ὁ Κανών
ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ,
ᾠδὴ α’
Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας.
Ημέρα της Ανάστασης! Ας λάμψουμε λαοί από το φώς της! Σήμερα έχουμε Πάσχα, το Πάσχα του Κυρίου, διότι από τον θάνατο στην ζωή και από την γη στον ουρανό ο Χριστός ο Θεός μετέφερε εμάς που ψάλλουμε πανηγυρικά για τη νίκη Του!
Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως, Χριστὸν ἐξαστράπτοντα, καί, Χαίρετε, φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ᾄδοντες.
Ας καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας και θα δούμε με το απρόσιτο φως της ανάστασης τον Χριστό να αστράφτει και θα τον ακούσουμε να λέει δυνατά «Χαίρετε!» εμείς που ψάλλουμε πανηγυρικά για τη νίκη Του!
Οὐρανοὶ μὲν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δὲ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δὲ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καὶ ἀόρατος, Χριστὸς γὰρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος.
Να χαρούν επάξια οι ουρανοί και η γη να αγαλλιάσει, να εορτάσει ο κόσμος ολόκληρος και ο ορατός και ο αόρατος, διότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, γεγονός που αποτελεί ουράνια χαρά μας.
ᾠδὴ γ’
Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου τερατουργούμενον, ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγήν, ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα.
Ας πιούμε νέο ποτό, που δεν πήγασε θαυματουργικά από τον άγονο βράχο, αλλά από του Χριστού τον τάφο από τον οποίο ανάβλυσε πλούσια πηγή αφθαρσίας. Σ’ Αυτόν είμαστε καλά στερεωμένοι.
Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τά καταχθόνια, ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται.
Τώρα τα πάντα έχουν γεμίσει με φως και ο ουρανός και η γη και τα έγκατα αυτής, ας εορτάσει λοιπόν όλη η κτίση την Ανάσταση του Χριστού, στην οποία έχει στερεωθεί γερά.
Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστὲ συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι, συνεσταυρούμην σοι χθὲς αὐτὸς με συνδόξασον Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.
Χθες ενταφιαζόμουν μαζί Σου, Χριστέ, σήμερα που ανασταίνεσαι, ανασταίνομαι κι εγώ, χθες σταυρωνόμουν μαζί Σου, εσύ ο ίδιος λοιπόν δόξασε και μένα, Σωτήρα μας, στην βασιλεία Σου.
ᾠδὴ δ’
Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ, στήτω μεθ’ ἡμῶν καὶ δεικνύτω, φαεσφόρον Ἄγγελον, διαπρυσίως λέγοντα, Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος.
Ο προφήτης Αββακούμ ας σταθεί μαζί μας στη θεϊκή (πνευματική) σκοπιά και ας μας δείξει τον ολοφώτεινο Άγγελο ο οποίος φλογερά διακηρύττει: Σήμερα συντελέστηκε η σωτηρία του κόσμου, διότι αναστήθηκε ο Χριστός ως παντοδύναμος.
Ἄρσεν μέν, ὡς διανοῖξαν, τὴν παρθενεύουσαν νηδύν, πέφηνε Χριστός, ὡς βρωτὸς δέ, ἀμνὸς προσηγόρευται, ἄμωμος δέ, ὡς ἄγευστος κηλῖδος, τὸ ἡμέτερον Πάσχα, καὶ ὡς Θεὸς ἀληθής, τέλειος λέλεκται.
Αρσενικό παιδί από τη μια, που διάνοιξε την παρθενική μήτρα, φανερώθηκε ο Χριστός, επειδή όμως προσφέρεται (στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας) ως εσθιόμενος, ονομάστηκε αμνός, αμόλυντος βέβαια, αφού δεν έχει πείρα ηθικού μολυσμού (αμαρτίας), το δικό μας Πάσχα (πέρασμα προς την αθανασία) και ως Θεός αληθινός, έχει κληθεί τέλειος.
[…]
Ὁ θεοπάτωρ μὲν Δαυΐδ, πρὸ τῆς σκιώδους κιβωτοῦ ἤλατο σκιρτῶν, ὁ λαὸς δὲ τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος, τὴν τῶν συμβόλων ἔκβασιν, ὁρῶντες, εὐφρανθῶμεν ἐνθέως, ὅτι ἀνέστη Χριστὸς ὡς παντοδύναμος.
Ο κατά σάρκα πρόγονος του Χριστού ο Δαυίδ, μπροστά από την κιβωτό της Διαθήκης, που αποτελεί σκιά και προτύπωση της Εκκλησίας, πηδούσε από άφατη χαρά. Ο άγιος όμως λαός του Θεού (η Εκκλησία) καθώς βλέπουμε την πραγματοποίηση των συμβολισμών (της Παλαιάς διαθήκης σχετικά με την έλευση του Μεσσία και την σωτηριώδη Ανάσταση Του) ας χαρούμε με θεϊκή αγαλλίαση, διότι αναστήθηκε ο Χριστός ως παντοδύναμος.
ᾠδὴ ε’
Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος, καὶ ἀντὶ μύρου τὸν ὕμνον προσοίσομεν τῷ Δεσπότῃ, καὶ Χριστὸν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον, πᾶσι ζωὴν ἀνατέλλοντα.
Ας εγερθούμε από τον ύπνο, πριν την αυγή, και αντί για το μύρο (των Μυροφόρων) ας προσφέρουμε στον Δεσπότη την δοξολογία μας, και θα δούμε τον Χριστό, τον ήλιο της δικαιοσύνης, να ανατέλλει σε όλους μας τη ζωή.
Τὴν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ ᾋδου σειραῖς, συνεχόμενοι δεδορκότες, πρὸς τὸ φῶς ἠπείγοντο Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον.
Την άπειρη Σου ευσπλαχνία, οι σειρές των νεκρών στον Άδη, βλέποντας με συγκλονισμό, βιάζονταν να φτάσουν στο φως, Χριστέ, με χαρούμενο βήμα, πανηγυρίζοντας για το αιώνιο Πάσχα (το πέρασμα προς την αθανασία).
Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίῳ, καὶ συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον.
Ας πλησιάσουμε με τις λαμπάδες μας, τον Χριστό που εξέρχεται από το μνήμα, σαν νυμφίος (γαμπρός) και ας γιορτάσουμε μαζί με τις πανηγυρίζουσες τάξεις των Αγγέλων το σωτήριο Πάσχα του Θεού.
ᾠδὴ ς’
Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καὶ τριήμερος ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου.
Κατέβηκες στα κατώτερα μέρη της γης και συνέτριψες αιώνια δεσμά που κρατούσαν καθηλωμένους (τους νεκρούς στον Άδη) και αφού έμεινες τρεις ημέρες στον τάφο, όπως ο Ιωνάς εντός του κήτους, αναστήθηκες και βγήκες έξω από αυτόν.
Φυλάξας τὰ σήμαντρα σῷα Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεῖς τῆς Παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου, καὶ ἀνέωξας ἡμῖν, Παραδείσου τὰς πύλας.
Αφού διαφύλαξες ακέραιες τις σφραγίδες του τάφου, Χριστέ μας, αναστήθηκες, εσύ που άφησες ανέπαφες τις σφραγίδες της παρθενίας της Θεοτόκου (άφησες άθιχτη την παρθενία της Θεοτόκου) κατά την γέννηση Σου, και μας άνοιξες διάπλατα τις πύλες του Παραδείσου.
Σῶτέρ μου τὸ ζῶν τε καὶ ἄθυτον, ἱερεῖον, ὡς Θεός, σεαυτὸν ἑκουσίως, προσαγαγὼν τῷ Πατρί, συνανέστησας, παγγενῆ τὸν Ἀδάμ, ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου.
Σωτήρα μας, προσέφερες ηθελημένα τον εαυτό Σου, το ζωντανό και αδύνατον να θυσιαστεί , ως Θεός, σφάγιο, και ανέστησες μαζί Σου τον Αδάμ και όλο το ανθρώπινο γένος, με την εκ του τάφου ανάσταση Σου.
ᾠδή ζ’
Ὁ Παῖδας ἐκ καμίνου ῥυσάμενος, γενόμενος ἄνθρωπος, πάσχει ὡς θνητός, καί διά πάθους τὸ θνητόν, ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν, ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων, Θεός καί ὑπερένδοξος.
Αυτός που έσωσε από το φλογισμένο καμίνι τους τρείς παίδες, αφού έγινε άνθρωπος, πάσχει ως θνητός και με το πάθος Του ενδύει με ομορφιά αθανασίας την θνητή μας φύση, αυτός που αξίζει να ευλογείται μοναδικά, ο υπερένδοξος Θεός των Πατέρων μας.
Γυναῖκες μετά μύρων θεόφρονες, ὀπίσω σου ἒδραμον, ὃν δέ ὡς θνητόν, μετὰ δακρύων ἐζήτουν, προσεκύνησαν χαίρουσαι ζῶντα Θεόν, καὶ Πάσχα τὸ μυστικόν σοῖς Χριστέ Μαθηταῖς εὐηγγελίσαντο.
Οι πιστές και ευσεβείς γυναίκες με μύρα έτρεξαν πίσω Σου, και ενώ αναζητούσαν με δάκρυα κάποιον θνητό, απρόσμενα προσκύνησαν με χαρά τον ζωντανό Θεό και ανήγγειλαν την χαρμόσυνη είδηση του μυστικού Σου Πάσχα.
Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν ᾋδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων, Θεόν καὶὑπερένδοξον.
Εορτάζουμε του θανάτου τη νέκρωση και της εξουσίας του Άδου την συντριβή, την έναρξη άλλης ζωής, αιώνιας, και πηδώντας από χαρά υμνούμε τον αίτιο αυτής της νέας ζωής, αυτόν που αξίζει να ευλογείται μοναδικά, τον υπερένδοξο Θεό των Πατέρων μας.
Ὡς ὄντως ἱερά καί πανέορτος, αὕτη ἡ σωτήριος, νύξ καὶ φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας, τῆς Ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος, ἐν ᾗ τό ἄχρονον φῶς, ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν.
Αλήθεια πόσο σεβαστή και πανηγυρική είναι αυτή η σωτηριώδης νύχτα και πόσο φωτεινή, αυτή που προαναγγέλλει την ακτινοβόλο ημέρα της Αναστάσεως, κατά την οποία το άχρονο φως, (ο Χριστός) εξόρμησε με το σώμα του από τον τάφο εκπέμποντας σε όλους εκτυφλωτικό φως.
ᾠδὴ η’
Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτῶν ἑορτή, καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Αυτή είναι η εκλεκτή και η αγία ημέρα, η πρώτη μετά το Σάββατο (η Κυριακή) η βασίλισσα και η πιο σημαντική από τις ημέρες, η εορτή των εορτών και το πανηγύρι των πανηγυριών, κατά την οποία ευλογούμε τον Χριστό και τώρα και για πάντα.
Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος τῆς θείας εὐφροσύνης, ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες αὐτόν, ὡς Θεόν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Εμπρός ας συμμετάσχουμε στη θεϊκή χαρά κοινωνώντας το νέο κρασί (την Θεία Κοινωνία), κατά την ξεχωριστή αυτή ημέρα της Αναστάσεως, υμνώντας Αυτόν, ως Θεό τώρα και για πάντα.
Ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου Σιὼν καὶ ἴδε, ἰδοὺ γὰρ ἥκασί σοι, θεοφεγγεῖς ὡς φωστῆρες, ἐκ δυσμῶν καὶ βοῤῥᾶ, καὶ θαλάσσης, καὶ ἑῴας τὰ τέκνα σου ἐν σοὶ εὐλογοῦντα, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Σήκωσε, Σιών (η Εκκλησία ως η νέα Ιερουσαλήμ), τα μάτια σου και κοίταξε γύρω σου, να! έχουν έρθει τα παιδιά σου, ακτινοβόλα σαν πηγές φωτός, από τη δύση και τον βορρά και από τη θάλασσα και την ανατολή προς εσένα ευλογώντας τον Χριστό τώρα και για πάντα.
Πάτερ παντοκράτορ, καὶ Λόγε, καὶ Πνεῦμα, τρισὶν ἑνιζομένη, ἐν ὑποστάσεσι φύσις, ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε εἰς σὲ βεβαπτίσμεθα, καὶ σὲ εὐλογοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Πατέρα μας, εξουσιαστή των πάντων και Λόγε (Χριστέ μας) και Άγιο Πνεύμα, μία φύση με τρεις υποστάσεις, υπερούσιε (υπερβαίνει κάθε κτιστή ουσία) και υπέρθεε, στο Όνομά Σου έχουμε βαπτισθεί και σε ευλογούμε τώρα και για πάντα.
ᾠδὴ θ’
ὁ α’χορὸς
Στίχ. Μεγάλυνον, ψυχή μου, τόν ἐθελουσίως παθόντα καί ταφέντα καί ἐξαναστάντα τριήμερον ἐκ τάφου.
Δόξαζε, ψυχή μου, Αυτόν που με τη θέλησή Του έπαθε και ετάφη και αναστήθηκε την τρίτη ημέρα από τον τάφο.
ὁ εἱρμὸς
Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε, Χόρευε νῦν, καὶ ἀγάλλου Σιών, σὺ δὲἁγνή, τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇἐγέρσει τοῦ τόκου σου.
Λάβε το φώς, Εκκλησία, εσύ που είσαι η νέα Ιερουσαλήμ, διότι η δόξα του Κυρίου, εμφανίσθηκε μπροστά σου, χόρευε και νιώσε άπειρη χαρά, και συ, αγνή Θεοτόκε, να ευφραίνεσαι για την ανάσταση του τέκνου σου.
Στίχ. Χριστός τό Καινόν Πάσχα, τό ζωόθυτον θῦμα, ἀμνός Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν κόσμου.
Ο Χριστός μας είναι το καινούργιο Πάσχα (το πέρασμα προς την αθανασία) αυτός που θυσιάστηκε , το πρόβατο του Θεού που βαστάζει την αμαρτία του κόσμου.
Ὢ θείας, ὢ φίλης, ὢ γλυκυτάτης σου φωνῆς, μεθ’ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ, ἐπηγγείλω ἔσεσθαι, μέχρι τερμάτων αἰῶνος Χριστέ, ἣν οἱ πιστοί, ἄγκυραν ἐλπίδος, κατέχοντες ἀγαλλόμεθα.
Ω πόσο θεϊκή και αγαπημένη και γλυκύτατη είναι η φωνή Σου, Χριστέ! Μας υποσχέθηκες αδιάψευστα ότι θα βρίσκεσαι μαζί μας μέχρι το τέλος των αιώνων. Εμείς οι πιστοί χαιρόμαστε κρατώντας σφιχτά αυτή την υπόσχεση ως επιβεβαίωση της ελπίδας μας.
ὁ β’χορὸς
Στίχ. Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καί χαίρει, ὅτι Χριστός ἀνέστη καί ῞ᾼδης ἐσκυλεύθη.
Σήμερα όλη η Δημιουργία χαίρεται και ευφραίνεται, διότι ο Χριστός αναστήθηκε και ο Άδης λεηλατήθηκε.
Ὢ θείας, ὢ φίλης, ὢ γλυκυτάτης σου φωνῆς,…
ὁ α’χορὸς
Δόξα Πατρί…
Στίχ. Μεγάλυνον, ψυχή μου, τῆς τρισυποστάτου καί ἀδιαιρέτου Θεότητος τό κράτος.
Δόξαζε, ψυχή μου, τη δύναμη τῆς τρισυποστάτου καί ἀδιαιρέτου Θεότητος
Ὢ Πάσχα τὸ μέγα, καὶ ἱερώτατον Χριστέ, ὢ σοφία καὶ Λόγε, τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου.
Ω το μέγιστο και ιερώτατο Πάσχα, Χριστέ μας, ω σοφία και Λόγε, και δύναμη του Θεού, δώσε ώστε να κοινωνήσουμε με Εσένα πιο ανάγλυφα (=ζωντανά) στην αιώνια ημέρα της βασιλείας Σου.
ὁ β’χορὸς
Καὶ νῦν…
Στίχ. Χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε, χαῖρε, εὐλογημένη, χαῖρε, δεδοξασμένη· σός γάρ Υἱός ἀνέστη, τριήμερος ἐκ τάφου.
Χαίρε, Παρθένε, χαίρε, χαίρε, ευλογημένη και δοξασμένη· διότι ο Υἱός σου αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα.
Καταβασία
ὁ α’χορὸς
Στίχ. Ὁ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ· ῾Αγνή, Παρθένε χαῖρε, καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, ὁ σός Υἱός ἀνέστη, τριήμερος ἐκ τάφου.
Ο Άγγελλος φώναζε στη κεχαριτωμένη· ῾Αγνή, Παρθένε χαῖρε, καί πάλιν θα πω χαῖρε, διότι ο Υἱός σου αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα.
Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε, Χόρευε νῦν, καὶἀγάλλου Σιών, σὺ δὲ ἁγνή, τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇἐγέρσει τοῦ τόκου σου.
Λάβε το φώς, Εκκλησία, εσύ που είσαι η νέα Ιερουσαλήμ, διότι η δόξα του Κυρίου, εμφανίσθηκε μπροστά σου, χόρευε και νιώσε άπειρη χαρά, και συ, αγνή Θεοτόκε, να ευφραίνεσαι για την ανάσταση του τέκνου σου.
Ἦχος β’
Σαρκὶ ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης, Ἀδὰμ ἐγείρας ἐκ φθορᾶς, καὶ καταργήσας θάνατον, Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας, τοῦ κόσμου σωτήριον.
Αφού Εσύ ο Βασιλιάς μας και Κύριος μας κοιμήθηκες σωματικά ως θνητός, Αναστήθηκες την τρίτη ημέρα, υψώνοντας τον Αδάμ από την φθορά, και καταλύοντας τον θάνατο, αυτό ειναι το Πάσχα που έσωσε τον κόσμο και του χάρισε την αθανασία.