Συνομιλώντας επί 255 ημέρες με έναν ναζί

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Πηγή Καθημερινή

16s8germ1-thumb-large

Ο Γιούργκεν Στρόοπ (κέντρο), στρατηγός των SS, στο φλεγόμενο Γκέτο της Βαρσοβίας, το «μεγαλύτερο έργο του». Παρά τις φλόγες και το χάος ολόγυρα, η φωτογραφία φαίνεται πως είναι στημένη: προσέξτε το γεμάτο υπερηφάνεια χαμόγελο στα πρόσωπα των Γερμανών στρατιωτιών.

Πώς θα ήταν να κλειστείτε υποχρεωτικά σ’ ένα δωμάτιο, για απροσδιόριστο χρόνο, με τον μεγαλύτερο ιδεολογικό σας εχθρό; Αυτός ήταν ένας από τους 49 (!) τρόπους βασανιστηρίων που υπέβαλαν τον Πολωνό δημοσιογράφο και συγγραφέα Κάζιμιερτζ Μοτσάρσκι τόσο οι ναζί όσο και το κομμουνιστικό καθεστώς που διακυβέρνησε τη χώρα του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ετσι, στις 2 Μαρτίου 1949 βρέθηκε στο ίδιο κελί, σε φυλακή της Πολωνίας, μαζί με δύο άλλους φυλακισμένους. Ο ένας από αυτούς ήταν ο διαβόητος Γιούργκεν Στρόοπ (1895-1952), στρατηγός των SS, υπεύθυνος για την αιματηρή εκκαθάριση του Γκέτου της Βαρσοβίας, για τις σκληρές μεθόδους του στην κατοχική Ελλάδα το 1943 και για τις εκτελέσεις Αμερικανών αιχμαλώτων το 1944. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μοτσάρσκι είχε κάποτε προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Στρόοπ. Κι όμως, αυτοί οι δύο άνθρωποι μοιράστηκαν το ίδιο κελί για 255 μέρες. Οι κομμουνιστικές αρχές της Πολωνίας σκέφτηκαν ότι με αυτόν τον τρόπο ο φυλακισμένος αντικαθεστωτικός Μοτσάρσκι θα «έσπαγε». Τους διέψευσε πανηγυρικά. Οχι μόνο δεν «έσπασε», όχι μόνο αποκαταστάθηκε μετά τον θάνατο του Στάλιν, αλλά χρησιμοποίησε αυτή την πολύ δύσκολη συνθήκη για να δώσει ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο.

Οι «Συνομιλίες μ’ έναν δήμιο», όπως είναι ο τίτλος του, θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» και από τις σελίδες του θα πάρουν πρώτοι οι αναγνώστες της «Κ» σήμερα μια γεύση για το πώς δύο ιδεολογικοί εχθροί μπορούν να συμβιώσουν σ’ έναν πολύ περιορισμένο χώρο και να βρουν και τρόπους διαλόγου. «Νομίζω πως… από τη στιγμή που αφέθηκα ελεύθερος βάλθηκα να καταγράφω τους διαλόγους μας και έλεγξα τις αναφορές του στρατηγού ανατρέχοντας σε διαθέσιμες ιστορικές πηγές. Ούτε μια φορά στην έρευνά μου δεν βρήκα κάποια απόδειξη ότι ο Στρόοπ είπε ψέματα ή υπερέβαλε στις συζητήσεις που έκανε μαζί μου».

Η πρώτη νίκη

«2 Μαρτίου 1949. Πτέρυγα ΧΙ, φυλακή Μοκότουφ, Βαρσοβία. (…) Καθώς στέκεται στο παράθυρο με την πλάτη στραμμένη στο φως, διακρίνω μόνο πως είναι ψηλός, με φαρδιούς ώμους. Τις γνωρίζω καλά αυτές τις μεθόδους. Είναι συνηθισμένες στους ανακριτές. Ο άνδρας αυτός είναι ολοφάνερα επαγγελματίας. “Στρόοπ”, ανακοινώνει τελικά. “Το όνομά μου είναι Στρόοπ, με δύο ‘ο’. Το μικρό μου είναι Γιούργκεν. Αντιστράτηγος. Χαίρετε, κύριε”. (…) Αυτός λοιπόν είναι ο Στρόοπ, σκέφτομαι. Πρωτοπαλίκαρο του Χίμλερ, SS και αρχηγός της αστυνομίας στη Βαρσοβία, υπεύθυνος για την εκκαθάριση στο Γκέτο της Βαρσοβίας και προκάτοχος του Κούτσερα, τον οποίο εξοντώσαμε. Περίπου πενήντα χρόνων, προσεκτικά ντυμένος, φορά ένα καλοραμμένο βαθυκόκκινο, αντιανεμικό σακάκι, λευκή γραβάτα φτιαγμένη από ένα επιδέξια δεμένο μαντήλι, κιτρινωπό πουκάμισο και φθαρμένα αλλά γυαλισμένα καφέ παπούτσια».

Την ίδια μέρα ο Μοτσάρσκι είχε την πρώτη του μικρή αλλά σημαντική νίκη, στο πλαίσιο αυτής της περίεργης συμβίωσης και συγκατοίκησης. «Το κελί μας έχει ένα κρεβάτι που στη διάρκεια της μέρας στερεώνεται στον τοίχο. Μέχρι να έρθω το χρησιμοποιούσε ο Στρόοπ, ενώ ο Σίλκε [σ.σ. ο άλλος Γερμανός κρατούμενος] έστρωνε στο πάτωμα. Καθώς πλησίαζε το τέλος της μέρας, έπρεπε να βρούμε νέο σύστημα. “Θα ξαπλώσω στο πάτωμα με τον Σίλκε”, επιμένει ο Στρόοπ. “Ως εκπρόσωπος του νικηφόρου και κυρίαρχου έθνους εδώ, δικαιούστε το κρεβάτι”. Εμεινα άφωνος. Ηταν φανερό πως ο Στρόοπ δεν προσποιούνταν ούτε προσπαθούσε να φανεί ευγενικός, αλλά εξέφραζε τις βαθύτερες θέσεις του για τις ανθρώπινες σχέσεις, ενσταλαγμένες μέσα του από τα παιδικά του χρόνια. Το δόγμα της δύναμης και της υποταγής, προϊόν τυφλής πειθαρχίας. Ο Σίλκε συμφωνούσε μαζί του. Αρνήθηκα την προσφορά του Στρόοπ με τη δικαιολογία ότι στη φυλακή όλοι οι κρατούμενοι είμαστε ίσοι κι έτσι, μέχρι την τελευταία μας μέρα μαζί, ο Στρόοπ, ο Σίλκε κι εγώ είχαμε στρώματα στο πάτωμα. Πιθανόν ύστερα απ’ αυτό ο Στρόοπ να με θεωρούσε τρελό!».

Εντεκα χρόνια φυλακή

Ο Μοτσάρσκι περιγράφει γλαφυρά την εξέλιξη αυτής της ιδιότυπης σχέσης. Μας ενημερώνει για τη ζωή του Στρόοπ από την ώρα που γεννήθηκε, μας περιγράφει την πόλη που μεγάλωσε και πώς όλα αυτά διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή του. Και βεβαίως αφηγείται τα στάδια αυτής της σχέσης: «Στην αρχή του εγκλεισμού μας, η σχέση μας χαρακτηριζόταν από επιφυλακτικότητα, καθώς αισθανόμασταν άβολα στις ιδιόμορφες συνθήκες στις οποίες είχαμε βρεθεί. Ομως, στο διάβα του χρόνου, περάσαμε σταδιακά στη διπλωματία, τα προσεκτικά λόγια και τους συγκαλυμμένους υπαινιγμούς, και τέλος στη σκληρή, απροκάλυπτη έκφραση ενός γεγονότος ή μιας πεποίθησης, πράγμα που πολλές φορές οδηγούσε σε συγκρούσεις. (…) Το αρχικό μου σοκ που βρέθηκα ανάμεσα σε ναζί γρήγορα μετατράπηκε στην αποφασιστική διάθεση να εκμεταλλευτώ αυτή την εγγύτητα ώστε να τους γνωρίσω όσο καλύτερα γινόταν. Αναλύοντας την προσωπικότητά τους και μαθαίνοντας την ιστορία της ζωής τους, θα μπορούσα ίσως να κατανοήσω ώς ένα βαθμό τον ιστορικό, ψυχολογικό και κοινωνιολογικό μηχανισμό ο οποίος μετέτρεψε ορισμένους Γερμανούς σε γενοκτόνους εξουσιαστές του Ράιχ που επιχείρησαν να επιβάλουν την “τάξη” τους σε ολόκληρο τον κόσμο».

Ο Γιούργκεν Στρόοπ απαγχονίστηκε στις 6 Μαρτίου του 1952, ενώ ο Κάζιμιερτζ Μοτσάρσκι αφέθηκε ελεύθερος στις 24 Απριλίου 1956, έπειτα από 11 χρόνια φυλάκισης. Αποκαταστάθηκε έξι μήνες αργότερα. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος, κινούμενος με επιδεξιότητα στα όρια της ελευθερίας του λόγου για να αναδείξει ποικίλα κοινωνικά θέματα. Το 1968 απολύθηκε από την εργασία του, όταν υπερασπίστηκε Εβραίους συναδέλφους του την περίοδο που το κομμουνιστικό κόμμα είχε ξεκινήσει αντισημιτική εκστρατεία. Πέθανε το 1975.

​​Το βιβλίο «Συνομιλίες μ’ έναν δήμιο» του Κάζιμιερτζ Μοτσάρσκι θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση