Αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας 180 χρόνια πριν

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ

Από την κρίση των Ιμίων κι έπειτα, η Τουρκία αμφισβητεί την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας επί βραχονησίδων, νησίδων, αλλά και κατοικημένων νησιών. Κι όμως. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με τέτοιου είδους διεκδικήσεις.

Από το 1815 οι Βρετανοί είχαν υπό τον έλεγχό τους τα Επτάνησα. Σχεδόν αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, το Λονδίνο διακήρυξε ότι όλα τα νησιωτικά εδάφη του Ιονίου Πελάγους, κατοικημένα και ακατοίκητα, ακόμα και εκείνα που εφάπτονταν των ακτών της Πελοποννήσου, ανήκαν στη Βρετανία. Η βρετανική πλευρά χρησιμοποιούσε ένα νομικίστικο επιχείρημα: ελληνικά ήταν μόνο εκείνα τα νησιά που αναφέρονταν ονομαστικά στις ιδρυτικές συνθήκες του ελληνικού κράτους – δηλαδή η Εύβοια, οι βόρειες Σποράδες και οι Κυκλάδες. Αντίθετα, στα μη κατονομαζόμενα νησιά, όπου κι αν βρίσκονταν αυτά, η Ελλάδα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Βέβαια, αν κάποιος έπαιρνε τοις μετρητοίς τη βρετανική επιχειρηματολογία, θα έπρεπε να καταλήξει στο (παράλογο) συμπέρασμα ότι η Σαλαμίνα, η Αίγινα, η Υδρα ή οι Σπέτσες δεν ήταν τμήματα της ελληνικής επικράτειας, αφού δεν μνημονεύονταν στις συνθήκες.

Σταδιακά, οι βρετανικές διεκδικήσεις επικεντρώθηκαν σε δύο νησιά που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου: τη Σαπιέντζα και την Ελαφόνησο. Ειδικά για την Ελαφόνησο, το ενδιαφέρον των Βρετανών αυξήθηκε κατακόρυφα στο τέλος του 1839, όταν αντιλήφθηκαν ότι στο νησί, το οποίο μέχρι τότε θεωρείτο ακατοίκητο, είχαν εγκατασταθεί περίπου 50 Ελληνες υπήκοοι που ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με την κτηνοτροφία. Επιπλέον, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους το είχε επισκεφθεί ο βασιλιάς Οθων, ενώ παράλληλα βρισκόταν υπό ανέγερση κτίριο που θα στέγαζε ελληνικό τελωνείο. Η βρετανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε έντονα, απαιτώντας τη διακοπή κάθε ενέργειας που αμφισβητούσε την υποτιθέμενη δική τους κυριαρχία επί της Ελαφονήσου. Ομως η Αθήνα αγνόησε το βρετανικό διάβημα.

Το 1841 οι Βρετανοί επανήλθαν στις αιτιάσεις τους. Αφορμή αποτέλεσε η απόφαση του νομάρχη Λακωνίας να θέσει την Ελαφόνησο υπό καθεστώς υγειονομικής καραντίνας προκειμένου να αποτραπεί η εξάπλωση στην Πελοπόννησο μιας μολυσματικής ασθένειας, την οποία εικαζόταν ότι είχαν φέρει στο νησί Κρητικοί ναυτικοί. Ομως οι διαμαρτυρίες του Λονδίνου έπεσαν και πάλι στο κενό. Η ελληνική κυβέρνηση δεν κάμφθηκε και συνέχισε να ασκεί τα δικαιώματά της επί της Ελαφονήσου, όπου βρίσκονταν εγκατεστημένες ελληνικές λιμενικές αρχές και κυμάτιζε η ελληνική σημαία.

Νέα ένταση δημιουργήθηκε στις αρχές του 1849, όταν ένα πλοίο που είχε σαλπάρει από τη Ζάκυνθο με προορισμό τα Κύθηρα ναυάγησε κοντά στην Ελαφόνησο. Σε αυτό επέβαιναν και πέντε Επτανήσιοι που οδηγούνταν από τους Βρετανούς στα Κύθηρα ως εξόριστοι. Οι ελληνικές αρχές του νησιού περιέθαλψαν όλους τους ναυαγούς. Ομως ειδικά στους πέντε Επτανήσιους πρόσφεραν τη δυνατότητα παραμονής στο ελληνικό έδαφος, ώστε να αποφύγουν την εξορία. Οι πέντε αποδέχθηκαν την προσφορά, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Λονδίνου, το οποίο κατηγόρησε την Αθήνα για δήθεν παραβίαση της βρετανικής κυριαρχίας επί της Ελαφονήσου. Οι βρετανικές αιτιάσεις παρέμειναν δίχως αποτέλεσμα, καθώς η ελληνική πλευρά αρνήθηκε να υποχωρήσει. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 1849 η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε εκτενές υπόμνημα στη βρετανική, με το οποίο απαντούσε σημείο προς σημείο σε όλη τη βρετανική επιχειρηματολογία που είχε αναπτυχθεί επί δεκαετία.

Το ζήτημα της κυριότητας των δύο μικρών νησιών διευθετήθηκε οριστικά, αφού μεσολάβησε ένα θερμό ελληνοβρετανικό επεισόδιο. Στις αρχές του 1850, με αφορμή (και) τη διένεξη για την Ελαφόνησο και τη Σαπιέντζα (υπήρχαν κι άλλοι λόγοι), ισχυρή βρετανική ναυτική μοίρα επέβαλε αποκλεισμό στις ελληνικές ακτές, αξιώνοντας την αποδοχή των βρετανικών αξιώσεων από την πλευρά της Ελλάδας. Επρόκειτο για μια χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής της «διπλωματίας της κανονιοφόρου». Ομως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως ήλπιζαν οι Βρετανοί. Η Ελλάδα δεν υποχώρησε, ενώ βρήκε συμπαράσταση από τις υπόλοιπες δύο προστάτιδες δυνάμεις της, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Λονδίνο ήταν τελικά εκείνο που ανέκρουσε πρύμναν, αναγνωρίζοντας τελικά την ελληνική κυριαρχία επί των δύο νησιών.

* Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επ. καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του «Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εδαφικής ολοκλήρωσης, 1821-1923» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση