Λογοτέχνες για τον ιό που κατοικεί εντός μας

 ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 01.03.2020  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ισως δεν υπάρχουν συγκλονιστικότερες αναφορές για αρρώστιες που θέριζαν σωρηδόν ανθρώπους από εκείνες στα βιβλία –μυθιστορήματα αγωνιώδη και τρομακτικά–, μαθήματα για τους διαύλους μετάδοσης βιολογικών και ηθικών λοιμώξεων, ανεκμετάλλευτες πηγές γνώσης σε έναν διαδικτυωμένο κόσμο όπου οι ειδήσεις κυκλοφορούν ταχύτερα από τους ιούς, πραγματικούς ή πνευματικούς, και τα λοιμώδη σωμάτια, τα παράσιτα, με το αεροπλάνο.

Ακόμη και στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και του αυτοματισμού, των εκτυπωμένων οργάνων, των εμφυτευμένων εντός μας νανομηχανών, των επιστημονικών οπλοστασίων που παράγουν ταχέως αντίδοτα, οι επιδημίες παραμένουν μια παραλυτική απειλή. Ως προϊόντα των παρεκτροπών, των εκτός φυσικών ορίων πρακτικών των έμβυων όντων, των πολυσύνθετων κύκλων ζωής, αλλά και των νησίδων αρτηριοσκληρωτισμού, αυταρχισμού και κοινωνικής ανωριμότητας, αναπαράγονται αέναα. Δεν υπάρχει στη λογοτεχνία των νεότερων χρόνων θεός που τιμωρεί με λοιμούς τους διεφθαρμένους ηγέτες και τους έκλυτους υπηκόους, όπως στην αρχαία ελληνική, ρωμαϊκή και μεσαιωνική γραμματεία, ωστόσο και στα σύγχρονα έργα εξακολουθεί το κακό να έχει και μια ηθική βάση: συνοδεύει τον πόλεμο, την εθνική αναξιοπρέπεια, την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, την πνευματική ήττα.

Για τον Λουκρήτιο («Περί της φύσεως των πραγμάτων»), το κακό γιγαντώνεται από τον τρόμο και τη θλίψη του πνεύματος στην Αθήνα του 430 π.Χ. Η φύση λειτουργεί αφ’ εαυτής, οι θεοί κατοικούν, αδιάφοροι για τις κοσμικές φροντίδες, πέραν των φλεγόμενων υπάρξεων του κόσμου. Για τον Βοκάκιο («Δεκαήμερο»), ο μαύρος θάνατος στη Φλωρεντία του 1300 «θεραπεύεται» με τη φυγή στην ελαφρότητα και στις σαρκικές απολαύσεις. Για τον Μαντσόνι («Οι αρραβωνιασμένοι»), η πανούκλα συμβαδίζει με την κατάρρευση των ηθών και της λογικής στο υπό ισπανική κατοχή Μιλάνο του 1630. Πόλεμος, πείνα, αδρανείς αρχές, χειραγώγηση των πιστών, δεισιδαιμονίες, λιτανείες που εντείνουν τη μετάδοση της νόσου, κυνήγι του αποδιοπομπαίου τράγου, των φανταστικών ανδρών που με δηλητηριώδεις αλοιφές μεταδίδουν την ασθένεια. Για τον Ντάνιελ Νταφόε («Ημερολόγιο της χρονιάς της πανούκλας»), η μεγάλη πανώλη εξαπλώνεται μέσω του μολυσμένου αέρα της περιρρέουσας ηθικής στο Λονδίνο του 1655. Για τον Καμύ, η πανούκλα είναι ο πόλεμος. Στο Οράν της Αλγερίας, η αρρώστια καταργεί τα προσωπικά πεπρωμένα σε έναν κόσμο περίκλειστο, χωρίς σκοπό και μέλλον, σκεπασμένο με την γκρίζα σκόνη της συμφοράς· η πανούκλα είναι το κλειδί για την ερμηνεία μιας ανθρωπότητας σε αταξία, η αλληγορία του κακού, που δεν ηττάται, οπισθοχωρεί και επανεμφανίζεται. Η λοίμωξη είναι μέσα μας.

Στο «Δεκαήμερο», οι νέοι εγκαταλείπουν την πόλη, στους «Αρραβωνιασμένους» την εγκαταλείπουν οι αρχές, αφήνοντας τα ηνία στους νεκροθάφτες και στους οραματιστές στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Ολοι, από τον Θουκυδίδη ώς τον Βοκάκιο και από τον Μαντσόνι ώς τον Καμύ, αποτυπώνουν τις ίδιες παρενέργειες της επιδημίας, την κατάρρευση των κανόνων και τις συθέμελες αλλαγές στον χαρακτήρα των ανθρώπων: Ο φόβος του θανάτου καταστρέφει αξίες, κάνει τους πολίτες απείθαρχους, κυνικούς, βίαιους – άρρωστοι εγκαταλελειμμένοι από τους συγγενείς τους, γυμνές σωροί στοιβαγμένες σε κάρα, πρόχειροι ομαδικοί τάφοι…

Από το «Περί τυφλότητος» του Σαραμάγκου ώς «Το δέρμα» του Κούρτσιο Μαλαπάρτε και την «Καυτή ζώνη» του Ρίτσαρντ Πρέστον κυριαρχεί η πολιτική αλληγορία ως μέσο αποτύπωσης των αδιεξόδων και της κρίσης αξιών. Ο Σαραμάγκου περιγράφει μια κοινωνία που βυθίζεται στο σκοτάδι της τυφλότητας προσβεβλημένη από έναν άγνωστο ιό. Ο στρατός πυροβολεί όποιον επιχειρεί να αποδράσει από το αποκλεισμένο νοσοκομείο, ενώ η εσωτερική απομόνωση, η σκληρή μάχη για την επιβίωση, η σιδηρά επιτήρηση, η χειραγώγηση, σταδιακά αφαιρούν από τους εγκλωβισμένους την ανθρώπινη υπόστασή τους. Τυφλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν, αλλά δεν βλέπουν. Ο Μαλαπάρτε καταδύεται στην ψυχολογία της ήττας, στη χτυπημένη από την πανούκλα Νάπολη του 1943, μια διαλυμένη από τον πόλεμο, τη φτώχεια, τη συναίσθηση του ξεπεσμού Ιταλία, όπου η πάλη (με την αρρώστια) για να ζήσεις λερώνει, διαφθείρει, ταπεινώνει, σε αντίθεση με την πάλη (στον πόλεμο) για να μην πεθάνεις, που συντηρεί «πρόσωπο», αξιοπρέπεια και κουράγια. Ο Πρέστον καταθέτει μια πραγματεία πάνω στην καθοριστική στιγμή που ο ιός Εμπολα ξεφεύγει σκορπώντας τη διάλυση και τη βία. Η ζωή αντιγράφει τη μυθοπλασία. Ή η ανθρωπότητα ξαναζεί σπαράγματα ενός ζόφου που κατατρώει την αξιοσύνη της λογικής, άριστα αποτυπωμένου στα βιβλία.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση