“Η εξομολόγηση” του Σπύρου Πετρουλάκη

ejomologisi«Η εξομολόγηση» του Σπύρου Πετρουλάκη είναι ένα δυνατό βιβλίο κοινωνικού περιεχομένου που με καθήλωσε στην ανάγνωσή του! Διαβάζοντας το θύμωσα, πόνεσα, έκλαψα και αγανάκτησα από τον πόνο και την αδικία που φύλαγε η ζωή για την Ελένη, την κεντρική του ηρωίδα. Η αφήγησή του είναι τόσο μεταδοτική που ένιωσα με όλες μου τις αισθήσεις το δράμα της, ένα δράμα  που αδυνατεί να το συλλάβει και να το χωνέψει ανθρώπου νους.

«Η εξομολόγηση» είναι ένα βιβλίο που όπως προείπα με καθήλωσε και με έκανε να αισθανθώ πολλά και έντονα συναισθήματα. Η ροή του είναι γρήγορη, μιας και η αφήγηση του εκτός του ότι είναι βιωματική είναι και σφιχτοδεμένη, δεν κάνει δηλαδή κάπου κοιλιά ώστε να ανακόψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την συνέχεια της υπόθεσης, η γραφή του καλοδουλεμένη με όμορφα σχήματα λόγου, τα οποία είχαν την δύναμη να μεταφέρουν επιτυχώς όλο τον πόνο και την αδικία αυτής της σοκαριστικής ιστορίας ενώ οι εικόνες-περιγραφές του που υπάρχουν σε μεγάλη έκταση στο κείμενο ήταν όμορφα δοσμένες, πολλές από τις οποίες μάλιστα ήταν δοσμένες κινηματογραφικά -αγαπημένη μου είναι αυτή που η Ελένη παίζει πιάνο στο χιονισμένο βουνό. ήταν μελωδική και άκρως συγκινητική! Οι ανατροπές που συναντάμε στις σελίδες του είναι πολλές και απρόβλεπτες χαρίζοντας έτσι μια πλοκή που δεν σου επιτρέπει να αφήσεις το βιβλίο εύκολα από τα χέρια σου, αφού σε καθηλώνει με τα καταιγιστικά γεγονότα του……………….

Διαβάστε το….. πρόκειται για ένα βιβλίο που θα σας σοκάρει με την ιστορία του, θα σας πονέσει με την ωμότητα του, θα σας συγκινήσει και στο τέλος σίγουρα θα σας λυτρώσει!!

Δήμητρα Κωλέτη (Βιβλιοαναφορές)

Ένα διαφορετικό κοινωνικό μυθιστόρημα, που με έφερε σε σύγκρουση με τον αθώο εαυτό μου και πείστηκα πόσο απάνθρωπες ήταν (και είναι ακόμη) οι καταστάσεις στην επαρχία, ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες. Άβουλες, πιόνια στις ορέξεις του καθενός, χωρίς πρωτοβουλίες, χωρίς έρωτα, χωρίς υπόσταση. Κι όταν αποκτήσουν οικογένεια, γίνονται δεσποτικές, τυραννικές, απαιτητικές. Στην Εξομολόγηση δίνονται βίαιες σκηνές, χωρίς συγκάλυψη και εξωραϊσμό, που με πόνεσαν και με μάτωσαν (η σκηνή του ακρωτηριασμού με συγκλόνισε, δεν περίμενα ποτέ ότι ένας άνθρωπος θα έφτανε σε τέτοιο σημείο απελπισίας που να ακρωτηριάσει… δε λέω τίποτε άλλο, όμως πραγματικά σοκαρίστηκα). Διάβασα μια αλλιώτικη ιστορία που τελικά δεν είχε σκοπό να ομορφύνει τα βράδια μου αλλά να συγκλονίσει τις μέρες μου και να με κάνει να σκεφτώ πόσα πλάσματα υπάρχουν εκεί έξω που χρειάζονται βοήθεια αλλά δεν μπορούν να κραυγάσουν γιατί είναι κλεισμένα γύρω από βουνά αδιαφορίας και ποταμούς σιωπής!…………

Πάνος Τουρλής (τοβιβλίο.net)

Η ιστορία τής ιστορίας

Η γιαγιά μου, από τη μεριά της μάνας μου, η κυρά-Λένη όπως τη φώναζε ο παππούς μου και κατόπιν όλοι, ήταν ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος. Τη σέβονταν στον Πειραιά όπου πέρασε τα μετεφηβικά της χρόνια και κατόπιν στο χωριό που μετακόμισε, το Χαϊδάρι. «Δέκα με δεκαπέντε σπιτάκια είχε το Χαϊδάρι τότε, κι όλα μαζεμένα κοντά κοντά εκεί στο ρέμα, στο Παλατάκι. Χτισμένα μέσα στα Πεύκα στη σκιά του προφήτη Ηλία. Ούτε ηλεκτρικό είχαμε, ούτε δρόμους, τίποτα. Όμως και τίποτα δεν μας έλειπε».

Έτσι ήταν η κυρά-Λένη. Έκανε το σταυρό της και έλεγε Δόξα τω Θεώ, ακόμα και κάτι κακό να συνέβαινε. Στα μάτια μου, όταν ήμουν παιδί, η γιαγιά μου φάνταζε σαν κάτι πολύ μεγάλο. Ένα μέγεθος σπουδαίο, τεράστιο. Που να ήξερα ότι τότε μπορούσα να βλέπω τις ψυχές των ανθρώπων όπως όλα τα παιδιά κι όχι την ύλη; Μου άρεσε να την ακούω, όπως της άρεσε κι εκείνης να λέει ιστορίες. Ιστορίες και τραγούδια. Αμανέδες από την Πόλη και ρεμπέτικα του Μπαγιαντέρα που αγαπούσε τόσο.

Είχε ωραία φωνή η κυρά-Λένη και δυνατή. Όλο το Χαιδάρι την άκουγε όταν έβγαινε στην αυλή και φώναζε: «Σπύροοοο, θα σε σκοτώσω κακομοίρη μου» κι εγώ την άκουγα από την πέρα γειτονιά και μαζευόμουν στο σπίτι σαν τη βρεγμένη γάτα. Πάντα μου τη χάριζε, πάντα τη γλύτωνα με κάποιον μαγικό τρόπο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η επιστροφή στο σπίτι είχε και τα τυχερά της. Όλο και κάποιο ρυζόγαλο μου ξετρύπωνε ή ακόμα καλύτερα κανένα κομμάτι μπακλαβά. Στη χειρότερη, γλυκό νεραντζάκι από τη νεραντζιά της αυλής. Τα απογεύματα ήταν η καλύτερη μου, αφού περιμένοντας τον παππού να γυρίσει από το καφενείο καθόταν στο καρεκλάκι της και άρχιζε τις ιστορίες. Τότε θα ήταν η πρώτη φορά που παρακαλούσα το χρόνο να μην περάσει.

Το δεύτερο μυθιστόρημα μου, «Η Εξομολόγηση», βασίζεται σε ένα κομμάτι της δικής της ζωής και σε γεγονότα που εκείνη μου εξιστόρησε. Ακόμα με συνταράζει η θύμηση για το πώς «έφυγαν» οι γονείς της, για το πώς έζησε μακριά από τον αδελφό της και το δράμα που πέρασε στα χέρια της μητριάς της. Ακόμα με συγκλονίζει η δυστυχία που βίωσε σαν μικρό κορίτσι, δώδεκα μόλις χρονών, αφού αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από το σπίτι και τον τόπο της. Η Εξομολόγηση βασισμένη σε πραγματικά και φανταστικά γεγονότα αποτελεί για μένα ένα φόρο τιμής στη γυναίκα εκείνη που με μεγάλωσε και με δίδαξε.

Η Ελένη της ιστορίας μου, είναι το κορίτσι, η γυναίκα, η μάνα και η γιαγιά με τα πολλά εγγόνια και τα ακόμα περισσότερα δισέγγονα. Η δική μου γιαγιά. Εκείνη με ενέπνευσε και γράφοντας τα κομμάτια της ιστορία της σαν να την ένιωθα να με καθοδηγεί, άλλοτε να με συμβουλεύει κι άλλοτε να με μαλώνει. Πότε πιπέρι, πότε κανέλα. Πήρα τις κουβέντες της και τις ταίριαξα στο χαρτί. Εκείνο που προσπάθησα περισσότερο να μεταφέρω ήταν το συναίσθημα της, ο πόνος στα μελιά της μάτια. Θαρρώ πως αν κοιτάξω το βιβλίο μου από την αρχή, εκεί σε κάποιο μέρος, χωμένα μέσα στις σελίδες κάπου θα υπάρχουν οι ρυτίδες της, οι ζάρες του χρόνου, η προσφυγιά, τα αναπάντητα γιατί της, και σίγουρα το φωτεινό της χαμόγελο. Εκείνο που φώτιζε όλους μας.

Πριν από πολλά χρόνια και έχοντας μετοικίσει πια στην Κρήτη, μακριά από το πατρικό μου σπίτι, μια Κυριακή πρωί, το μαντάτο του θανάτου της με βρήκε μέσα σε ένα Ρεθυμνιώτικο φαράγγι. Κι εκεί πάνω στον άγριο και σκληρό βράχο έσταξαν τα πρώτα μου δάκρυα για το χαμό της.

Σπύρος Πετρουλάκης (στο Ιστολόγιο για το βιβλίο)

Διαβάστε επίσης:

Ερωτηματολόγιο-Συνέντευξη του Συγγραφέα (στο Koukidaki)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση