Ευάγγελος Αργυρόπουλος
Κούντερα Μίλαν (Kundera Milan)
Τσέχος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους συγγραφείς, γεννήθηκε στο Μπρνο το 1929. Γιος του διάσημου πιανίστα και μουσικολόγου Λούντβιχ Κούντερα, σπούδασε και ο ίδιος μουσική, καθώς και κινηματογράφο και φιλοσοφία στη Πράγα. Από το 1956 ως το 1970 ήταν μέλος της Ένωσης Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων και δίδασκε στο τμήμα δραματουργίας της Ακαδημίας Κινηματογράφου της Πράγας. Παράλληλα, από το 1963 ως το 1967, συμμετείχε στο προεδρείο του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας. Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με το κόμμα και το 1968 τα βιβλία του απαγορεύτηκαν και αφαιρέθηκαν από τις κρατικές βιβλιοθήκες. Από το 1975 ζει στη Γαλλία και το 1984 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα.
Ο Κούντερα ξεκίνησε τη συγγραφική του σταδιοδρομία με την ποιητική συλλογή Ο άνθρωπος, αυτός ο πλατύς κήπος (1953), όπου για πρώτη φορά επισημαίνεται η ορμητική τοποθέτηση της ποιητικής γενιάς του `50 που επιθυμούσε να εκφράσει πολύπλευρα τη ζωή. Ο Κούντερα είναι ο πρώτος Τσέχος συγγραφέας που έδωσε έμφαση στη συναισθηματική και ερωτική πλευρά του ανθρώπου ως άτομο, σε αντίθεση με τους συγγραφείς της σταλινικής περιόδου που έβλεπαν τον άνθρωπο ως μια μονάδα μέσα στη σοσιαλιστική ομάδα . Το 1967 εκδόθηκε η συλλογή από νουβέλες Γελοίοι Έρωτες, που χαρακτηρίστηκε σαν έργο αντιπροσωπευτικό της «σχολής του παράδοξου». Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε το Αστείο, το πρώτο μιας μυθιστορηματικής τριλογίας, στην οποία επίσης ανήκουν Η ζωή είναι αλλού (1973) και Το βαλς του αποχαιρετισμού (1976). Καθένα από τα τρία αυτά μυθιστορήματα έχει αυτόνομο μύθο και διαφορετικά πρόσωπα αλλά όλα μαζί συναποτελούν ένα τρίπτυχο. Συμπλέκοντας την ειρωνεία του Γιαροσλάβ Χάσεκ (Ο καλός στρατιώτης Σβέικ) και την αγωνία του Φραντς Κάφκα (Η Δίκη, Ο Πύργος), ο Κούντερα φέρνει στο φως την ηλιθιότητα του πολιτικού συστήματος και την ανθρώπινη ρηχότητα που προκαλείται, εγκληματική και υπόγεια, μέσα σε έναν κόσμο αριβισμού και καταστροφής αξιών. Θεωρώντας πως η Τσεχοσλοβακία (η Βοημία, όπως αρέσκεται να λέει ο συγγραφέας) βουλιάζει στην παρακμή που χαρακτηρίζει και όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, ο Κούντερα αδίστακτα και ανελέητα φανερώνει τις ακρότητες του ρασιοναλισμού και της εμπάθειας.
΄Αλλα σημαντικά έργα του είναι: Τα θεατρικά, Οι κλειδοκράτορες (1962), Ο Ιάκωβος και ο αφέντης (1971, γαλλικό βραβείο Πιτοέφ). Πρόκειται για μια κωμωδία ανατροπής ρόλων, που αντλεί το θέμα της από το μυθιστόρημα του Ντιντερό και από τις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό. Ο Κούντερα το έγραψε όταν οι σοβιετικοί μπήκαν στην πατρίδα του και σταμάτησαν το αυτοκίνητό του για έλεγχο. Ήταν η αφορμή για να θυμηθεί ο Τσέχος συγγραφέας το έργο του Ντιντερό «Ζακ ο μοιρολάτρης» και να γράψει το 1971 το «Ο Ιάκωβος και ο αφέντης» με ψευδώνυμο. Με πρόσχημα ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό, ο Ιάκωβος και ο δίχως όνομα αφέντης του αφηγούνται σπαρταριστά τις ερωτικές τους περιπέτειες και αφήνονται σε απροσδόκητες συναντήσεις με πρόσωπα του παρόντος χρόνου και του παρελθόντος.
Τα μυθιστορήματα:
Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης (1979),
Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι (1984),
Αθανασία (1990),
Βραδύτητα (1995).
Η Βραδύτητα γράφθηκε απευθείας στα γαλλικά και συνδυάζει μυθιστορηματική πλοκή με δοκιμιακές παρεμβάσεις. Ο συγγραφέας, θέτοντας σε εφαρμογή, θα ‘λεγε κάποιος, ιδέες και απόψεις που διατύπωσε στο αμέσως προηγούμενο έργο του, τις Προδομένες Διαθήκες, συγκρίνει, σε ύφος μη σοβαρό και παιγνιώδες, τη γλυκύτητα της ανάμνησης μιας υπέροχης ερωτικής νύχτας στο 18ο αιώνα με τη στυφή γεύση μιας τραγελαφικής ερωτικής νύχτας σήμερα, συγκρίνει την κουφότητα μιας επιδεικτικής χαράς που υπακούει στους νόμους του θεάματος με την έξαρση μιας χαράς που δε χρειάζεται να διατυμπανιστεί προκειμένου να ολοκληρωθεί.
Η σύγκριση διαθέσεων, στάσεων ζωής και εμπειριών οδηγεί αναπόφευκτα και στη σύγκριση ρυθμών. Έτσι, το κείμενο αποδεικνύει ότι η βραδύτητα είναι ο ρυθμός της απόλαυσης και της μνήμης και ταχύτητα ο ρυθμός της μη ικανοποίησης και της λήθης. Στην Βραδύτητα ο Κούντερα μας μιλάει κυρίως για την επικούρεια στάση απέναντι στη ζωή, εκφράζοντας παράλληλα τη βαθιά του αμφιβολία ότι είναι ποτέ δυνατό να πραγματοποιηθεί το ηδονιστικό ιδεώδες.
Επίσης έγραψε και τη συλλογή δοκιμίων Προδομένες διαθήκες (1993). Tο μυθιστόρημα -γράφει ο Kούντερα στις «Προδομένες διαθήκες»- κινείται σε μια «περιοχή όπου αναστέλλεται η ηθική αποτίμηση». Αυτή η αναστολή της ηθικής αποτίμησης «δεν είναι η ανηθικότητα του μυθιστορήματος, είναι η ηθική του. H ηθική που αντιτάσσεται στην ανεκρίζωτη τακτική του ανθρώπου να αποτιμά αμέσως και διαρκώς τους πάντες, να αποτιμά πριν και χωρίς να καταλάβει».
Ο Κούντερα έχει τιμηθεί με τα βραβεία «Μοντέλο» της Ιταλίας, «Μεντισί» της Γαλλίας, με το αμερικάνικο βραβείο της πόλης του Λος Άντζελες και το 1985 με το «Βραβείο Ιερουσαλήμ», το σημαντικότερο βραβείο του Ισραήλ που απονέμεται στον καλύτερο συγγραφέα του κόσμου.
Στην Άγνοια ο Κούντερα περιγράφει την τυχαία συνάντηση μιας γυναίκας κι ενός άντρα στο ταξίδι του γυρισμού στη χώρα τους, έπειτα από είκοσι χρόνια ξενιτεμό. Η προσπάθεια να συνεχιστεί η ερωτική ιστορία τους, που είχε διακοπεί πριν καλά καλά αρχίσει, λίγο πριν μεταναστεύσουν, σε διαφορετική χώρα ο καθένας. Η αδυναμία να συναντηθούν οι διαφορετικές αναμνήσεις που διατηρεί ο ένας απ’ τον άλλον. Ο ανέφικτος έρωτας, μαζί με την ανέφικτη επιστροφή στη γενέθλια γη. Οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι αυτοεξόριστοι των ανατολικών χωρών, που άφηναν την πατρίδα τους χωρίς ελπίδα για τη «μεγάλη επιστροφή», μετά την απροσδόκητη κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, σε μια άγνωστη όμως πια χώρα, ανάμεσα σε άγνωστους πια ανθρώπους.
Ο Οδυσσέας, που ‘είκοσι ολόκληρα χρόνια μόνο την επιστροφή του σκεφτόταν. Αλλά μόλις γύρισε, κατάλαβε κατάπληκτος πως η ζωή του, όλη η ουσία της ζωής του, το κέντρο της, ο θησαυρός της, βρισκόταν εκτός Ιθάκης, στα είκοσι χρόνια της περιπλάνησής του. Και τον θησαυρό αυτόν τον είχε χάσει, και μόνο ιστορώντας θα μπορούσε να τον ξαναβρεί’. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρεται ν’ ακούσει.
Ο εκπατρισμένος που επιστρέφει και περιμένει να τον ρωτήσουν, να του πουν «λέγε», για να ιστορήσει τη ζωή του στα χρόνια της απουσίας του και να ξαναδέσει έτσι το κομμένο νήμα με το παρελθόν. Αλλά αυτό το «λέγε» δεν το ακούει από κανέναν. Το νήμα θα μείνει κομμένο. Η άγνοια, ίσως το συγκινητικότερο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, είναι παράλληλα ένα δοκίμιο γύρω από το οντολογικό πρόβλημα της αυτοεξορίας, του εκπατρισμού, και της εσωτερικής πλέον σήμερα ξενιτιάς, ένα δοκίμιο γύρω από τη νοσταλγία και τη μνήμη, που ορίζουν την πεπερασμένη ζωή του ανθρώπου, μια ζωή παγιδευμένη για πάντα από την «ηλικία της άγνοιας».
�
Στην Ταυτότητα δύο πρόσωπα αναζητούν το ένα την ταυτότητα του άλλου, έπειτα από πολύχρονη ωστόσο συμβίωση. Που αναζητούν όμως και το καθένα τη δική του ταυτότητα, μέσα από τη σχέση με τον άλλο, και μέσα από ένα στρατήγημα που δοκιμάζει την αγάπη τους, για να την αποκαταστήσει στο τέλος. Μια διαδρομή από την πραγματικότητα στην επικράτεια του ονείρου: οι ήρωες και μαζί τους ο αναγνώστης περνούν τα αόρατα σύνορα από την πραγματική ζωή στη φανταστική, παρασυρμένοι από πρόσωπα, μοτίβα, χρώματα, τα οποία επανέρχονται από τον ένα κόσμο στον άλλο, υπονομεύοντας την πραγματικότητα και οδηγώντας ανεπαίσθητα σ’ έναν εφιάλτη που θα τον καταλύσει ο έρωτας. Ο αναγνώστης που διαβάζει Κούντερα ίσως να μην προσέξει ότι ο συγγραφέας κινείται σε μεγάλο βαθμό στο χώρο του φανταστικού. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς ορίζεται αυτός ο χώρος, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, όταν έχει ήδη τεθεί το ερώτημα από τον Ντοστογιέφσκι: «Τι είναι πιο πραγματικό από τη φαντασία και τι πιο φανταστικό από την πραγματικότητα;» Μπορούμε να πούμε ότι το φανταστικό είναι αυτό που δεν μπορεί να συμβεί. Άλλωστε έτσι ορίζεται και από τον Κούντερα όταν, μιλώντας για την «Αμερική» του Κάφκα, λέει ότι «οι αναληθοφανείς καταστάσεις εκτίθενται με τέτοια εξονυχιστική λεπτομέρεια, με τέτοια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, ώστε έχουμε την εντύπωση ότι μπαίνουμε σε έναν κόσμο που, αν και αναληθοφανής, είναι πιο πραγματικός από την πραγματικότητα». Τα λόγια αυτά ισχύουν και για τον ίδιο, με τη διαφορά ότι σε αυτόν οι εξονυχιστικές λεπτομέρειες έχουν αντικατασταθεί από παρεκβάσεις που, διακόπτοντας την αφήγηση, αναφέρονται σε πραγματικότητες του εσωτερικού και εξωτερικού μας κόσμου, όπως διαρκώς τις ανακαλύπτει η ιδιότυπη και οξύτατη σκέψη του. Πολλές φορές τέτοιου είδους σκέψεις αποδίδονται στους ήρωές του, με αποτέλεσμα να διαλύεται προς στιγμήν η προσωπικότητά τους, όπως και η πλοκή του έργου. Ωστόσο η πραγματική αξία του βρίσκεται σε αυτές τις σκέψεις ακριβώς, τόσο του ίδιου όσο και των ηρώων του, που συχνά μας αφήνουν άναυδους και γυμνούς από όλους τους προσδιορισμούς με τους οποίους εύκολα έχουμε περιβάλει τον εαυτό μας και τον κόσμο. Στην Ταυτότητα έχουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ήδη έχει ζήσει αρκετά χρόνια μαζί, τον Ζαν-Μαρκ και τη Σαντάλ. Αν και αρχικά η υπόθεση μοιάζει να προχωρεί κανονικά, γρήγορα τα πράγματα διαφοροποιούνται όταν ο Ζαν-Μαρκ, ακούγοντας τη Σαντάλ να παραπονιέται ότι οι άντρες δεν την κοιτάζουν πια, αποφασίζει να της στείλει ένα ανώνυμο γράμμα θαυμασμού με σκοπό να την παρηγορήσει. «Σας παρακολουθώ σαν κατάσκοπος», της γράφει, «είστε όμορφη, πολύ όμορφη». Το γράμμα αυτό ακολουθούν και άλλα και το παιχνίδι αρχίζει. Η Σαντάλ δεν του λέει τίποτα γι’ αυτά, ενώ οι σχετικές αντιδράσεις της, τις οποίες ο Ζαν-Μαρκ αμέσως διακρίνει, τον κάνουν να αρχίσει να ζηλεύει τον ίδιο τον εαυτό του! Στο τέλος σχεδόν διαχωρίζεται σε αυτόν που γράφει τα γράμματα και σε αυτόν που ζει μαζί της. Είχε δημιουργήσει «έναν άντρα φάντασμα και, δίχως να το θέλει, υπέβαλε τη Σαντάλ σ’ ένα τεστ που μετρούσε την ευαισθησία της απέναντι στη σαγήνη κάποιου άλλου». Ωστόσο κι εκείνη του είχε κάποτε ομολογήσει πως είχε δύο πρόσωπα: ένα γι’ αυτόν και ένα άλλο για τον κόσμο των συναλλαγών, και είχε ήδη ζήσει στιγμές στις οποίες η Σαντάλ που ήξερε χανόταν και τη θέση της έπαιρνε κάποιο ομοίωμά της. Αλλά αν είναι ομοίωμα η Σαντάλ, σκεφτόταν, τότε είναι ένα ομοίωμα ολόκληρη η ζωή μου. Η Σαντάλ καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο αποστολέας των γραμμάτων όταν της λέει ότι μπορεί να έχει κάνει λάθος για την ταυτότητά της, φράση που της θυμίζει εκείνη την άλλη φράση: «Σας παρακολουθώ σαν κατάσκοπος». Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Στο τελευταίο γράμμα που είχε αποφασίσει να της στείλει της γράφει ότι φεύγει για το Λονδίνο. Η Σαντάλ αφήνοντάς τον, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, του λέει, δείχνοντάς του ότι έχει καταλάβει, πως πάει στο Λονδίνο Οταν όμως φτάνει κανείς στο τέλος, ανακαλύπτει ότι τόσο η σκηνή της αναχώρησης, όπως και όλα όσα έχουν διαδραματιστεί στο Λονδίνο, όπου τελικά πήγαν και οι δύο, και ίσως και όλα όσα συνέβησαν πριν αποτελούν απλώς ένα όνειρο της Σαντάλ το οποίο ταυτόχρονα έχει βιώσει και ο Ζαν-Μαρκ. Απροσχημάτιστα εδώ πια βρισκόμαστε στον χώρο του φανταστικού, γιατί δεν είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να έχουν ζήσει ταυτόχρονα, ο καθένας αποκλεισμένος στον δικό του νου, την ίδια περιπέτεια. Από ποια στιγμή κι έπειτα, αναρωτιέται και ο ίδιος ο συγγραφέας, «μεταμορφώθηκε η πραγματική ζωή τους σε αυτή την απατηλή φαντασίωση»; Και πιο κάτω λέει: «Σε ποια στιγμή ακριβώς το πραγματικό μεταμορφώθηκε σ’ εξωπραγματικό, η πραγματικότητα σε ονειροπόληση;»
Το βιβλίο θέτει πολλά ερωτήματα. Κυρίαρχο είναι το ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων. Ανακαλεί το διήγημά του «Το παιχνίδι του οτοστόπ», όπου ένα ζευγάρι προσποιείται ότι μόλις γνωρίζει ο ένας τον άλλον, με τον νέο να διπλαρώνει το δήθεν άγνωστό του κορίτσι. Αλλά όπως εξελίσσεται το παιχνίδι οι ταυτότητές τους συγχέονται, αλλάζουν και η σχέση καταστρέφεται.
Ο Κούντερα αρνείται ότι τα μυθιστορήματά του είναι ψυχολογικά. Το θεμελιώδες ερώτημα γι’ αυτόν είναι: τι είναι το εγώ; «Συλλαμβάνω ένα εγώ, πάει να πει συλλαμβάνω την ουσία της υπαρξιακής του προβληματικής» λέει. Και ακόμη λέει: «Το μυθιστόρημα δεν εξετάζει την πραγματικότητα, αλλά την ύπαρξη». Σκοπός του είναι να απαλλάξει το μυθιστόρημα, το οποίο ορίζει ως αντι-λυρική ποίηση, από τον αυτοματισμό της μυθιστορηματικής τεχνικής. «Κάθε μυθιστόρημα», λέει, «προτείνει μια απάντηση στο ερώτημα: τι είναι η ανθρώπινη ύπαρξη και πού έγκειται η ποίησή της;». Αν και δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι πάντα βλέπει την ύπαρξη μέσα στον κόσμο του οποίου την πραγματικότητα αντιμετωπίζει.Δεν είμαι λάτρης του φανταστικού στο μυθιστόρημα. Ο Κούντερα όμως με αποζημιώνει με πολλούς τρόπους στα βιβλία του για την άλλωστε τόσο συχνά ασαφή ύπαρξή του. Τα μυθιστορήματά του παλεύουν με εκείνο το σκοτάδι που ο Χάιντεγκερ είχε αποκαλέσει «λήθη τού είναι». Φράση που επικαλείται και ο ίδιος λέγοντας ότι σε αυτό ακριβώς σκοπεύει το μυθιστόρημα: στο να μην αφήσει τη λήθη αυτή να απλωθεί και να μας καταβάλει
Τα έργα του Κούντερα, που στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα ελληνικά, διακρίνονται για την εκφραστική τους τόλμη, την οξύτητα και το σαρκασμό τους καθώς και για την τεχνική τους αρτιότητα. Με μια απλή και ρεαλιστική γραφή αλλά και με χιούμορ ο συγγραφέας εισάγει το συμβολισμό της ιστορίας στην καθημερινή ζωή και κάνει έκκληση για εγρήγορση ώστε να μη γίνουμε έρμαια και πιόνια των κάθε είδους σωτήρων, που με το προσωπείο της αθωότητας κατορθώνουν να γράψουν σε βάρος μας τη δική τους ιστορία.
Το Αστείο.
Το Αστείο γράφτηκε το 1965 και πρόλαβε να εκδοθεί στην Τσεχοσλοβακία το 1967. Την εποχή της «άνοιξης της Πράγας» και του βίαιου τερματισμού της με την εισβολή των ρωσικών τανκς το Αστείο αποτελούσε μια ηχηρή καταγγελία του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου, αλλά χωρίς τον στρατευμένο αντικομμουνισμό λόγου χάρη του Σολζενίτσιν. Έτσι έγινε το «ευαγγέλιο της εποχής» και γνώρισε τεράστια επιτυχία διεθνώς.
Το Αστείο χωρίζεται σε επτά μέρη αφηγήσεις.
Στο πρώτο μέρος ο Λούντβιχ, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, έρχεται, έπειτα από πολλά χρόνια, στην πόλη στην οποία γεννήθηκε. Εκεί τον έφερνε ένα σχέδιό του για να πραγματοποιήσει ένα έργο κυνικό και ευτελές και το εύρισκε ελκυστικό να το πραγματοποιήσει στη γενέτειρά του.
Έκλεισε ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο αλλά το δωμάτιο ήταν σε άθλια κατάσταση και ακατάλληλο ώστε να διακινδυνεύεται η επιτυχία του ταξιδιού του, γι’ αυτό αποφάσισε να βρει κάποιον γνωστό του από τα νεανικά του χρόνια και ο οποίος θα ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει, δηλαδή να του δανείσει το σπίτι του για μια ημέρα. Επέλεξε για αυτό τον σκοπό τον Κόστκα, ένα θρησκευόμενο άτομο, που μένει μόνος του και ο οποίος δέχεται να τον εξυπηρετήσει. Στη συνέχεια ο Λούντβιχ ζητάει να κουρευτεί και ο Κόστκα τον οδηγεί σε μια γνωστή του κομμώτρια, τη Λουτσία Σεμπέτκοβα, ένα πρόσωπο που ο Λούντβιχ είχε αγαπήσει παλιά αλλά αυτή δεν τον αναγνώρισε.
Στο δεύτερο μέρος η Έλενα αφηγείται τη ζωή της. Δημοσιογράφος στο επάγγελμα, είναι παντρεμένη με τον Πάβελ Ζεμάνεκ και έχουν μια κόρη, τη Ζντενούλα. Ο γάμος τους περνάει κρίση και η Έλενα τώρα γνώρισε τον Λούντβιχ. Ο Πάβελ έφυγε για την Μπρατισλάβα και αυτή θα φύγει για το Μπρνο της Μοραβίας. Ο Πάβελ υπόσχεται ότι θα περάσει να την πάρει από τη Μοραβία.
Αρχίζει να θυμάται πως μεγάλωσε. Μέχρι τα δεκαοχτώ της ήταν «όλο διάβασμα, διάβασμα». Γνώρισε τον Πάβελ όταν ήταν φοιτήτρια, στο Τραγουδιστικό και Χορευτικό Συγκρότημα Φούτσικ. Η ιστορία της με τον Πάβελ μοιάζει με φτηνό ρομάντζο και άρχισε σε μια συγκέντρωση στην επέτειο της Απελευθέρωσης. Εκεί μέσα στον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση άρπαξε τον Πάβελ από το χέρι και εκείνος έσφιξε το δικό της. Παντρεύτηκαν όχι από έρωτα αλλά από κομματική πειθαρχία, όπως της είπε ο Πάβελ. Σήμερα ο Πάβελ παραπονιέται ότι οι σύντροφοί του δεν σεβάστηκαν την ιδιωτική του ζωή, αλλά ο ίδιος παλιά επαναλάμβανε στις ομιλίες του «πως ο καινούργιος άνθρωπος διαφέρει απ’ τον παλιό επειδή κατάργησε τη διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής ζωής».
Όταν ήταν φοιτητές, η σχέση τους κόντευε τα δύο χρόνια και ο Πάβελ ήταν απολύτως ικανοποιημένος, απολάμβανε αυτή την άνετη σχέση που δεν είχε υποχρεώσεις και δεν έλεγε να προχωρήσει σε γάμο. Τότε κάποιες κοπέλες από το χορευτικό συγκρότημα κάθισαν και το κουβέντιασαν το θέμα με τους άλλους και κάποια στιγμή κάλεσαν τον Πάβελ στην επιτροπή για εξηγήσεις. Σε δύο εβδομάδες έγινε ο γάμος τους, παρίστατο όλο το συγκρότημα, χόρευαν και τραγουδούσαν όλο το εικοσιτετράωρο και η Έλενα έλεγε συνέχεια στον Πάβελ πως αν ποτέ πρόδιδαν ο ένας τον άλλον, θα πρόδιδαν και όλους αυτούς που γιορτάζουν μαζί τους, θα πρόδιδαν και τη συγκέντρωση στην οποία συνδέθηκαν ερωτικά. Όμως ΄Έλενα όταν τα σκέφτεται αυτά της έρχεται να βάλει τα γέλια, γιατί ο Πάβελ έχει άλλες γυναίκες αλλά και αυτή του κάνει απιστίες, και για όλα όσα πρόδωσαν εντέλει.
Η Έλενα δεν έβλαψε το Κόμμα αλλά ούτε και αυτό την έβλαψε, ακόμη και όταν όλοι ήθελαν να το εγκαταλείψουν το ’56, τότε που ξέσπασε ο θόρυβος για τα σταλινικά εγκλήματα, τότε που είχαν εξαγριωθεί οι πάντες και έφτυναν τα πάντα και έλεγαν πως οι εφημερίδες γράφουν όλο ψέματα, πως οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν, πως ο πολιτισμός βρίσκεται σε παρακμή, πως δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, πως η Σοβιετική Ένωση είναι ανελεύθερη χώρα, και το χειρότερο έτσι εκφράζονταν ακόμα και οι κομμουνιστές στις συνεδριάσεις τους, έτσι μιλούσε και ο Πάβελ και οι πάντες τον χειροκροτούσαν. Όμως το κόμμα τράβηξε τα αφτιά σε όλους αυτούς που μιλούσαν και αυτοί σώπασαν, όπως σώπασε και ο Πάβελ, ο οποίος δεν θα διακινδύνευε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο όπου δίδασκε μαρξισμό.
Η Έλενα δεν εύρισκε την αγάπη μέσα στο σπίτι της γι’ αυτό την αναζητούσε αλλού. Στο μεταξύ είχε προτείνει τη διαγραφή από το Κόμμα κάποιου συναδέλφου δημοσιογράφου στο ραδιοφωνικό σταθμό, ο οποίος ενώ ήταν παντρεμένος είχε σχέση με μια κοπέλα από το τεχνικό τμήμα. Όταν όμως οι εξωσυζυγικές δραστηριότητες υπέπεσαν στην αντίληψη των συναδέλφων της, έπεσαν όλοι επάνω της και της υπενθύμισαν την αντιφατική συμπεριφορά της.
Στη συνέχεια η Έλενα αφηγείται πως γνωρίστηκε με τον Λούντβιχ, πως ήταν ένας άνθρωπος διαφορετικός από τους άλλους, πως κουβαλούσε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, ακόμα και σε ορυχεία είχε δουλέψει, τέτοιοι άνδρες της άρεσαν και όταν της είπε πως είναι από τη Μοραβία και πως έπαιζε σαντούρι σε παραδοσιακό συγκρότημα, τότε άρχισε να υποκύπτει στη γοητεία του. Εκείνος της πρότεινε να πάνε μια βόλτα στη φύση μα εκείνη διαμαρτυρήθηκε ότι είναι παντρεμένη και δεν μπορεί να περπατάει στο δάσος με έναν ξένον άνδρα. Εκείνος της απάντησε αστειευόμενος πως δεν είναι άνδρας αλλά είναι απλώς επιστήμονας και την ίδια στιγμή φαινόταν θλιμμένος σαν κάτι να τον βασάνιζε.
Την άλλη μέρα μετά τον περίπατο στο δάσος δίπλα στον Μολδάβα η Έλενα ανήγγειλε στον Λούντβιχ ότι σε τρεις ημέρες φεύγει για τη Μοραβία να κάνει ένα ρεπορτάζ για την Ιππασία των Βασιλέων. Ο Λούντβιχ της λέει ότι εκεί γεννήθηκε και πως θα πάει και αυτός στη Μοραβία για να τη συναντήσει.
Στο τρίτο μέρος ο Λούντβιχ αφηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν σε ναυάγιο τη ζωή του. Για όλα έφταιγε η ανόητη τάση του για αστεία και η ανικανότητα και αφέλεια μιας κοπέλας, της Μαρκέτας, να καταλάβει ένα αστείο.
Η Μαρκέτα ήταν μια συμπαθητική κοπέλα που ο Λούντβιχ, όπως και άλλοι, προσπάθησε να την κατακτήσει, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να την παίρνει κάπως στο ψιλό.
Και ενώ ο Λούντβιχ περιμένει το καλοκαίρι για να το περάσει με τη Μαρκέτα στην Πράγα, εκείνη φεύγει σε κομματικό σεμινάριο στην κεντρική Βοημία. Από το σεμινάριο η Μαρκέτα στέλνει στον Λούντβιχ ένα γράμμα γεμάτο ενθουσιασμό για όλα όσα ζούσε και του έγραφε ότι εκεί κυριαρχεί ένα «υγιές πνεύμα» και πρόσθετε ότι, κατά τη γνώμη της, δεν θα αργούσε η επανάσταση και στη Δύση.
Ο Λούντβιχ, αν και συμφωνούσε με όσα έγραφε η Μαρκέτα, δεν μπορούσε όμως να δεχτεί ότι αυτή περνούσε ωραία, ότι ήταν ευχαριστημένη και ευτυχισμένη και για να την πληγώσει και να την σοκάρει της έγραψε: «Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού! Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι! Λούντβιχ.»
Τον Σεπτέμβριο, που άρχιζαν τα μαθήματα, κάλεσαν τον Λούντβιχ για εξηγήσεις στη Νομαρχιακή γραμματεία του κόμματος. Και από εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Ο Λούντβιχ βρίσκει τον Πάβελ Ζεμάνεκ, τον πρόεδρο της οργάνωσης, και του μιλάει για τους μπελάδες που τον βρήκαν από ένα αστείο που έκανε στη Μαρκέτα και ζητάει τη βοήθειά του, μιας και ο Ζεμάνεκ γνώριζε τόσο τον Λούντβιχ όσο και τη Μαρκέτα. Όμως ο Ζεμάνεκ, στη γενική συνέλευση της Σχολής, πρότεινε τη διαγραφή του Λούντβιχ από το κόμμα. Στη γενική συνέλευση κανένας δεν τον υπερασπίστηκε αλλά από τον πρώτο ως τον τελευταίο, καθηγητές και φοιτητές, ψήφισαν τη διαγραφή του από το κόμμα αλλά και την οριστική του αποβολή από το Πανεπιστήμιο.
Χάνοντας το δικαίωμα να συνεχίσει τις σπουδές του, έχασε και το δικαίωμα της αναβολής από το στρατό και έτσι αναγκάστηκε και παρουσιάστηκε σε ένα στρατόπεδο, σε ένα άσχημο και αφιλόξενο προάστιο της Οστράβας.
Εκεί πληροφορήθηκε ότι τον είχαν ρίξει στους «μαύρους» στρατιώτες (είχαν μαύρα διακριτικά στο χιτώνιο). Οι στρατιώτες με τα μαύρα διακριτικά ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν στα ορυχεία και έκαναν μόνο τις βασικές ασκήσεις αλλά χωρίς όπλα. Η νεαρή σοσιαλιστική Δημοκρατία αρνιόταν να τους εμπιστευτεί όπλο επειδή τους θεωρούσε εχθρούς της. Η θητεία ήταν δυο χρόνια, όμως οι στρατιώτες με τα μαύρα διακριτικά έμεναν εκεί μέσα σύμφωνα με τις αποφάσεις των αποπάνω.
Ο Κούντερα, με τη φωνή του Λούντβιχ, αφηγείται τα έργα και τις ημέρες του σταλινισμού μέσα από ένα στρατόπεδο ανεπιθυμήτων, με τον σχεδόν σύμφυτο παραλογισμό της στρατιωτικής ζωής και το πλήθος από τα ευτράπελα που τη συνοδεύουν, και όχι μέσα από γκουλάγκ και σκληρά βασανιστήρια. Και προπαντός, ο Λούντβιχ, ο κεντρικός ήρωας, βρέθηκε εκεί από ένα αστείο και βλέπει τη ζωή του να ισοπεδώνεται και να ρημάζει.
Ανάμεσα στους υπαξιωματικούς του στρατοπέδου, στο έλεος των οποίων βρίσκονταν παραδομένοι οι «μαύροι» στρατιώτες, ήταν και ένας δεκανέας με μαλακούς τρόπους, με συμπεριφορά αγαθού πλάσματος, που ποτέ δεν ύψωσε τον τόνο της φωνής του. Μια μέρα ο δεκανέας αυτός επέστρεψε περήφανος από το πεδίο βολής, επειδή είχε έρθει πρώτος στη σκοποβολή και όλοι του έδιναν συγχαρητήρια.
Την ίδια μέρα ο Λούντβιχ συνάντησε τυχαία τον δεκανέα και για να του πει κάτι τον ρώτησε πώς τα καταφέρνει και σκοπεύει τόσο τέλεια. Εκείνος απάντησε: «Έχω το κόλπο μου εγώ. Λέω στον εαυτό μου: δεν είναι στόχος από λαμαρίνα, είναι ένας ιμπεριαλιστής. Και τότε από τη μανία μου τον πετυχαίνω διάνα!» Και πριν προλάβει ο Λούντβιχ να τον ρωτήσει με τι έμοιαζε αυτός ο ιμπεριαλιστής, ο δεκανέας πρόσθεσε με σοβαρό και στοχαστικό ύφος πως δεν καταλαβαίνει γιατί του δίνουν συγχαρητήρια οι «μαύροι» στρατιώτες και πως αν γινόταν πόλεμος αυτός θα έριχνε επάνω τους. Τότε ο Λούντβιχ κατάλαβε ότι το νήμα που τον συνέδεε με το Κόμμα και τους συντρόφους είχε γλιστρήσει οριστικά και αμετάκλητα από τα χέρια του.
Ο Κούντερα μέσα από τις ταλαιπωρίες των ανεπιθύμητων στρατιωτών διακωμωδεί το κομμουνιστικό σύστημα και τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε αυτό το σύστημα να επιβληθεί. Όμως ο συγγραφέας αποφεύγει επιμελώς να περιγράψει τη δουλειά των στρατιωτών στα ορυχεία. Αυτό δεν σημαίνει πως οι ταλαιπωρίες των στρατιωτών ήταν ασήμαντες αλλά μάλλον πρέπει να το αποδώσουμε στην έλλειψη εμπειρίας του συγγραφέα από τις συνθήκες εργασίας σε αυτούς τους χώρους και προφανώς η παντελής του άγνοια τον εμπόδισε να προβεί σε οποιαδήποτε περιγραφή. Ο Κούντερα κινεί τους ήρωές του σε χώρους που γνωρίζει πολύ καλά και περιγράφει συμπεριφορές και γεγονότα που διέπονται από ρεαλισμό και δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνο φανταντικά.
Η δύσκολη στο στρατόπεδο κάνει τους «μαύρους» στρατιώτες να θέλουν να αρπαχτούν από κάπου. Άλλοι ξεγελούσαν τον εαυτό τους συνδυάζοντας τις εξορμήσεις τους στις πόρνες με τον πιο ρομαντικό ενθουσιασμό. Μερικοί που είχαν αφήσει κάποια σχέση πίσω τους με τη συνεχή αναπόληση την είχαν στιλβώσει και την έκαναν να λαμποκοπάει. Άλλοι πίστευαν στην σταθερή αφοσίωση και προσμονή. Και κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους πως η μεθυσμένη κοπέλα που ψάρεψαν σε κάποιο μπαράκι φλεγόταν γι’ αυτούς από ιερό πάθος.
Σε μια έξοδό του από το στρατόπεδο, και σε έναν κινηματογράφο, ο Λούντβιχ γνωρίζει τη Λουτσία, μια κοπέλα με κλειστό χαρακτήρα και απόμακρη. Ο Λούντβιχ στις εξόδους του διάβαζε ποιήματα στη Λουτσία και όταν δεν ήταν μαζί τής έγραφε αμέτρητα γράμματα και κάρτες, αλλά εκείνη δεν του έγραφε ποτέ κανένα. Στην αρχή η Λουτσία ευχαριστούσε τον Λούντβιχ ντροπαλά για τα γράμματά του αλλά στη συνέχεια άρχισε να του προσφέρει λουλούδια. Ο Λούντβιχ φεύγει κρυφά από το στρατόπεδο για να συναντήσει τη Λουτσία αντιμετωπίζοντας όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται ένα τέτοιο εγχείρημα και προσπαθεί να ολοκληρώσει την ερωτική τους σχέση αλλά εκείνη αρνείται. Ο Λούντβιχ νομίζει πως η κοπέλα δεν θέλει να του δοθεί επειδή είναι παρθένα, αισθάνεται ταπεινωμένος, της φέρνεται βάναυσα και την διώχνει. Έπειτα από λίγο καιρό την αναζητάει και μαθαίνει ότι έφυγε εδώ και δεκαπέντε μέρες με ένα βαλιτσάκι όπου έβαλε όλα τα πράγματά της και κανείς δεν ήξερε που πήγε, γιατί δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν.
Στο τέταρτο μέρος ο Γιάροσλαβ, παιδικός φίλος του Λούντβιχ, αφηγείται τις προετοιμασίες για την παραδοσιακή γιορτή της Ιππασίας των Βασιλέων και τα προβλήματα που παρουσιάζονται. Ο Γιαροσλάβ διαπιστώνει ότι οι νέοι δεν ελκύονται πια ούτε από τις οργανώσεις του Κόμματος ούτε από εκδηλώσεις που έχουν σχέση με την παράδοση. Η Νομαρχιακή Εθνική Επιτροπή πρότεινε τον Βλάντιμιρ, γιο του Γιάροσλαβ, για φετινό βασιλιά στην Ιππασία των Βασιλέων, όμως ο Βλάντιμιρ θέλει να πάει σε κάτι αγώνες μοτοσυκλέτας και μπροστά στην επιμονή και τα επιχειρήματα του πατέρα του, δήλωσε ότι δεν θέλει να κάνει τον βασιλιά επειδή «ήταν εντολή άνωθεν».
Ο Γιάροσλαβ είναι μουσικός, αλλά πίσω από αυτόν υπάρχει ο Κούντερα, ο οποίος έχει σπουδάσει μουσική και κινεί με δεξιοτεχνία τον ήρωά του σε έναν χώρο που φαίνεται πως τον γνωρίζει πάρα πολύ καλά. Συνδέει την μουσική και την παράδοση με την εθνική συνείδηση και την ύπαρξη του τσέχικου έθνους. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι αφηγείται με μουσικούς όρους και παραθέτει μουσικές παρτιτούρες (!) για να αποδείξει την αξία και την ιδιαιτερότητα της μοραβίτικης μουσικής. Την καλλιτεχνική αξία των λεγομένων δεν μπορεί να ελέγξει ούτε να κρίνει ένας αναγνώστης ο οποίος δεν έχει μουσικές σπουδές. Για παράδειγμα: «Η μουσική του μπαρόκ και της κλασικής εποχής έδειχνε φανατική προσήλωση στη βολική συνταγή της μείζονος εβδόμης. Ο μόνος δρόμος που ήξερε για την τονική περνούσε από την πειθαρχία του προσαγωγέα. Η ελάσσων εβδόμη που ανέβαινε στην τονική με μια μείζονα δευτέρα της έφερνε τρόμο. Κι εμένα στα παραδοσιακά μας τραγούδια μου αρέσει ακριβώς αυτή η ελάσσων εβδόμη, είτε ανήκει στον αιολικό είτε στον δώριο είτε στον είτε στον μιξολύδιο τρόπο. Για τη μελαγχολία της. Για την άρνησή της να τρέξει χαζοχαρούμενα προς τον θεμέλιο φθόγγο, με τον οποίο τελειώνουν όλα, και το τραγούδι και η ζωή.» Και για να επιβεβαιωθούν τα ανωτέρω ο Κούντερα παραθέτει μια μουσική παρτιτούρα(!).
Ο Γιάροσλαβ αφηγείται στη συνέχεια πως ο Λούντβιχ τον παρέσυρε και έγινε κομμουνιστής. Πως ο Λούντβιχ συνέδεσε την τύχη του μουσικοχορευτικού συγκροτήματος με την τύχη του κομμουνιστικού κόμματος, και την παραδοσιακή μουσική και τα παραδοσιακά τραγούδια με τον σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Το κομμουνιστικό κόμμα επιδόθηκε με ζήλο στη δημιουργία νέου τρόπου ζωής ανατρέποντας καθετί που το θεωρούσε καπιταλιστικό. «Βασίστηκε στον περίφημο ορισμό του Στάλιν για τη νέα τέχνη: σοσιαλιστικό περιεχόμενο σε εθνική φόρμα.»
Ο ίδιος ο Λούντβιχ, ο οποίος έγινε αιτία να γίνει κομμουνιστής ο Γιάροσλαβ, εμφανίζεται στο τέλος αυτού του κεφαλαίου και τα ανατρέπει όλα. Όλα αυτά που υποστήριζε παλιά ο Λούντβιχ τα αποκαλεί ουτοπία. Τα τραγούδια που τραγουδάει το συγκρότημα του Γιάροσλαβ δεν εκφράζουν κανέναν, γι’ αυτό και κανένας δεν τα τραγουδάει. Δεν υπάρχει ούτε ένας αγρότης του συνεταιρισμού που να τραγουδάει για δική του ευχαρίστηση τα κολεκτιβίστικα τραγουδάκια, λέει ο Λούντβιχ. Οι στίχοι είναι προπαγανδιστικοί και το συγκρότημα τραγουδάει «με τον τρόπο της αγκιτρόπ».
Ο Λούντβιχ έχει απολυθεί από το στρατό και κάνει προσπάθειες να τελειώσει τη σχολή στο Πανεπιστήμιο από όπου είχε εκδιωχθεί. Τελικά κατάφερε και τελείωσε τις σπουδές του και βρήκε μια καλή θέση σαν επιστημονικός συνεργάτης σε ένα τομέα που τον ενδιέφερε.
Πέμπτο μέρος. Ο Λούντβιχ ξυπνάει στο ξενοδοχείο όπου διανυκτέρευσε και όπως είναι ξαπλωμένος αναθυμάται τη Λουτσία και μέσα στις σκέψεις του προσπαθεί να βρει κάποια άκρη, κάποιο νόημα. Έχει την πεποίθηση ότι καθετί που του συμβαίνει στη ζωή έχει κάποιο νόημα, πως η ζωή μέσα από τη δική της ιστορία μας μιλάει, αποκαλύπτει σταδιακά ένα μυστικό και παρουσιάζεται σαν γρίφος που πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε το νόημά του.
Αυτές οι σκέψεις δεν απασχολούν τον Κούντερα μόνο στο παρόν κεφάλαιο, αλλά θα τις αναπτύξει περισσότερο στο επόμενο κεφάλαιο, όπου ο θρησκευόμενος Κόστκα προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τη ζωή του.
Στη συνέχεια ο Λούντβιχ, επειδή η καφετέρια του ξενοδοχείου είναι κλειστή, βγαίνει έξω στην πόλη και προσπαθεί να βρει κάποιο μέρος για να πάρει το πρωινό του. Βρίσκει τελικά ένα ζαχαροπλαστείο σε άσχημη κατάσταση και παίρνει βιαστικά το πρωινό του. Στην προκειμένη περίπτωση ο Κούντερα περιγράφει την γενικευμένη αδιαφορία των υπαλλήλων για τη δουλειά τους στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και την εικόνα εγκατάλειψης που παρουσίαζαν τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία εκείνη την εποχή.
Ο Λούντβιχ έχει άλλες δυο ώρες μπροστά του ώσπου να έρθει η ¨Έλενα και άρχισε να κόβει βόλτες στην πόλη. Για να περάσει η ώρα αποφάσισε να επισκεφθεί την εκκλησία. Ανέβηκε τα μεγάλα σκαλοπάτια της, πέρασε στον πρόναο και από στον κυρίως ναό συνεσταλμένα, μην τυχόν και σκανδαλιστούν οι πιστοί που ο νεοφερμένος δεν κάνει τον σταυρό του και ήρθε στην εκκλησία έτσι για βόλτα. Και όταν μαζεύτηκε κι άλλος κόσμος, ο Λούντβιχ άρχισε να νιώθει παρείσακτος γιατί δεν ήξερε πώς να σταθεί και έφυγε.
Μέσα σε λίγες γραμμές ο Κούντερα παρουσιάζει την αποξένωση του κόσμου από την εκκλησία, η οποία έγινε βίαια με την αθεϊστική προπαγάνδα και τις διώξεις των θρησκευόμενων από το κομμουνιστικό καθεστώς. Ο Κούντερα δεν αφήνει πολλή ώρα τον Λούντβιχ στην εκκλησία, όχι γιατί ίσως δεν είναι αυτή η πρόθεσή του, αλλά μάλλον επειδή και ο ίδιος δεν γνωρίζει καλά τον χώρο και ούτε ίσως κατανοεί τα τελούμενα, κάτι το οποίο θα γίνει φανερό στο έκτο μέρος όπου ο θρησκευόμενος, κατά τον Κούντερα, Κόστκα δεν διάγει ζωή θρησκευόμενου.
Στη συνέχεια ο Λούντβιχ, για να περάσει την ώρα, μπαίνει στο κτίριο της δημαρχίας, όπου τώρα είναι τα γραφεία της Εθνικής Επιτροπής. Εδώ παρίσταται σε μια τελετή που μοιάζει με βάπτιση. Στο χώρο αυτό ο Κούντερα μπορεί και κινείται με άνεση, γι’ αυτό η περιγραφή της τελετής είναι λεπτομερής και πλούσια. Ο συγγραφέας διακωμωδεί την προσπάθεια του κομμουνιστικού καθεστώτος να αντικαταστήσει τις θρησκευτικές τελετές της καθολικής Εκκλησίας με αντίστοιχες πολιτικές. Έτσι γίνεται προσπάθεια ώστε οι πολιτικές τελετές να έχουν την ίδια μεγαλοπρέπεια και ομορφιά με τις θρησκευτικές τελετές ούτως ώστε ο κόσμος να πάψει να βαφτίζει τα παιδιά του και να παντρεύεται στις εκκλησίες. Για το λόγο αυτό έγινε προσπάθεια να πεισθούν οι καλλιτέχνες, οι οποίοι είχαν καταλάβει «πως είναι χρέος τους να δώσουν στο λαό μας πραγματικά σοσιαλιστικές κηδείες, γάμους και βαπτίσεις».
Σ’ αυτό το κεφάλαιο (πέμπτο μέρος) ο Λούντβιχ αποκαλύπτει τον σκοπό για τον οποίο ήρθε σ΄αυτή την πόλη: Η Έλενα ήταν παντρεμμένη με τον άνθρωπο τον οποίο ο Λούντβιχ μισούσε, τον Πάβελ Ζεμάνεκ. Τον άνθρωπο ο οποίος πρότεινε την διαγραφή του από το κόμμα και την εκδίωξή του από το Πανεπιστήμιο. Ο Λούντβιχ έχει σκοπό να παρασύρει την Έλενα και να τιμωρήσει με μοιχεία τον εχθρό του. Το σχέδιό του αρχίζει να στέφεται με επιτυχία, η Έλενα είναι ήδη στην πόλη. Όμως τον Λούντβιχ τον βασανίζει έντονα η συναίσθηση πως έχει πέσει πολύ χαμηλά και προσπαθεί να δικαιολογηθεί πως και τα κίνητρα της Έλενας δεν είναι και πολύ πιο υψηλά απ’ τα δικά του. Παρ’ όλα αυτά προχωράει στην εκπλήρωση του σκοπού του. Αφού τελικά πετυχαίνει αυτό που επεδίωκε καταλαβαίνει ότι δεν νίκησε ούτε κατατρόπωσε κανέναν. Η ΄Ελενα είναι εγκαταλειμμένη από τον σύζυγό της, τον Πάβελ Ζεμάνεκ, εδώ και τρία χρόνια. Ο γάμος τους έχει διαλυθεί αλλά δεν παίρνουν διαζύγιο λόγω της μικρής κόρης τους. Είναι μεταξύ τους πραγματικά δυο ξένοι και ο καθένας ζει τη ζωή του. Ο Λούντβιχ τα σκέφτεται όλα αυτά και καταλαβαίνει ότι αντί να εκμεταλλευτεί αυτός την Έλενα, τον εκμεταλλεύτηκε αυτή και τώρα «απολαμβάνει αναιδώς τον θρίαμβό της, πανηγυρίζει, πηδάει από τη χαρά της».
Στο έκτο και προτελευταίο μέρος, ένα φαινομενικά παράταιρο κεφάλαιο σημειώνεται η βασική ανατροπή. Εδώ ένα δευτερεύον, σχεδόν περιθωριακό πρόσωπο, ο θρησκευόμενος Κόστκα, διεκδικεί ξαφνικά καθοριστικό πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μοιάζει να αποτελεί την εκ των ένδον κριτική της ηθικής όχι μόνο του κεντρικού ήρωα, του Λούντβιχ, αλλά ολόκληρου, τρόπον τινα, του μυθιστορήματος.
Ο Κόστκα γνωρίστηκε με τον Λούντβιχ το ’47 σε μια από τις θυελλώδεις συνεδριάσεις που συντάραζαν τα πανεπιστήμια εκείνον τον καιρό. Ο Κόστκα έπαιρνε το μέρος της κομμουνιστικής τότε μειοψηφίας. Κάτι που δεν του το συγχώρησαν πολλοί χριστιανοί, καθολικοί και προτεστάντες. Το θεώρησαν προδοσία το να συντάσσεται κάποιος που πίστευε στον Θεό με ένα κίνημα το οποίο είχε έμβλημά του τον αθεϊσμό. Αλλά που είναι οι πραγματικοί χριστιανοί, αναρωτιόταν ο Κόστκα. Γύρω του έβλεπε μονάχα ψευτοχριστιανούς, που ζούσαν όπως οι άπιστοι. Ο πατέρας του, που ήταν εργάτης αλλά μονίμως άνεργος, πίστευε ταπεινά στον Θεό. Έστρεφε ευλαβικά το πρόσωπό του στον Θεό, αλλά η Εκκλησία δεν έστρεψε ποτέ σ’ αυτόν το δικό της πρόσωπο. Ναι, ο Κόστκα συμφωνούσε ότι το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν άθεο, αλλά το έβλεπε σαν μια θεϊκή μομφή, που απευθυνόταν στους χριστιανούς. Μομφή για την αναλγησία τους απέναντι στους φτωχούς και τους βασανισμένους.
Ο Κόστκα δεν ανησυχεί για την αντιθρησκευτική προπαγάνδα, διότι η πραγματική θρησκεία δεν χρειάζεται την εύνοια της κοσμικής εξουσίας. Η δυσμένεια μάλιστα της κοσμικής εξουσίας ενδυναμώνει την πίστη. Θρηνούσε το τραγικό σφάλμα που απομάκρυνε το σοσιαλισμό από τον Θεό και προσπαθούσε να εξηγήσει αυτό το σφάλμα και ήταν αποφασισμένος να εργασθεί για να το διορθώσει. Εξάλλου χωρίς τη θέληση του Θεού τίποτα δεν γίνεται. Χωρίς τη συμμετοχή του Θεού ακόμα και η πιο δίκαιη τάξη πραγμάτων αυτού του κόσμου είναι καταδικασμένη σε χρεοκοπία και διαφθορά.
Πριν από τον Φεβρουάριο του ’48 τους κομμουνιστές τους βόλευε που ο Κόστκα ήταν χριστιανός. Τους άρεσε που τον άκουγαν να εξηγεί το κοινωνικό περιεχόμενο του Ευαγγελίου και να καταγγέλλει τη σαπίλα του παλιού κόσμου και να αποδεικνύει τη συγγένεια του χριστιανισμού και του κομμουνισμού. Τους κομμουνιστές τους ενδιέφερε να κερδηθούν οι πλατιές μάζες, άρα και οι πιστοί. Αλλά μετά τον Φεβρουάριο, μετά την επικράτηση των κομμουνιστών, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Κόστκα, σαν βοηθός στο πανεπιστήμιο, έπαιρνε το μέρος των φοιτητών που κινδύνευαν να αποβληθούν από τη σχολή εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων των γονιών τους. Με τη στάση του αυτή ήρθε σε σύγκρουση με τη διοίκηση του πανεπιστημίου. Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν ότι ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν με τόσο ξεκάθαρες χριστιανικές πεποιθήσεις, δεν μπορεί να διαπαιδαγωγήσει τη σοσιαλιστική νεολαία. Τότε άκουσε ότι σε μια κομματική ολομέλεια τον υποστήριξε ο Λούντβιχ που ήταν εκείνον τον καιρό φοιτητής. Κάποτε έδιωξαν τον Λούντβιχ από το κόμμα και από το πανεπιστήμιο. Έξι μήνες μετά ήρθε και η σειρά του Κόστκα να φύγει. Οι αντιδράσεις κατά του Κόστκα λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων πλήθαιναν και κάποιοι συνάδελφοί του, του υποδείκνυαν εμμέσως να κάνει κάποια δημόσια δήλωση αθεϊστικού περιεχομένου. Επίσης στα μαθήματά του είχε προβλήματα από κάτι επιθετικούς κομμουνιστές φοιτητές οι οποίοι προσπαθούσαν να προσβάλουν τη θρησκευτική του πίστη. Ανάμεσα στους κομμουνιστές ο Κόστκα είχε πολλούς φίλους που τον εκτιμούσαν για τη στάση του πριν από τον Φεβρουάριο. Όμως ο Κόστκα δεν ήθελε να υπερασπισθεί τον εαυτό του. Ήξερε ότι αν κάποιος ακούσει το κάλεσμα του Χριστού οφείλει να τον ακολουθήσει άνευ όρων. Όλα αυτά είναι πασίγνωστα από το Ευαγγέλιο. Καταλάβαινε ότι οι φωνές που ξεσηκώνονταν εναντίον του στο πανεπιστήμιο ήταν ένα κάλεσμα. Άκουγε κάποιον να τον καλεί. Κάποιον που τον προειδοποιούσε για τον κίνδυνο από την άνετη καριέρα του, η οποία θα του αλυσόδενε τη σκέψη του, την πίστη του και τη συνείδησή του. Οι εχθροί νόμιζαν ότι θα τον γονάτιζαν αλλά αυτός έσπευσε να προλάβει την κακία των αντιπάλων του. Αποδέχτηκε το άδικο που του επέβαλλαν σαν να ήταν κρυπτογραφημένο κάλεσμα. Έτσι είπε στη διεύθυνση της σχολής ότι ήθελε να φύγει από το πανεπιστήμιο και ήθελε να εργαστεί κοντά στον απλό λαό, σαν τεχνικός σύμβουλος, σε κάποιο κρατικό αγρόκτημα. Οι κομμουνιστές συνάδελφοί του το εξέλαβαν σαν «πρωτάκουστη έκφραση αυτοκριτικής». Εκτίμησαν την απόφασή του και του βρήκαν μια καλή θέση σε ένα κρατικό αγρόκτημα στη δυτική Βοημία, με έναν καλό διευθυντή και σε ωραία τοποθεσία, και του έδωσαν μια εξαιρετικά ευνοϊκή συστατική επιστολή.
Η καινούργια κατάσταση γέμιζε με πραγματική χαρά τον Κόστκα σε βαθμό που ένιωθε πως έχει ξαναγεννηθεί.
Το Φθινόπωρο του 1951 στα γύρω χωριά άρχισαν να μιλούν για κάποιο περιπλανώμενο κορίτσι. Μια γυναίκα είπε ότι εμφανίστηκε μπροστά της και της ζήτησε, με κατεβασμένο κεφάλι, ένα κομμάτι ψωμί. Ένας βοσκός έλεγε πως είχε αφήσει πλάι σε ένα κούτσουρο μια φέτα ψωμί με βούτυρο που έτρωγε και ένα δοχείο γάλα και όλα αυτά έγιναν άφαντα, όταν πετάχτηκε για λίγο στο κοπάδι του. Όλες αυτές τις ιστορίες τις άρπαξαν αμέσως τα παιδιά και τις πολλαπλασίασαν με τη φαντασία τους. Η κοπέλα έγινε η προστατευόμενη νεράιδα των παιδιών. Τα παιδιά άφηναν έξω από το χωριό κοντά στο δάσος ένα μικρό δοχείο γάλα, ψωμί και πατάτες, τα οποία έπαιρνε κρυφά την νύχτα η κοπέλα. Όμως αυτό το ωραίο παραμύθι δεν κράτησε. Ο διευθυντής του αγροκτήματος μαζί με τον πρόεδρο της τοπικής Εθνικής Επιτροπής βρήκαν τυχαία, σε έναν μικρό αχυρώνα, ένα βαλιτσάκι που είχε μέσα νεανικά φορέματα. Παραμόνεψαν και όταν ήρθε η κοπέλα την έπιασαν. Η κοπέλα αυτή ήταν η Λουτσία. Τους είπε ότι δούλευε στην Οστράβα και ότι έφυγε από εκεί γιατί δεν άντεχε άλλο. Τελικά έμεινε στην περιοχή αυτή και της έδωσαν δουλειά στο θερμοκήπιο του κρατικού αγροκτήματος. Προϊστάμενός της ήταν ο Κόστκα.
Ο Κόστκα προσπαθεί να βρει τις ομοιότητες και διαφορές χριστιανισμού και κομμουνισμού. Είναι απολύτως βέβαιος ότι ο πνευματικός κλάδος από τη διδασκαλία του χριστιανισμού οδηγεί πολύ πιο φυσιολογικά στην κοινωνική ισότητα και τον σοσιαλισμό. Οι ένθερμοι κομμουνιστές της πρώτης περιόδου ήταν πολύ πιο κοντά στους ζηλωτές της θρησκείας παρά στους βολταιρικούς σκεπτικιστές. Η επαναστατική περίοδος από το 1948 ως το 1956 ήταν η εποχή της μεγάλης πίστης. Οι μαρξιστικές θέσεις έχουν βεβαίως κοσμική καταγωγή, αλλά τους αποδόθηκε σημασία ανάλογη με τη σημασία του Ευαγγελίου και των εντολών της Αγίας Γραφής. Ο κομμουνισμός λειτούργησε σαν θρησκεία, μόνο που η θρησκεία αυτή ήταν σκληρή.
Στο αγρόκτημα, η Λουτσία έγινε αμέσως στόχος μιας περιέργειας που έκρυβε μέσα της μοχθηρία που έχουν μέσα τους οι άνθρωποι για τις νεράιδες που τις έδιωξαν από τα παραμύθια. Τη Λουτσία δεν τη βοήθησε καθόλου ο σιωπηλός χαρακτήρας της. Από την Οστράβα έφτασε ο φάκελός της. Από κει έμαθαν ότι αρχικά δούλεψε μαθητευόμενη κομμώτρια στο Χεμπ. Έπειτα από κάποιο παράπτωμα ηθικής τάξεως πέρασε ένα χρόνο σε αναμορφωτήριο, και από πήγε στην Οστράβα. Στην Οστράβα αποδείχτηκε ικανότατη εργάτρια. Η συμπεριφορά της στην εστία όπου έμενε ήταν υποδειγματική. Αλλά πριν εξαφανιστεί την έπιασαν να κλέβει λουλούδια από το νεκροταφείο, ένα παράπτωμα εντελώς ασυνήθιστο.
Οι πληροφορίες αντί να ρίξουν φως για τη Λουτσία την έκαναν ακόμα πιο αινιγματική. Ο Κόστκα υποσχέθηκε στον διευθυντή του αγροκτήματος ότι θα ασχοληθεί μαζί της, διότι η περίπτωσή της του είχε κινήσει το ενδιαφέρον. Η Λουτσία αφοσιωνόταν στη δουλειά της σιωπηλή. Ήταν ήρεμη και συνεσταλμένη. Στην αρχή ο Κόστκα απέφευγε να τη ρωτήσει οτιδήποτε για να μη νομίσει ότι ήθελε να της κάνει ανάκριση. Άρχισε να της μιλάει αυτός για τα φυτά. Για τα σχέδια που είχαν για να καλλιεργήσουν φαρμακευτικά φυτά στο κτήμα. Την βοήθησε να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της και να αγοράσει ρούχα για τον χειμώνα.
Σαν θρησκευόμενος που ήταν τη ρώτησε μια μέρα αν πιστεύει στον Θεό. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της και του απάντησε πως δεν ξέρει. Την ρώτησε αν ξέρει ποιος ήταν ο Χριστός. Απάντησε ναι, αλλά δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Η Λουτσία δεν είχε ιδέα από πίστη ή απιστία. Ο Κόστκα τη ρώτησε αν θέλει να της μιλήσει για τον Χριστό και αυτή κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Κι αυτός άρχισε να της μιλάει και εκείνη άκουγε. Της έλεγε να αφεθεί στον Θεό με όλο το φορτίο που κουβαλούσε. Έτσι θα νιώσει μεγάλη ανακούφιση. Θα νιώσει ανάλαφρη αν εξομολογηθεί και βγάλει από την ψυχή της την περασμένη της ζωή. Και η Λουτσία άρχισε να μιλάει δειλά δειλά. Έφυγε από την Οστράβα γιατί την συνέλαβαν που έκλεβε λουλούδια από το νεκροταφείο. Γιατί τα έκλεβε τα λουλούδια; Για τον εαυτό της. Αλλά μόνο γι’ αυτό έφυγε από την Οστράβα; Όχι. Θέλησε κάποιος να της κάνει κακό; Ναι. Ποιος ήταν αυτός; Ένας στρατιώτης. Ήθελε να την βιάσει, της τραβούσε τα ρούχα, αλλά αυτή του ξέφυγε και το έβαλε στα πόδια.
Ακόμη, όταν η Λουτσία ήταν δεκάξι χρόνων έκανε παρέα με κάποιους νεαρούς οι οποίοι κάποια φορά βρήκαν την ευκαιρία και τη βίασαν ομαδικά. Επειδή οι νεαροί λειτουργούσαν και σαν συμμορία και έκαναν κλοπές, κάποτε τους συνέλαβε η αστυνομία με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί και η Λουτσία, να γίνει ρεζίλι σε ολόκληρη την πόλη και να καταλήξει για ένα χρόνο στο αναμορφωτήριο. Όλα αυτά τα εξομολογήθηκε η Λουτσία στον θρησκευόμενο Κόστκα και πήρε άφεση αμαρτιών από τον Θεό. Ο Κόστκα επαναλάμβανε συχνά στη Λουτσία ότι έχει συγχωρεθεί από τον Θεό και δεν πρέπει να αυτοβασανίζεται άλλο. Η Λουτσία θεραπεύτηκε. Άρχισε σιγά σιγά να χαμογελάει. Μία ημέρα πλησίασε τον ευεργέτη της για να τον ευχαριστήσει και εκεί που ήταν ολομόναχοι στη φύση, ανάμεσα στις μηλιές, ο Κόστκα ενέδωσε στη σεξουαλικότητά του και συνέβη αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί. Μετά από αυτό το γεγονός άρχισε να αισθάνεται ενοχές και ανάξιος στα μάτια του Θεού.
Κοντά σ’ αυτές τις ενοχές ήρθαν κι άλλα γεγονότα. Οι κεντρικές υπηρεσίες κατασκεύασαν μια πολιτική κατηγορία κατά του διευθυντή του αγροκτήματος και επιπλέον τον κατηγόρησαν ότι περιστοιχίζεται από ύποπτα στοιχεία, όπως ο Κόστκα ο οποίος, όπως έλεγαν οι κατηγορίες, διώχτηκε από το πανεπιστήμιο για απόψεις εχθρικές απέναντι στο κράτος και ήταν και κληρικόφρων αποπάνω. Ο Κόστκα αποδέχτηκε με ανακούφιση τα γεγονότα. Γι’ αυτόν ήταν μια σαφής οδηγία που ερχόταν άνωθεν και η οποία του έλεγε να απομακρυνθεί από την Λουτσία. Η αποστολή του είχε εξετελεσθεί. Ο δρόμος ο δικός του πήγαινε αλλού. Έτσι έφυγε από το αγρόκτημα και έγινε οικοδόμος.
Στη συνέχεια ο Κόστκα συγκρίνει τη δική του ζωή και τη ζωή του Λούντβιχ. Μοιάζουν οι τύχες τους αλλά όμως είναι διαφορετικοί. Είναι τόσο κοντινοί εξωτερικά, αλλά τόσο απόμακροι εσωτερικά.
Ο Κούντερα προσπαθεί με τα λόγια ενός θρησκευόμενου να δείξει τα τρωτά του κομμουνισμού, όπως ο ίδιος προσωπικά τον έζησε. Μέσα στην ψυχή αυτών που επιχειρούν να αλλάξουν τον κόσμο (των κομμουνιστών) δεν βρίσκεται η αγάπη αλλά το μίσος. Παρόλο που αυτό το κεφάλαιο από λογοτεχνικής πλευράς μπορεί να θεωρηθεί αριστούργημα, στερείται τις θεολογικές βάσεις τις οποίες θα έπρεπε να έχει. Ο θρησκευόμενος Κόστκα από την αρχή μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος δεν επισκέπτεται ούτε μία φορά την εκκλησία, αλλά ούτε και εκφράζει την ανάγκη να την επισκεφθεί. Παίρνει διαζύγιο από την γυναίκα του, που ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερή του και την οποία δεν αγαπούσε. Στη συνέχεια συνάπτει σχέσεις εκτός γάμου με μια δασκάλα, η οποία μένει στη διπλανή πόλη. Όλα αυτά, τα οποία δεν στερούν τη λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος, μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ο Κούντερα γνώρισε τον χριστιανισμό εξ αποστάσεως, χωρίς προσωπικά βιώματα, κάτι το πολύ σύνηθες στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στο έβδομο και τελευταίο μέρος, ο Λούντβιχ έχει ήδη εκτελέσει την καταχθόνια αποστολή του στη γενέτειρά του και έχει μάθει από τις αποκαλύψεις του Κόστκα για τη Λουτσία, ποια ήταν στην πραγματικότητα η Λουτσία, η κοπέλα που αγαπούσε όταν ήταν στρατιώτης στη μονάδα ανεπιθυμήτων.
Στην «Ιππασία των Βασιλέων» συναντάει τον Πάβελ Ζεμάνεκ, ο οποίος συνοδευόμενος από την ερωμένη του, μια νεαρή φοιτήτρια, περνάει να πάρει την Έλενα. Ο Ζεμάνεκ, που έχει σπουδάσει Βιολογία, διδάσκει μαρξισμό – λενινισμό στο πανεπιστήμιο. Ο Κούντερα το τονίζει αυτό για να δείξει τον ερασιτεχνισμό των καθηγητών του μαρξισμού, οι οποίοι είχαν αναγορευτεί σε ειδικούς όχι για την επιστημονική τους κατάρτιση αλλά για τις προπαγανδιστικές τους ικανότητες. Ο Ζεμάνεκ, όπως και όλοι οι ήρωες στο Αστείο, είναι μετανιωμένος για το κομμουνιστικό του παρελθόν αφού ομολογεί ότι ήθελαν να σώσουν τον κόσμο αλλά με τον μεσσιανισμό τους κόντεψαν να τον καταστρέψουν. Είναι πολύ άνετος και δείχνει ότι τα ξέρει όλα για τη σχέση του Λούντβιχ και της Έλενας. Ο Λούντβιχ αισθάνεται νικημένος γιατί ο Ζεμάνεκ συγχωρώντας τη μοιχεία της Έλενας εξαγόραζε τη δική του συγνώμη. Ο Λούντβιχ έχει μπροστά του έναν άλλον Ζεμάνεκ και ότι και να του κάνει δεν έχει πια κανένα νόημα και αποφασίζει να απομακρυνθεί από την Έλενα. Η Έλενα νιώθει απελπισμένη και κάνει απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας χάπια. Ευτυχώς τα χάπια δεν είναι παυσίπονα όπως πιστεύει αλλά καθαρτικά.
Το ταξίδι του Λούντβιχ στην γενέτειρά του, που το έκανε για να συντρίψει τον Ζεμάνεκ, τελειώνει με το να κρατάει στα χέρια του τον φίλο του Γιάροσλαβ, ο οποίος κατέρρευσε και είναι συντρίμμια γιατί εξαπατήθηκε από το γιο του Βλάντιμιρ, οποίος δεν δέχθηκε να λάβει μέρος στην Ιππασία των Βασιλέων, διότι την αντιμετώπισε σαν μια ξεπερασμένη και αναχρονιστική γιορτή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Kundera, Milan., Zhert. (Το Αστείο). Πράγα 1967
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – LAROUSSE – BRITANNICA
- Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια – Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό
- Ησαΐα, Νανά.: «Η ταυτότητα». ΤΟ ΒΗΜΑ 09-05-1999
- Χάρης, Γιάννης.:«Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία». ΤΑ ΝΕΑ 20-04-2002
Αφήστε μια απάντηση