Η μεγάλη στρατιωτική επανάσταση

Ιστορία

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής στην εξέλιξη του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου και της φύσης της μάχης, που άλλαξαν ριζικά, ενώ εμφανίστηκαν οπλικά συστήματα που είναι γνώριμα και στην εποχή μας. Υπήρξε ο πρώτος πραγματικά βιομηχανικός πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου κινητοποιήθηκε το σύνολο του δυναμικού και των κοινωνιών των κυριότερων εμπολέμων. Υπήρξε δηλαδή πράγματι ένας «ολοκληρωτικός πόλεμος» και ένας «αγώνας υλικού». Πρωτίστως, ήταν ένας πόλεμος αριθμών. Την περίοδο 1914-1918 επιστρατεύθηκαν πάνω από 75 εκατ. άνδρες, συγκροτώντας στρατούς πρωτοφανούς κλίμακας. Γύρω στα 10 εκατ. από αυτούς έχασαν τη ζωή τους, ενώ περίπου 21 εκατ. τραυματίστηκαν. Ενδεικτικά, ο γαλλικός στρατός υπέστη απώλειες 27.000 νεκρών στις 22 Αυγούστου 1914, ενώ ο βρετανικός είχε 20.000 νεκρούς και 40.000 τραυματίες την 1η Ιουλίου 1916. Ωστόσο, ο Μεγάλος Πόλεμος, παρότι πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε «πόλεμο των χαρακωμάτων» οδηγώντας σε στρατηγικό αδιέξοδο αμφότερα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα (την Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις), ήταν ταυτόχρονα και ένας αγώνας δρόμου για ποιοτική αλλαγή: τόσο στον τομέα της επιστήμης, της τεχνολογίας και της παραγωγής, με την εφεύρεση ή την ευρεία χρήση νέων όπλων, όσο και στον τομέα των δογμάτων, του σχεδιασμού, της επιμελητείας και των τακτικών μάχης.

Ο εφιαλτικός κόσμος των χαρακωμάτων

Προπολεμικά, τόσο οι πολιτικές όσο –κυρίως– οι στρατιωτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων είχαν προετοιμαστεί για έναν πόλεμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που προέκυψε σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη των συγκρούσεων. Παρά τις ενδείξεις που υπήρχαν από προηγούμενες συγκρούσεις και που καταδείκνυαν ότι η χρήση των σύγχρονων όπλων (ή αντιμέτρων, όπως τα χαρακώματα) ευνοούσαν τον αμυνόμενο, τα γενικά επιτελεία ανέμεναν –και πάντως ήλπιζαν– ότι ένας πανευρωπαϊκός πόλεμος θα ήταν σύντομος και ότι η επιθετική πρωτοβουλία διατηρούσε το πλεονέκτημα. Είχαν σχεδιάσει, λοιπόν, έναν πόλεμο που θα βασιζόταν σε επιθετικές επιχειρήσεις ελιγμού, ώστε να ανατρέψουν γρήγορα τις αμυντικές θέσεις του αντιπάλου, να καταστρέψουν μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, να προελάσουν βαθιά σε εχθρικό έδαφος και τελικά να οδηγήσουν τον αντίπαλο σε συνθηκολόγηση.

 

 

Βρετανικό τανκ κατά τη διάρκεια επιθετικής δράσης. Τα άρματα μάχης επινοήθηκαν από τους Βρετανούς και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στη μάχη του Σομ, τον Σεπτέμβριο 1916.

Τον Αύγουστο του 1914, τα παραπάνω σχέδια απέτυχαν πλήρως. Αφενός, τα όπλα της εποχής ευνοούσαν τον (καλά εξοπλισμένο και οργανωμένο) αμυνόμενο, που μπορούσε να βάλλει με ιδιαίτερα αυξημένη –σε σχέση με το παρελθόν– ισχύ πυρός εναντίον των επιτιθέμενων του αντιπάλου. Αφετέρου, μετά την παραβίαση των συνόρων από τα επιτιθέμενα στρατεύματα, αυτά συνέχιζαν την προέλαση πεζή, αφού αποκόπτονταν από το σιδηροδρομικό τους δίκτυο και η μηχανοκίνηση δεν είχε αναπτυχθεί. Αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ταχύτητα της προέλασης (αντίστροφα, έδινε χρόνο στον αμυνόμενο να ανασυγκροτηθεί και να αντιδράσει, συχνά εκμεταλλευόμενος το δικό του σιδηροδρομικό δίκτυο), αλλά και στην αποτελεσματικότητα της επιμελητείας του επιτιθέμενου, που παρέμενε ανεπαρκής.

Η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς πυρός ήταν βασικός παράγοντας αλλαγής της μορφής του πολέμου. Μετά τις αρχικές αποτυχίες των επιθετικών επιχειρήσεων, οι στρατιώτες έσκαβαν το έδαφος και κατασκεύαζαν πρόχειρα, αλλά σταδιακά ολοένα και πιο εξελιγμένα, χαρακώματα, ώστε να προστατευθούν. Σύντομα, με άνωθεν εντολές, δημιουργήθηκαν ολόκληρες αμυντικές γραμμές, βασισμένες στο σύστημα των χαρακωμάτων, χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ηδη, από το φθινόπωρο του 1914, η νέα μορφή πολέμου κυριάρχησε στο Δυτικό Μέτωπο, και από το 1915 στην Καλλίπολη και στο μακεδονικό μέτωπο, στο αυστροϊταλικό μέτωπο, και, εν μέρει, στο ανατολικό μέτωπο. Στο τελευταίο, πάντως, οι αχανείς εκτάσεις αφενός και η κατά τόπους ποιοτική διαφορά των εμπολέμων επέτρεπαν την επιτυχή διεξαγωγή και επιχειρήσεων ελιγμού και διάσπασης του μετώπου (συνήθως από πλευράς του γερμανικού στρατού). Στην Παλαιστίνη και στη Μεσοποταμία (στο σημερινό Ιράκ), η ιδιάζουσα γεωμορφολογία και άλλοι παράγοντες άφηναν ανοικτή τη δυνατότητα διεξαγωγής κινήσεων ελιγμού.

Καινούργια όπλα κάθε είδους και νέες τακτικές μάχης

Το αδιέξοδο καθόρισε τις νέες τακτικές μάχης. Οι εμπόλεμοι κατέβαλλαν αδιάκοπη προσπάθεια να προσαρμοστούν σε αυτές τις συνθήκες. Σημαντικές αλλαγές και προσθήκες υπήρξαν στο ατομικό και συλλογικό οπλοστάσιο των μαχητών και των στρατών. Ενα ουσιαστικά ξεχασμένο όπλο του μακρινού παρελθόντος, η χειροβομβίδα, επανασχεδιάστηκε σε διάφορους τύπους και παράχθηκε και χρησιμοποιήθηκε μαζικά. Στο διάστημα 1915-1916 οι ευρωπαϊκοί στρατοί σχεδίασαν νέα μεταλλικά κράνη, τα οποία χορήγησαν κατά εκατομμύρια στους στρατιώτες τους που κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου έφεραν πηλήκια. Αυξήθηκαν κατακόρυφα η σημασία, η χρήση και οι αριθμοί των πολυβόλων. Σημαντικές αλλαγές έλαβαν χώρα και στη μορφή και στον τρόπο χρήσης του βαρέος οπλοστασίου. Παρά τους περιορισμούς που αντιμετώπιζε, το πυροβολικό κατέστη ο αναμφισβήτητος «βασιλιάς της μάχης». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στο Δυτικό Μέτωπο, το 70%-80% των τραυμάτων προκλήθηκε από βολές πυροβολικού. Παρατηρήθηκε τεράστια αύξηση του αριθμού των πυροβόλων, και ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των οβίδων. Υιοθετήθηκαν νέοι τύποι πυροβόλων: ο πόλεμος των χαρακωμάτων απαίτησε την εκτεταμένη χρήση του οβιδοβόλου, που, εν αντιθέσει με το πεδινό πυροβολικό, έριχνε οβίδες σε καμπύλη τροχιά. Επιπλέον, εξελίχθηκαν σημαντικά οι τεχνικές παρατήρησης και αναγνώρισης (από ξηρά και αέρα), αλλά και τα ανάλογα αντίμετρα, δηλαδή η υιοθέτηση της παραλλαγής και απόκρυψης – του καμουφλάζ. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου παγιώθηκε η χρήση της μηχανής εσωτερικής καύσης τόσο στην ξηρά (αυτοκίνητα, φορτηγά, τεθωρακισμένα), όσο και στον αέρα (αεροσκάφη) και στη θάλασσα (υποβρύχια).

Το περίφημο «HMS Dreadnought» (1906), που εγκαινίασε μια νέα εποχή στην κατασκευή των θωρηκτών. Στη ναυμαχία της Γιουτλάνδης το 1916, οι αντιμαχόμενοι στόλοι βασίζονταν σε αυτόν τον τύπο πλοίου γραμμής.

Νέες εφευρέσεις υπήρξαν τα χημικά αέρια, η αντιασφυξιογόνος μάσκα και το φλογοβόλο. Σημαντική κατέστη σταδιακά η επιρροή του τανκς, αν και αυτό το όπλο επρόκειτο να «ενηλικιωθεί» στον Μεσοπόλεμο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέλος, ενώ το 1914 ελάχιστα αεροσκάφη βρίσκονταν σε υπηρεσία, γρήγορα ο αριθμός τους αυξήθηκε κατακόρυφα, όπως και η ποιότητα κατασκευής τους. Αυτό επέτρεψε να διευρυνθεί ο ρόλος τους στο πεδίο της μάχης, αναλαμβάνοντας, πέρα από αποστολές αναγνώρισης, και αποστολές δίωξης καθώς και εγγύς αεροπορικής υποστήριξης. Ολα αυτά βέβαια κατέστησαν εφικτά χάρη στην πρωτοφανή βιομηχανική κινητοποίηση των Μεγάλων Δυνάμεων, την επιστράτευση του επιστημονικού και εργατικού τους δυναμικού αλλά και τον πλήρη σχεδόν κρατικό έλεγχο της οικονομίας και της κοινωνίας προς εξυπηρέτηση των αναγκών του μετώπου.

Η φύση και η έννοια της μάχης υπέστησαν ριζική αλλαγή: πλέον οι «μάχες» του πολέμου δεν διαρκούσαν μερικές ώρες ή έστω λίγες ημέρες, αλλά πολλές εβδομάδες ή και μήνες, και μαίνονταν σε πολύ μεγαλύτερη εδαφική έκταση. Συνάμα, η λογιστική υποστήριξη (επιμελητεία) υπήρξε καθοριστικός παράγοντας όχι απλώς για την έκβαση των επιχειρήσεων/μαχών, αλλά απλώς και για τη συνέχισή τους. Οι ανάγκες τροφοδοσίας του πεζικού τετραπλασιάστηκαν μεταξύ του 1914 και του 1918, ενώ ακόμα περισσότερο πολλαπλασιάστηκαν οι ανάγκες εφοδιασμού του πυροβολικού. Ακόμα, οι στρατιώτες προσαρμόστηκαν και απέκτησαν ειδικές γνώσεις και συνήθειες, απαραίτητες για την επιβίωση στη μάχη αλλά και για τη καθημερινή διαβίωση στις νέες συνθήκες. Αντίστοιχα, οι στρατιωτικές ηγεσίες αναζήτησαν λύσεις ώστε να ξεπεράσουν το στρατηγικό αδιέξοδο, επιλέγοντας, λόγου χάρη, τακτικές διείσδυσης με αιχμή του δόρατος επίλεκτες μονάδες εφόδου, στρατηγική της εξουθένωσης (όπως στη μάχη του Βερντέν), απόπειρα διάσπασης του μετώπου σε έναν τομέα με μαζικότατη χρήση πυροβολικού ή και τανκς. Συχνά, πάντως, οι επιθετικές επιχειρήσεις συνέχισαν να καταλήγουν είτε σε πύρρειο νίκη δίχως απτά κέρδη είτε σε πλήρη αποτυχία.

Η ναυτική αναμέτρηση μεταφέρεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας

Προπολεμικά, τα δύο ισχυρότερα ναυτικά του κόσμου, το βρετανικό και το γερμανικό, όπως και εκείνα των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, είχαν επενδύσει στην κατασκευή ισχυρότατων θωρηκτών (τύπου dreadnought). Ενώ, όμως, σε περίοδο ειρήνης αυτές οι πανάκριβες πολεμικές μηχανές εξυπηρετούσαν συγκεκριμένους στόχους υψηλής στρατηγικής και αποτελούσαν απτή απόδειξη μεγαλείου και κύρους των Δυνάμεων, όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος είχαν περιορισμένη πολεμική δράση. Περιορίστηκαν κυρίως σε παθητικό ρόλο αμοιβαίας αποτροπής (βέβαια, η κατάσταση αυτή ευνοούσε τη Βρετανία και γενικότερα την Αντάντ, που διατήρησε την κυριαρχία των ωκεανών). Τα υπερθωρηκτά dreadnought αποδείχθηκαν πολύ ακριβά και δυσαναπλήρωτα οπλικά συστήματα, συνεπώς οι ναυτικές ηγεσίες ήταν διστακτικές στο να τα εμπλέξουν σε μάχη και να διακινδυνεύσουν τη βύθισή τους (εξαίρεση υπήρξε η ναυμαχία της Γιουτλάνδης το 1916, όπου όμως και πάλι κανένα από τα 29 πλοία που βυθίστηκαν δεν ήταν dreadnought). Στην πράξη, λοιπόν, εκείνα τα υπερόπλα της εποχής αποδείχθηκαν δύσκαμπτα εργαλεία σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.

Δυτικό Μέτωπο: χαρακτηριστική σκηνή από τα χαρακώματα.

Αντιθέτως, μεγάλη εξέλιξη γνώρισε ένα οπλικό σύστημα που μέχρι τότε βρισκόταν σχεδόν σε πειραματικό στάδιο: το υποβρύχιο. Η δυνητική του χρησιμότητα δεν είχε εκτιμηθεί επαρκώς από τις προπολεμικές πολιτικές και ναυτικές ηγεσίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Μόνο μετά το 1914 έγινε αντιληπτή η σημασία του υποβρυχίου ως ενός φτηνού μέσου που μπορούσε να επιφέρει σημαντικά πλήγματα στο αντίπαλο πολεμικό και εμπορικό ναυτικό. Οι υποβρυχιακοί στόλοι των εμπολέμων, ιδίως της Γερμανίας, αυξήθηκαν δραστικά, ενώ ανάλογο ήταν και το ποιοτικό τεχνολογικό άλμα, με την κατασκευή μεγαλύτερων, στιβαρότερων, ωκεανοπόρων υποβρυχίων.

Μάλιστα, η Γερμανία προσέδωσε έναν νέο, στρατηγικό ρόλο στο υποβρύχιο το 1917, θεωρώντας ότι θα ήταν το καταλληλότερο –ίσως και το έσχατο– μέσον για επικράτηση στον πόλεμο έναντι των Συμμάχων. Εξαπέλυσε τότε τον «απεριόριστο υποβρυχιακό πόλεμο». Εκείνος δεν απέφερε τα επιθυμητά για τους Γερμανούς αποτελέσματα, αλλά, συνολικά, ο υποβρυχιακός (και ανθυποβρυχιακός) πόλεμος άλλαξε ριζικά τη φύση της σύγκρουσης και στη θάλασσα.

* Ο δρ Διονύσης Χουρχούλης διδάσκει Ιστορία Διεθνών Σχέσεων στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση