Είχα την τύχη να συναντήσω στη ζωή μου πληθώρα ανθρώπων που με σημάδεψαν, θετικά και αρνητικά. Και οι δύο αυτές αντίθετες επιρροές μας διαμορφώνουν, φέρουμε, όπως λέει και ο όρος που προηγήθηκε, τα σημάδια τους.
Σήμερα, παραμονή μιας μεγάλης μέρας του γένους (είδατε, γράφω γένους μήπως και παρεξηγηθώ αν γράψω έθνους) η μνήμη μου ταξιδεύει επτά και κάτι δεκαετίες πίσω και χρόνια αργότερα από τότε, αλλά συναντώντας ανθρώπους, φίλους ή δασκάλους, που μετέφεραν στη ζωή τους και στη ζωή μου με το παράδειγμά τους τις ανεξίτηλες εμπειρίες του έπους του “40. Σπεύδω να πω ότι ως εκπαιδευτικός, όλων των βαθμίδων πολύ συχνά, κυρίως μετά το “70 έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη, όταν μαθητές μου και φοιτητές μου όχι μόνον δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν χρονικά το έπος της Αλβανίας, αλλά αγνοούσαν ακόμη και το ίδιο το γεγονός. Μικρότερα παιδιά πάντως του Δημοτικού Σχολείου, αστικής προέλευσης, μπέρδευσαν τον αντίπαλο άλλοτε με τους Πέρσες κι άλλοτε με τους Τούρκους!
Επανέρχομαι στις εμπειρίες που με συνοδεύουν μια ζωή. Ημουν πολύ μικρό παιδί αλλά οι μνήμες είναι τόσο έντονες και δεν έχουν να κάνουν, όπως είναι λογικό, με γεγονότα, αλλά με συναισθήματα.
Η πιο έντονη εντύπωση είναι όταν γύρισε από το μέτωπο ο αδελφός της μητέρας μου, ένας γεωργός μορφωμένος τουλάχιστον στην παραγωγική διαδικασία και τις νέες μεθόδους καλλιέργειας (διάβαζε πριν από τον πόλεμο εγχειρίδια στα γερμανικά!).
Είχε επιστρατευθεί και είχε υπηρετήσει στην προκεχωρημένη ζώνη με το ορεινό πυροβολικό, όντας πυροβολητής. Οταν γυρίζοντας με τα πόδια από την Αλβανία πέρασε από την πρωτεύουσα του νομού κατευθυνόμενος στο χωριό της γιαγιάς, όπου είχε τα κτήματά του, ήλθε μέσα στις λάσπες και τις ψείρες στο σπίτι μας. Μπήκε και εκείνος ο ψημένος αγρότης έπεσε σε μια καρέκλα και επί ώρα έκλαιγε σαν το μωρό παιδί μουρμουρίζοντας «μας πρόδωσαν. Νικούσαμε και μας άφησαν σαν ρεμπέτ ασκέρι να γυρίσουμε ξυπόλητοι και ψειριασμένοι». Και τρανταζόταν από λυγμούς.
Δεν έχω ξαναδεί άντρα δύο μέτρα να κλαίει και μάλιστα όταν συνήθως άκουγα στη γειτονιά να λένε «οι άντρες δεν κλαίνε»!
Ηρθαν ύστερα τρομερές μέρες: Κατοχή, Εμφύλιος, εκτελέσεις, εκτελέσεις, εκτελέσεις. Πείνα, φακελώματα, αποκλεισμοί, από τον Αννα στον Καϊάφα. Ομως θα μείνω στον τρόπο και στο ήθος των ανθρώπων της Τέχνης που βίωσαν το Αλβανικό, όπως τα διάβασα και τα μελέτησα στα έργα τους και όπως η τύχη το έφερε να τα ρουφήξω από τα ίδια τους τα λόγια.
Δεν θα εξαντλήσω τη συντυχιά μου. Θα πάρω αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις από το εύρος των πνευματικών λειτουργημάτων.
Θα ξεκινήσω με μια συνάντηση της ζωής μου από τις πλέον πολύτιμες. Μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία από το “40 έως το “55 και έχοντας από τον πατέρα μου ένα πάθος για το θέατρο (εκείνος ήταν ένας φανατικός θεατής!), έβλεπα όλους τους περιοδεύοντες στην επαρχία θιάσους. Εκεί είδα την Κοτοπούλη, τον Μυράτ, τον Ηλιόπουλο, τη Συνοδινού, τον Καλλέργη κ.ά. κι εκεί τους έξοχους λαϊκούς θεατρίνους των ένδοξων και τίμιων μπουλουκιών. Ανάμεσά τους τον Λουκά Μυλωνά και τον Χρέλια, δύο μέγιστους κωμικούς που μετέφεραν αιώνων κώδικες του ευρωπαϊκού λαϊκού θεάτρου (της κομέντια ντελ άρτε, της εξτραβαγκάντζας, του μιούζικ χολ κ.λπ.).
Τον Χρέλια τον πλησίασα αργότερα και συχνά βοήθησε με την πείρα του (συνταξιούχος πια) νεώτερους φίλους ηθοποιούς που άντλησαν πολύτιμες πληροφορίες για την οργάνωση, το ρεπερτόριο και τις εργασιακές σχέσεις.
Ο Χρέλιας, όταν αποδήμησε, άφησε στα παιδιά του τα απομνημονεύματά του με την επιθυμία να τα προλογίσω. Ετσι και έγινε. Εκδόθηκαν από τον Καστανιώτη με πρόλογό μου και εκεί διαβάζουμε, όχι μόνο την έξοχη δράση του στη θεατρική περιφέρεια, αλλά τη συνειδητή και εξαίρετη θητεία του ως μαχητή σε προκεχωρημένες θέσεις στην Αλβανία. Δηλώνει ότι έπρεπε να αποδείξει με πράξεις πόσο συκοφαντικά είναι όσα κυκλοφορούν για τους «θεατρίνους» στα αστικά, αλλά και στα λαϊκά «σαλόνια».
Στο μέτωπο της Αλβανίας υπηρέτησε και ο μέγας πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ο εκλεκτός θεατρικός ποιητής Αγγελος Τερζάκης. Μας κληροδότησε μάλιστα και ένα πυκνό αλλά εξαντλητικό και σαφές χρονικό του αλβανικού έπους, που αν ήμασταν πολιτεία που τιμά τους αγώνες της για ελευθερία και τιμή, έπρεπε να έχει κάθε χρονιά μοιραστεί στα Λύκεια της χώρας, ώστε να μη μας εκπλήσσει η άγνοια των παιδιών μας για τις ηρωικές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας μας.
Ο Τερζάκης δεν γράφει ως ιστορικός. Σημειώνει τα γεγονότα με τη μορφή ημερολογίου, μιας καθημερινής εμπειρίας στην πυρίκαυστη ζώνη. Στο μέτωπο βρέθηκε και ο Γιάννης Τσαρούχης και μνημείωσε σ” ένα σημειωματάριο φτηνό τις εικαστικές του εντυπώσεις. Μ” αυτόν τον τρόπο διέσωσε ένα χρονικό με πορτρέτα συναγωνιστών, ανάμεσα στα οποία και του Οδυσσέα Ελύτη!
Πολλές φορές αυτή η μνημείωση της ιστορικής στιγμής λειτουργεί ως έσχατο αποτύπωμα, αφού τα πρόχειρα πορτρέτα αποτελούν τεκμήρια προλόγου στην αιωνιότητα και πολύτιμα εικαστικά τιμαλφή για αγαπημένα πρόσωπα των μετόπισθεν.
Ετσι θα λειτουργήσουν και οι εικαστικές μνήμες του ποιητή Παπανικολάου που δεν γύρισε ποτέ από το μέτωπο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης που βρέθηκε σε προκεχωρημένη γραμμή πυρός αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε να μεταφερθεί σε κινητό νοσοκομείο και ύστερα στα Γιάννινα. Ομως η ποιητική του συνείδηση λειτούργησε με άκρα ευαισθησία, τόσο ώστε αμέσως μετά τον πόλεμο γράφτηκε το μέγα επικολυρικό του ποίημα «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ένα ηρωικό ρέκβιεμ που μαζί με το έξοχο «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου, άλλου στρατευμένου στο μέτωπο ποιητή και ζωγράφου, αποτελούν δύο μείζονα ποιητικά τεκμήρια για τις βαθιές εγγραφές στη συνείδηση των ευαίσθητων λογοτεχνών μιας μοναδικής ιστορικής θητείας στην τιμή της πατρίδας (λέτε να βρω τον μπελά μου που μιλάω για πατρίδα;).
Ο Ελύτης στο κορυφαίο έργο του «Το άξιον εστί» και σ” ένα από τα αναγνώσματα καταγράφει την τρομερή στην κόψη του ξυραφιού πορεία των ψειριασμένων στρατιωτών στο χιονισμένο μέτωπο ανάμεσα στις βολές των πυροβόλων, στους βομβαρδισμούς των εχθρικών αεροπλάνων και στα βογκητά των τραυματιών, καθώς τους μεταφέρουν μέσα στην καταιγίδα φύσης και μάχης οι τραυματιοφορείς στα πρόχειρα νοσοκομεία στα μετόπισθεν.
Είχα την ευτυχία να συνομιλώ για ώρες για την τέχνη και τη ζωή με τον Μάνο Κατράκη. Και είχα απολαύσει (αν αυτό το ρήμα επιτρέπεται) τις αφηγήσεις του από το μέτωπο. Είχε στρατευτεί με κρητικό λόχο, από κείνους που άφησαν ηρωικές αναμνήσεις στους στρατιώτες της αλβανικής εποποιίας.
Ο Κατράκης ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία ως χορευτής κρητικών χορών. Ετσι, ως μέλος μιας ομάδας κρητών χορευτών, κλήθηκε να συμμετάσχει σε μια παράσταση του «Ερωτόκριτου» που είχε διασκευαστεί για τη σκηνή του Θεάτρου Μαρίκας Κοτοπούλη. Ετσι γοητεύτηκε από το σκηνικό γεγονός και πέρασε στην άλλη όχθη, του θεάτρου, τόσο γρήγορα, ώστε ο πρώτος του ρόλος ήταν στο ίδιο έργο ο Κρητικός που μονομαχεί με τον Ερωτόκριτο. Ο Κατράκης όταν αναφερόταν στο Αλβανικό περιέγραφε τη δράση του σχεδόν με χορευτικούς κώδικες, αφού αυτός, πανύψηλος ντελικανής, εξέφραζε μια θεατρική αισθητική στην κίνηση, που την είχε καταστήσει αισθητική του θεάτρου.
Στο μέτωπο βρέθηκαν ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Τσιφόρος, ο Γιώργος Οικονομίδης που είχε γράψει και τους στίχους του «Κορόιδο Μουσολίνι». Ο δε Σακελλάριος σκετς σατιρικά που κατέβηκαν στην επιθεωρησιακή σκηνή να τα ερμηνεύσουν οι μεγάλες Κοτοπούλη, Κατερίνα, Ντιριντάουα και βεβαίως η έξοχη Δανάη.
Εκαναν όλοι οι άνθρωποι του πολιτισμού το καθήκον τους όπως το έκανε ο Αισχύλος, ο ποιητής του Ακάθιστου Υμνου, ο Χουρμούζης, ο Μαβίλης και στο αντάρτικο ο Ρώτας, ο Μπαχαριάν, ο Ξένος, ο Σεβαστίκογλου, ο Μέμος Μακρής. Και όπως θα το ξανάγραφε ο Ελύτης: «Τώρα τι κάνουμε;».