Είναι γεγονός ότι διαχρονικά η οικογένεια αποτελεί το πρωταρχικό κύτταρο στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής, πρωταρχικό πλαίσιο διαμόρφωσης οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων αλλά και σχέσεων δύναμης και εξουσίας. Ως ρυθμιστής των κοινωνικών και των οικονομικών σχέσεων η οικογένεια συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή μεταβιβάζοντας στα μέλη τις κοινωνικές αξίες της ευρύτερης κοινωνίας, διευθετώντας τις οικονομικές σχέσεις μέσω της κληρονομικής μεταβίβασης των υλικών αγαθών στα μέλη της ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πηγή συναισθηματικής στήριξης των μελών της. Παρόλο που αποτελεί οικουμενικό θεσμό, η οικογένεια και οι καθορισμένες από αυτήν σχέσεις διαφοροποιούνται στο χώρο και το χρόνο, όπως αποδεικνύουν τόσο η ποικιλία των οικογενειακών δομών που εμφανίστηκαν στην ιστορία και τους διάφορους πολιτισμούς όσο και δημογραφικοί δείκτες που περιγράφουν τη σύσταση, το μέγεθος και τη δομή των οικογενειών. Ειδικότερα, η αλλαγή των συμπεριφορών που συνδέονται με τη γονιμότητα και τη γαμηλιότητα τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε σε περαιτέρω διαφοροποίηση του θεσμού της οικογένειας και στην εμφάνιση νέων μορφών της. Παρόλο που βασικές λειτουργίες της οικογένειας όπως η κοινωνικοποίηση των μελών, η κάλυψη βασικών βιοτικών και συναισθηματικών αναγκών, εξαρτώνται και από την ευρύτερη οργάνωση της κοινωνίας, η οικογένεια ως ζωντανός οργανισμός περνά όλα τα στάδια της ζωής και ποικίλες φάσεις ανάπτυξης κατά τις οποίες τόσο τα μέλη της οικογένειας όσο και η ίδια η οικογένεια ως σύνολο/σύστημα καλούνται να προσαρμοστούν, τροποποιώντας κανόνες και ρόλους, ώστε να ανταποκρίνονται τόσο στις ατομικές ανάγκες των μελών όσο και στις απαιτήσεις του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Υπό το πρίσμα αυτό και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το είδος των σχέσεων που διαμορφώνονται μέσα στο σύστημα της οικογένειας επηρεάζει τις σχέσεις που αναπτύσσονται σε κάθε άλλο κοινωνικό σύστημα στο οποίο εισέρχονται τα μέλη της, καθιστά την συμβουλευτική παρέμβαση, όχι μόνο χρήσιμη αλλά και αναγκαία.
Μήνας: Δεκέμβριος 2022
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ
Η έννοια της επαγγελματικής εξουθένωσης έχει τις ρίζες της στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη δεκαετία 1970 με κύριο χαρακτηριστικό την ταχεία μετάλλαξη της βιομηχανικής κοινωνίας σε μια οικονομία των υπηρεσιών, η οποία συνοδεύτηκε από την άσκηση έντονων ψυχολογικών πιέσεων στο ανθρώπινο δυναμικό. Ο θεσμός της εκπαίδευσης πλέον συνδέεται άμεσα και με την οικονομική πολιτική και οι νέοι εκπαιδευτικοί στόχοι περιγράφονται με όρους που συναντώνται στο χώρο της οικονομίας (ποιότητα-αποδοτικότητα-αποτελεσματικότητα, ανταγωνιστικότητα, αξιολόγηση).
Ο προσδιορισμός της έννοιας της επαγγελματικής εξουθένωσης περιλαμβάνει τη φυσική και πνευματική εξάντληση που παρατηρείται σε κάθε επαγγελματία, ο οποίος στην εργασία του έρχεται σε συνεχή επαφή με άλλους ανθρώπους. Περιγράφεται ως μία εξελικτική διεργασία, όπου ο/η εργαζόμενος/η νιώθει σωματική, ψυχική και συναισθηματική εξάντληση, η οποία προκαλείται από μακροχρόνια έκθεση κι εμπλοκή σε καταστάσεις που έχουν συναισθηματικές απαιτήσεις. Συγκεκριμένα η εξάντληση προκύπτει από υπερβολικές απαιτήσεις ενέργειας, δύναμης ή πόρων και το άγχος εξελίσσεται στο σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης όταν η απογοήτευση και η ένταση επιμένουν ή αυξάνονται, με αποτέλεσμα το άτομο να χάνει το ενδιαφέρον και τα θετικά συναισθήματα για τους ανθρώπους που εξυπηρετεί, παύει να είναι ικανοποιημένο από τη δουλειά και την απόδοσή του και αναπτύσσει μια αρνητική αυτοεικόνα. Η αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών- οργανωτικών και ατομικών παραγόντων οδηγεί στην εμφάνιση του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης ενώ διαστάσεις της εκδήλωσής του αποτελούν η συναισθηματική εξάντληση, η αποπροσωποποίηση, η περιορισμένη προσωπική επίτευξη με συμπτώματα σωματικά, ψυχολογικά και προβλήματα συμπεριφοράς.
ΑΥΤΟΕΙΚΟΝΑ-ΑΥΤΟΑΝΤΙΛΗΨΗ
Η έννοια της αυτοεικόνας αφορά στο πώς βλέπει το άτομο τον εαυτό του/της, αναγνωρίζοντας με συνειδητό τρόπο τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του. Η αυτοεικόνα του ατόμου διαμορφώνεται ανάλογα με τα βιώματα που έχει το άτομο από την αλληλεπίδρασή του με τους «σημαντικούς άλλους» στο στενό και ευρύτερο περιβάλλον του και την ανατροφοδότηση που λαμβάνει. Οι «σημαντικοί άλλοι» κατέχουν ένα ρόλο «καθρέφτη» στη ζωή του ατόμου και έχουν την δυνατότητα να επηρεάσουν την αυτοεικόνα του/της.
Από την άλλη πλευρά, η έννοια της αυτοαντίληψης αναφέρεται στο σύνολο των πεποιθήσεων και των στάσεων που υιοθετεί το άτομο για τον εαυτό του, ως απόρροια της αυτοεικόνας που έχει διαμορφώσει. Η αυτοαντίληψη αντιπροσωπεύει τη γνωστική πλευρά της έννοιας του εαυτού, τη δήλωση, πεποίθηση, περιγραφή του ατόμου για τον εαυτό του, τις ικανότητες και δεξιότητές του, και επηρεάζει την αυτοεκτίμηση, την άποψη για το πόσο αξίζει ως άτομο, το βαθμό στον οποίο αποδέχεται και επιδοκιμάζει τον εαυτό του/της.
Η ποιότητα της ανταπόκρισης των «σημαντικών άλλων» στις προσπάθειες του ατόμου επηρεάζει τη διαμόρφωση της αυτοεικόνας και της συνακόλουθης αυτοαντίληψης. Η θετική ανατροφοδότηση που δέχεται το άτομο οδηγεί στη θετική αυτοεικόνα με βασικά χαρακτηριστικά την ολοκληρωμένη εικόνα εαυτού, την εμπιστοσύνη, την αίσθηση ασφάλειας. Έτσι το άτομο με θετική αυτοεικόνα και θετική αυτοαντίληψη αναγνωρίζει τις δυνατότητες και τα όρια του, είναι πιο δεκτικό σε αλλαγές και νέες καταστάσεις, δοκιμάζει πιο εύκολα νέα πράγματα, δεν διστάζει να πάρει ρίσκο, διαθέτει θετική σκέψη και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με περισσότερη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση.