Η λογοκρισία των νέων ηθών

Δ​​ύσκολα μπορεί να βρει κάποιος φωτογραφία του Ουίνστον Τσώρτσιλ χωρίς το πούρο του. Μπορεί όμως να την πετύχει στο Λονδίνο, σε μια γιγαντιαία αφίσα έξω από το Winston Churchill’s Britain At War Experience. Εκεί υπάρχει η κλασική φωτογραφία του Βρετανού πρωθυπουργού να κάνει το σήμα της νίκης, μόνο που το πούρο του έχει σβηστεί με τεχνικά μέσα. Αυτή δεν ήταν η μόνη λογοκρισία της ιστορίας που το αντικαπνιστικό κίνημα είχε πετύχει. Τα τσιγάρα εξαφανίζονται από τις φωτογραφίες με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι οι συνεργάτες του Στάλιν.

«Το 2005, το διάσημο τσιγάρο του φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ είχε και αυτό “εξαφανιστεί” από αφίσα της εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, όπως είχε γίνει και με αυτό του Αντρέ Μαλρό το 1996 σε γραμματόσημο των γαλλικών ταχυδρομείων. Τον Ιούλιο, η διαφημιστική εκστρατεία για άρωμα διάσημου γαλλικού οίκου που εμφάνιζε τον Αλέν Ντελόν να καπνίζει, αποσύρθηκε εσπευσμένα και αντικαταστάθηκε με “επεξεργασμένη” εκδοχή της, στην οποία το τσιγάρο είχε σβηστεί από το χέρι του Γάλλου ηθοποιού. Η απόφαση της εταιρείας ελήφθη εξαιτίας των αυστηρών κυρώσεων του νόμου Εβέν, που απαγορεύει κάθε διαφήμιση τσιγάρων ή ειδών καπνού. Ανάλογη λογοκρισία είχε υποστεί και η κλασική ταινία “Ο Θείος μου” του Ζακ Τατί. Σε αφίσα επ’ ευκαιρία της επανέκδοσής της από την κινηματογραφική λέσχη του Παρισιού, εμφανιζόταν ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Ζακ Τατί να καπνίζει αμέριμνος την πίπα του, σήμα κατατεθέν του πρωταγωνιστή της σειράς ταινιών. Υστερα από διαμαρτυρία της διοίκησης του παρισινού μετρό, η αφίσα αποσύρθηκε για να “σβηστεί” η πίπα με ηλεκτρονικά μέσα. Η λέσχη αποφάσισε τελικά να καταργήσει οριστικά τη συγκεκριμένη αφίσα και να την αντικαταστήσει με άλλη, που απεικόνιζε ανεμόμυλους σε κίτρινο φόντο» («Καθημερινή» 16.9.2009). Ο διάσημος ζωγράφος Jackson Pollock εμφανίζεται στα γραμματόσημα των αμερικανικών ταχυδρομείων να ζωγραφίζει χωρίς τσιγάρο στα χείλη· από τη διάσημη φωτογραφία των Beatles στην Abbey Road εξαφανίστηκε το τσιγάρο που κρατούσε ο Paul McCartney· ο παλιός Λούκι Λουκ έχει ένα στάχυ στο στόμα, αντί του τσιγάρου με το οποίο σχεδιάστηκε.

Η Τερέζα ονειρεύεται

Σήμερα η λογοκρισία δεν περιορίζεται στις απεικονίσεις των μανιωδών καπνιστών. Επεκτείνεται σε κάθε έκφραση που το κίνημα της πολιτικής ορθότητας θεωρεί «ιερό και όσιο». Στις αρχές του μήνα μια ιστορικός της τέχνης και φεμινίστρια ξεκίνησε μαζί με την αδελφή της τη συλλογή υπογραφών για να απομακρυνθεί από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης ένας πίνακας του Balthasar Klossowski de Rola, ή Balthus. «Οταν πήγα στο Μουσείο το περασμένο Σαββατοκύριακο, σοκαρίστηκα βλέποντας έναν πίνακα που απεικονίζει ένα νεαρό κορίτσι σε μια πόζα με σεξουαλικά υπονοούμενα. Ο πίνακας του Balthus “Thérèse Dreaming” (Η Τερέζα ονειρεύεται), είναι ένα επιβλητικό πορτρέτο ενός κοριτσιού στην προεφηβεία, που αναπαύεται σε μια καρέκλα με τα πόδια ανασηκωμένα και εμφανές το εσώρουχό της», έγραψε στην έκκληση για τη συλλογή υπογραφών. Η έκκλησή της συνοδεύεται από μια φωτογραφία, που δείχνει μια κρεμασμένη κορνίζα κενή. Αργότερα, αφού ξέσπασε σημαντικός θόρυβος για την έκκλησή της σημείωσε ότι «δεν ζητώ να λογοκριθεί ο πίνακας ή να καταστραφεί. Ζητώ από το Μητροπολιτικό Μουσείο να είναι πιο προσεκτικό στα συμφραζόμενα των εκθεμάτων του. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την απόσυρση του πίνακα ή με την παροχή περισσότερων εξηγήσεων στην περιγραφή του πίνακα. Θα θεωρούσα αυτή την έκκληση επιτυχή αν το Μουσείο έβαζε ένα μήνυμα όπως “κάποιοι επισκέπτες μπορεί να βρουν αυτό το έργο ενοχλητικό, με δεδομένο το πάθος του Balthus για νεαρά κορίτσια”». Και συνέχισε μιλώντας στους New York Times: «Στο κάτω κάτω της γραφής μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που ζητούσε από νεαρά κορίτσια να πάνε στο στούντιό του και να βγάλουν τα ρούχα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις ζωγράφιζε τις κόρες των υπηρετών του. Τι γίνεται με το ερώτημα της συναίνεσης;».

«Εκφυλισμένη τέχνη»

Να σημειώσουμε ότι ο επίμαχος πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 1936 και αυτό επαναφέρει το διαρκές ζήτημα της σύγκρουσης ηθών κάθε εποχής. Οι χριστιανοί κατέστρεφαν τους ελληνικούς (δηλαδή ειδωλολατρικούς ναούς), σεμνότυφοι ακρωτηρίασαν αρχαιοελληνικά αγάλματα, μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς βγήκε στην παρανομία εξαιτίας του ερωτισμού που απέπνεε, συγγραφείς φυλακίστηκαν για τα βιβλία τους, καθεστώτα που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τον «νέο άνθρωπο» και το «νέο ήθος» έκαψαν βιβλία και καλλιτεχνικά έργα ως προϊόντα «εκφυλισμένης τέχνης». Τώρα σημειώνουν οι New York Times ζούμε σε μια εποχή στην οποία «διαρκώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε το ηθικό πλαίσιο παραγωγής οποιουδήποτε πράγματος καταναλώνουμε. Ο καφές πρέπει να παράγεται σύμφωνα με τις επιταγές του δίκαιου εμπορίου, τα ξύλινα πατώματα να είναι από φυτείες δένδρων, τα κοτόπουλα πρέπει να ανατρέφονται και να σφάζονται ανθρωπιστικώς, οι εταιρείες τεχνολογίας χρειάζονται ιστορίες ίδρυσης βουτηγμένες στην αρετή. Οταν το προϊόν είναι τέχνη και η πρώτη ύλη ένα σώμα, είναι προφανώς απορριπτέο». Από την άλλη πλευρά, η φεμινιστική οργάνωση Guerilla Girls έθεσε και ζητήματα ποσοστώσεων στην τέχνη. Πριν από μερικά χρόνια κυκλοφόρησε αφίσες με το προβοκατόρικο ερώτημα: «Πρέπει οι γυναίκες να είναι γυμνές για να μπουν στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης;». Το σκεπτικό τους βασιζόταν στη στατιστική: «Στο τμήμα μοντέρνας τέχνης λιγότερο από το 5% των καλλιτεχνών είναι γυναίκες. Αλλά το 85% των γυμνών είναι γυναικεία».

Η αξιολόγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τα σημερινά ηθικά μέτρα και σταθμά βλάπτει σοβαρά την τέχνη. Με τη μόδα του πολιτικώς ορθού να εξαπλώνεται και με την ταχύτητα που αλλάζουν πλέον οι αντιλήψεις, η μόνη αποδεκτή τέχνη πρέπει να είναι της ημέρας κι αυτή υπό προϋποθέσεις. Σαρκάζαμε παλιότερα ότι «το γιαταγάνι σκότωσε περισσότερους ανθρώπους από το τσιγάρο. Οπότε, μάλλον σε μερικά χρόνια θα βλέπουμε τους αγωνιστές του ’21 να κρατούν ένα τριαντάφυλλο στο σηκωμένο τους χέρι και μία μαργαρίτα στο άλλο, εκεί που τώρα υπάρχει το καριοφίλι (το οποίο, επίσης, σκότωσε πολλούς ανθρώπους). Αν δεν το κάνουμε αυτό, πιθανώς να χρειαστεί στην Εθνική Πινακοθήκη, κάτω από την “Εξοδο του Μεσολογγίου” του Θεόδωρου Βρυζάκη, να αναρτήσουμε την επιγραφή “Το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας προειδοποιεί: τα γιαταγάνια που κρατούν οι φουστανελοφόροι της ελαιογραφίας βλάπτουν σοβαρά την υγεία. Προκαλούν εκούσιους αποκεφαλισμούς”. Ισως να χρειαστεί να αλλάξουμε και το δημώδες που λέει “θα πάρω το τουφέκι μου, τ’ άγιο το καριοφίλι” σε μια πολιτικώς ορθή εκδοχή, όπως “θα πάρω το τουφέκι μου, το βλαβερό το καριοφίλι”» («Οταν η υστερία γράφει ιστορία», «Καθημερινή» 20.9.2009). Ας μην το γελάμε, διότι μπορεί κάποιοι πασιφιστές του μέλλοντος να δουν μια ευκαιρία δημοσιότητας και σε αυτό. Προς το παρόν, ο Αμερικανός συγγραφέας Robert Brumm προσπαθεί να αποδείξει ότι το τραγούδι «I’ m on Fire» του Bruce Springsteen είναι παιδοφιλικό. «Αυτό το τραγούδι μου προκαλεί εφιάλτες», έγραψε.

Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο του κ. Πάσχου Μανδραβέλη

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση