροσωποποίηση, η περιορισμένη προσωπική επίτευξη με συμπτώματα σωματικά, ψυχολογικά και προβλήματα συμπεριφοράς.