Απαντάτε… αλλήλους

Η μαμά φωνάζει στα δυο της παιδιά. Αυτά επιδεικτικά γυρνούν την πλάτη. Η μαμά φωνάζει, αυτά συνεχίζουν να την αγνοούν. Η σκηνή πρέπει να έχει επαναληφθεί άπειρες φορές στην κοινή τους ζωή. Η μαμά αποσύρεται.

Εταιρείες ζητούν την πρόσληψη νέων εργαζομένων. Καλούν υποψηφίους να υποβάλουν τα βιογραφικά τους· όσοι ενδιαφέρονται συμμετέχουν. Και μετά σιωπή. Όσοι δεν ανήκουν στους «τυχερούς», δεν γνωρίζουν εάν ελήφθη καν το βιογραφικό τους.

Εκδοτικοί οίκοι λαμβάνουν καθημερινά χειρόγραφα. Κάποιοι έχουν την ευαισθησία να στείλουν ένα μήνυμα ότι έλαβαν το χειρόγραφο. Οι περισσότεροι δεν το συνηθίζουν, ρίχνουν στο κενό την ελπίδα ότι κάπου μακριά κρύβεται ενδεχομένως ο επόμενος Προυστ ή σίγουρα η αγωνία κάθε ανθρώπου που φαντασιώνεται –έστω και ψευδώς– κάτι για τον εαυτό του.

Είναι και οι αναγνώστες των εφημερίδων. Κάποιοι ενθουσιωδώς στέλνουν μήνυμα στον «αγαπημένο» τους συντάκτη να του εκφράσουν θαυμασμό ή πικρία, θυμό για όσα γράφτηκαν. Και αυτά ίσως μένουν αναπάντητα. Ο συντάκτης, ο αρχισυντάκτης, ο διευθυντής έχει άλλες έγνοιες στο κεφάλι του.

Στις διαπροσωπικές σχέσεις, αυτή η στάση έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας. Το Διαδίκτυο ευνοεί αυτήν τη στάση. Υπάρχουν πολλοί που, αν σε κάτι δεν τους εξυπηρετεί το μήνυμα και κυρίως ο άνθρωπος που τους έχει στείλει, δεν απαντούν ποτέ. Αυτό συμβαίνει μεταξύ φίλων, συνεργατών, ακόμη και σχέσεων που υπήρξαν συναισθήματα. Οταν αλλάξει ο καιρός, η διάθεση, όταν κάτι δεν βολεύει, τότε είναι νομιμοποιημένο από την προσωπική ηθική, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ότι μπορείς κάλλιστα να βυθίσεις το μήνυμα του άλλου, και τελικά τον άλλον, στην αφάνεια.

Γιατί αυτή η τόσο φαινομενικά απλή στάση, που δηλώνει «σε αποφεύγω», «δεν μου είσαι τίποτα, έχω άλλα καλύτερα να κάνω», είναι μια βαθιά επιθετική κίνηση μέσα στην παθητικότητά της; Διότι αναδεικνύει τη σχέση ισχυρού και ανίσχυρου. Γιατί μετατρέπει την επιθυμία για συνάντηση σε άδειασμα και σε χρηστικότητα. Το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσαι αποφασίζει ότι εσύ δεν έχεις πρόσωπο. Σε διαγράφει, σε αγνοεί. Αυτό δημιουργεί θυμό.

Ο λαός λέει ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Εκεί πρέπει να ψάχνουμε το ποιόν του άλλου. Ακόμη και την εποχή που δεν είχε αλώσει το Διαδίκτυο το ήθος της ζωής μας. Οι δικαιολογίες πολλές: «Αν απαντούσαμε, δεν θα κάναμε άλλη δουλειά». Η δημιουργία ενός πάγιου ηλεκτρονικού μηνύματος δίνει πίσω κάτι στον άλλον, έστω μια τυπική απάντηση. Επίσης, πολλοί από αυτούς που διαλαλούν ότι δουλεύουν πολύ και δεν προλαβαίνουν, τις περισσότερες φορές είναι απασχολημένοι με την προσωπική τους ατζέντα –καθόλου αθέμιτο– χρησιμοποιώντας ένα δημόσιο λειτούργημα για άλλους λόγους. Επίσης, επειδή πλέον μπορεί κανείς να το συναντήσει ακόμη και σε ανθρώπους που συνεργάζονται μεταξύ τους, θα έλεγα ότι οδηγούμαστε σε μια ανάλυση βαθύτερης ψυχικής τάξης, ζήτημα θα λέγαμε ανατροφής. Δεν ξέρω αν είναι τόσο διαδεδομένο σε άλλες χώρες, αλλά εδώ γίνεται συνεχώς μια προσπάθεια αποπροσωποποίησης μιας μερίδας του κόσμου. Αφού δεν είσαι «γνωστός» ή χρήσιμος, κανείς δεν σε παίρνει στα σοβαρά, κανείς δεν θα μπει στον κόπο να σου απαντήσει ούτε στη δουλειά, ούτε στις προσπάθειες ανάδειξης ενός πνευματικού έργου, ούτε καν για μια φιλική προσέγγιση. Σε αυτήν τη χώρα, όπου ο σεβασμός είναι λέξη που θα πρέπει να ταξιδέψουμε για να τη φέρουμε, έχουμε μάθει να λειτουργούμε κατ’ ανάγκην, με φόβο. Αγαπάμε επειδή φοβόμαστε μη χάσουμε ή μη χαθούμε. Ανταποκρινόμαστε γιατί ο άλλος μπορεί να είναι σημαντικός για τη δουλειά μας, κάνουμε παρέες γιατί κάποιος θα μας φανεί χρήσιμος, ερωτευόμαστε για να κρύψουμε τα κενά μας και όταν αυτά αναδεικνύονται, τότε προτιμούμε να αφανίσουμε τον άλλον από τη ζωή μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα νέα παιδιά κάνουν τεράστιο αγώνα να γίνουν αναγνωρίσιμα μέσα από τα χιλιάδες talent shows. Μόνο ως τέτοιος επιβιώνεις. Μόνον έτσι σου απαντούν. «Συναντάμε» καθημερινά ανθρώπους που φαίνονται πολύ γοητευτικοί στην εικόνα και στις θέσεις τους, ευαίσθητοι, που μόλις ξύσεις λίγο κάτω από τον ψηφιακό τοίχο ή τις «πλάτες» του τίτλου, θα έρθεις αντιμέτωπος με εκείνα τα δύο μικρά που στέκονται στην παραλία και επιδεικτικά γυρνάνε την πλάτη στην ίδια τους τη μάνα. Η μάνα τα έκανε έτσι. Να τη θυμηθούν μόνο στην ανάγκη τους, όχι στο πρόσωπο που έχει εγκατασταθεί μέσα τους. Στο «πρόσωπο» που τελικά θα αποκτήσουν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Και είναι βέβαιο ότι τα ίδια παιδιά μεγαλώνοντας θα «φτύσουν» και θα «κλωτσήσουν» τη μάνα τους. Θα επιλέξουν να κρυφτούν στην αγκαλιά μεγάλων ισχυρών μανάδων, όπως είναι κολοσσοί εταιρειών, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δημοσιογραφικοί οργανισμοί, εκδοτικοί οίκοι, γκαλερί και μουσεία, ιδιωτικά σχολεία, για να συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο ξανά και ξανά. Με τις πλάτες του ισχυρού brand name και τις ευλογίες της «μαμάς» Συστήματος, θα φαίνονται μπροστά καλά παιδιά και στο γύρισμα του δρόμου σαν αλητόπαιδα θα γκρεμίζουν αυλόπορτες, θα πετάνε τα κόπρανά τους, θα καλύπτουν με θυμό και φθόνο ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τους θρέψει. Γιατί η απάντηση διασώζει την ύπαρξη, εμπεριέχει την Αγάπη.

Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο της Μαριαλένας Σπυροπούλου

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση