Ο νόμος του 1922 για τη μετανάστευση

Η ιστορική έρευνα καταδεικνύει ότι δεν αφορούσε τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, αλλά τους προερχόμενους από τον Καύκασο

o-nomos-toy-1922-gia-ti-metanasteysi-561287284

H αυγή του 20ού αιώνα αποτέλεσε καμπή στην Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας και του οράματος για εθνική ολοκλήρωση. Το κοινωνικό άλμα που αντιπροσώπευσε το Κίνημα του 1909 εκφράστηκε με τον διαχωρισμό του πολιτικού κόσμου της χώρας σε «ανορθωτές» και «παλαιοκομματικούς», για να ακολουθήσει ο θρίαμβος των Βαλκανικών Πολέμων. Ο Διχασμός του 1915 ενέτεινε τα πολιτικά πάθη, κορύφωσε το εθνικό σχίσμα και οδήγησε άδοξα στη Μικρασιατική Καταστροφή. Τα κρίσιμα ζητήματα που τέθηκαν κατά την περίοδο αυτή ήταν η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετάβαση στη Μικρά Ασία και τα αίτια της στρατιωτικής ήττας εκεί. Το μέγεθος της τραγωδίας ήταν τέτοιο, ώστε οι κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις (βενιζελικοί, αντιβενιζελικοί), φθάνοντας στα άκρα, επεδίωξαν την ερμηνεία της στάσης που ακολούθησαν κατά την περίοδο αυτή, με σκοπό να ανακηρύξουν εαυτούς «πατριώτες» και τους κομματικούς αντιπάλους «προδότες». Η εκατέρωθεν παράθεση επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων για τις πολιτικές που είχαν υιοθετηθεί συνεχίσθηκε με σφοδρότητα και τα επόμενα χρόνια, ενίοτε με οξύτατη φρασεολογία και το στοιχείο της υπερβολής.

Από πολύ νωρίς έχει αναδειχθεί, καταγραφεί και αναλυθεί στην ελληνική ιστοριογραφία το σύνολο των απόψεων της κάθε πλευράς, όπως και των αλληλοκατηγοριών που εκτοξεύθηκαν. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιχειρηματολογίας που παρουσίασε η βενιζελική πλευρά, και που έλαβε εμβληματική σημασία, ήταν η περίπτωση του νόμου 2870 που ψηφίσθηκε το καλοκαίρι του 1922 από την κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη. Σύμφωνα με το άρθρο 1, απαγορευόταν η αποβίβαση στην Ελλάδα ατόμων ομαδικώς αφικνουμένων από την αλλοδαπή, στην περίπτωση που δεν διέθεταν θεωρημένα διαβατήρια ή νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα. Η χρονική εγγύτητα με την επελθούσα τον Αύγουστο του 1922 καταστροφή στη Μικρά Ασία οδήγησε στη μάλλον εύλογη απόφανση περί εσκεμμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας, προκειμένου να αποτραπεί ο μικρασιατικός ελληνισμός από τη διαφυγή του στη μητροπολιτική Ελλάδα! Εκτοτε, η συγκεκριμένη θεωρία έχει διαδοθεί και αναπαράγεται ευρέως ως αναπόσπαστο κομμάτι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Νεότερη αρχειακή έρευνα στην υπηρεσιακή αλληλογραφία εμπλεκομένων φορέων και υπουργείων ανατρέπει αυτή τη θεωρία και αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια ακολουθία γεγονότων των οποίων η αφετηρία εντοπίζεται κατά το 1919.

Ο Ποντιακός Ελληνισμός της Νότιας Ρωσίας

Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν αναγκαστεί σε προσφυγοποίηση ή βίαιη μετακίνηση ήταν, πρωτίστως, Θράκες και Μικρασιάτες που από το 1914 είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, Μικρασιάτες που είχαν εκτοπισθεί στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Πόντιοι που το 1917 μετακινήθηκαν προς τα ρωσικά εδάφη του Καυκάσου. Ολοι αυτοί οι πληθυσμοί, μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, επιζητούσαν την επιστροφή στις εστίες τους.

Η ελληνική κυβέρνηση οργάνωσε το καλοκαίρι του 1919 την αποστολή αρμοδίων του υπουργείου Περιθάλψεως, προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση στην περιοχή του Καυκάσου, στην οποία από το 1917 περίπου 85.300 Ελληνες από τον Πόντο αναζήτησαν καταφύγιο. Ηδη το 1919, οι 8.000 είχαν επιστρέψει στις εστίες τους, άνω του 10% είχε αποβιώσει, οπότε απέμεναν περίπου 65.000 πρόσφυγες στα ρωσικά εδάφη. Το υπουργείο Περιθάλψεως αποφάσισε να επέμβει βοηθώντας στην παλιννόστησή τους, ενώ θα παρείχε επί έξι μήνες περίθαλψη στους 35.000 εξ αυτών που ήταν άποροι. Ταυτόχρονα, έγινε αντιληπτό ότι μεταξύ αυτών αλλά και του ποντιακού στοιχείου που είχε εγκατασταθεί στη Ρωσική Αυτοκρατορία χρόνια πριν, υπήρχε μια κρίσιμη μάζα άνω των 100.000, οι οποίοι επιθυμούσαν να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου σκέφθηκε ότι αυτή η προοπτική αποτελούσε έναν ιδανικό τρόπο για να αναπληρώσει τους Θράκες και Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στη Μακεδονία από το 1914 και οι οποίοι πύκνωσαν το εκεί ελληνικό στοιχείο, αλλά πλέον επιθυμούσαν την παλιννόστησή τους.

Ως εκ τούτου, τον Αύγουστο του 1919 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τη σύσταση ιδιαίτερης υπηρεσίας στο υπουργείο Περιθάλψεως υπό τον Νικόλαο Καζαντζάκη. Τα προβλήματα όμως που παρουσιάστηκαν περιέπλεξαν την κατάσταση. Η παλιννόστηση των προσφύγων του 1914 προς Θράκη και Μικρά Ασία, αντιμετώπιζε την άρνηση της οθωμανικής κυβέρνησης να τους επιτρέψει την επάνοδο. Στον Πόντο, ήδη από τα μέσα του 1919, η επιστροφή ήταν δυνατή μόνο στα παράλια, καθώς στην ενδοχώρα επικρατούσε αναρχία. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, η οικονομική κατάσταση σταδιακά άρχισε να επιδεινώνεται, ενώ η στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία απαιτούσε σταθερά την αφιέρωση σημαντικών πόρων.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες τον Απρίλιο του 1920, ανατέθηκε στον διπλωμάτη Κωνσταντίνο Ρέντη να περιοδεύσει στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας, προκειμένου να εισηγηθεί την οριστική πολιτική για τους εκεί Ελληνες. Επιστρέφοντας, ο Ρέντης τηλεγράφησε στον Βενιζέλο ενημερώνοντας για την ανάγκη λήψης μέτρων, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Τα μέτρα ταύτα είναι απαραίτητα όπως ανακοπή το μεταναστευτικόν ρεύμα το τείνον να μεταβάλη μέγιστον μέρος των εν Ρωσσία Ελλήνων εις πρόσφυγας. Διότι το ζήτημα των εν Ν. Ρωσσία Ελλήνων, εν τη κυρίως βάσει του, υπήρξεν ελάχιστα προσφυγικόν και τα μέγιστα μεταναστευτικόν. Ο Ελληνισμός δεν καταδιώκεται και αν δυσφορή λόγω της καταστάσεως, βεβαίως υποφέρει ολιγώτερον ή κατά την διάρκειαν του πολέμου».

Τον επόμενο μήνα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε οριστικά να περιορίσει τα αρχικά σχέδια. Τον Οκτώβριο, θα έπαυε η παροχή περίθαλψης (ιατρική φροντίδα, παροχή τροφίμων), ενώ στους 12.000 ήδη αφιχθέντες Καυκάσιους θα προστίθεντο 27.000 που είχαν απόλυτη ανάγκη και θα επιτρεπόταν επιπλέον η μετανάστευση στην Ελλάδα μόνο: «εις όσους κατά την υμετέραν εκτίμησιν έχουσι τα μέσα συντηρήσεώς των διά τρίμηνον τουλάχιστον και με ρητήν επί των διαβατηρίων δήλωσιν ότι ουδεμίαν περί συντηρήσεως ή εγκαταστάσεώς των ευθύνην φέρει η κυβέρνησις».

o-nomos-toy-1922-gia-ti-metanasteysi2
Παιδιά μεταναστών και προσφύγων από τον Καύκασο, που διαμένουν προσωρινά σε καταυλισμό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης, στη φροντίδα τους συμβάλλει και ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός.

Απροειδοποίητες αφίξεις χιλιάδων προσφύγων

Παρά την κυβερνητική αλλαγή τον Νοέμβριο του 1920, η μεταφορά Καυκασίων στην Ελλάδα συνεχίστηκε. Τον Μάρτιο του 1921, όμως, και μετά την επιστράτευση για τις κλιμακούμενες επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, μοιραία διεκόπη η διαδικασία. Εως τότε είχαν μεταφερθεί συνολικά περίπου 70.000 Καυκάσιοι γεωργοί, εγκαθιστάμενοι κυρίως στη Μακεδονία. Η στρατιωτική αποτυχία για καθυπόταξη του Κεμάλ και η δεινή οικονομική κατάσταση που επικράτησε δεν άφηναν περιθώρια για επανάληψη στο εγγύς μέλλον μιας παρόμοιας επιχείρησης αιμοδότησης του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία. Το Αναγκαστικό Δάνειο του Μαρτίου 1922 διοχετεύθηκε στη διατήρηση του επιστρατευμένου στρατού στη Μικρά Ασία και Θράκη.
Από τον Απρίλιο του 1922 διεφάνη μια ευκαιρία συνεννόησης με τη σοβιετική κυβέρνηση για την αποκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση, ενήμερη για την άθλια κατάσταση μέρους των εκεί Ελλήνων, αποφάσισε να επέμβει με την αποστολή κλιμακίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και επιτόπου μεταφορά τροφίμων. Ωστόσο, στη νότια Ρωσία το επισιτιστικό πρόβλημα, η απελπιστική κατάσταση όσων δεν κατάφεραν να μεταφερθούν στην Ελλάδα και οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν από το μπολσεβικικό καθεστώς ώθησαν τους ομογενείς σε αναζήτηση λύσεων απελπισίας. Απροειδοποίητα, άρχισε η άφιξη στη Θεσσαλονίκη χιλιάδων προσφύγων. Οι ίδιοι είχαν ναυλώσει ατμόπλοια, των οποίων οι κυβερνήτες, επιδιώκοντας το εύκολο κέρδος, δεν δίσταζαν να τους μεταφέρουν δίχως να κατέχουν επικυρωμένα ταξιδιωτικά έγγραφα.
Παρ’ όλες τις εγκυκλίους διαταγές που εξέδωσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες για απαγόρευση κατάπλου στους ελληνικούς λιμένες ατμοπλοίων που μετέφεραν Καυκασίους, το β΄ δεκαήμερο του Μαΐου 1922 σημειώθηκαν χιλιάδες νέες αφίξεις. Το πρόβλημα ήταν οξύτατο, καθώς μεταξύ των επιβατών, οι οποίοι μεταφέρονταν υπό άθλιες συνθήκες, είχαν αναπτυχθεί μεταδοτικές ασθένειες. Οι χιλιάδες πρόσφυγες θα έπρεπε πρώτα να απομονωθούν και να απολυμανθούν (ώστε να μην κινδυνεύσει η δημόσια υγεία), να αναρρώσουν ανακτώντας τις δυνάμεις τους, προκειμένου αργότερα να εξεταστεί η οριστική αποκατάστασή τους.

Στις 31 Μαΐου η κυβέρνηση υπέβαλε επείγον νομοσχέδιο και στις 11 Ιουνίου ψηφίσθηκε από την Γ΄ Συντακτική Συνέλευση ο νόμος 2870 που δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουλίου 1922. Κατά τη διαδικασία, δεν σημειώθηκε αντίδραση των Φιλελευθέρων πολιτικών, ούτε και εκτός του Κοινοβουλίου. Μόνον ορισμένες αντιπολιτευόμενες εφημερίδες δημοσίευσαν μεμονωμένα και δίχως συνέχεια επικριτικά άρθρα. Πάντως, ήταν ξεκάθαρο πως ο νόμος ψηφίσθηκε ως έσχατο μέτρο αντιμετώπισης της άναρχης έλευσης προσφύγων από τον Καύκασο.

Οι κρατικές υπηρεσίες φρόντισαν για το απαιτητικό έργο της περίθαλψης των προσφύγων, στις τάξεις των οποίων σημειώθηκαν πολλοί θάνατοι. Πάντως, στις αρχές Αυγούστου, άρχισε η προώθησή τους προς εγκατάσταση σε περιοχές όπως το Αίγιο και το Αγρίνιο. Στο β΄ δεκαήμερο του Αυγούστου όμως, η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου προκάλεσε μια νέα ασύλληπτου μεγέθους ανθρωπιστική κρίση, με την έλευση σταδιακά περίπου 1.400.000 προσφύγων, και το δράμα  των Καυκασίων Ελλήνων πολύ σύντομα πέρασε στη λήθη. Ο νόμος του Ιουλίου 1922 διεπλάκη με την τραγωδία των νέων προσφύγων και με τις εντάσεις ενός ανακυκλούμενου Εθνικού Διχασμού.

Το γεγονός

Ο νόμος 2870/1922 απαγόρευε την ομαδική έλευση στην Ελλάδα ανθρώπων χωρίς νόμιμα έγγραφα. Στο πλαίσιο των πολέμων προπαγάνδας κατά τον Εθνικό Διχασμό, διατυπώθηκε η άποψη ότι η αντιβενιζελική κυβέρνηση στρεφόταν εναντίον του μικρασιατικού ελληνισμού. Η σύγχρονη έρευνα δείχνει ότι o νόμος υιοθετήθηκε πριν από την ήττα στη Μικρά Ασία και αφορούσε τους Ποντίους πρόσφυγες από τη Νότια Ρωσία.

* O κ. Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας του βιβλίου «Πρόσφυγες, Οικονομία & Νομοθεσία κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία: Ο επίμαχος Νόμος». 2870/1922 “Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής”», Αθήνα, 2020.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση