ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ

 

Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της προκλήσεις και προβλήματα. Όμως υπάρχουν εποχές με εμφανείς αναλογίες με κάποιες άλλες. Κάτι πέτοιο παρατηρούμε να συμβαίνει ανάμεσα στην εποχή μας και  σε αυτή των Τριών Ιεραρχών (330μ.Χ. γέννηση Μ. Βασιλείου – 407 θάνατος αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου): πόλεμοι, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές συγκρούσεις, ιδεολογική σύγχυση αλλά και αντιπαλότητα,  θρησκευτικές διαμάχες.

Οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες με αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά: κορυφαία μόρφωση, καθαρότητα βίου, ακατάβλητη θέληση, ακάματη δραστηριότητα, επίμονη άσκηση, γνησιότητα πίστης, ανιδιοτέλεια αγάπης και προσφοράς στον συνάνθρωπο. Σημάδεψαν την εποχή τους με την πολύπλευρη παιδεία τους, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους δράση, την ευρύτητα του πνεύματος τους και την κριτική τους στάση απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.

Αυτό το τελευταίο σημείο, όμως έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε λεπτομερέστερα. Το θέμα αυτό μπορεί να διερευνηθεί από δύο πλευρές:

Α) πώς οι ίδιοι διαχειρίστηκαν την άσκηση εξουσίας, αφού και οι τρεις κατείχαν επισκοπικό αξίωμα και

Β) πώς στάθηκαν απέναντι στην εξουσία της εποχής τους.

Σχετικά με το πρώτο:

  1. Και οι τρεις όχι μόνο δεν επιθύμησαν και δεν επεδίωξαν την ανάληψη αξιωμάτων, αλλά αντίθετα προσπάθησαν, όσο μπορούσαν, και αυτά να τα αποφύγουν, αλλά και τις τιμές που ήθελαν οι άνθρωποι να τους αποδώσουν εξαιτίας της ηθικής τους ακεραιότητας και της αέναης προσφοράς τους στην κοινωνία αλλά και γενικότερα για τις ηγετικές τους ικανότητες.
  2. Όταν εν τέλει παρά τη θέλησή τους ανέλαβαν την θέση του επισκόπου, ο Μ. Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στη Ναζιανζό και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως, έκαναν τα πάντα, για να υπηρετήσουν τον λαό, να τον εξυψώσουν πνευματικά με τη διδασκαλία τους και τα γραπτά τους και να τιμήσουν το αξίωμα που τους ανατέθηκε. Για παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος έχτισε την Βασιλειάδα, πόλη φιλανθρωπίας: δημόσιο νοσοκομείο, κατοικίες ιατρών, πτέρυγες για τους λεπρούς και για τους πάσχοντες από επιδημίες, τους οποίους ο ίδιος περιποιείται. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την άλλη, πουλάει τα πολύτιμα αντικείμενα και έπιπλα του οικήματος της Αρχιεπισκοπής, διακόπτει τα πλούσια επίσημα δείπνα και εξοικονομεί χρήματα για συσσίτια για 7000 φτωχούς καθημερινά.
  3. Δεν θεώρησαν τη θέση του επισκόπου ως ευκαιρία επιβολής, εγωιστικής εξουσίας, αυτοπροβολής ή πλουτισμού. Πέθαναν πάμφτωχοι χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο και χωρίς να ευνοήσουν κανένα συγγενή τους ή άτομο του περιβάλλοντός τους.
  4. Επειδή δεν επεδίωξαν να καταλάβουν κάποιο αξίωμα αλλά τους ανατέθηκε σχεδόν αναγκαστικά, ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να το εγκαταλείψουν χωρίς κανένα δισταγμό. Ίσα -ίσα το επιθυμούσαν, για να επιτρέψουν στην ησυχαστική άσκηση και την προσπάθεια τους να πλησιάσουν τον Θεό. Ειδικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν διέκρινε κάποια αμφισβήτηση ή καχυποψία να υποβόσκει εναντίον του από άλλους επισκόπους, πριν καν αυτή ακόμη να εκδηλωθεί ανοικτά, παραιτήθηκε από τη θέση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τη στιγμή μάλιστα που είχε επιτύχει το τεράστιο έργο της αποκατάστασης της Ορθοδοξίας στην εκκλησία της Βασιλεύουσας. Τα λόγια του ήταν συγκλονιστικά: «Δεν αγάπησα τον θρόνο και να είστε σίγουροι, τον αποχαιρετώ με χαρά.»

Για το δεύτερο τώρα θέμα:

Πώς δηλαδή στάθηκαν οι ίδιοι απέναντι στην πολιτική εξουσία της εποχής τους. (το πολίτευμα της εποχής ήταν η απόλυτη μοναρχία, ο Αυτοκράτορας διοικούσε και νομοθετούσε με τη βοήθεια μιας αυστηρά οργανωμένης υπαλληλικής τάξης και του στρατού).

Απέναντί λοιπόν, σ’ αυτή την πολιτική εξουσία και οι τρεις στάθηκαν ως άξιοι και υπεύθυνοι υπηρέτες του λαού: τιμούσαν τους άρχοντες, όταν πρόσφεραν στον λαό, για το καλό του οποίου συνεργάζονταν μαζί τους, έμεναν όμως σταθεροί και ακλόνητοι απέναντι σε άδικες και τυραννικές αποφάσεις τους.

Εύγλωττο παράδειγμα αποτελεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Αρχιεπίσκοπος έγινε αδυσώπητος ελεγκτής κάθε παρανομίας και αυθαιρεσίας. Αυτό έγινε αιτία να δημιουργήσει φοβερούς εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ίδια η Αυτοκράτειρα Ευδοξία, την οποία κατέκρινε αυστηρά για την πολυτελή ζωή της αλλά και επειδή ιδιοποιήθηκε έναν αμπελώνα που αποτελούσε το μόνο περιουσιακό στοιχείο μιας φτωχής χήρας. Ο λαός επιδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Ιεράρχη, τον οποίο κυριολεκτικά λάτρευε, γιατί έβλεπε πως η θαρραλέα στάση του είχε περιορίσει την απληστία των ισχυρών της εποχής. Οι εχθροί του όμως κατάφεραν και τον εξόρισαν δύο φορές, τη δεύτερη φορά (404 μ.Χ.) μάλιστα, αφού μέσα από αφάνταστες κακουχίες περπάτησε άρρωστος σε τόπους δύσβατους και απόκρημνους στη ορεινή Αρμενία, άφησε την τελευταία πνοή δοξάζοντας τον Θεό μέσα από την ψυχή του.

Από την άλλη στην ιστορία έχει μείνει ο διάλογος του Μ. Βασιλείου με τον έπαρχο Μόδεστο: «Είμαστε πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε, όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως, πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, δεν υπολογίζουμε τίποτα, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο.»

Και στη συνέχεια:

  • Δήμευση της περιουσίας δεν φοβάμαι. Εξάλλου δεν έχω καμιά περιουσία. Κάποια βιβλία υπάρχουν μόνον και κάποια παλιά ράκη.
  • Αλλά ούτε και η εξορία με τρομάζει, γιατί η γη στην οποία κατοικώ δεν είναι ιδιοκτησία μου. Πάροικος είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο και περαστικός.
  • Οι βασανισμοί πάλι δε με πτοούν, γιατί το αδύνατο κορμί μου δε θα τους αντέξει.
  • Όσο για τον θάνατο… Αυτόν, λέγει, τον θεωρώ ευεργέτη, διότι “οὗτος θᾶττον πέμπει με πρός Θεόν, ᾧ ζῶ, καί πολιτεύομαι, καί τῷ πλείστῳ τέθνηκα, καί πρός ὃν ἐπείγομαι πόρρωθεν”.
  • Συγκλονιστική είναι και η κατακλείδα της απάντησης του Μεγάλου Βασιλείου: “Πῦρ δέ καί ξίφος καί θῆρες, λέγει, καί οἱ τάς σάρκας τέμνοντες ὂνυχες τρυφή μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν ἢ κατάπληξις. Πρός ταῦτα ὓβριζε, ἀπείλει, ποίει ὃ,τι ἂν ᾖ βουλομένῳ σοι, τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς”. (φωτιά και ξίφος και άγρια ζώα και τα μεταλλικά νύχια απόλαυση είναι για μας μάλλον και όχι τρόμος. Για όλα αυτά φέρσου αλαζονικά, φοβέριζε, κάνε ό,τι θέλεις, απόλαυσε την εξουσία σου. Ας τα ακούσει αυτά και ο Βασιλιάς.)
  • Ο έπαρχος μένει άφωνος: «κανείς μέχρι τώρα δεν μίλησε με τόσο θάρρος μπροστά μου»
  • Και η απάντηση: «Γιατί δεν συνάντησες ποτέ αληθινό επίσκοπο.»

 Συμπέρασμα:

Οι άγιοι τρείς Ιεράρχες παρά την απόσταση που μας χωρίζει από αυτούς και την εποχή τους, αποτελούν αληθινά πρότυπα για τους νέους, τους εκπαιδευτικούς αλλά και για τους ηγέτες κάθε εποχής. Ας σταματήσουμε λοιπόν τις αλληλοκατηγορίες και τη μετάθεση ευθυνών για τις ποικίλες παθογένειες της εποχής μας και ας αξιοποιήσουμε τα πρότυπα που γενναιόδωρα μας προσφέρει η ιστορία του έθνους μας και της πίστης μας.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση