Θανάτω θάνατον…

“Ως προς εμέ θάνατος δεν υπάρχει” Νίκος Εγγονόπουλος
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Τέχνη θα πει να κρύβουμε την οντολογική μας άγνοια, την υπαρξιακή μας ένδεια με αισθητικό τρόπο. Ένα παράδειγμα: “Χριστός Ανέστακας μωρέ παιδιά”! Μ’ αυτή την μεγεθυντική, λεκτική υπερβολή, τη λέξη “Ανέστακας” – όπως λέμε “μεθύστακας” – ο Κρητικός παπάς του Καζαντζάκη σαλπίζει θριαμβικά το χαρμόσυνο γεγονός. Δεν του φτάνει το παραδοσιακό “Χριστός Ανέστη”. Το βρίσκει πολύ τυπικό. Θέλει κάτι καινούργιο, αχρησιμοποίητο, εκρηκτικό. Κι έτσι με το “Ανέστακας” ανασταίνει τη γλώσσα την ίδια μέσα από μια ιδιοκατασκευή έμφορτη συμπαραδηλώσεων. Επειδή η γλώσσα ανήκει μεν σε όλους αλλά και στον καθένα χωριστά. Κι επειδή οι κανόνες της μπορούν να διαφοροποιηθούν ή να αρθούν από όλους μας αλλά και από τον καθένα χωριστά. Έτσι ώστε η “μεταφυσική” μιας αμετάβλητης γλώσσας να εγκαταβιοί μόνο στα μυαλά των επαγγελματιών – γλωσσοαμυντόρων ενώ η “φυσική” της να σαλεύει λυγερή αλλάζοντας συνεχώς στο στήθος κάθε ποιητή.
Κι εγώ όσο το σκέφτομαι, ο θάνατος, ως ένα σύμπτωμα της ύπαρξης κι αυτός, δεν έχει καμία, μα καμία σημασία. Ο θάνατος είναι κι αυτός μια λέξη. Αφού, ούτως ή άλλως, θρασομανάει η ζωή ακάθεκτη, ακατανίκητη, ακατασίγαστη από πάντα και από παντού… Πριν από όλα. Άχρονη, ακέραιη, ακατάτμητη. Ένα σύμπαν, μύρια σύμπαντα που στροβιλίζονται αναπαράγοντας διαρκώς τον εαυτό τους σε μιαν αποθέωση της αιώνιας ζωής – ενέργειας που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Σαν την αγάπη. Την αγάπη που μηδενίζει την θνητότητα ή τη μιζέρια των εγωπαθών σχέσεων καταργώντας με το φως της τον αδιέξοδο ναρκισσισμό των εμπλεκομένων. (Μήπως, τελικά, θάνατος είναι η αδυναμία ν’ αγαπήσεις);
Σε τρόπον ώστε ο θάνατος να καταντάει ένα ασήμαντο επεισόδιο, ένα συμβεβηκός της ζωής. Αναπόσπαστο κομμάτι και μια ακόμη εκδοχή της. Ευτυχισμένοι λοιπόν όσοι υπήρξαμε, όσοι ζήσαμε, όσοι ζούμε, όσοι θα ζήσουμε στη καρδιά αυτής της θαυμαστής, πυρακτωμένης ενέργειας, στον μεγάκοσμο και τον μικρόκοσμο της. Έτσι ώστε ο προσωπικός, ο ασήμαντος χρόνος κι ο βίος μας ο πεπερασμένος να τήκονται χαρμόσυνα σαν τον μολυβένιο στρατιώτη μέσα στη συμπαντική φωτιά κι ο θάνατος μας να μην έχει καμία σημασία….
Όθεν προσδοκώ ανάστασιν σώματος αφού είναι τα σώματα που σώζουν τις ψυχές. Το σώμα, το κάθε ανθρώπινο σώμα, το κορμί καλύτερα, πιο γήινη, υλική λέξη, είναι ένας κόσμος που συχνά δεν μας φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να εξερευνήσουμε. Το σώμα, κάθε σώμα, είναι ένα ταξίδι, μια περιπέτεια, ένα άλλοθι, μια αφορμή, η κρυμμένη πλευρά του φεγγαριού, η σύγκρουση, η απογείωση, η φυγή, εκείνο το καράβι που θα πάρουμε για να φτάσουμε σε όση αθανασία δικαιούμαστε ή αντέχουμε. Το λύτρο που καταθέτουμε σταθερά για κάθε λεπτό ευτυχίας. Το ιλαρό πένθος μέσα στον ευώδη κήπο του Παραδείσου.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Το κορμί…δηλαδή η ψυχή μας. Κυριευμένο από εκείνη τη μοναξιά που καταργείται αποκλειστικά με την μοναξιά του άλλου. Την αγαπημένη επιδερμίδα, το πιο πολύτιμο ρούχο που ντύνει διάφανα την όποια πληγή της ψυχής. Ο έρωτας για το σώμα που είναι πυρετός χωρίς νόσο και έκπαγλη τρέλα που ωστόσο λάμπει από υγεία. Ο έρωτας, άλλη μορφή αθανασίας αυτός. …”Θε να νηστεύω το φιλί ώσπου να με φιλήσεις” τραγουδάει το Άσμα Ασμάτων κι εγώ σκέφτομαι πως χαϊδεύοντας εξημερώνεται η αφή.
Ας τελειώνουμε λοιπόν με την μικροαστική – μικρονοϊκή θλίψη για την “αδικία” του θανάτου αφού κι ο ίδιος είναι απλά ένα επεισόδιο ζωής. Αυτό ας είναι η εκδίκηση μας. Κι ας κάνουμε τη θλίψη χαρμολύπη όχι γι’ αυτό που φεύγει αλλά γι’ αυτό που έρχεται. Επειδή ακόμα και με τον θάνατο (μας) κάτι καινούργιο, κάτι τρομαχτικά διαφορετικό επισυμβαίνει. Καταθέτοντας
– ευτυχισμένοι τελικά για ό τι ζήσαμε – την προσωπική μας ζωή στην πυρκαγιά της αιώνιας ζωής που κατακαίει χωρίς όμως να καίγεται από την απαρχή των αιώνων. Για την ζωή που επιμένει να υπάρχει ακόμη κι όταν φαίνεται να τελειώνει! Για θανάτους ( και Ιδιαίτερα ατομικούς, δηλαδή περιπτωσιακούς) να μιλούμε τώρα;
Έστω κι αν ο Μαξ Βέμπερ υποστήριζε πως δεν ζούμε για να ευτυχήσουμε αλλά για να πεθάνουμε, ο θάνατος μας μπορεί να είναι ένα είδος ανάστασης. Αφού τον περιμένει με αγαλλίαση, τον θάνατο μας, “η άμετρη γύρω φύση”. Όθεν δεν τρέφω φόβο για τον θάνατο αλλά μάλλον περιέργεια. Μη βρίσκοντας τίποτα μακάβριο σ’ αυτόν. Κι ελπίζοντας πως στο τέλος θα με εκπλήξει.
Η ζωή, όταν καθίσταται αβίωτη, είναι ο πραγματικός θάνατος. Και για να μιλήσουμε με τον τρόπο του Μπέκετ, ο θάνατος, σπλαχνικός, δεν καταδέχεται να υποσχεθεί άλλη ζωή από την ιδιόρρυθμη δική του. Όπως κι η σιωπή σιχαίνεται την αφωνία, κατά βάθος, του λόγου. Αφού, εν τέλει, όλοι ζούμε αθάνατοι μέσα στον θάνατο μας. Το μόνο μας “απόκτημα” που θα υπάρχει για πάντα… Και κάτι τελευταίο: Ο θάνατος είναι η τελευταία απόδειξη – ευκαιρία για αγάπη. Ας προσθέσουμε λοιπόν έναν ακόμη μακαρισμό στους ήδη υπάρχοντες: Μακάριοι όσοι πεθαίνουν αγαπώμενοι!
ΥΓ 1. “Το είδος μας έχει ξεπηδήσει μέσα στην τελευταία απειροελάχιστη διάρκεια της τεράστιας ιστορίας αυτού του σύμπαντος και απ’ ό,τι φαίνεται θα έχει ένα ακόμα μεγαλύτερο σε διάρκεια μέλλον, το οποίο μπορεί να μας περιλαμβάνει, ή και όχι. Ποιά θα μπορούσε να είναι η σημασία μας σε αυτά τα πλαίσια; Η προσπάθεια να βρούμε τη θέση μας, να ανακαλύψουμε τη σχετικότητά μας, μπορεί να μοιάζει με ένα μνημειώδες αστείο…”
( Caleb Scharf “Η Κληρονομιά του Κοπέρνικου”, εκδ. Ροπή, μτφ. Γρ. Πανουτσόπουλος – Θεμ.Τσαλίκιας)
ΥΓ 2. Και κάτι που αφορά στα καθ’ ημάς. Τί είναι πιο δύσκολο, να απομυθοποιήσεις την παράδοση καθιστώντας την φολκλόρ και τρώγοντας λ.χ κρέας κατά την περιφορά του Επιταφίου ή να επαναφορτίσεις την, αποδυναμωμένη, πνευματικότητα της; Η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρες πένθους αλλά και χαρμολύπης. Διαθέτουν μοναδική, πνευματική διάσταση. Είναι αντιαισθητική οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Ομοίως είναι ανόητο να χαρίζουμε την ποίηση των ημερών αυτών αποκλειστικά στο ιερατείο και τους θρησκόληπτους. Δηλαδή τους επαγγελματίες του υπερβατικού. Διαπράξαμε την ίδια ηλιθιότητα εγκαταλείποντας την πολιτική αποκλειστικά στους πολιτικούς. Σε επαγγελματίες αριστερούς ή δεξιούς αδιάφορο. Σε τεχνοκράτες και τραπεζίτες.
Η εξορθολογισμένη, εκ του πονηρού, ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης αποτελεί τον καρκίνο του πλανήτη. Σήμερα υφιστάμεθα με την πανδημία κάποια από τα συνεπακόλουθα αυτής της ισοπέδωσης. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δούμε ολόκληρο το κάδρο αποφεύγοντας την μονοδιάστατη ερμηνεία των συστημικών της πληροφορίας. Αυτή εδώ η φιλόξενη γωνιά των “Νέων Εποχών” ξεχωρίζει για τον νηφάλιο πλουραλισμό της. Επειδή η ανάσταση, όπως κι αν την αντιλαμβάνεται ο καθένας, είναι μία δυνατότητα ανοιχτή… Λοιπόν καλό, ελληνικό Πάσχα!

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση