Ο πατριώτης διαφέρει από τον εθνικιστή, όσο ο φίλαθλος από τον οπαδό.

   Στην εποχή μας η κρίση των πνευματικών αξιών και της παιδείας ευθύνεται και για τη σύγχυση εννοιών, που παρατηρείται πολύ έντονα σε κάθε επίπεδο κοινωνικό, εθνικό ή πνευματικό. Είναι δύσκολο δηλαδή να ξεχωρίσει κάποιος το γνήσιο από το νόθο, το υγιές από το άρρωστο, το ελπιδοφόρο από το οπισθοδρομικό.

    Ο πατριωτισμός είναι μια έννοια πολύπαθη τον τελευταίο καιρό και έχει διαστρεβλωθεί και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Ας προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τον πατριώτη από τον εθνικιστή με τη βοήθεια ενός άλλου ζεύγους εννοιών από τον αθλητικό χώρο, τον φίλαθλο και τον οπαδό. Από τη μία βρίσκεται ο φίλαθλος και ο πατριώτης και από την άλλη ο οπαδός και ο εθνικιστής.

   Κοινό χαρακτηριστικό των δύο τελευταίων είναι ο φανατισμός. Ο οπαδός αγαπά τυφλά και  παθολογικά την ομάδα του. Επιθυμεί μόνο αυτή να νικά είτε το αξίζει, είτε όχι. Έχει αποχωριστεί τη λογική  και δεν μπορεί να διακρίνει καλύτερη ομάδα από την δική του. Επιπλέον θεωρεί την υποστήριξη προς την ομάδα του σκοπό ζωής, ενώ άλλα σημαντικότερα πρόσωπα(οικογένεια,) ή ασχολίες (εργασία) τα έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα. Παρομοίως ο εθνικιστής έχει εμπαθή προσήλωση  στο έθνος και το θεωρεί καλύτερο και αξιότερο από όλα τα άλλα, ή αν δεν μπορεί να το ισχυριστεί αυτό επινοεί κατορθώματα και κατακτήσεις για να το προβάλει ως πολύ σημαντικό. Το θύμα σε όλη αυτήν την προσπάθεια είναι φυσικά η ιστορία, η οποία “προσαρμόζεται” ανάλογα με τις επιδιώξεις του εθνικιστή.  Η λογική και από αυτόν δεν χρησιμοποιείται συχνά, αλλά το συναίσθημα είναι αυτό που κυριαρχεί.

   Επιπλέον, ο οπαδός από τη μία, ο εθνικιστής από την άλλη βλέπουν τον άλλο (ομάδα-έθνος)  ως κατώτερο, ασήμαντο και εχθρό. Αυτή η νοοτροπία καταλήγει πολλές φορές σε επιθετικότητα, βία και πολεμική. Γι’ αυτό εγγενές στοιχείο του οπαδισμού και του εθνικισμού είναι η βία. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τον τρόπο του μιλούν και εκφράζονται: ύβρεις, προσβολές, έντονες χειρονομίες, πρόσκληση σε αγώνα εξόντωσης του αντιπάλου.

   Ας ασχοληθούμε τώρα με το άλλο ζεύγος: τον φίλαθλο και τον πατριώτη.

  Ο φίλαθλος αγαπά τον αθλητισμό, το ευ αγωνίζεσθαι, την προσπάθεια και  την απόλαυση που αυτή προσφέρει. Συνδέεται συναισθηματικά με μία ομάδα, αλλά χαίρεται και απολαμβάνει την ωραία και έντιμη προσπάθεια απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται. Δεν εγκλωβίζεται στο μερικό (ομάδα) και δεν αποκλείει το γενικό (άθλημα).

   Ανάλογα και ο πατριώτης, αγαπά και τιμά το έθνος στο οποίο ανήκει, τη γλώσσα, την παράδοση και την ιστορία του. Αγωνίζεται για την πρόοδο και την την ευημερία της πατρίδας του μέχρι αφοσίωσης και θυσίας. Τιμά όμως και αποδέχεται ως ισότιμα άλλα έθνη με τα οποία είναι έτοιμος να συνεργαστεί για την γενική πρόοδο και ευημερία. Σε περιπτώσεις διαφορών προτάσσει το διάλογο και τη διαλλακτικότητα, χωρίς ενδοτισμό και συμπλέγματα κατωτερότητας. Αγαπά τον άνθρωπο και έχει πανανθρώπινη οπτική, σε ένα ανταγωνιστικό όμως και άδικο κόσμο, λειτουργεί και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

  Είναι χρέος της εκπαίδευσης να νοηματοδοτεί ορθά τις λέξεις και να οπλίζει τους νέους με ασφαλείς οδοδείκτες από την πλούσια ιστορική και χριστιανική παράδοσή μας. Παράλληλα κάθε πολίτης οφείλει να πλουτίζει το πνευματικό του κεφάλαιο, ώστε να μην παρασύρεται από τους επαγγελματίες προπαγανδιστές του μίσους και του φανατισμού.

   Ο Γκαίμπελς , υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ, είχε πει: «Όταν οι λέξεις χάσουν τη σημασία τους, τότε έχει έρθει η ώρα μας.» Επιπλέον ο Θουκυδίδης θεωρεί  και τη γλώσσα ως ένα θύμα της βίας και του διχασμού. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πόσο σημαντικό είναι να επιλέξουμε το σωστό ζεύγος (φίλαθλος-πατριώτης) για να αποφύγουμε παρόμοιες ιστορικές περιπέτειες, μ’ αυτές που περιγράφει ο Θουκυδίδης.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση