Χρ. Αλεξάνδρου: Συγχώρεση καί ἐπιείκεια

πηγή: Aντίφωνο

Χρήστος Αλεξάνδρου

 ποιητής ποστρέφεται τόσο τόν θικισμό σο καί τόν κνομικισμό το θους καί τς μπειρίας τς κκλησίας.  Τίμος Μαλάνος παραδίδει τι σέ κάποια συζήτηση, ταν γινε λόγος γιά κείνους πού κάνουν τά μύρια σα καί στό τέλος πεθαίνουν μέ τόν σταυρό στά χέρια,  Καβάφης πάντησε στόν κατήγορο, σως χοντας κατά νον καί τόν αυτό του, ς κολούθως: «Μή τούς ψέγεις – φθάνει πού μετάνιωσαν. Ατή λλωστε εναι  ραιότης τς χριστιανικς θρησκείας»[26]. Μιά ληθινά χριστιανική στάση, γιά τήν ποία  ησος μέ τή σταυρική του θυσία «ξηγόρασε μς κ τς κατάρας το νόμου»[27].  Βενέδικτος γγλεζάκης σχολίασε ατά τά λεχθέντα ς κολούθως: «Καβάφης δέν εναι δυτικός χριστιανός, ρνεται νά μειώσει τήν πίστη στήν θική»[28].

Σέ μιά λλη περίπτωση, τό 1918, ρθρογραφώντας σέ τοπικό περιοδικό γιά τό βιβλίο το καθηγητΓρηγόριου Παπαμιχαήλ κκλησία καί Θέατρο καί παντώντας κατά κάποιο τρόπο στή συζήτηση πού εχε προκύψει γιά τό ν «πιτρέπεται»  χι ο ερωμένοι νά παρευρίσκονται στά θέατρα, ποιητής κλινε πέρ τς παρουσίας τους φέρνοντας διάφορα εστοχα παραδείγματα πό τό παρελθόν. ξαίρεσε βέβαια τά θεάματα κενα πού δέν ταν κατάλληλα γιά τό σχμα τους. Σέ κάποιο σημεο το κειμένου του βρκε τήν εκαιρία νά τονίσει καί τά κόλουθα: «καί μάλιστα γενικότερον – ντελς νεξαρτήτως τς μεταβάσεως κληρικν ες τά θέατρα – κλίνω πέρ τς συχνοτέρας παρουσίας τν ερέων νάμεσά μας. Σέ πολλά ταραγμένα σπίτια  παρουσία των φέρνει κάτι πό τήν παρηγορητικήν κκλησία»[29].  γγλεζάκης πογράμμισε πώς: «Ψυχή πού δέν ασθάνθηκε τή μυστική παράκληση τς κκλησίας, ποτέ δέ θά μποροσε νά γράψει τά λόγια ατά τσι καθώς γραφτήκαν»[30].

Τήν πίστη στήν παρηγορητική δύναμη τς κκλησίας τήν καταθέτει καί σ’ να μελέτημά του τό 1893 μέ τόν τίτλο « ποίησις το κ. Στρατήγη» στό ποο παρουσιάζει καί ναλύει τό περιεχόμενο τς συλλογς το Στρατήγη Νέα Ποιήματα,  ποία κυκλοφόρησε τό προηγούμενο τος. Σέ να χωρίο το μελετήματος μς δηλώνει πώς τό ραιότερο ποίημα τς συλλογς εναι ατό πού ναφέρεται στήν Παναγία καί φέρει τόν τίτλο «Στό Εκονοστάσι». Σχολιάζοντας τό συγκεκριμένο ποίημα ντοπίζει τήν «ρεμβώδη καί μυστική ελάβεια ν τρέφει  λληνικός λαός πρός τήν Μητέρα το Χριστο – ασθημα περ τόν κάμνει νά τενίζ πρός τήν σεπτήν ατς εκόνα ς πρός μέγα σύμβολο τς παρηγορίας· ασθημα περ (παρά τάς φλυαρίας τν πιπολαίων) νυψο, καί νδυναμο, καί τιμ ατόν»[31].

Ασθηση παρηγορις καί συγχώρεσης ποπνέει καί τό ποκηρυγμένο ποίημα «Φωνή πό τήν θάλασσα» (π., σελ. 87). κφράζει τόν καημό τν πνιγμένων πού χάθηκαν καί «πού σάβανό των χουν τόν ψυχρό φρό»,  ποος τούς βολοδέρνει θαφτους καί κλαυτους σέ λα τά μήκη καί πλάτη το πέραντου πελάγους, στερούμενοι τή χριστιανική ταφή καί κηδεία. ν στόν τάφο τους θά τούς φύλαγε  «πανάχραντος σταυρός» καί ο δικοί τους θά τόν περιποιονταν φέρνοντας λουλούδια καί κάθε τόσο κάποιος ερέας «θυμίαμα νά κάψ καί νά π εχή» καί  ψυχή τους θά ναπαυόταν. Τό μοτίβο το χαμένου ναύτη κφράζεται καί στό μικρό ποίημα «Δέησις» (Π. Α΄, σελ. 103, 1898) που  μάνα νάβει κερί στήν Παναγία γιά νά πιστρέψει σος  γιός της:

λλά ν προσεύχεται καί δέεται ατή,

 εκών κούει, σοβαρή καί λυπημένη,

ξεύρωντας πώς δέν θλθει πιά  υός

πού περιμένει.

 δέα το νά «συνέλθει» κάποιος λίγο πρίν τό τέλος τς πίγειας βιωτς του καί μετανοώντας νά ζήσει «μές στήν σφάλεια το Χριστο» πίσης πασχολοσε καί λκυε τόν Καβάφη. Ποιητικά ποτύπωσε ατό τό «μοτίβο» σέ ρκετές περιπτώσεις λλά κυρίως στά ποιήματα «γνατίου τάφος» (Π. Α΄, σελ. 81, 1917) καί «Μανουήλ Κομνηνός», (Π. Α΄, σελ. 51, 1915) το ποίου ο τελευταοι στίχοι-σχόλιο το Καβάφη θεωρονται μιά πό τίς πιό σχυρές «μολογίες» πίστεώς του. Στό «γνατίου τάφος»  νεαρός Κλέων, πλούσιος καί σχετος μέ τήν κκλησία, λίγο πρίν τό τέλος «συνέρχεται» καί μάλιστα χειροτονεται ναγνώστης, παίρνοντας τό νομα γνάτιος. Σέ λίγο καιρό μως ρρώστησε καί πέθανε, πλήν μως κενο πού εχε σημασία ταν πώς:

κ’ τσι δέκα μνες ζησα ετυχείς

μές στήν γαλήνη καί μές στήν σφάλεια

το Χριστο.

Πρόκειται γιά τή βυζαντινή συνήθεια διάφοροι κοινωνικά σχυροί, πρίγκιπες, ατοκράτορες κ.ά λίγο πρίν τό θάνατό τους νά χειροτονονται μοναχοί. Μιά τέτοια περίπτωση ποτελε καί τό παράδειγμα το θεοσεβος ατοκράτορα Μανουήλ Κομνηνο στό μώνυμο ποίημα.

 

 βασιλεύς κυρ Μανουήλ  Κομνηνός

μιά μέρα μελαγχολική το Σεπτεμβρίου

ασθάνθηκε τόν θάνατο κοντά. Ο στρολόγοι

(ο πληρωμένοι) τς αλς φλυαροσαν

πού λλα πολλά χρόνια θά ζήσει κόμη.

ν μως λεγαν ατοί, κενος

παληές συνήθειες ελαβείς θυμται,

κι π’ τά κελλιά τν μοναχν προστάζει

νδύματα κκλησιαστικά νά φέρουν,

καί τά φορε, κ’ εφραίνεται πού δείχνει

ψι σεμνήν ερέως  καλογήρου.

Ετυχισμένοι λοι πού πιστεύουν,

καί σάν τόν βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν

ντυμένοι μές στήν πίστη των σεμνότατα.

ρθόδοξο θος νοχς καί συγκατάβασης ποκρύπτεται πιστεύω καί σέ να πολιτικό κατά τή γνώμη μου σημείωμα το 1910, νέκδοτο πό τόν διο, που καυτηρίαζε τίς νιτσεϊκές δέες καί τόν κοινωνικό δαρβινισμό. δέες ο ποες εχαν ερεα ποδοχή στούς ερωπαϊκούς κύκλους τν διανοουμένων καί τν πολιτικν, φο χρησίμευαν ς θεωρητική θεμελίωση τς ποικιοκρατίας. Τς πάλης δηλαδή καί τς ναπόφευκτης περίσχυσης τν δυνατότερων-νώτερων ναντι τν σθενέστερων-κατώτερων ς φυσική πραγματικότητα. Μάλιστα στήν περίπτωση τς ποικιοκρατίας ταν πενδυμένη καί μέ τόν κπολιτιστικό ρόλο τν Ερωπαίων ναντι τν «καθυστερημένων» λαν τς σίας καί τς φρικς, ν λίγο ργότερα γέννησε τό ναζιστικό κτρωμα.

 Καβάφης σάν παράταιρος προφήτης βλέπει τήν ξέλιξη τς σύγχρονης ερωπαϊκς στορίας, διαίτερα μέχρι καί τό τέλος το Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: «ν στ’ λήθεια τά πραγματοποιούσαμε [τίς παραπάνω δέες] θά βλέπαμε τι θά μς φέρουν λοταχς στήν κμηδένισι. νας δυνατός θά καταστρέψει μμέσως  μέσως, δέκα δύνατους δ· νας λλος 10 δύνατους κε, καί οτω καθεξς. Δέν θά μείνουν παρά δυνατοί. ξ ατν θά εναι μερικοί λιγότερο δυνατοί. Ατοί – σάν ξεχασθον  κλείψουν ο δύνατοι ο πρίν – θά εναι ο δύνατοι· θά πρέπει νά καταστραφον καί ατοί. ς πού νά μείνει μονάχος του  δυνατότατος,  ο λίγοι σοδύναμοι […]». Καί καταλήγει ς ξς στό λιγόγραμμο ατό σημείωμα: «χι  σκληρότης· λλά  πιείκεια,  Λύπη,  Παραχώρησις,  Καλοσύνη (ατά, βέβαια, συνετς, χωρίς περβολές) εναι καί Δύναμις καί  Σοφία»[32].

νσοφα ρθόδοξη σο καί πολιτικά ρεαλιστική ντίληψη. Θά μποροσε νά πισημάνει κάποιος πώς  ρεαλισμός της περικλείεται μεταξύ λλων καί στήν παρατήρηση ντός παρενθέσεως. Διότι πρός τούς πολλούς ο λεπτές λειτουργίες ατν τν ρετν, ταν χάσουν τό παιδαγωγικό τους μέτρο « Δύναμις καί  Σοφία» τους ρχίζει καί ποπυροδοτεται. Μιά συντετριμμένη ψυχή εναι συνήθως πιό εκολο νά ναγνώσει τίς λεπτές βιωματικές λειτουργίες τς πιείκειας ντί το πινίκιου καί τς συγκατάβασης ντί τς κατάκρισης, χωρίς νά χάνεται μως  πίγνωση τν οσιωδν. Kαί  Καβάφης πρξε μιά συντετριμμένη ψυχή σο καί συνάμα βαθιά πραγματιστής.

λες του ο κρίσεις διακρίνονται πό χαρακτηριστικό ρεαλισμό καί καθαρά κριτήρια γι’ ατό κάποιες φορές μπορε νά φαίνονται «σκληρές», μις καί δέν διστάζει νά ψέξει ντονα λλοτριωμένες συμπεριφορές. Σέ κάποιο λλο σημείωμά του γιά παράδειγμα κατακεραυνώνει τούς σοβαροφανες καί τούς μίζερους πού θέλουν νά περνιονται γιά σοβαροί[33]. Σέ λλο πικρίνει μέ τρόπο καυστικότατο τή διαστροφή τς νευρωτικς ζωοφιλίας, κατά τρόπο πού θά ξεσήκωνε ναντίον του κόμα καί τήν πιό μετριοπαθ πό τίς καλοχτενισμένες κυρίες το πογευματινο τσαγιοῦ[34].

Στό ποίημα «Τύψις» (τ., σελ. 231) μς καλε νά ποφεύγουμε τήν παγίδα τν ξοντωτικν τύψεων γιά κάποια δικία πού μπορε νά διαπράξαμε ες βάρος λλου. Γιατί ο τύψεις εναι πολύ συχνά μεροληπτικές ες βάρος μας καί τείνουν νά διογκώνουν τήν δικία πού διαπράξαμε. Μιά πίσης βαθυστόχαστη στάση βασισμένη στήν πιείκεια τς γάπης καί τόν ρεαλισμό τς ρθόδοξης πνευματικότητας:

Πές την ατήν τήν τύψιν νά μετριασθε,

τήν γαθή βεβαίως, μά μεροληπτική πικινδύνως.

Μή γιά τό παρελθόν προσάπτεσαι

καί τυραννιέσαι τόσο.

Μή δίδεις τόση σπουδαιότητα στόν αυτό σου.

Μικρότερο ταν τό κακό πού καμες

παρά ,τι τό θαρρες· πολύ μικρότερο.

[…]

πολλά λησμόνησες –διάφορα μικροπράγματα

πού σέ δικαιολογοσαν ρκετά.

Καί μή θαρρες πού τόν δικηθέντα

τόν ξερες τόσο καλά. Θά εχε χαρές, πού γνοοσες

μήτ’ μυχές σως δέν σαν κενες

πού σύ θαρρες (πό γνοια το βίου του)

πού σαν πληγές δεινές δοσμένες πό σένα.

Μερικοί, πως  Σ. Πουλς, πρότειναν τι μπορομε νά δομε μέ χριστιανικό φακό,  καλύτερα κατά τή ρήση το Σαββίδη, «μέ διαχρονικό χριστιανικό φωτισμό» καί μή «χριστιανικά» ποιήματα πως ο «Θερμοπύλες», (Π. Α΄, σελ. 107, 1903) τό «Πρτο σκαλί», (Π. Α΄, σελ. 105, 1899) «Μάρτιαι Εδοί», (Π. Α΄, σελ. 24, 1911) τό «σο μπορες» (Π. Α΄, σελ. 31, 1913)  «Θεόδοτος» (Π. Α΄, σελ. 27, 1915) κ.ά[35]. Γιά ρκετά ομφιβολίες μας θά ταν μλλον ελογες, σέ μερικά σως νά δεχόμασταν πώς σχύει ν μέρει, πλήν μως γιά λλα, δύσκολα θά ρνηθομε τι μποροσαν νά εχαν βγε πό τίς σελίδες νός Γεροντικοπως ο στίχοι πό τό «Μάρτιαι Εδοί»:

Τά μεγαλεα νά φοβσαι,  ψυχή.

Καί τές φιλοδοξίες σου νά περνικήσεις

ν δέν μπορες, μέ δισταγμό καί προφυλάξεις

νά τές κολουθες. Κι σο μπροστά προβαίνεις,

τόσο ξεταστική, προσεκτική νά εσαι.

 τό ποίημα «σο μπορες»:

Κι ν δέν μπορες νά κάμεις τήν ζωή σου

πως τήν θέλεις

τοτο προσπάθησε τουλάχιστον

σο μπορες: μήν τήν ξευτελίζεις

μές στήν πολλή συνάφεια το κόσμου,

μές στές πολλές κινήσεις κι μιλίες.

Μήν τήν ξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ’ κθέτοντάς την

στν σχέσεων καί τν συναναστροφν

τήν καθημερινή νοησία,

ς πού νά γίνει σά μιά ξένη φορτική.

Σημειώσεις

26. Τ. Μαλάνος, Καβάφης 3. Κριτικά διάφορα, σελ. 24.
27. Ἀπό τό ἀπολυτίκιον τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν.
28. Β. Ἐγγλεζάκης, «Τό κεφαλαῖο Τ τοῦ Καβάφη», Στασίνος, τ. Ζ΄, σελ. 187.
29. Γ. Παπουτσάκης (παρουσίαση-σχόλια), Κ. Π. Καβάφη…, ὅπ.π., σελ. 146-47.
30. Β. Ἐγγλεζάκης, «Τό κεφαλαῖο Τ…», ὅπ.π., σελ. 187. Ἕνα γενικότερο σχόλιό του (σελ. 186) εἶναι νομίζω καταλυτικό: «Ἄν μετάνοιωσε ἐσωτερικά, κανείς, μοῦ φαίνεται, δέν τό ξέρει. Τό μόνο ἀδιαμφισβήτητο εἶναι πώς ἀγάπησε τήν εὐτυχία τῆς πίστης, τήν ὀμορφιά τῆς Ἐκκλησίας, τίς κοινές προσευχές της, τήν παρήγορη μέσα στόν κόσμο παρουσία της, τήν ἑτοιμότητά της νά συγχωρέσει».
31. Γ. Παπουτσάκης (παρουσίαση-σχόλια), Κ. Π. Καβάφη…, ὅπ.π., σελ. 66-80. Ἡ συγκεκριμένη ἀναφορά βρίσκεται στή σελίδα 78.
32. Γ. Π. Σαββίδης (παρουσίαση), Κ. Π. Καβάφη. Ἀνέκδοτα σημειώματα ποιητικῆς καί ἠθικῆς (1902-1911), σελ. 49.
33. Γ. Π. Σαββίδης (παρουσίαση), Κ. Π. Καβάφη. Ανέκδοτα…, ὅπ.π., σελ. 45.
34. Γ. Παπουτσάκης, Κ. Π. Καβάφης…, ὅπ.π., σελ. 6-8.
35. Στέφανος Πουλῆς, Θρησκευτικές ἀντιλήψεις τοῦ ποιητῆ Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, σελ. 17-54, passim.

Από  το βιβλίο “Το Εκκλησιαστικό Φρόνημα στον Κωνσταντίνο Καβάφη” του Χρήστου Αλεξάνδρου εκδόσεις Ατέρμονον.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση