Επιστροφή σε Άμεσο κοινωνικό περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, παρέες κοινωνικές ομάδες)

ΠΑΙΔΕΙΑ

The Atlantic

Ανάλυση: Πώς τα smartphones ρίχνουν τις επιδόσεις των μαθητών

Βασιζόμενοι στις επιδόσεις των ανηλίκων στον διαγωνισμό PISA, ειδικοί εκτιμούν πως η ενασχόληση με τα κινητά τηλέφωνα είναι πολύ πιθανό να ευθύνεται, εν μέρει, για την παρακμή της τελευταίας δεκαετίας

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα τελευταία χρόνια, γονείς και, κυρίως, ερευνητές εστιάζουν στους πιθανούς συσχετισμούς της χρήσης κινητού τηλεφώνου και της ψυχικής υγείας των εφήβων.

Ψυχολόγοι όπως οι Αμερικανοί Τζόναθαν Χάιντ και Τζιν Τουέντζ επισημαίνουν στις αναλύσεις τους ότι διάφοροι δείκτες που αφορούν την ευημερία των μαθητών άρχισαν να μειώνονται απότομα γύρω στο 2012, σε όλη τη Δύση, σε μία χρονική περίοδο που τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γνώριζαν άνοδο και αναδεικνύονταν σε σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας των εφήβων.

Ορισμένοι προτείνουν τώρα πως η χρήση των smartphones μπορεί να είναι, αναλόγως των περιστάσεων, τόσο διαβρωτική, που να μειώνει συστηματικά τις επιδόσεις των μαθητών. Και τη θεωρία αυτή φαίνεται να υποστηρίζουν και τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA.

Το Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών, που διεξάγεται από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σε σχεδόν 80 χώρες κάθε τρία χρόνια, εξετάζει τις επιδόσεις 15χρονων στα μαθηματικά, την ανάγνωση και τις φυσικές επιστήμες. Πρόκειται για το πιο διάσημο, παγκοσμίως, μέτρο σύγκρισης των ικανοτήτων των μαθητών.

Στα αποτελέσματα που παρουσίασε πριν λίγες ημέρες η «Κ», οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών ήταν οι χειρότερες της τελευταίας δεκαετίας και στις τρεις δεξιότητες που αξιολογεί ο διαγωνισμός. Στις ΗΠΑ, οι νέοι Αμερικανοί σημείωσαν τη χαμηλότερη βαθμολογία στα μαθηματικά από οποιαδήποτε άλλη χρονιά στην εικοσαετή ιστορία του διαγωνισμού.

Παρόμοια είναι η εικόνα σχεδόν σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν, με τους συντάκτες της έκθεσης να κάνουν λόγο για μια «άνευ προηγουμένου πτώση των επιδόσεων» παγκοσμίως, η οποία ήταν σχεδόν τριπλάσια από οποιαδήποτε παλιότερη αλλαγή.

Οι βαθμολογίες πέφτουν εδώ και χρόνια, ήδη πριν από την πανδημία. Σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ, οι μαθητές είχαν πετύχει κατά μέσο όρο την υψηλότερη βαθμολογία στις φυσικές επιστήμες το 2009 και στην ανάγνωση το 2012. Εκτοτε, οι ανεπτυγμένες χώρες στο σύνολό τους καταγράφουν ολοένα και χειρότερες επιδόσεις. «Καμία μεμονωμένη χώρα δεν καταγράφει μια σταθερά ανοδική τάση σε καμία κατηγορία» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης για τον PISA, προσθέτοντας πως, αντίθετα, σε πολλές χώρες οι επιδόσεις είναι όλο και πιο χαμηλές σε τουλάχιστον μία από τις τρεις κατηγορίες. Ακόμη και σε χώρες με παραδοσιακά υψηλές επιδόσεις, όπως η Φινλανδία, η Σουηδία και η Νότια Κορέα, οι βαθμοί του PISA σε ένα ή περισσότερα μαθήματα πέφτουν εδώ και καιρό.

Πώς συνδέονται τα smartphones;

Οπως προκύπτει από τα αποτελέσματα του PISA, οι μαθητές που δηλώνουν ότι ξοδεύουν λιγότερο από μία ώρα από τον ημερήσιο ελεύθερο χρόνο τους σε ψηφιακές συσκευές, πετυχαίνουν υψηλότερη βαθμολογία κατά περίπου 50 μονάδες στα μαθηματικά, σε σχέση με τους μαθητές που περνούν περισσότερες από πέντε ώρες την ημέρα σε κάποια ηλεκτρονική συσκευή.

Επιπρόσθετα, οι οθόνες φαίνεται να δημιουργούν μια γενική απόσπαση της προσοχής μέσα στην τάξη, ακόμη και για τους μαθητές που δεν κοιτάζουν τις δικές τους ηλεκτρονικές συσκευές. Ο διευθυντής ερευνών του PISA, Αντρέας Σλέιτσερ, επισήμανε ότι οι μαθητές που ανέφεραν ότι αισθάνονταν να αποσπάται η προσοχή τους από τις ψηφιακές συνήθειες των συμμαθητών τους είχαν χαμηλότερη βαθμολογία στα μαθηματικά.

Χάσμα μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων
Χάσμα μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων

Τέλος, σχεδόν οι μισοί μαθητές σε όλο τον ΟΟΣΑ δήλωσαν ότι ένιωθαν «νευρικοί» ή «ανήσυχοι» όταν δεν είχαν μαζί τους τις ψηφιακές τους συσκευές. Κατά μέσο όρο, οι μαθητές αυτοί δήλωσαν επίσης ότι ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή και το «άγχος για το τηλέφωνο» συσχετίστηκε αρνητικά με τις βαθμολογίες στα μαθηματικά.

Αλλά η τελευταία έρευνα PISA δεν είναι η μόνη ένδειξη πως τα τηλέφωνα στα σχολεία είναι «όπλα μαζικής απόσπασης της προσοχής». Μελέτες όπωςαυτή των ακαδημαϊκών Τζέφρι Κουζνέκοφ και Σκοτ Τίτσγουορθή των Αρνολντ Γκλας και Μενξ Κανγκ, καταδεικνύουν ότι οι μαθητές που χρησιμοποιούν περισσότερο το τηλέφωνό τους κρατούν λιγότερες σημειώσεις και συγκρατούν λιγότερες πληροφορίες από το μάθημα, ότι η «εναλλαγή» μεταξύ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των εργασιών στο σπίτι συσχετίζεται με χαμηλότερους βαθμούς, και πως οι μαθητές που τείνουν να στέλνουν πολλά μηνύματα στην τάξη πετυχαίνουν χαμηλότερες βαθμολογίες στις εξετάσεις. Στον αντίποδα, οι μαθητές των οποίων τα κινητά τηλέφωνα αφαιρούνται, δοκιμαστικά, γράφουν καλύτερα στις εξετάσεις. Οπως παρατηρούσε ο Χάιντ, γράφοντας στο The Atlantic, «ακόμα και η απλή ύπαρξη ενός smartphone στο οπτικό μας πεδίο είναι μια αφαίμαξη της συγκέντρωσής μας. Ακόμη και ένα κλειδωμένο τηλέφωνο στην τσέπη μας ή στο τραπέζι μπροστά μας φωνάζει σιωπηλά για κομμάτια της διαιρεμένης μας προσοχής».

 

Διευθυντής PISA: «Περιορίστε τα smartphones, επιστρέψτε κοντά στα παιδιά»

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τι λέει ο διευθυντής του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), Αντρέας Σλάιχερ, στο ΒΗΜΑ λίγα εικοσιτετράωρα μετά την ανακοίνωση των εφετινών αποτελεσμάτων εκπαιδευτικής αξιολόγησης των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.

Λίγα εικοσιτετράωρα μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της φετινής εκπαιδευτικής αξιολόγησης των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, στην οποία οι Έλληνες μαθητές «πάτωσαν», το ΒΗΜΑ επικοινώνησε με τον διευθυντή του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) Αντρέας Σλάιχερ, για να αναλύσει την κατάσταση και να μας περιγράψει τους λόγους οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, ευθύνονται για τα τόσο αρνητικά αποτελέσματα.

 

Ο κ. Σλάιχερ τονίζει τη ζημιά που προκάλεσε η τριετής πανδημία στα εκπαιδευτικά μας συστήματα, αλλά δεν στέκεται μόνο εκεί. Στέκεται κυρίως στις σχέσεις. Μαθητών – εκπαιδευτικών. Γονέων – παιδιών. Στις σχέσεις που προορίζονται για να συγκρατούν τα «ποτάμια» των μεγάλων κρίσεων, αλλά όταν αυτές αδυνατίζουν, τα ορμητικά… νερά τους κατακλύζουν τα πάντα. Κυρίως αναδεικνύει τις αδυναμίες που η τελευταία διεθνής υγειονομική κρίση αποκάλυψε. Και μέσα σε όλα αυτά, το μερίδιο της δικής μας ευθύνης, όταν παρατηρεί καλόπιστα: «Σκεφτείτε: οι περισσότεροι μαθητές και μαθήτριες έλαβαν εκπαιδευτικό υλικό και οδηγίες για την εργασία από το σχολείο τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά μόλις το 11% των ελλήνων μαθητών είπε ότι υπήρχε κάποιος από το σχολείο που τους τηλεφωνούσε καθημερινά για να ρωτήσει πώς αισθάνονται…». Τα παρακάτω απάντησε ο κ. Σλάιχερ στις ερωτήσεις του «Βήματος»:

 

Εχουμε πλέον την πρώτη επίσημη καταγραφή των αποτελεσμάτων της πανδημίας στα εκπαιδευτικά συστήματα της υφηλίου. Είδατε κάτι που σας αιφνιδίασε;

«Μπορούμε βέβαια να δούμε μια σαφή σχέση μεταξύ της έκτασης (του αριθμού και του χρόνου) των σχολείων που έμειναν κλειστά και της πτώσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, αλλά μπορούμε επίσης να δούμε και χώρες που συνεχίζουν να προοδεύουν παρά την πανδημία. Είδαμε επίσης άλλους παράγοντες που σχετίζονται αρνητικά με τα αποτελέσματα αυτά, όπως η μείωση της υποστήριξης των δασκάλων προς τους μαθητές ή της υποστήριξης και της δέσμευσης των γονέων προς τα παιδιά τους ή η υπερβολική χρήση των smartphones».

Σε ποιες χώρες είδατε τη μεγαλύτερη φθορά; Υπήρξαν άλλες που ήταν τεχνολογικά εξοπλισμένες ώστε να αντιμετωπίσουν σε έναν βαθμό το πρόβλημα;

«Tο θετικό είναι ότι υπάρχει πράγματι μια ομάδα χωρών σε αυτή την κατηγορία που έχουν δει καλή πρόοδο την τελευταία δεκαετία. Αυτές οι χώρες μάς δείχνουν τι είναι πραγματικά δυνατό.

Mπορείτε να δείτε πώς η Σιγκαπούρη πέρασε από το καλό στο εξαιρετικό και συνέχισε να προοδεύει ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μπορείτε επίσης να δείτε το Μακάο, την Ιαπωνία και την Εσθονία. Η Πορτογαλία, η Ουγγαρία και το Ισραήλ σημείωσαν επίσης καλή πρόοδο, αν και υποχώρησαν πρόσφατα. Η Τουρκία σημείωσε σημαντική πρόοδο και, ταυτόχρονα, μπόρεσε να εγγράψει πολύ περισσότερους μαθητές στο σχολείο. Η Ρουμανία και η Μολδαβία γνώρισαν κάποια επιτυχία.

Στο χαμηλότερο άκρο του φάσματος επιδόσεων μπορείτε να δείτε πώς το Κατάρ σημείωσε αξιοσημείωτη πρόοδο, το Μαυροβούνιο επίσης προχώρησε. Προχώρησαν επίσης το Περού, η Κολομβία και η Βόρεια Μακεδονία. Και επίσης η Βραζιλία είναι μια άλλη από αυτές τις χώρες που επέκτεινε την πρόσβαση και αύξησε την ποιότητα ταυτόχρονα».

Στην Ελλάδα τι είδατε;  Υπήρξε κάτι στα αποτελέσματα του PISA που σας ανησύχησε περισσότερο;

«Η Ελλάδα κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την παροχή ψηφιακών εναλλακτικών λύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας και, στην πραγματικότητα, οι επιδόσεις έχουν πέσει λιγότερο στην Ελλάδα από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες. Ο παράγοντας που με ανησυχεί περισσότερο είναι η επιδείνωση της ποιότητας των σχέσεων μαθητή – δασκάλου. Σκεφτείτε το, οι περισσότεροι μαθητές έλαβαν εκπαιδευτικό υλικό και οδηγίες για την εργασία από το σχολείο τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά μόλις το 11% των ελλήνων μαθητών είπε ότι υπήρχε κάποιος από το σχολείο που τους τηλεφωνούσε καθημερινά για το πώς αισθάνονται. Η μάθηση όμως δεν είναι απλώς μια επιχείρηση από εκείνες που βασίζονται μόνο στις συναλλαγές. Είναι μια διαδικασία και μια συνεργασία κοινωνική, βασισμένη στις προσωπικές σχέσεις. Το να έχουμε δασκάλους που γνωρίζουν τους μαθητές τους, γνωρίζουν ποιοι είναι, γνωρίζουν ποιοι θέλουν να γίνουν και που ενδιαφέρονται πραγματικά να τους συνοδεύουν στο ταξίδι τους, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό».

Για το επόμενο χρονικό διάστημα ποιες είναι οι συμβουλές σας; Τι μάθαμε εφέτος από το PISA;

«Υπάρχουν μερικά πράγματα που μπορούμε να μάθουμε από πολλές χώρες σχετικά με τον τρόπο που χειρίστηκαν την πανδημία: Το προφανές συμπέρασμα για όλους μας είναι ότι πρέπει να παραμείνουν τα σχολεία ανοιχτά περισσότερο χρονικό διάστημα και για περισσότερους μαθητές.

Εξίσου σημαντικό όμως είναι οι μαθητές να αποκτήσουν οι ίδιοι μεγαλύτερη ευθύνη για τη μάθησή τους, πέρα από κάθε πανδημία. Αυτό είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα που χρειάζονται για τη διά βίου αναβάθμιση των προσόντων τους και την επανεκπαίδευσή τους στις μέρες μας.

Είδατε από τα δεδομένα που αναλύσαμε πόσο σημαντικό είναι οι μαθητές να έχουν δασκάλους που ξέρουν ποιοι είναι, ποιοι θέλουν να γίνουν και, όπως είπα ήδη, που να νοιάζονται για το ταξίδι τους.

Η οικοδόμηση των κοινωνικών θεμελίων για μάθηση είναι το κλειδί. Ο περιορισμός των ψηφιακών περισπασμών είναι το κλειδί. Η οικοδόμηση ισχυρών συνεργασιών με τις οικογένειες και η συμμετοχή των γονέων στη μάθηση των μαθητών είναι επίσης πολύ σημαντική.

Μπορεί επίσης να είναι παραγωγικό να χωρίζονται οι μαθητές σε ομάδες βάσει ικανοτήτων μέσα στα μαθήματα και στις τάξεις, αλλά συχνά αυτό γίνεται αντιπαραγωγικό και κοινωνικά διχαστικό όταν οι μαθητές ομαδοποιούνται μόνιμα ανά σχολείο ή όταν μαθητές που αγωνίζονται καταλήγουν να επαναλαμβάνουν έναν χρόνο, αντί να λαμβάνουν την υποστήριξη που χρειάζονται για να προχωρήσουν.

Τα επιτυχημένα συστήματα είναι αυτά που πετυχαίνουν να ευθυγραμμίσουν τα μέλη τους και τα υλικά που έχουν, με τις ανάγκες γύρω τους. Είναι αυτά τα συστήματα που δημιουργούν «σχολεία-κόμβους» κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όπου οι δάσκαλοι δεν είναι απλώς εξαιρετικοί εκπαιδευτές, αλλά και καλοί προπονητές, καλοί μέντορες, καλοί συντονιστές. Που είναι δημιουργικοί σχεδιαστές καινοτόμων περιβαλλόντων μάθησης. Γι’ αυτό έχει σημασία η καλή εκπαιδευτική ηγεσία και η σχολική αυτονομία».

Εχει θέση η τεχνητή νοημοσύνη στα σχολεία;

Η «βόμβα» του ChatGPT έσκασε φέτος και στα σχολεία, δημιουργώντας το ερώτημα πώς μπορεί να αξιοποιηθεί, ώστε να μην καταλήξει να είναι ένα εκσυγχρονισμένο «σκονάκι» ή ένα εργαλείο για λίγους.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Ποιον δάσκαλο θέλουμε στην εποχή του τάμπλετ;

Ο εθισμός των παιδιών στη χρήση της οθόνης προσθέτει επιπλέον δυσκολίες στο έργο της σύγχρονης διδασκαλίας. Παράγοντες της εκπαίδευσης μιλούν στην «Κ» για τις προκλήσεις του σχολείου στη νέα εποχή

Ηεποχή µας αλλάζει γρήγορα λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, επηρεάζοντας το περιεχόμενο και τη μορφή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τα μέσα και οι τρόποι μάθησης μεταβάλλονται. Με ποιο τρόπο ένα παιδί πρέπει να διδαχθεί τη διδακτέα ύλη, π.χ., των Θρησκευτικών, της Ιστορίας ή των Αρχαίων, τη στιγμή που έχει απομακρυνθεί από την αίσθηση του χάρτινου βιβλίου και την από καθέδρας διδασκαλία, έχοντας συνηθίσει να σκρολάρει από… νήπιο στο τάμπλετ; Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία έρευνας (National Training Laboratory, USA), η αφομοίωση της γνώσης μέσω μιας διάλεξης ή ομιλίας θα γίνεται κατά 5%, μέσω της ανάγνωσης κατά 10%, ενώ μέσω της εικονικής πραγματικότητας –με θεαματική αύξηση– κατά 75%. Ποιες προσωπικές δεξιότητες και ποια εκπαιδευτικά εργαλεία χρειάζονται σήμερα οι δάσκαλοι ώστε να καθοδηγήσουν και να εμπνεύσουν τους μαθητές; Πώς μπορεί η διδασκαλία να γίνει ελκυστική σε παιδιά που έχουν σχεδόν εθιστεί στο τάμπλετ και στην οθόνη των κινητών τηλεφώνων;

Μιλώντας στην «Κ» ο νέος υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, τονίζει ότι «ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας περιλαμβάνει εξ ορισμού τόσο το βιβλίο όσο και την οθόνη. Κυρίως, όμως, εξακολουθεί να έχει στο επίκεντρό του τον δάσκαλο, ο ρόλος του οποίου όχι μόνο δεν περιορίζεται λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά, αντίθετα, αναβαθμίζεται».

«Χάρη στην τεχνολογία, οι εκπαιδευτικοί αποκτούν ακόμη περισσότερα εργαλεία και θέλουμε να τους δώσουμε την ελευθερία και τη δυνατότητα να τα αξιοποιήσουν στον μέγιστο βαθμό. Ο σχεδιασμός μας στο υπουργείο Παιδείας έχει στο επίκεντρό του τους δασκάλους και τους μαθητές, με στόχο την αναβάθμιση της μεταξύ τους σχέσης, της σχολικής καθημερινότητας και της γνώσης που παράγεται μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία», προσθέτει.

«Ο εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας περιλαμβάνει τόσο το βιβλίο όσο και την οθόνη. Κυρίως, όμως, εξακολουθεί να έχει στο επίκεντρό του τον δάσκαλο», λέει στην «Κ» ο νέος υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης.

Η επιτυχημένη ισορροπία μεταξύ πραγματικού και ψηφιακού θα είναι το συστατικό που θα χαρακτηρίζει τα υψηλού επιπέδου σχολεία, λένε οι ειδικοί για τον ρόλο του δασκάλου. «Η ενημέρωση για τις αλλαγές και τις εξελίξεις στην τεχνολογία πρέπει να είναι συνεχής για τους εκπαιδευτικούς, καθώς η ταχύτητα με την οποία τα ίδια τα παιδιά τις υιοθετούν είναι πολύ μεγάλη. Πριν από μερικές δεκαετίες η χρήση του υπολογιστή ήταν για λίγους. Τώρα είμαστε στη χρονική στιγμή όπου νέες γενιές διδάσκονται από εκπαιδευτικούς που αποφοίτησαν από το πανεπιστήμιο πιθανόν χωρίς να τους ζητηθεί να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Οι γνώσεις σε επιστημονικό επίπεδο μπορεί να ξεπεραστούν ακόμη και σε μία δεκαετία. Αυτό οφείλει να περνάει μέσα στα βιβλία αλλά και στη διδασκαλία», παρατηρεί στην «Κ» για το θέμα η Μυρένα Χατζηβασιλείου, στέλεχος της Σχολής Μωραΐτη.

«Ομως σε αυτή τη σχέση υπάρχει ένα πολύ θετικό σημείο: τα παιδιά βλέπουν τους εκπαιδευτικούς να μαθαίνουν συνεχώς, να κάνουν άλματα για να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις και να επιμένουν στην κατάκτηση της γνώσης. Δημιουργούν έτσι πρότυπα διά βίου μάθησης και δίνουν στους μαθητές τους το ζωντανό παράδειγμα αντοχής και προσαρμοστικότητας. Ο σύνθετος και απαιτητικός ρόλος του εκπαιδευτικού δεν έχει να κάνει τόσο με τη μετάδοση της γνώσης όσο με τη μετάδοση της αγάπης γι’ αυτή», προσθέτει. Και με ποιον τρόπο θα διδαχθούν τα λιγοστά παιδιά ενός ακριτικού σχολείου, εκείνα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αττικής και όσα έχουν την τύχη να μεγαλώνουν σε οικογένειες και περιοχές υψηλού οικονομικού και μορφωτικού στάτους;

Tην ίδια στιγμή πολλά ζητήματα, τα οποία παλαιότερα κρύβονταν κάτω από το χαλί στο σχολείο, αποκτούν –και ευτυχώς– ορατότητα. Ο σχολικός εκφοβισμός είναι πρόβλημα που δεν λύνεται με… καμπάνιες. Η συμπεριληπτικότητα ατόμων με αναπηρία, η ενσωμάτωση των προσφύγων είναι αιτούμενα που για να γίνουν πράξη πρέπει να κλονιστούν γερά εδραιωμένα κοινωνικά στερεότυπα. «Είναι απαραίτητο να δώσουμε βάρος στην παιδαγωγική διάσταση του ρόλου του δασκάλου, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί δύσκολα θέματα. Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές πρέπει να διατρέξουν τα προγράμματα σπουδών των παιδαγωγικών τμημάτων των ΑΕΙ αλλά και των επιμορφωτικών προγραμμάτων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Παράλληλα, κρίσιμο ρόλο έχει και ο διευθυντής του σχολείου, ο οποίος και με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του σχολείου μπορεί να προτείνει στοχευμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών», παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο κ. Θοδωρής Γούπος, σύμβουλος εκπαίδευσης και σύμβουλος της τέως υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως.

Τις απόψεις τους για τον «εκπαιδευτικό του σήμερα» παρουσιάζουν στην «Κ» εκπαιδευτικοί που τιμούν με την προσπάθειά τους τον ρόλο του δασκάλου. Σε μια εποχή που αλλάζει απαιτούνται πολλά και γρήγορα βήματα. Και βέβαια, μόνο η «λεβεντιά» (ή αλλιώς ο επαγγελματισμός και το φιλότιμο) του δασκάλου δεν αρκεί.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Εχουμε λόγους να ανησυχούμε

Του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Η συζήτηση για το ποιος είναι καλός δάσκαλος, ποια τα γνωρίσματα ενός καλού δασκάλου, έρχεται και επανέρχεται διαρκώς – και σωστά. Δεν υπάρχει πάντως μόνο ένας τύπος καλού δασκάλου – αναφέρομαι κυρίως στη δευτεροβάθμια. Τα γνωρίσματα εξάλλου του καλού δασκάλου συναρτώνται και προς το μάθημα το οποίο διδάσκει. Αυτή η ποικιλία διδακτικών προσωπικοτήτων αποτελεί ευτύχημα για το σχολείο, επειδή ακριβώς ποικίλες είναι και οι προσωπικότητες των μαθητών. Η πιο μεγάλη δυστυχία για τον μαθητή είναι να μην έχει συναντήσει σε όλα τα σχολικά του χρόνια έναν δάσκαλο που να τον κινητοποιήσει. Αν οι τύποι του καλού δασκάλου είναι πολλοί, το βέβαιο είναι πως ο καλός δάσκαλος δεν είναι χειριστής εργαλείων και τεχνικών, όπως θέλει να μας πείσει μια τρέχουσα αφιλοσόφητη άποψη. Καλός δάσκαλος είναι ή, ακριβέστερα, μπορεί να γίνει μόνο εκείνος που έχει παιδεία, που αγαπάει το αντικείμενο το οποίο διδάσκει και θέλει να το παραδώσει στα παιδιά που έχει απέναντί του, να τα πείσει και εκείνα να το αγαπήσουν. Ο δάσκαλος αυτός θα συναντηθεί με τον μαθητή –δεν θα βαρεθώ να το επαναλαμβάνω– πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, όποια υλική μορφή και αν έχει αυτό. Ο καλός δάσκαλος δεν συμμορφώνεται με τον κόσμο των μαθητών, αλλά τους διδάσκει έναν άλλον κόσμο τον οποίο εκείνοι αγνοούν, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στο να καταλάβουν, «με καιρό και με κόπο», όταν θα έχουν φύγει πια από το σχολείο, ότι ο κόσμος των ανθρώπων, όλων των εποχών και όλων των γλωσσών, είναι κοινός. Oσο ο κόσμος στον οποίο ζούμε θα εξακολουθήσει να είναι αναγνωρίσιμος, καλός δάσκαλος είναι εκείνος που θα βοηθήσει τον μαθητή να χτίσει την προσωπική βιβλιοθήκη του, όπου θα αποσύρεται για να παίρνει απόσταση από την ηλιθιότητα και την ευτέλεια των εικόνων που βομβαρδίζουν την οθόνη του, και να σκεφτεί νηφάλια τον κόσμο και τη δική του θέση μέσα σε αυτόν.

Διαβάσαμε στον Τύπο ότι στις πρόσφατες εκλογές οι νέοι ηλικίας 17-24 ετών ψήφισαν το φασιστικό κόμμα Σπαρτιάτες σε ποσοστό 9,2%, διπλάσιο δηλαδή του πανελληνίου μέσου όρου. Τι αγνοούσαν αυτά τα παιδιά, που μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο, και αποφάσισαν να ψηφίσουν τους φασίστες; Τη χρήση των υπολογιστών, των τάμπλετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των ποικίλων εφαρμογών; Oλα αυτά τα ήξεραν, τα είχαν μάθει – μόνοι τους. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν τους τα έμαθε το σχολείο, αλλά ότι δεν τους τα ξέμαθε, ώστε να σχετικοποιήσουν τα είδωλά τους, να καλλιεργήσουν την κρίση τους και να λογαριάζουν τον άλλον.

Δεν κομίζω γλαύκα αν πω ότι σήμερα έχει κοπεί ο δεσμός των περισσότερων παιδιών με το σχολείο – αναφέρομαι πάντα στη δευτεροβάθμια. Δεν πρόκειται για την αιώνια χαρά των μαθητών όταν δεν έχουν σχολείο, αλλά για κάτι άλλο: οι μαθητές αισθάνονται το σχολείο εντελώς περιττό, άχρηστο. Εδώ και χρόνια όμως έχει αρχίσει να διαρρηγνύεται και ο ψυχικός δεσμός των δασκάλων με το σχολείο: δεν πιστεύουν στο έργο τους, είναι απογοητευμένοι, κουρασμένοι, με ένα παραλυτικό αίσθημα ματαιότητας. Σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) το κράτος αντιμετωπίζει έλλειψη δασκάλων για τα σχολεία. Ο λόγος δεν είναι, όπως θα νόμιζε κανείς, οικονομικός, διότι αυτό συμβαίνει και στις χώρες όπου οι αποδοχές τους είναι ικανοποιητικές (Γερμανία). Ο λόγος που οι δάσκαλοι φεύγουν από τα σχολεία ή που δεν πάνε σε αυτά και προτιμούν άλλες εργασίες είναι η κοινωνική απαξίωση της δουλειάς τους αλλά και η άκαρπη ταλαιπωρία τους μέσα σε αδιάφορες και απείθαρχες τάξεις. Eχουμε πραγματικούς λόγους να ανησυχούμε για το μέλλον του σχολείου.

Τι μας έμαθε ο «κ. Μπερνάρ» του Καμύ

Του Ευθύμη Δημόπουλου*

Πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος σε ένα νησί. Στο μυαλό και στα μπαγκάζια μου κουβαλούσα τα βιβλία της σχολής γεμάτα με τεχνικές διδακτικής, παιδαγωγικούς χειρισμούς, σχέδια διάταξης της τάξης, υποδείγματα διδασκαλίας. Βάλθηκα να τα εφαρμόσω. Οι μαθητές μπερδεύονταν, το μάθημα σκάλωνε.

Αλλαξα ρότα. Στρώθηκα στο διάβασμα των μαθημάτων. Ρηματικοί χρόνοι, υποτακτικές, κλάσματα και δεκαδικοί, θερμότητα και ηλεκτρομαγνητισμός, μηδικοί πόλεμοι. Εμαθα, στου κασίδη το κεφάλι, τον πρώτο κανόνα της διδασκαλίας. Ο δάσκαλος οφείλει να γνωρίζει καλά τα περιεχόμενα της διδασκαλίας του. Η «μεταδοτικότητα» δεν είναι ζήτημα τεχνικών, ούτε χάρισμα και τρικ. Αυτός που έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου του είναι ικανός να το μεταδώσει.

Ο διαβασμένος δάσκαλος είναι ταυτόχρονα και καλός παιδαγωγός, ακόμη και αν δεν συμβουλεύει διαρκώς για την πρέπουσα συμπεριφορά. Παιδαγωγεί, γιατί κερδίζει την προσοχή των μαθητών του, κεντρίζει την περιέργεια και τη φιλομάθειά τους. Η γνώση και η αναζήτησή της ήταν και παραμένουν μορφές αγωγής, αλλά αυτό το υποτιμά η τρέχουσα παιδαγωγική.

Ωστόσο οι πανεπιστημιακές σπουδές και τα διαβάσματα καθημερινής προετοιμασίας δεν αρκούν. Ούτε βέβαια και οι επιμορφωτικές «αρπαχτές» των σχολείων μας. Ο εκπαιδευτικός που θέλει να επιμορφωθεί χρειάζεται οπωσδήποτε να διαβάσει λογοτεχνία, να δει κινηματογράφο και θέατρο, να επιδιώξει πολιτική ενημέρωση. Να καλλιεργηθεί. Οι μαθητές του θα το εισπράξουν και θα το εκτιμήσουν.

Η σχέση δασκάλων – μαθητών απασχολεί ολοένα και περισσότερο τη σχολική ζωή. Ακούγεται συχνά ότι «ο δάσκαλος πρέπει να γίνει φίλος του μαθητή». Είναι στραβός δρόμος. Ο μαθητής δεν ζητάει στο πρόσωπο του δασκάλου έναν φίλο που θα τον κολακεύει ή έναν γονιό που θα τον κανακεύει. Δεν ζητάει «πατερναλιστική περιποίηση», αλλά έναν δάσκαλο-μέντορα που του συμπαραστέκεται, τον εμψυχώνει, προσπαθεί να απελευθερώσει τις δυνατότητές του, αλλά παράλληλα είναι ακριβοδίκαιος κριτής του. Ο «κύριος Μπερνάρ», ο δάσκαλος του φτωχού Ζακ, στον «Πρώτο άνθρωπο» του Καμύ έχει πολλά να μας μάθει για τη σχέση δασκάλου – μαθητή.

Εχουμε μπει εδώ και χρόνια στην εποχή των υπολογιστών και του διαδραστικού πίνακα, όμως η διδασκαλία παραμένει τέχνη. Μια ερμηνεία στη σκηνή της αίθουσας, μπροστά στο μαθητικό κοινό. Οσοι δάσκαλοι σταθούν μπροστά του πρέπει να πιστεύουν ότι έχουν κάτι σημαντικό να πουν, κάτι πολύτιμο να υπερασπίσουν. Ο δάσκαλος που βιάζεται να γυρίσει σπίτι του και τσεκάρει αργίες και γιορτές στο ημερολόγιο, δεν αγαπά τη δουλειά του. Θα υποφέρει στο σχολείο και μαζί του θα ταλαιπωρούνται οι μαθητές.

* Ο κ. Ευθύμης Δημόπουλος είναι δάσκαλος.

Δεν υπάρχει «σωτήρια φόρµουλα»

Της Βάνας Δήμου*

Οι δυνατότητες που παρέχει ο «υπερσυνδεδεμένος» κόσμος μας είναι απεριόριστες. Ζητούμενο, επομένως, είναι το πώς θα αξιοποιήσουμε σωστά τις ψηφιακές εφαρμογές στην καθημερινή σχολική πρακτική ως εκπαιδευτικοί και πώς θα ενθαρρύνουμε τους μαθητές μας να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό διότι, με δεδομένο ότι κάθε τεχνολογικό μέσο υποβάλλει τις δικές του αξίες και θέτει τη σχέση του με τον χρήστη σε μια συγκεκριμένη δυναμική, παρατηρούνται οι εξής προβληματικές όψεις. Κατ’ αρχάς ο τρόπος που αξιοποιούνται από τους μαθητές και τις μαθήτριες τα ψηφιακά εργαλεία, όπως ενσωματώνονται σταδιακά στο παραδοσιακό μοντέλο διδασκαλίας, έχει καλλιεργήσει σε αρκετούς από αυτούς τη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Οι όποιες, δηλαδή, εφαρμογές και «έξυπνα» προϊόντα λειτουργούν ως προέκταση, τέτοια που δεν αναπληρώνει, αλλά αχρηστεύει το «μέλος» που αντικαθιστά. Οι μαθητές, ελλείψει χρόνου, κινήτρων, ενδιαφέροντος, αρκούνται στο να βρίσκουν στη μηχανή την εύκολη λύση. Την ίδια στιγμή, η ψηφιακή μετάβαση δοκιμάζει τις αντοχές, τις δεξιότητες και την υπομονή των εκπαιδευτικών που δεν είχαν την ανάλογη εξοικείωση στο παρελθόν με τα συγκεκριμένα εργαλεία, με αρκετούς να οδηγούνται στην υπερβολή και να χάνονται στους μαιάνδρους των δυνατοτήτων που αυτά προσφέρουν. Φυσικό κι επόμενο των παραπάνω διαπιστώσεων το να αμφισβητούνται τα μαθησιακά αποτελέσματα.

Κάθε προσπάθεια, όμως, που στοχεύει στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων οφείλει να εξετάσει προσεκτικά τον ρόλο των εκπαιδευτικών. Και είναι αλήθεια πως η επιστήμη της διδακτικής έχει προσφέρει τα εφόδια για να εφαρμόσουν οι τελευταίοι επιτυχημένες και δοκιμασμένες πρακτικές. Οποιος σπουδάζει, άλλωστε, μια επιστήμη, τη σπουδάζει παντοτινά. Δεν πρέπει, όμως, να παρασυρθούμε από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης μιας σωτήριας φόρμουλας, ούτε να αδικήσουμε τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι σε γνωστικό και παιδαγωγικό επίπεδο βρίσκονται ψηλά. Μπορεί η αξιολόγηση των διδακτικών πρακτικών να ανατροφοδοτήσει ουσιαστικά την εκπαιδευτική πράξη και να βελτιώσει τα διδακτικά μέσα; Ασφαλώς. Αρκεί να δείξουμε εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς, να τους δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν, να διευρύνουμε το πλαίσιο της αυτονομίας τους και να επενδύσουμε σε εγχειρήματα που θα διευκολύνουν και θα υποστηρίζουν το έργο τους.

Οφείλουµε να καθορίσουµε το είδος του ανθρώπου που θέλουµε να βγαίνει από το σηµερινό σχολείο. Και αυτός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος µε στέρεη γνώση και κριτικό πνεύµα.

Υπό το ίδιο πρίσμα οφείλουμε να καθορίσουμε και το είδος του ανθρώπου που θέλουμε να βγαίνει από το σημερινό σχολείο. Και αυτός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος με στέρεη γνώση και κριτικό πνεύμα, που θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις αλλαγές των καιρών, να ειδικεύεται, να αλλάζει και να προσαρμόζεται στον ευμετάβλητο κόσμο που θα ζήσει, με συνθετική σκέψη και ικανότητα αξιολόγησης των πληροφοριών. Πλάι, όμως, στις γνωστικές αυτές δεξιότητες χρειαζόμαστε ένα ανθρωπιστικό αντίβαρο που θα λειτουργεί ακριβώς έτσι, εξισορροπητικά, και θα θωρακίζει την κοινωνική συνείδηση των μαθητών. Το τελευταίο που θέλουμε είναι να συνθέσουμε μαζί τους (ή για χάρη τους) μια εικόνα του κόσμου αποσπασματική, βασισμένη σε βιώματα πρόσκαιρα.

* Η κ. Βάνα Δήμου είναι φιλόλογος σε ιδιωτικό λύκειο της Αθήνας.

Το στοίχηµα της ψηφιακής εποχής

Του Χάρη Γεωργιακάκη

Ο νέος υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης στις πρώτες δηλώσεις του ανέφερε ότι η μάθηση καθίσταται πλέον μια διά βίου διαδικασία, ότι η νέα γενιά δεν θα εκπαιδευτεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι προηγούμενες, ότι αλλάζει ραγδαία ο τρόπος που μαθαίνουμε και πως ο ρόλος της τεχνολογίας είναι καθοριστικός.

Μέσα και από τα λεγόμενα του υπουργού γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο χώρος της παιδείας έχει εισέλθει σε μια νέα φάση, όπου ο σύγχρονος εκπαιδευτικός θα έρχεται αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις και ανατρεπτικά δεδομένα στο πεδίο της παιδαγωγικής επιστήμης, το οποίο επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας. Τα σύγχρονα ρεύματα της παιδαγωγικής, των επιστημών και της τεχνολογίας διαμορφώνουν το εκπαιδευτικό προφίλ του, αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά διά βίου μάθησης, διαρκούς αναστοχασμού, καινοτομίας, εύρεσης πρωτοπόρων πρακτικών και μετεξέλιξης σε έναν κόσμο που αλλάζει καθημερινά.

Ο εκπαιδευτικός σήμερα καλείται να εφαρμόζει σύγχρονες διδακτικές μεθοδολογίες και διαφοροποιημένες παιδαγωγικές μεθόδους με τη χρήση των τεχνολογιών πληροφορικής, να διαθέτει ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις αλλαγές, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες εκπαιδευτικού, επιμορφωτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, να πειραματίζεται ανακαλύπτοντας νέα εκπαιδευτικά δεδομένα ώστε να εμπλουτίσει το παιδαγωγικό και διδακτικό του υπόβαθρο, αλλά και συλλογικά να ενισχύσει και να διαμοιραστεί μεθόδους και πρακτικές που μπορούν να ωφελήσουν το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα φαινόμενα εκπαιδευτικής ανισότητας, τα οποία δεν παύουν να υπάρχουν μέσα στον σύγχρονο κόσμο.

Τα σύγχρονα ρεύµατα της παιδαγωγικής, των επιστηµών και της τεχνολογίας διαµορφώνουν το προφίλ του εκπαιδευτικού, αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά διά βίου µάθησης.

Ως εκπαιδευτικός αφιέρωσα πέντε χρόνια σε ένα δυσπρόσιτο και απομακρυσμένο σχολείο στα Βορίζια του Ηρακλείου Κρήτης. Ενα σχολείο που, όπως και πολλά άλλα σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας, είχε και έχει ανάγκες και ιδιαιτερότητες, τις οποίες οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν αφήνοντας το αποτύπωμά τους, προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις του ρόλου τους και στις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες που συναντούν. Οι εκπαιδευτικοί σε σχολεία όπως το συγκεκριμένο, και τα οποία είναι πολλά σε όλη την Ελλάδα, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εκπαιδευτική και κοινωνική ανισότητα προσφέροντας μέσα από τον διδακτικό και διοικητικό τους ρόλο ίσες ευκαιρίες στα παιδιά και στις τοπικές κοινωνίες στο πνεύμα της σύγχρονης εποχής.

Ο πρωταγωνιστής του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο ίδιος ο εκπαιδευτικός. Από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία ή η αποτυχία του. Ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σύνθετος και πολύπλοκος. Τα δεδομένα της σύγχρονης ψηφιακής εποχής και ο συνδυασμός τους με τη φύση της παιδαγωγικής επιστήμης είναι ένα στοίχημα, στο οποίο οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αντεπεξέλθουν και να διαμορφώσουν μια νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Ο κ. Χάρης Γεωργιακάκης είναι δάσκαλος στο 53ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου. Διακρίθηκε με το βραβείο του εκπαιδευτικού της χρονιάς 2022 στα Education Leaders Awards για την προσφορά και το έργο του στο απομακρυσμένο και δυσπρόσιτο Δημοτικό Σχολείο Βοριζίων κατά τα έτη 2017-2022.

Οσα (δεν) πρέπει να έχει σήµερα ο δάσκαλος 

Του Κωστή Κοντογιάννη

Υπάρχουν πάρα πολλά φαινόµενα και καταστάσεις που συνδέονται µε την κρίση της εκπαίδευσης, είτε ως αίτια µε σηµαντικό ρόλο στην εµφάνισή της, είτε έως άµεσες συνέπειές της. Ας σταχυολογήσουµε µερικά, χωρίς καµία ιεράρχηση και χωρίς προσπάθεια να διακρίνουµε ποια είναι απότοκο της κρίσης και ποια έχουν τον ρόλο του δηµιουργού της, αφού αυτά τα δύο συνήθως µπλέκονται και καταλήγουµε να τα αντιµετωπίζουµε µε το παράδοξο της κότας και του αβγού.

– Η µονίµως ισχυρή παρουσία των νεοναζί στη νεολαία, µε όποιο προσωπείο και αν εµφανίζονται, η οποία προσφάτως επιβεβαιώθηκε και µε τη µεταµόρφωση της Χ.Α. σε Σπαρτιάτες.

– Η συνεχιζόµενη απαξία της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και η µετατροπή της σε µια χρησιµοθηρική λειτουργία που καλείται, ακόµη και από την Α΄ Γυµνασίου, να υπηρετήσει τον αναχρονιστικό θεσµό των εισαγωγικών εξετάσεων. Ετσι έχουµε αποφοίτους λυκείου που δεν έχουν ιδέα για το πώς είναι µια συµφωνική ορχήστρα ή ποια είναι τα βασικά ρεύµατα στη ζωγραφική, δεν κατέκτησαν τη φιλαναγνωσία, δεν έχουν ιδέα από Ιστορία ή από τη λειτουργία του κυττάρου.

Οταν συνειδητοποιήσουµε ότι κατά το µεγαλύτερο µέρος του το «εκπαιδευτικό έργο» σήµερα συνίσταται σε κάτι που το ChatGPT κάνει συντριπτικά καλύτερα, θα είναι αργά για να αντιδράσουµε.

– Τα αυξανόµενα κρούσµατα βίας στα σχολεία που φθάνουν ακόµη και σε περιπτώσεις οµαδικών βιασµών.

– Οι επελαύνουσες νέες τεχνολογίες που στηρίζονται στην τεχνητή νοηµοσύνη και οι οποίες αναµένεται να ανατρέψουν ό,τι ξέρουµε για την εκπαίδευση. Απέναντί τους για την ώρα µένουµε άφωνοι πιστεύοντας ότι θα τις ενσωµατώσουµε και αυτές στην καθηµερινότητά µας. Μόνο που όταν συνειδητοποιήσουµε ότι κατά το µεγαλύτερο µέρος του το «εκπαιδευτικό έργο» σήµερα συνίσταται σε κάτι που το ChatGPT κάνει συντριπτικά καλύτερα, θα είναι αργά για να αντιδράσουµε.

– Η σώρευση πληροφοριών αντί για την επικέντρωση στην ανάπτυξη και καλλιέργεια οριζόντιων δεξιοτήτων. Την εποχή που όλες οι ευρωπαϊκές πολιτικές περί εκπαίδευσης επικεντρώνονται στα λεγόµενα 4C’s (creativity, critical, thinking, collaboration, communication), στην Ελλάδα Λυδία Λίθο της εκπαιδευτικής επιτυχίας θεωρούµε το τεστ του τετραµήνου και τεκµήριο αντιµετώπισης της αποστήθισης τις «συνθετικές» (υποτίθεται) εργασίες στις οποίες ο µαθητής αντιγράφει σελίδες από το ∆ιαδίκτυο.

Η παράθεση απαντάει στο πώς θα έπρεπε να θέλουµε να είναι ο εκπαιδευτικός σήµερα: Να είναι ο επαγγελµατίας που µε τη στάση και τη δράση του θα µπορεί να αντιδράσει σε όλα τα προηγούµενα. Είτε θεραπεύοντας καταστάσεις, είτε αλλάζοντας τον µικρόκοσµο του σχολείου.

Ισως, όµως, θα άξιζε να αναφέρουµε τι δεν θα έπρεπε να έχει ο εκπαιδευτικός του σήµερα, ώστε να υπάρχει περίπτωση να µετατραπεί σε αυτό που χρειάζονται τα σχολεία. ∆ε θα έπρεπε να έχει την αναξιοπρέπεια της πενίας του µε µισθούς που του λένε «κάνε και µια δεύτερη δουλειά», τη γραφειοκρατική και στείρα ταλαιπωρία µιας γελοίας διαδικασίας αξιολόγησης σαν αυτή που ευαγγελίζεται το υπουργείο Παιδείας (τουλάχιστον η προηγούµενη ηγεσία του), επιµορφώσεις που είναι κοµµένες και ραµµένες στα µέτρα του επιµορφωτή και όχι πάνω στις επιθυµίες και στις ανάγκες των επιµορφουµένων, άθλιο χώρο εργασίας στον οποίο, για παράδειγµα, οι τουαλέτες είναι µόνο για γενναίους, οι πρίζες είναι ξεκοιλιασµένες και η καθαριότητα άγνωστη λέξη, διευθυντές επιλεγµένους από τον κοµµατικό σωλήνα, µέσο όρο ηλικίας πάνω από 55 στα σχολεία των µεγάλων πόλεων, ασφυκτικούς ιδεολογικούς πειθαναγκασµούς από κάθε λογής µαθητευόµενους µάγους, που τελικά επιβάλλουν να εξοβελίζονται η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία από τα σχολεία ή να αντιµετωπίζεται η Ιστορία ως εργαλείο διαµόρφωσης εθνικής συνείδησης και όχι ως ανθρωπιστική επιστήµη (αλησµόνητη δήλωση Κεραµέως).

Ο κ. Κωστής Κοντογιάννης είναι φυσικός, πρώην διευθυντής του 1ου Πρότυπου Γυµνασίου Αθηνών, εκτελεστικός διευθυντής της ερευνητικής µονάδας «Αρχιµήδης» του ερευνητικού κέντρου «Αθηνά». 

«Θέμα χρόνου για την Τεχνητή Νοημοσύνη να αρχίσει να διδάσκει στα σχολεία»

Chatbots Τεχνητής Νοημοσύνης που υποστηρίζονται από μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, θα μπορούσαν να καθοδηγούν τους μαθητές, από την πρωτοβάθμια βαθμίδα εκπαίδευσης

Ητεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επιταχύνει το έργο των δασκάλων στα σχολεία, βοηθώντας ακόμα και στην κάλυψη των κενών θέσεων.

Τα συστήματα Α.Ι. έχουν ήδη αρχίσει να αποδεικνύουν τις εκπαιδευτικές τους δυνατότητες, με τον συνιδρυτή της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, να εκτιμά ότι τα chatbots Τεχνητής Νοημοσύνης μπορούν να μάθουν σε παιδιά να διαβάζουν μέσα σε 18 μήνες, μια διαδικασία που ως τώρα παίρνει χρόνια για να αγγίξει ένα ικανοποιητικό επίπεδο.

Ειδικοί που μιλούν στο CNBC θεωρούν πως είναι θέμα χρόνου η Τεχνητή Νοημοσύνη να μπει στα σχολεία.

Η τεχνητή νοημοσύνη «θα βελτιώσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης, θα μειώσει δραματικά το κόστος, θα κάνει την εκπαίδευση πιο δίκαιη, θα δώσει στους ανθρώπους ευκαιρίες, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και ενισχύοντας τη γνώση», εκτιμά η Σάρα Γκούο ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της επενδυτικής εταιρείας Conviction.

Τεχνητή νοημοσύνη για τα απλά μαθήματα, καθηγητές για εξατομικευμένη καθοδήγηση

Τα chatbots Τεχνητής Νοημοσύνης που υποστηρίζονται από μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, θα μπορούσαν να καθοδηγούν τους μαθητές, από την πρωτοβάθμια βαθμίδα εκπαίδευσης προσαρμόζοντας την εκπαιδευτική διαδικασία στα «μέτρα» του κάθε μαθητή.

Πολλά παιδιά σήμερα δεν απολαμβάνουν μια εξατομικευμένη μαθησιακή εμπειρία που να καλύπτει τις ανάγκες τους, επειδή δεν υπάρχουν αρκετοί καθηγητές, δήλωσε ο Ντάνι Κινγκ, διευθύνων σύμβουλος και συνιδρυτής της Accredible, μιας πλατφόρμας ψηφιακής πιστοποίησης που συνεργάζεται με τη Google, το Χάρβαρντ, το MIT και τις εκδόσεις εκπαιδευτικών συγγραμμάτων McGraw Hill.

Μήπως να επιβραδύνουμε τις εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη;

Οι εκπαιδευτικοί είναι συχνά τόσο καταπονημένοί που δεν έχουν αρκετό χρόνο για να ασχοληθούν με μεμονωμένους μαθητές, παρατηρεί ο Κινγκ. Ομως η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καλύψει αυτό το κενό απαλλάσσοντας τους εκπαιδευτικούς από την κουραστική ρουτίνα.

«Μεγάλο μέρος της διδακτέας ύλης μπορεί να ανατεθεί σε τεχνολογικά συστήματα», εκτίμησε ο Κινγκ, προτείνοντας οι εκπαιδευτικοί να βοηθήσουν πιο στοχευμένα τα παιδιά.

Αν οι μαθητές ασχοληθούν με τη διδακτέα ύλη μέσω μεθόδων που υποστηρίζει η Τεχνητή Νοημοσύνη, ένας δάσκαλος θα μπορεί να επιβλέπει πολλές τάξεις ταυτόχρονα, επειδή οι μαθητές δεν θα χρειάζονται έναν δάσκαλο να στέκεται πάντα πάνω από το κεφάλι τους, δήλωσε ο Κινκ. «Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να το αυτοματοποιήσει αυτό».

«Με το Α.Ι., μπορείτε να μορφοποιήσετε με διαφορετικούς τρόπους τη διδακτέα ύλη και να δημιουργήσετε κουίζ μέσα σε λίγα λεπτά αντί να κοπιάζετε» σχολιάζει η Γκουό.

Επιπλέον, ένας δάσκαλος θα μπορεί να παρέχει εστιασμένη, αποτελεσματική βοήθεια στους μαθητές που το έχουν ανάγκη, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορεί να ενημερώνει τους εκπαιδευτικούς για τους τομείς και τα θέματα στα οποία χρειάζονται περισσότερη βοήθεια, λέει, ο Κινγκ.

Η συνήθης πρακτική των ιδιαίτερων μαθημάτων που ακολουθείται εδώ και δεκαετίες «είναι απλά εξωφρενικά ακριβή», επιχειρηματολογεί η Γκουό, δίνοντας και μία οικονομική, κοινωνική διάσταση.

Με την ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στην τάξη, η εξατομικευμένη βοήθεια θα καταστήσει την εκπαίδευση πιο δίκαιη, μειώνοντας τον αριθμό των μαθητών με κενά. «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη για να διευρύνουμε την πρόσβαση στην ποιοτική εκπαίδευση και στη συνέχεια να ενισχύσουμε την απίστευτη δουλειά που κάνουν οι εκπαιδευτικοί» καταλήγει.

Πηγή CNBC

Η κβαντική διαίσθηση των μαθητών και ο «βαθύς ύπνος» του σχολείου

Εντυπωσιακά τα αποτελέσματα της δράσης εισαγωγής μαθητών λυκείου στις βασικές έννοιες και στην πρακτική της κβαντικής υπολογιστικής

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
11.06.2023 • 07:03

Σε αυτή την κούρσα, η δεύτερη θέση δεν είναι επιλογή. O ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Κίνας, Ρωσίας, Ιαπωνίας και άλλων χωρών για την κατάκτηση των κβαντικών τεχνολογιών είναι αδυσώπητος, αφού ο νικητής θα μπορεί να ξεκλειδώσει πανεύκολα την «παραδοσιακή» κρυπτογράφηση και να απειλήσει τη βιομηχανική, στρατιωτική και κυβερνητική υποδομή των αντιπάλων του, αλλά και να δημιουργήσει απροσπέλαστη κρυπτογράφηση, άρα τη δημιουργία «άθραυστων» επικοινωνιακών δικτύων, να αναπτύξει υπολογιστές και δίκτυα που ξεπερνούν σε απόδοση ό,τι γνωρίζαμε έως σήμερα και όλα τα άλλα προνόμια του θαυμαστού καινούργιου κόσμου που υπόσχεται η κβαντική υπολογιστική.

Φυσικά οι πιο συναρπαστικοί αγώνες είναι αυτοί στους οποίους συμμετέχουμε. «Αλλά εμείς κοιμόμαστε ύπνο βαθύ», όπως λέει χαριτολογώντας στην «Κ» ένας από τους κορυφαίους Ελληνες επιστήμονες, ο καθηγητής στο Τμήμα Μαθηματικών του ΑΠΘ Ιωάννης Αντωνίου. Η χώρα μας παραμένει προς το παρόν απλός παρατηρητής των ραγδαίων εξελίξεων στην παγκόσμια σκακιέρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι η 2η κβαντική επανάσταση της διεμπλοκής –θα επανέλθουμε παρακάτω– απουσιάζει εντελώς από την ύλη του σχολείου. Ηταν μετά μια τέτοια συζήτηση με φίλους καθηγητές από τη μέση εκπαίδευση που ο κ. Αντωνίου άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε η ακαδημαϊκή κοινότητα να βοηθήσει. Κάπως έτσι… φούσκωσε το ΚΥΜΑ ή αλλιώς το πρόγραμμα Κβαντική Υπολογιστική για Μαθητές, μια καινοτόμος δράση εισαγωγής μαθητών και μαθητριών λυκείου στις βασικές έννοιες και την πρακτική της κβαντικής υπολογιστικής. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 119 μαθητές από 21 σχολεία της Κεντρικής Μακεδονίας και της Στερεάς Ελλάδας, οι οποίοι παρακολούθησαν εξ αποστάσεως 20 δίωρες σαββατιάτικες παραδόσεις μεταξύ 12 Νοεμβρίου 2022 και 29 Απριλίου 2023. Η ανταπόκριση των μαθητών ήταν μεγαλύτερη από τις προσδοκίες.

«Τα παιδιά έχουν καταλάβει πιο καλά από εμάς το πού ακριβώς βρισκόμαστε, έχουν κβαντική διαίσθηση», σχολιάζει ο κ. Αντωνίου, ο οποίος μαζί με τον καθηγητή Δημήτριο Πουλάκη από το Τμήμα Μαθηματικών του ΑΠΘ, τον καθηγητή Σταύρο Σταυρινίδη και τον αναπληρωτή καθηγητή Μιχάλη Χανιά από το Εργαστήριο Φυσικής Στερεάς Κατάστασης Ηλεκτρονικής και Νανοτεχνολογίας του Τμήματος Φυσικής του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας, είχαν την επιστημονική εποπτεία του προγράμματος. Στο πλευρό τους συντάχθηκαν οι συντονιστές εκπαιδευτικού έργου δρ Κ. Ανεστόπουλος, δρ Π. Βενάρδος και δρ Α. Ευαγγελόπουλος, 20 μαθηματικοί από τη μέση εκπαίδευση και τρεις υποψήφιοι διδάκτορες, σε ένα υπόδειγμα συνέργειας μεταξύ Τριτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

«Το πρόγραμμα λειτουργεί ως ένας οδηγός για τον “κβαντικό αλφαβητισμό” της νέας γενιάς που πρόκειται να ζήσει σε ένα εντελώς διαφορετικό τεχνολογικό περιβάλλον», λέει στην «Κ» ο κ. Σταυρινίδης. Οπως αναφέρει, δεν αργεί η εποχή που η κατανόηση της έννοιας και των ιδιοτήτων της «κβαντικής πληροφορίας» θα είναι προαπαιτούμενο για την επαγγελματική, την επιστημονική ακόμη και την κοινωνική ύπαρξη των πολιτών. «Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν έφερε την οργανωμένη έρευνα γύρω από την κβαντική υπολογιστική απευθείας στην εποπτεία του Λευκού Οίκου, ενώ πρόσφατα απηύθυνε πρόσκληση σε νέους επιστήμονες από όλο τον κόσμο να συνδράμουν στα σχετικά προγράμματα». Θυμίζεται ότι το βραβείο Νομπέλ Φυσικής για το 2022 απονεμήθηκε από κοινού στους επιστήμονες Αλέν Ασπέκ, Τζον Κλάουζερ και Αντον Τσέιλινγκερ για την πρωτοπορία τους στην επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας με την αξιοποίηση της διεμπλοκής. Οι εξελίξεις υπερβαίνουν τον κοινό νου, αλλά η λέξη-κλειδί είναι η διεμπλοκή. Εξηγεί ο καθηγητής Αντωνίου: «Πριν από το 1980 η κβαντική θεωρία που όλοι ξέρουμε ήταν ένα εργαλείο για να υπολογίζουμε τη δομή ατόμων και μορίων. Ηταν η θεωρία που έδινε τις καλύτερες προβλέψεις, σφάλμα στο 5ο και 6ο δεκαδικό ψηφίο. Μαζί όμως με την κβαντική θεωρία υπήρχε και ένα μυστήριο φαινόμενο, η διεμπλοκή που πρακτικά σημαίνει ότι εάν διασπαστούν δύο σωματίδια ταυτόχρονα και το ένα βρεθεί στον Αρη και το άλλο εδώ υπάρχει στατιστική ανάμνηση αυτής της διεμπλοκής που μας επιτρέπει μετρώντας το ένα στη Γη να δούμε τι κάνει το άλλο στον Αρη. Αυτό όταν το ακούει κάποιος ακούγεται παράλογο, εξωτικό. “Spooky” το είχε χαρακτηρίσει ο Αϊνστάιν. Αφήγημα αλλοπαρμένων ανθρώπων. Επρεπε να γίνουν πολλά πειράματα για να επαληθευτεί. Ολα την επαλήθευσαν. Ηταν μια αναπόδραστη πραγματικότητα. Σεβόμαστε τον Αϊνστάιν αλλά περισσότερο σεβόμαστε αυτό που παρατηρούμε, οπότε η ανθρωπότητα δημιούργησε κβαντικούς επεξεργαστές με βάση τη διεμπλοκή».

Οι κβαντικοί υπολογιστές μπορούν να κάνουν πράγματα που δεν ήταν άλλοτε εφικτά. Η κρυπτογράφηση είναι το νούμερο ένα. «Η κβαντική κρυπτογράφηση δεν σπάει. Σπάει αλλά μόλις την σπάσεις θα το αντιληφθεί ο άλλος λόγω της διεμπλοκής. Αυτό που ζούμε είναι η 2η επανάσταση της κβαντομηχανικής. Οι Κινέζοι διαπίστωσαν διεμπλοκή μεταξύ Γης και δορυφόρου. Σήμερα έχουν ασφαλή επικοινωνία με οπτικές ίνες που δεν μπορεί να σπάσει. Αυτές οι επικοινωνίες είναι απροσπέλαστες». Οπως λέει ο ίδιος, μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες έχουν ομάδες που ασχολούνται με κβαντικούς υπολογιστές, ενώ και φαρμακευτικές εταιρείες σχεδιάζουν φάρμακα έπειτα από προσομοίωση σε κβαντικούς υπολογιστές. «Η ανθρωπότητα έχει ήδη μπει σε διαδρομή που αλλάζει τα πάντα. Ο,τι ξέραμε για τους υπολογιστές και τα δίκτυα πριν από 10 χρόνια είναι ήδη ξεπερασμένο».

Το ΚΥΜΑ θα συνεχιστεί και του χρόνου αλλά διευρυμένο σε πανελλαδικό επίπεδο.

Τι μάθαμε από την τηλεκπαίδευση

Τις δυνατότητες και τις ελλείψεις που ανέδειξαν τα μαθήματα εξ αποστάσεως μετράει πανεπιστημιακή έρευνα

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τι βαθμό πήρε η e-διδασκαλία; Πώς την αξιολόγησαν οι εκπαιδευτικοί που την υλοποίησαν σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης; «Από το να μη γίνεται καθόλου μάθημα, η εξ αποστάσεως διδασκαλία είναι μια λύση», απαντάει έμπειρος καθηγητής λυκείου, προσθέτοντας με νόημα «και ευτυχώς, μείναμε όλοι υγιείς». «Δεν αποξενώθηκαν μαθητές και εκπαιδευτικοί από τη διαδικασία μάθησης», πρόσθεσε συνάδελφός του σε γυμνάσιο.

«Αξιοποιήσαμε στο μάθημα νέα ελκυστικά για τους μαθητές εκπαιδευτικά εργαλεία, που συχνά δεν εφαρμόζονται στις σχολικές τάξεις λόγω έλλειψης κατάλληλου εξοπλισμού», είπε νηπιαγωγός, ενώ καθηγητής σε επαγγελματικό λύκειο εστίασε στο ότι «ασχολήθηκαν οι μαθητές με εργασίες, αναπτύσσοντας έτσι την κριτική τους ικανότητα, κάτι το οποίο λείπει σε σημαντικό βαθμό από τη σχολική τάξη».

Πρόκειται για απαντήσεις εκπαιδευτικών σε ποιοτική και ποσοτική έρευνα, η οποία έγινε με θέμα την εξ αποστάσεως εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, που υλοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε περιόδους καραντίνας. Αλλά… αυτά είναι τα «συν» της τηλεκπαίδευσης.

Ελλείψεις

Τα «πλην» δείχνουν ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να κάνουν «φροντιστήριο» στις νέες τεχνολογίες, ο εξοπλισμός τους να περάσει από τεχνολογικό λίφτινγκ και το εκπαιδευτικό σύστημα να εξισορροπήσει τις διαφορετικές «ταξικές ταχύτητες» των μαθητών. Συγκεκριμένα, τα μειονεκτήματα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης αφορούν προβλήματα σχετικά με τα τεχνολογικά μέσα, τις ψηφιακές γνώσεις και δεξιότητες μαθητών και εκπαιδευτικών, την αλλαγή των μεθόδων διδασκαλίας στο νέο περιβάλλον μάθησης.

«Κάποιοι μαθητές είχαν μόνιμα προβλήματα ήχου και έγραφαν στο chat. Κάποιοι αγχώνονταν όταν λόγω ταχύτητας δεν έβλεπαν την οθόνη. Επίσης, αναγκάστηκα να ζητήσω μεγαλύτερη ταχύτητα στην οικιακή μου σύνδεση για να αντεπεξέλθω», απάντησε δάσκαλος. «Οι μαθητές δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με ευκολία. Το ψηφιακό περιβάλλον τους δυσκολεύει», επισήμανε καθηγητής σε επαγγελματικό λύκειο, κάνοντας λόγο για «ψηφιακό αναλφαβητισμό μαθητών». Ετερος καθηγητής σε γυμνάσιο τονίζει «την έλλειψη τεχνογνωσίας των εκπαιδευτικών, την αδυναμία αφομοίωσης της ύλης από τους μαθητές και τις δυσκολίες εξατομικευμένης βοήθειας στους μαθητές».

«Τα παιδιά κουράζονται γρήγορα» (νηπιαγωγός), «απουσίασε η άμεση και προσωπική αλληλεπίδραση. Μιλούσα για ώρες μπροστά σε μια οθόνη και δεν γνώριζα εάν με ακούνε» (καθηγητής επαγγελματικού λυκείου), «η εκπαιδευτική διαδικασία χάνει τον πολυεπίπεδο ρόλο της και καταλήγει να είναι απλή μεταφορά πληροφοριών» (καθηγητής γυμνασίου). Την ίδια στιγμή, μιλώντας για τους μαθητές του στο λύκειο, καθηγητής παρατήρησε «μικρή δυνατότητα κινητοποίησης των μαθητών, που συνήθως αδιαφορούν μέσα στο μάθημα».

Κοινές συνισταμένες ήταν ότι οι τεχνικές δυσκολίες δημιούργησαν διάφορα προβλήματα στα 2/3 των μαθητών, όπως τονίστηκε από τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, ενώ παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά – οικονομικά στρώματα βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, καθώς είχαν ελλείψεις και αντιμετώπισαν συνεχή προβλήματα στον τεχνικό εξοπλισμό, ενώ τα περισσότερα δεν ήξεραν πώς να τον χρησιμοποιήσουν, με αποτέλεσμα να αγχώνονται και τελικά να βαριούνται και να απέχουν από το μάθημα.

Η έρευνα, την οποία παρουσιάζει η «Κ», πραγματοποιήθηκε σε εκπαιδευτικούς νηπιαγωγείου, δημοτικού, γυμνασίου, γενικού και επαγγελματικού λυκείου από τους πανεπιστημιακούς Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα, Βασίλη Γιαλαμά, Μαρία Ραγκούση και Μαρία Σφυρόερα, στο πλαίσιο μεταπτυχιακού προγράμματος των τμημάτων Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Παπαζήση με τίτλο «Διδάσκοντας εξ αποστάσεως στον καιρό της πανδημίας COVID-19, Εμπειρίες εκπαιδευτικών».

Η έρευνα εστιάζει στον αντίκτυπο της εξ αποστάσεως διδασκαλίας στην εκπαιδευτική διαδικασία στο δημόσιο σχολείο στις πρωτόγνωρες κοινωνικές συνθήκες των εγκλεισμών κατά την πανδημία του κορωνοϊού. Τα ποσοτικά αποτελέσματά της δείχνουν το πεδίο παρέμβασης του υπουργείου Παιδείας, ώστε η εξ αποστάσεως διδασκαλία να μην είναι μόνο λύση ανάγκης, αλλά οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί.

Το 60,93% των εκπαιδευτικών καλείται πλέον να ενσωματώσει κάποιες μορφές της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στη διδακτική τους, όμως το 44,2% απάντησε ότι δεν επαρκούσε ο εξοπλισμός που διέθετε για τη συμμετοχή του στην τηλεδιδασκαλία, ενώ το 72,4% των εκπαιδευτικών δεν είχε επιμορφωθεί στην τεχνολογία για την εφαρμογή της. Από την άλλη, το 85,37% των καθηγητών έκρινε ότι υπήρξε ανάγκη να παρασχεθεί ηλεκτρονικός εξοπλισμός σε κάποιους μαθητές του σχολείου τους.

Εκπαιδευτικοί και σχολεία ανταποκρίθηκαν στην εξ αποστάσεως διδασκαλία, ώστε να εξασφαλιστεί η επαφή με τους μαθητές και η συνέχεια στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Απουσίες…

Την ίδια στιγμή, τι γίνεται με το συνολικό 8,7% των μαθητών, οι οποίοι και στις δύο βαθμίδες δεν συμμετείχαν καθόλου στην εξ αποστάσεως διδασκαλία; Τα μεγαλύτερα ποσοστά παιδιών που πήραν απουσία από τα τηλεμαθήματα ήταν στους μαθητές νηπιαγωγείου (21,6%) και δημοτικού (13,2). Μικρότερα ποσοστά κατεγράφησαν στους μαθητές επαγγελματικού λυκείου (7,3%) και ακολούθησαν οι μαθητές γυμνασίου (6,7%) και γενικού λυκείου 2,5%.

Βέβαια, εάν στο γενικό 8,7% των μαθητών που δεν συμμετείχε καθόλου προστεθεί το 12,4% που μετείχε μερικώς, προκύπτει ότι σε έναν στους πέντε μαθητές η τηλεκπαίδευση άφησε μεγάλα μαθησιακά κενά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σχολική του διαδρομή. Εκτός κι αν τα κάλυψε το φροντιστήριο…

«Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν με ευκρίνεια ότι οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία ανταποκρίθηκαν στην εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας κατά την περίοδο έκτακτης ανάγκης, ώστε να εξασφαλιστεί κάποια επαφή με τους μαθητές και η συνέχεια στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό είναι κάτι που οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό, άσχετα από την επίτευξη συγκεκριμένων μαθησιακών στόχων. Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι σε αυτή τη συγκυρία αναγνωρίστηκε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η σημασία των συναισθηματικών διαστάσεων στην εκπαιδευτική επικοινωνία και δόθηκε έμφαση από τους εκπαιδευτικούς στην ανάπτυξή τους» παρατηρεί η κ. Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα.

Ολοι παραδέχονται ότι η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών με την ανάληψη πρόσθετου φόρτου εργασίας, χωρίς την απαιτούμενη επιμόρφωση και τα απρόβλεπτα προσωπικά έξοδα που κατέβαλαν σε τεχνολογικό εξοπλισμό για να ανταποκριθούν στην εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας, συνέβαλαν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν.

Οι τεχνικές δυσκολίες δημιούργησαν προβλήματα στα 2/3 των μαθητών, ενώ παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά – οικονομικά
στρώματα βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση.

Ωστόσο, από τα όσα ανέφεραν οι εκπαιδευτικοί, φαίνεται ότι μαθητές από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες βρέθηκαν με λιγοστές δυνατότητες πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία και χωρίς υποστήριξη από εκπαιδευτικούς και γονείς για να μελετήσουν. Το γενικευμένο πρόβλημα της συμμετοχής όλων των μαθητών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, παρουσιάστηκε σε όλα τα σχολικά επίπεδα, αλλά ήταν πιο έντονο στο επίπεδο του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου.

Κάτι που πρέπει να ανησυχήσει ιδιαίτερα, με δεδομένο ότι τα παιδιά του δημοτικού σχολείου έχουν εξοικειωθεί πια με τη χρήση των νέων τεχνολογιών (κινητό τηλέφωνο, τάμπλετ), αλλά φαίνεται μόνο για να παίζουν και όχι για να μαθαίνουν…

Επίσης, πολλοί μαθητές από τα μη προνομιούχα κοινωνικά – οικονομικά στρώματα δεν διέθεταν ηλεκτρονικό εξοπλισμό ή παρακολουθούσαν μέσα από ακατάλληλες συσκευές, όπως είναι τα κινητά τηλέφωνα, κάτι που όταν γίνεται κύριο μέσο υποβαθμίζει σοβαρά τη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία. Η προσπάθεια των σχολείων να υποστηρίξουν τους μαθητές ως προς τον εξοπλισμό με τα λίγα μέσα που διέθεταν δεν ήταν εκ των πραγμάτων επαρκής για να καλύψει όλες τις ανάγκες. Το εύρημα αυτό είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει το υπουργείο Παιδείας και ευρύτερα τον κόσμο της εκπαίδευσης.

«Δεν ήταν όμως μόνον οι μαθητές που είχαν προβλήματα ως προς τον εξοπλισμό. Πολλοί εκπαιδευτικοί επωμίσθηκαν τα έξοδα για να αναβαθμίσουν τον δικό τους εξοπλισμό, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο νέο πλαίσιο διδασκαλίας χωρίς όμως, σε μεγάλο βαθμό, να υπάρχει η απαραίτητη επιμόρφωση και εμπειρία. Από την άλλη, το νέο περιβάλλον διδασκαλίας και μάθησης είχε νέες απαιτήσεις. Ετσι, πραγματοποιήθηκε από τους εκπαιδευτικούς σημαντική αναδιαμόρφωση των διδακτικών στόχων και των διδακτικών στρατηγικών», παρατηρεί η κ. Τζέλα Βαρνάβα-Σκούρα.

Εκτακτη κατάσταση

Οι ερευνητές επισημαίνουν το προφανές, που πρέπει να αξιολογείται: όλα λειτούργησαν σε πρωτόγνωρη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τονίζεται στο βιβλίο ότι η ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στην κοινωνία είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και ότι υπήρξε και σημαντικός βαθμός αλληλοϋποστήριξης μεταξύ εκπαιδευτικών σε όλα τα σχολικά επίπεδα μέσω επαφών στα κοινωνικά δίκτυα. Κάτι που συνεχίζεται και τώρα πλέον. Ωστόσο, όπως τονίζει η κ. Βαρνάβα-Σκούρα, «η εφαρμογή των ψηφιακών τεχνολογιών έχει ανοίξει νέους ορίζοντες προς διαδραστικούς τρόπους διδασκαλίας και μάθησης, εφόσον όμως υπάρχει ο απαραίτητος εξοπλισμός, η κατάλληλη σύνδεση στο Διαδίκτυο, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, καθώς και η υποστήριξη μαθητών και εκπαιδευτικών.

Διαφορετικά, άστοχη ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στην εκπαίδευση θα οδηγήσει στην όξυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και κατ’ επέκταση των κοινωνικών διακρίσεων».

Οι αριθμοί

8,7% των μαθητών και στις δύο βαθμίδες δεν συμμετείχαν καθόλου στην τηλεκπαίδευση. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ήταν στους μαθητές νηπιαγωγείου (21,6%) και δημοτικού (13,2)

85,3% των καθηγητών έκριναν ότι υπήρξε ανάγκη να παρασχεθεί ηλεκτρονικός εξοπλισμός σε κάποιους μαθητές του σχολείου τους.

44,2% των εκπαιδευτικών απάντησαν ότι δεν επαρκούσε ο εξοπλισμός που διέθεταν για τη συμμετοχή τους στην εξ αποστάσεως διδασκαλία.

75% των καθηγητών γυμνασίου δήλωσαν ότι αξιολόγησαν τους μαθητές μέσω προφορικών εξετάσεων και γραπτών εργασιών.

60% σκέφτονται πλέον να ενσωματώσουν κάποιες μορφές εξ αποστάσεως διδασκαλίας στη διδακτική τους.

74% των εκπαιδευτικών θεωρούν ότι η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους μέσω των κοινωνικών δικτύων θα μπορούσε να συμβάλει θετικά
στην εκπαιδευτική διαδικασία.

ΕΚΛΟΓΕΣ 2023 – ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Τι θέλω να αλλάξει στην εκπαίδευση

Η «Κ» εγκαινιάζει τον διάλογο για τις μεταρρυθμίσεις της επόμενης τετραετίας

03.05.2023 • 22:14
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η ελληνική εκπαίδευση εμφανίζεται να αναζητάει συνεχώς τον βηματισμό της προς τα μπρος. Είναι πεδίο συχνών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες περισσότερο μοιάζουν με «ράβε – ξήλωνε» παρά με πολιτική με όραμα, στρατηγική, συναίνεση και συνέχεια.

Και στην κυβερνητική τετραετία που ολοκληρώνεται, η εκπαίδευση προκάλεσε εντάσεις και συγκρούσεις σε πολιτικό επίπεδο. Και αυτό διότι προωθήθηκαν φιλόδοξες και κομβικές αλλαγές και στις τρεις βαθμίδες της. Ενδεικτικά, η ανανέωση των προγραμμάτων σπουδών στην υποχρεωτική εκπαίδευση, η θεσμοθέτηση της ελάχιστης βάσης για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, ο νέος νόμος για τη λειτουργία των ΑΕΙ, καθώς και η θέσπιση συγκεκριμένου πλαισίου για την ασφάλεια στα πανεπιστημιακά ιδρύματα.

Ωστόσο, κάποιες εξ αυτών δεν έχουν υλοποιηθεί, ενώ είναι σαφές ότι μένουν πολλά ακόμη να γίνουν. Με την εκπαίδευση, η «Κ» εγκαινιάζει τον διάλογο για τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες σε κρίσιμους τομείς, ζητώντας τις προτάσεις ανθρώπων που έχουν προσωπική πείρα των ελλειμμάτων.

Αρθρο 16 και ασφάλεια στα ΑΕΙ

Της Βάσως Κιντή

Ελπίζω ότι δεν θα γυρίσουμε σε αλλοπρόσαλλες πολιτικές οπισθοδρόμησης. Θα ήθελα να γίνουν κινήσεις ουσίας που θα αντιμετωπίζουν πράγματι τις χρόνιες παθογένειες και τις νέες προκλήσεις. Τι περιμένω;

– Τη δρομολόγηση της συνταγματικής αλλαγής για το άρθρο 16.
– Μέτρα για την εξάλειψη της βίας στα πανεπιστήμια. Την εγκατάσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, με βάση πρωτόκολλα συνεργασίας αστυνομίας και ΑΕΙ. Τη συγκρότηση σχεδίων ασφαλείας. Το υπουργείο Παιδείας πρέπει να απαιτήσει (με συνέπειες) να γίνουν όλα αυτά.
– Τη συμμόρφωση με τη διαδικασία της Μπολόνια που προβλέπει τριετή πτυχία. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα αναμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών, των ΑΕΙ και του πανεπιστημιακού χάρτη με τολμηρό και ουσιαστικό τρόπο σε συντονισμό με τις εξελίξεις στην έρευνα και την αγορά εργασίας.
– Την υπογραφή και κύρωση της Σύμβασης της Λισσαβώνας για την αμοιβαία ακαδημαϊκή αναγνώριση πανεπιστημιακών τίτλων. Αυτό θα ευνοήσει την κινητικότητα φοιτητών ακαδημαϊκά και επαγγελματικά. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα από τις 46 του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεν έχει υπογράψει ή κυρώσει τη σύμβαση.
– Την ανασύσταση, μέσω της Μπολόνια, της τεχνολογικής εκπαίδευσης και την εγκατάλειψη της φενάκης των integrated masters.
– Την αξιολόγηση του νόμου που ψηφίστηκε και τη διόρθωσή του, ιδίως στα της διοίκησης των ΑΕΙ, με αναδιάρθρωση της σχέσης συμβουλίων – πρυτάνεων.
– Τη συστηματική εποπτεία του υπουργείου Παιδείας στα ζητήματα εκλογής μελών ΔΕΠ για την αποτροπή της αναξιοκρατίας και την αναίρεση μεθοδεύσεων.
– Σοβαρή (όχι γραφειοκρατική) αξιολόγηση με απτές συνέπειες.
– Τη σύσταση δομών και διαδικασιών για τον κατάλληλο χειρισμό προβλημάτων σχετικών με τη σεξουαλική παρενόχληση και εν γένει με πειθαρχικά παραπτώματα.
– Τέλος, θέλω να αλλάξει η εικόνα των πανεπιστημίων. Οχι κουρέλια, ταπετσαρίες αφισών, κατειλημμένες αίθουσες, αυθαιρεσίες. Θέλω ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον ανοιχτό, ζωντανό, προσβάσιμο σε όσους θέλουν να μορφωθούν, να επιμορφωθούν ή απλώς να μάθουν.

Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

Ολιστικό σχέδιο από δημοτικό έως ΑΕΙ

Της Χριστίνας Κουλούρη 

Η ελληνική εκπαίδευση χρειάζεται:

– Μια τολμηρή, μεγάλης κλίμακας μεταρρύθμιση με ενιαίο σχεδιασμό από το δημοτικό έως το πανεπιστήμιο. Ο κατακερματισμός των βαθμίδων σε διαφορετικές υπηρεσίες και χαρτοφυλάκια δεν συμβάλλει στην ολιστική εποπτεία, με αποτέλεσμα οι αλλαγές να έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα.
– Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να πάψει να είναι υπουργοκεντρικό. Ο έλεγχος του υπ. Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες είναι ασφυκτικός και δεν ενθαρρύνει την πρωτοβουλία των φορέων της δημόσιας εκπαίδευσης.
– Βελτίωση των κτιριακών υποδομών. Το περιβάλλον όπου οι νέες γενιές διαμορφώνονται πρέπει να είναι αξιοπρεπές και να εμπνέει σεβασμό. Η εκπαίδευση που παρέχεται σε παγωμένες αίθουσες και επικίνδυνα προαύλια υποτιμάται αυτομάτως και απαξιώνεται από τα παιδιά και τους νέους.
– Γενναία ανανέωση στα προγράμματα σπουδών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ώστε να καλλιεργούν την κριτική σκέψη και όχι την αποστήθιση. Η διαδικασία της μάθησης θα πρέπει επιτέλους να γίνει ευχάριστη για τα παιδιά και όχι βαρετή και απωθητική.
– Το λύκειο να αποδεσμευθεί από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις ώστε να είναι μια αυτοτελής βαθμίδα που δεν θα υποτάσσεται στον στόχο της προετοιμασίας για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Παρά τις διαφορετικές στοχοθεσίες, στην πράξη όλο το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί για να οδηγήσει τελεολογικά στις Πανελλαδικές.
– Να ιδρυθεί κεντρικός Οργανισμός Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, ώστε το εκπαιδευτικό προσωπικό πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να ενημερώνεται συνεχώς για τις νέες διδακτικές μεθόδους και επιστημονικές εξελίξεις με συστηματικό τρόπο και όχι μέσα από αποσπασματικά και αδιάφορα σεμινάρια επιμόρφωσης.
– Οι εκπαιδευτικοί αξίζουν αξιοπρεπείς αμοιβές που θα ανταποκρίνονται στη σημασία του έργου που επιτελούν. Πολλοί υποχρεώνονται να προσφέρουν ιδιαίτερα μαθήματα για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους σε βάρος του κύριου έργου τους που είναι η διδασκαλία στο σχολείο.

Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.

Απεξάρτηση, λογοδοσία, επιβράβευση

Του Νίκου Βέττα 

Παρά τη σειρά θετικών παρεμβάσεων, συνολικά το σύστημα εκπαίδευσής μας απέχει πολύ από το επιθυμητό.
– Ο μαθητικός πληθυσμός συρρικνώνεται. Η απώλεια περίπου μισού εκατομμυρίου μαθητών στον ορατό ορίζοντα δημιουργεί ευκαιρία αλλά και ανάγκη αναδιοργάνωσης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, με ανακατανομή πόρων και έμφαση στην ποιότητα των προγραμμάτων και στην αναβάθμιση υποδομών και διδασκόντων.
– Είναι αναγκαίο να δοθεί έμφαση στη βρεφονηπιακή και προσχολική αγωγή, που πρέπει επειγόντως να γίνει διαθέσιμη με υψηλή ποιότητα και δωρεάν στο σύνολο των οικογενειών, για λόγους στήριξης της μητρότητας και της κοινωνικής συνοχής.
– Στην ανώτατη εκπαίδευση, πρέπει να προχωρήσει στην πράξη η απεξάρτηση των ΑΕΙ από την κεντρική διοίκηση και την υπερβολική γραφειοκρατία, ταυτόχρονα ασφαλώς με λογοδοσία και επιβράβευση όσων παράγουν έργο. Σχετικά, η εφαρμογή στην πράξη ενός σύγχρονου συστήματος διακυβέρνησης εκκρεμεί. Τα επιμέρους μέτωπα είναι διάφορα. Η χωρίς κανόνες ενσωμάτωση των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια, που δεν αναστράφηκε, άφησε κρίσιμο κενό στην τεχνολογική εκπαίδευση. Υπάρχει αναιμική παρουσία αλλοδαπών φοιτητών, έλλειψη που δυσχεραίνει την προσέλκυση και ενσωμάτωση νέου αίματος στην ελληνική κοινωνία. Πρέπει να διευκολυνθεί η προσέλκυση πόρων και η διασύνδεση με επιστήμονες και φορείς του εξωτερικού, σε τομείς αιχμής. Η απομάκρυνση από τη λογική των τυπικών προσόντων και η στροφή στην προσφορά ουσιαστικής γνώσης συμβαίνει με αργό ρυθμό.
– Οι αλλαγές είναι απαραίτητο να προωθηθούν στην πράξη αλλά δεν μπορούν να επιτύχουν εν κενώ. Η παράλληλη λειτουργία με ένα αποτελεσματικό σύστημα κατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων μετά την εκπαίδευση, όπου υπάρχει ακόμη έλλειμμα, είναι κρίσιμη.
– Κεντρικής σημασίας είναι η αμφίδρομη σχέση με την οικονομία. Oχι μόνο μια καινοτόμος και εξωστρεφής οικονομία δεν μπορεί να προωθηθεί χωρίς υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, αλλά και, αντίστροφα, η έλλειψή της δεν δημιουργεί τα κατάλληλα κίνητρα στο σύστημα εκπαίδευσης.

Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Παν. Αθηνών.

Πολλαπλή αναμόρφωση του σχολείου

Του Λεωνίδα Καστανά

–  Περισσότερη τέχνη και χρώμα: Εμπλουτισμός του «στεγνού» σχολείου με αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
– Ολοήμερο: Ενίσχυση του πολιτιστικού και κοινωνικού του ρόλου με εισαγωγή νέων ειδικοτήτων και ανάλογων δράσεων. Στόχος η κοινωνικοποίηση και καλλιέργεια και όχι απλώς η προετοιμασία των μαθημάτων της επόμενης ημέρας.
– Αξιολόγηση σχολικής μονάδας: Κάθε σχολείο προγραμματίζει τις δράσεις του πέραν του υποχρεωτικού προγράμματος και αξιολογείται από ειδικούς εξωτερικούς αξιολογητές.
– Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Να μετράει η άποψη των μαθητών για τον εκπαιδευτικό. Να εκτιμάται δεόντως το πρωτότυπο υλικό που δίνει ο εκπαιδευτικός στους μαθητές.
– Νέοι εκπαιδευτικοί: Iδρυση μεταπτυχιακών που θα προετοιμάζουν διδακτικά τους μελλοντικούς εκπαιδευτικούς. Επιλογή μόνο με εξετάσεις ΑΣΕΠ.
– Τράπεζα Θεμάτων: Ανακατασκευή με θέματα ορθολογικά, ίδιου βαθμού δυσκολίας για όλους τους μαθητές.
– Σχολικά βιβλία: Eνα εγχειρίδιο για κάθε μάθημα και άφθονο, ανοικτό,  πιστοποιημένο ψηφιακό υλικό ως υποστήριξη. Το πολλαπλό κρατικό βιβλίο είναι άχρηστη πολυτέλεια.
– Επαγγελματική εκπαίδευση: Εκσυγχρονισμός των εργαστηρίων σύμφωνα με τις εξελίξεις της τεχνολογίας. Σύνδεση με την αγορά εργασίας. Εγχειρίδια κατανοητά στους μαθητές. Τήρηση του ορίου των απουσιών. Πτυχίο ειδικότητας με εξετάσεις σε επίπεδο περιφέρειας. Ενίσχυση της μαθητείας.
– Πανελλαδικές Εξετάσεις: Το ΙΕΠ αναλαμβάνει την εισαγωγή των θεμάτων ώστε το ύφος τους να συνάδει με τη φιλοσοφία των σχολικών προγραμμάτων. Περισσότερα και μικρότερα θέματα διαβαθμισμένης δυσκολίας, ώστε να καλύπτεται ευρύτερη ύλη.
– Εσωτερικός κανονισμός: Γονείς και μαθητές θα τον υπογράφουν πριν κάνουν εγγραφή. Ρητή αναφορά στον σχολικό εκφοβισμό και στη χρήση ουσιών.
– Διεύθυνση σχολικών μονάδων: Iδρυση σχολής στελεχών εκπαίδευσης. Αξιολόγηση με γραπτές και προφορικές εξετάσεις και κατάταξη σε πίνακα από τον οποίο θα επιλέγονται. Υποστήριξή τους από 5μελές συμβούλιο, εκλεγμένο από τον σύλλογο διδασκόντων κάθε σχολείου.

Ο κ. Λεωνίδας Καστανάς είναι φυσικός στη μέση εκπαίδευση.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η εικονική πραγματικότητα στο σχολείο του μέλλοντος

Πώς το Metaverse θα αλλάξει τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας – Τρισδιάστατα η ψηφιακή διδασκαλία στα νέα σχολεία, οι επισκέψεις σε μουσεία, η συμμετοχή γονέων σε εκδηλώσεις

Μπορούμε τώρα να περιγράψουμε πώς θα είναι η εκπαίδευση σε λίγα χρόνια; Πώς θα είναι η τάξη, πώς θα είναι τα βιβλία, πού θα βρίσκεται το γραφείο του δασκάλου, πώς θα λύνονται οι ασκήσεις, πώς θα οργανώνονται οι εξετάσεις; Είναι ουτοπικό να περιγράψουμε μια εικονική πραγματικότητα, παρατηρούν οι ειδικοί. Εικονική πραγματικότητα; Θα ξεχάσουμε την παραδοσιακή αίθουσα με τον δάσκαλο, τον πίνακα και τα θρανία; Η απάντηση δεν είναι προφανής. Η αμηχανία μας μπροστά στις εξελίξεις στον χώρο της εκπαίδευσης εξηγείται από το γεγονός ότι η αφομοίωση της γνώσης τα επόμενα χρόνια θα γίνεται κυρίως μέσω της εικονικής πραγματικότητας. Πώς μπορείς να την περιγράψεις; Ισως μόνο να τη σκιαγραφήσεις μπορείς. Ολα θα κινηθούν με βάση τους γρήγορους ρυθμούς της επόμενης γενιάς του Διαδικτύου, του Metaverse. Πρόκειται ουσιαστικά για τον τρισδιάστατο, διαδραστικό και άμεσο (σε real time) ψηφιακό κόσμο στο Διαδίκτυο. Η επιτυχημένη ισορροπία μεταξύ πραγματικού και ψηφιακού θα είναι το συστατικό που θα χαρακτηρίζει τα υψηλού επιπέδου σχολεία και πανεπιστήμια, λένε οι ειδικοί. Πιονέροι σε αυτό το βήμα είναι στην Ελλάδα τα ιδιωτικά σχολεία, ωστόσο και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) δίνει το στίγμα των αλλαγών αρχίζοντας από τη νέα μορφή των βιβλίων.

Αφομοίωση της γνώσης

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία έρευνας (National Training Laboratory, USA), η αφομοίωση της γνώσης μέσω μιας διάλεξης ή ομιλίας θα γίνεται κατά 5%, μέσω της ανάγνωσης κατά 10%, ενώ μέσω της εικονικής πραγματικότητας –με θεαματική αύξηση– κατά 75%. Οπως τώρα θεωρούμε αυτονόητο να έχει μια επιχείρηση ιστοσελίδα, στο Metaverse αυτή η σελίδα θα αντικατασταθεί από μια τρισδιάστατη απεικόνιση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως κάποιος θα μπορεί να μπει σε ένα κατάστημα και να κάνει αγορές ή σε ένα γήπεδο για να παρακολουθήσει έναν αγώνα, έτσι οι μαθητές μιας σχολικής τάξης με τη συνδρομή του εκπαιδευτικού θα μπορούν να επισκεφθούν ένα μουσείο ή έναν αρχαιολογικό τόπο και να περιηγηθούν στα εκθέματα. Από το παράδειγμα γίνεται σαφές πόσο μπορεί να αλλάξει η διδασκαλία της Ιστορίας και της Γεωγραφίας ή ποιες δυνατότητες υπάρχουν για βιωματική μάθηση ακόμη και σε μαθήματα όπως η Λογοτεχνία, τα Μαθηματικά ή η Φυσική.

«H χρήση του Διαδικτύου όπως γίνεται σήμερα, προβλέπεται να αλλάξει δραστικά τα επόμενα χρόνια, καθώς μετακινούμαστε από τις δύο διαστάσεις στις τρεις», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» ο Αντώνης Καρτάλης, μέλος της διοίκησης της Σχολής Μωραΐτη, ο οποίος παρακολούθησε πρόσφατα το συνέδριο Immerse Global Summit που διοργανώθηκε από τη VR/AR Association με θέμα τις εξελίξεις στον χώρο της εικονικής και της επαυξημένης πραγματικότητας και τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στην εκπαίδευση.

Συμμετοχή ως avatar

«Οι εξελίξεις στην τεχνολογία έχουν ήδη οδηγήσει στην ολοένα και αυξανόμενη αποτύπωση της πληροφορίας με βίντεο. Σταδιακά θα μετακινηθούμε προς τις λεγόμενες εμβυθιστικές τεχνολογίες: η εμπειρία των χρηστών στο Διαδίκτυο θα είναι συμμετοχική, θα βρισκόμαστε εκεί ως ψηφιακές προσωπικότητες (avatar) και θα επισκεπτόμαστε τρισδιάστατες τοποθεσίες. Ηδη υπάρχουν αρκετές πλατφόρμες ή “κόσμοι” όπου αυτό συμβαίνει – κυρίως στα παιχνίδια online», λέει ο κ. Καρτάλης.

Η επιτυχημένη ισορροπία στις νέες μορφές μάθησης θα είναι το συστατικό για υψηλού επιπέδου σχολεία και ΑΕΙ.

Οι τεχνολογικές αλλαγές επηρεάζουν την οργάνωση του τρόπου εργασίας, την οικονομία, τις συναλλαγές μας με τις υπηρεσίες. Και αυτό απαιτεί νέες δεξιότητες. «Πολλές από τις δεξιότητες που είναι απαραίτητες σήμερα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα –από την πρωτοβάθμια έως και την τριτοβάθμια εκπαίδευση– ή στις επιχειρήσεις βασίζονται στην τεχνολογία, η οποία εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς. Αρα η χρήση περισσότερων νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση είναι αναπόφευκτη, δεν είναι πανάκεια όμως», τονίζει ο κ. Καρτάλης.

Βέβαια, και δεξιότητες που δεν σχετίζονται άμεσα με την τεχνολογία, όπως η ενσυναίσθηση, η ομαδικότητα ή η δημιουργικότητα, θεωρούνται απολύτως απαραίτητες στον χώρο εργασίας. Αυτό συνθέτει μια μεγάλη γκάμα των απαραίτητων γνώσεων και δεξιοτήτων «και είναι σαφές ότι μετακινούμαστε προς ένα σύστημα επιμέρους πιστοποιήσεων στην τεχνολογία, όπου κάθε μαθητής, φοιτητής ή εργαζόμενος θα προσθέτει διά βίου νέα κομμάτια στο ψηφιακό βιογραφικό του», παρατηρεί ο ίδιος.

Καθώς ο τρόπος εκπαίδευσης θα αλλάζει, μία από τις μεγάλες προκλήσεις θα είναι η αντιμετώπιση των χασμάτων που θα δημιουργούνται. Οπως παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» για το θέμα η Μυρένα Χατζηβασιλείου, στέλεχος της Σχολής Μωραΐτη, η οποία μετείχε στο συνέδριο, «η ενημέρωση από το σχολείο για τις αλλαγές και τις εξελίξεις στην τεχνολογία πρέπει να είναι συνεχής για τους εκπαιδευτικούς, καθώς η ταχύτητα με την οποία τα ίδια τα παιδιά τις υιοθετούν είναι πολύ μεγάλη. Πριν από μερικές δεκαετίες η χρήση του υπολογιστή ήταν για λίγους, τώρα παιδιά νηπιακής ηλικίας χειρίζονται έξυπνες συσκευές καλύτερα από τους παππούδες ή τις γιαγιάδες τους. Είμαστε στη χρονική στιγμή όπου γενιές “ψηφιακών ιθαγενών” διδάσκονται από εκπαιδευτικούς που αποφοίτησαν από το πανεπιστήμιο πιθανόν χωρίς να τους ζητηθεί να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ομως σε αυτήν τη σχέση υπάρχει ένα πολύ θετικό σημείο: τα παιδιά βλέπουν τους εκπαιδευτικούς να μαθαίνουν συνεχώς, να κάνουν άλματα για να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις και να επιμένουν στην κατάκτηση της γνώσης. Δημιουργούν έτσι πρότυπα διά βίου μάθησης και δίνουν στους μαθητές τους το ζωντανό παράδειγμα αντοχής και προσαρμοστικότητας. Ο σύνθετος και απαιτητικός ρόλος του εκπαιδευτικού δεν έχει να κάνει τόσο με τη μετάδοση της γνώσης όσο με τη μετάδοση της αγάπης για αυτήν», προσθέτει.

Σωστή εφαρμογή

Πρέπει να τονιστεί κάτι ακόμη, καθώς είναι στο πίσω μέρος του μυαλού όλων: Κάθε αλλαγή, αν δεν εφαρμοστεί σωστά, μπορεί να προκαλέσει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Γι’ αυτό απαιτούνται κανόνες, σαφές πλαίσιο, επιμόρφωση. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που ακούστηκε στο συνέδριο Immerse Global Summit. Μέσω του τρισδιάστατου ψηφιακού κόσμου ένας γονιός θα μπορεί να επισκεφθεί το σχολείο του παιδιού του και να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις αλλά και να αποκτήσει ένα μάτι ελέγχου. Στο ίδιο πλαίσιο, ένας γονιός που ψάχνει σχολείο για το παιδί του θα μπορεί να επισκεφθεί διάφορα σχολεία και να τα αξιολογήσει.

Την ίδια στιγμή, απαιτείται ισορροπία στη χρήση των ψηφιακών μέσων ώστε να μην επηρεάσουν πολύ τα παιδιά. Οπως λέει η κ. Χατζηβασιλείου, «καθώς τα θέματα ψυχικής υγείας πολλαπλασιάζονται στους νέους, οφείλουμε να κάνουμε κάθε αλλαγή με μεγάλη προσοχή και να φροντίζουμε να έχουν, ιδίως στις μικρές ηλικίες, ως προτεραιότητα το ελεύθερο παιχνίδι, την επαφή με τη φύση, την κοινωνικοποίηση μέσω της ουσιαστικής, διαπροσωπικής φιλίας και όχι της “ψηφιακής”».

Ψηφιακά βιβλία

Στη χώρα μας η εκπαίδευση έχει αρχίσει να προσανατολίζεται στη νέα εποχή. Η πανδημία ενίσχυσε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, ωστόσο το κυριότερο είναι οι αλλαγές στους τρόπους μάθησης μέσω βιωματικών μεθόδων και η εισαγωγή ψηφιακών βιβλίων. Ενα τέτοιο βήμα προετοιμάζεται από το ΙΕΠ, το οποίο σκοπεύει να δημιουργήσει ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό. Συγκεκριμένα, νέα βιβλία θα συγγραφούν με βάση τα 166 νέα προγράμματα σπουδών –123 νέα και 43 επικαιροποιημένα– για το νηπιαγωγείο, το δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο της γενικής εκπαίδευσης. Οπως λέει το ΙΕΠ, κάθε βιβλίο θα διασυνδέεται με συμπληρωματικό ψηφιακό υλικό, το οποίο θα εμπλουτίζει το περιεχόμενό του με μαθησιακούς πόρους, που θα αντιστοιχούν σε σημεία του κυρίως περιεχομένου ή των δραστηριοτήτων του για τους μαθητές. Το συμπληρωματικό υλικό μπορεί να περιλαμβάνει εικόνες, κείμενα, αρχεία ήχου, βίντεο, podcast/broadcast, παρουσιάσεις, χάρτες, 3D χάρτες, παρτιτούρες, προσομοιώσεις, πειράματα, επιδείξεις, τρισδιάστατες εικονικές περιηγήσεις, εικονικά αντικείμενα επαυξημένης πραγματικότητας, ανοιχτές εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εφαρμογές λογισμικού, ιστοσελίδες με εκπαιδευτικό περιεχόμενο κ.ά. Θα υπάρχουν επίσης αντικείμενα τρισδιάστατης μορφής, η οποία δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να τα δουν στερεοσκοπικά ή τρισδιάστατα εξομοιωμένα, αντικείμενα εικονικής πραγματικότητας που δίνουν τη δυνατότητα στον χρήστη να αλληλεπιδράσουν με αυτά σε πραγματικό χρόνο για την απεικόνιση ή τη μετακίνησή τους. Στην κατηγορία αυτήν εντάσσονται 3D designs, 3D drawings, 3D shapes κ.λπ. Επίσης, οι μαθητές θα έχουν πρόσβαση σε παιχνίδια που θα εξυπηρετούν εκπαιδευτικούς στόχους. Στα εκπαιδευτικά παιχνίδια περιλαμβάνονται ολοκληρωμένα περιβάλλοντα, όπως παιχνίδια προσομοιώσεων, επιστημονικά παιχνίδια, καθώς και δραστηριότητες όπως παζλ και παιχνίδια μνήμης.

Ο νέος ρόλος του εκπαιδευτικού στο σχολείο του μέλλοντος

Ο δάσκαλος θα έχει πολύ πιο συχνά τον ρόλο του μέντορα, θα ενθαρρύνει και θα οριοθετεί, ώστε να δημιουργεί τις συνθήκες που ευνοούν τη μάθηση. Αυτό προκύπτει από τις αναφορές των ειδικών που επιχειρούν να χαρτογραφήσουν τον ρόλο του εκπαιδευτικού στο ψηφιακό σχολείο.

«Η πρόσβαση στην πληροφορία είναι πλέον πολύ πιο εύκολη και τα παιδιά μπορούν να αντλήσουν γνώση από πολλές, και όχι πάντα αξιόπιστες, πηγές. Αυτό κάνει τον ρόλο του εκπαιδευτικού ακόμη πιο σημαντικό: δεν πρέπει μόνο να μεταδώσει τη γνώση, αλλά και να μάθει στα παιδιά να αξιολογούν όσα ακούν και βλέπουν, να αναπτύσσουν την κριτική τους σκέψη και να διαχειρίζονται έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και ερεθισμάτων.

Ταυτόχρονα, να δείχνει ενδιαφέρον και να παρακολουθεί τα παιδιά ώστε να επιβεβαιώνει ότι έχουν την ψυχική ανθεκτικότητα που χρειάζεται για να αντεπεξέλθουν σε όλες αυτές τις προκλήσεις», παρατηρεί ο κ. Καρτάλης. Καθώς οι εξελίξεις στην τεχνολογία τρέχουν και η επίδρασή τους στον τρόπο μετάδοσης της γνώσης είναι μεγάλη, πρέπει να είναι συνεχής η σχετική ενημέρωση – επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.

Τα σύγχρονα εφόδια

Ειδικά για την περίοδο που διανύουμε και για το κοντινό μέλλον, απαραίτητη είναι η καλή γνώση υπολογιστών, η παρακολούθηση των τάσεων της εποχής (για παράδειγμα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούν τα παιδιά – αυτά αλλάζουν κάθε λίγα χρόνια), η συνεχής επιμόρφωση για τις νέες προκλήσεις που επηρεάζουν την ψυχική υγεία των παιδιών, η συνεχής επιμόρφωση σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες και τους τρόπους που υποστηρίζουμε τα παιδιά που τις αντιμετωπίζουν και η ενημέρωση για τις νέες τάσεις στην εκπαίδευση (π.χ. βιωματικές δράσεις, ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό, Metaverse κ.ά.).

Οπως παρατηρεί η κ. Χατζηβασιλείου, «εάν ένας εκπαιδευτικός διαθέτει ευρηματικότητα, προσαρμοστικότητα στις αλλαγές και όρεξη για δουλειά και προσωπική εξέλιξη, μπορεί να προσαρμόζεται στην εποχή και να “μιλάει τη γλώσσα των μαθητών του” χωρίς να μειώνεται η αξία και η ποιότητα του έργου του».

Στον δρόμο για το ψηφιακό σχολείο

75% η αφομοίωση της γνώσης θα γίνεται μέσω της εικονικής πραγματικότητας, 10% μέσω ανάγνωσης και 5% μέσω μιας διάλεξης ή ομιλίας.

8 στους 10 δηλαδή ποσοστό 83,2%, ηλικίας 16-74 ετών, έκαναν χρήση του Διαδικτύου κατά το α΄ τρίμηνο του 2022, με αύξηση 6% σε σύγκριση με το 2021.

81,6% των εκπαιδευτικών χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης πλατφόρμες τηλεδιάσκεψης για επικοινωνία με τους μαθητές (έρευνα eTwinning).

75,9% των εκπαιδευτικών χρησιμοποίησαν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατά την πανδημία για επικοινωνία με τους μαθητές και 51,1 για ανάθεση εργασιών (eTwinning).

3D χάρτες, πειράματα, περιηγήσεις, αλλά και αντικείμενα εικονικής πραγματικότητας με δυνατότητα αλληλεπίδρασης, στα νέα βιβλία που σχεδιάζει το ΙΕΠ.​​​​​​

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο γκρίζος μικρόκοσμος ενός αθηναϊκού λυκείου

Ενα ντοκιμαντέρ ξεκλειδώνει την αθέατη όψη της μαθητικής ζωής σε ένα δημόσιο λύκειο της Αθήνας

Ο γκρίζος μικρόκοσμος ενός αθηναϊκού λυκείου

«Καθίστε κάτω να αρχίσουμε. Για ησυχάστε ν’ αρχίσουμε για να τελειώνουμε γρήγορα», λέει ο διευθυντής του σχολείου στους μαθητές του λυκείου λίγο πριν ξεκινήσει η γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Αν κάπου οι λέξεις έχουν σημασία, είναι στο σχολείο, και η συγκεκριμένη γιρλάντα από λέξεις που δίχως να το σκεφτεί ξεστόμισε ο διευθυντής και κατέγραψε η κάμερα του Λουκά Παλαιοκρασσά στο ντοκιμαντέρ «Τέλος Χρόνου» αποκαλύπτει πολλά παραπάνω από τους φθόγγους, τις συλλαβές και τις ανάσες της.

«Από δημιουργικότητα το σχολείο είναι κοντά στο ανύπαρκτο», λέει ένας μαθητής. «Αμερική, Αγγλία, κάνουν παζάρια, κάνουν γιορτές μεγάλες, χορούς. Εδώ θα κάνουν τρεις γιορτές τον χρόνο, θα σηκωθούν πέντε άτομα, θα πουν μια σελίδα από ένα χαρτί έτοιμο που διαβάζουν κι αυτό, τέλος. Εχει χαθεί η χαρά». «Οσο πιο γρήγορα αρχίσουμε, τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε», αντηχεί η φωνή του δασκάλου.

Εχουν γραφτεί κατά καιρούς πολλά για το ελληνικό σχολείο, έχουν διατυπωθεί απόψεις, έχουν γίνει ρεπορτάζ και έρευνες. Κι όμως, τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τα 77 λεπτά του φιλμ (τελευταία ημέρα των αθηναϊκών προβολών σήμερα σε Δαναό και Διάνα). Ο Παλαιοκρασσάς κάθισε για δύο ολόκληρα χρόνια στα θρανία ενός σχολείου της Αθήνας –ενός Γενικού Λυκείου του Νέου Κόσμου–, ακολουθώντας μια παρέα μαθητών που ανηφορίζουν το δύσκολο δρόμο της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου, όπου πέφτει βαριά η σκιά των Πανελληνίων.

Ο γκρίζος μικρόκοσμος ενός αθηναϊκού λυκείου-1
Ονειρα που γκρεμίζονται πριν καν σχηματοποιηθούν, σαν τους σοβάδες που πέφτουν στο κτίριο. Η εγκατάλειψη των υποδομών επηρεάζει μαθητές και καθηγητές

Απρόοπτα

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, θα συμβούν διάφορα αναπάντεχα γεγονότα, όπως μια κατάληψη και μια πανδημία, που όπως λέει ο ίδιος στην «Κ» με έναν τρόπο θα ρίξουν ακόμη πιο έντονο φως στις παθογένειες του συστήματος. «Και για μένα ήταν μια δύσκολη, γλυκόπικρη περίοδος. Μία δεκαετία μετά, θέλησα να ξανασυνδεθώ με αυτή την εποχή, να δω αν έχουν αλλάξει τα πράγματα, πώς νιώθουν οι μαθητές μετά την κρίση». Προέκυψε μια ταινία για την ίδια την κοινωνία. «Η ανοχή στην παραβατικότητα, η απαξίωση του δημόσιου χώρου, η έλλειψη ενθουσιασμού, δημιουργικότητας, κριτικής σκέψης. Και βέβαια, η διάχυτη αβεβαιότητα, τι θα κάνω στη ζωή μου», αναφέρει ο Λουκάς Παλαιοκρασσάς. «Αν δεν περάσεις, τι θα γίνεις; Ντελιβεράς; Σερβιτόρος;», λέει σε κάποιο σημείο ένα από τα παιδιά, περιγράφοντας τον τρόπο που βιώνουν οι μαθητές τις Πανελλαδικές, ένα «όλα ή τίποτα», μια ζαριά που κρίνει τα πάντα.

Στην ταινία, η Σοφία, ένα κορίτσι με μεγάλα μάτια, λέει ότι θέλει να περάσει Βιολογικό, αλλά αναρωτιέται πού θα μπορούσε να εργαστεί, αφού τα ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα είναι λιγοστά. Μιλάει ανοιχτά για το άγχος, τις κρίσεις πανικού, τις συνεδρίες με την ψυχολόγο. «Το μόνο που έχω στο μυαλό μου είναι το διάβασμα, αλλά δεν αποδίδει. Υπερπροσπαθεί ο μαθητής όταν θέλει να πετύχει και καμία φορά αυτό έχει τα αντίστροφα αποτελέσματα», μονολογεί μπροστά στον φακό. «Τελικά, πέρασα Πληροφορική στην Κέρκυρα, αλλά δεν πήγα», λέει σήμερα, στα 19 της, στην «Κ». «Λόγω του άγχους δυσκολεύομαι να ανεξαρτητοποιηθώ και παρόλο που το ψάξαμε, δεν γίνεται κάποια εξαίρεση. Αν δεν έχεις κάποια σοβαρή ψυχική ασθένεια, δεν σε αφήνουν να κάνεις μετεγγραφή». Η αγχώδης διαταραχή δεν της επέτρεψε να παρακολουθήσει φροντιστήριο, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να περάσει στην πρώτη της επιλογή. «Δεν υπήρχε ένα σωστό κλίμα για να νιώσω αυτοπεποίθηση. Το σχολείο δεν με προστάτευσε από κάποια συναισθήματα που είχα, αντίθετα, μου τα όξυνε. Τα περισσότερα παιδιά δυσκολεύονται με τα δικά τους προβλήματα. Παρόλο που δεν υπήρχε συζήτηση, πολλά παιδιά καταλάβαινα ότι συμπάσχουν».

Προέκυψε μια ταινία για την ίδια την κοινωνία – «Ανοχή στην παραβατικότητα, απαξίωση του δημόσιου χώρου, έλλειψη ενθουσιασμού, δημιουργικότητας, κριτικής σκέψης».

Η πανδημία ήταν μια φρίκη για εκείνη –η μητέρα της διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού την ίδια περίοδο–, ωστόσο η δυνατότητα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης την απελευθέρωσε. «Μου πρόσφεραν πολλά τα online μαθήματα. Ετσι κατάφερα να περάσω». Παρακολουθώντας διαδικτυακά μαθήματα, έχει καταφέρει μέσα σε δύο χρόνια να πάρει πτυχίο στα Κορεατικά, ενώ σκέφτεται να ασχοληθεί με το σχέδιο μόδας. «Εξακολουθώ να έχω μια εφηβικότητα. Αν το κράτος δεν θέλει μία, εγώ δεν θέλω δέκα. Υπάρχουν κι άλλα προγράμματα που μπορώ να παρακολουθήσω».

Δεν διαχειρίστηκαν όλα τα παιδιά καλά την περίοδο της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης. «Εχω κατάθλιψη, δεν μπορώ άλλο σπίτι», λέει μισοαστεία-μισοσοβαρά ένα από τα παιδιά της ταινίας. Για τη Στέλλα, μαθήτρια σήμερα της Γ΄ Λυκείου σε σχολείο των βορείων προαστίων, η απομόνωση πυροδότησε πράγματι ένα καταθλιπτικό επεισόδιο. «Δεν ήταν μια καλή κατάσταση», λέει λακωνικά στην «Κ» και ο νοών νοείτο. Ακόμα προσπαθεί να καλύψει τα κενά από εκείνη την περίοδο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. «Νομίζω έχω λιγότερο άγχος από άλλους, που δεν είναι καλό. Ισως αν ήμουν πιο αγχωμένη να έκανα τα πράγματα που έπρεπε. Αν και είναι αντικειμενικά πάρα πολύ βαρετά αυτά τα πράγματα. Οι φίλοι μου είναι πιο αγχωμένοι από ό,τι πρέπει, διαβάζουν όλη μέρα, αφού οι Πανελλαδικές είναι το τέλος και η αρχή του κόσμου. Δεν ξέρω κάποιον που περνάει καλά αυτή τη στιγμή».

Ο 16χρονος Αγγελος, μαθητής Β΄ Λυκείου σε ΕΠΑΛ, δεν είναι τόσο αγχωμένος –ακόμα– αλλά παραδέχεται ότι η πανδημία έριξε τις επιδόσεις του. «Ας είμαστε ειλικρινείς», αναφέρει με αξιοπρόσεκτη σοβαρότητα. «Δεν πρόσεχα πολύ στην τηλεκπαίδευση και σε κάποια διαγωνίσματα προφανώς αντέγραφα». Ο Αγγελος θέλει να γίνει προγραμματιστής, αλλά αν δεν περάσει θα κάνει μαθητεία, και βλέπουμε. Η Στέλλα θέλει να περάσει Ιστορικό – Αρχαιολογικό γιατί της αρέσει το αντικείμενο. «Δεν ξέρω τι θα γίνω, απλώς με ενδιαφέρει να το μελετάω. Δεν νομίζω να περάσω, πάντως».

Ο γκρίζος μικρόκοσμος ενός αθηναϊκού λυκείου-2
Η παρέα των μαθητών την οποία ακολούθησε ο Λουκάς Παλαιοκρασσάς κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών του σχολείου, έως και τις Πανελλαδικές Εξετάσεις

ΤΕΦΑΑ ή αστυνομικός

«Θέλω να μπω ΤΕΦΑΑ ή να γίνω αστυνομικός αλλά δεν είμαι καλός μαθητής και δεν νομίζω να τα καταφέρω», λέει ένας μαθητής στην ταινία. «Το όνειρό μου είναι να γίνω οδηγός της Φόρμουλα 1, αλλά ξέρω ότι δεν θα το πετύχω ποτέ», λέει ένας άλλος. Ονειρα που γκρεμίζονται πριν καν σχηματισθούν, σαν τους σοβάδες που πέφτουν στο κτίριο, ένα τυπικό κτίριο σχολείου. Πού να βρουν τον ενθουσιασμό να τα κυνηγήσουν; Στο σπίτι τα προβλήματα συσσωρεύονται και οι εκπαιδευτικοί που θα μπορούσαν να τους τον εμφυσήσουν είναι πιο κουρασμένοι από τα παιδιά.

Για τον Λουκά Παλαιοκρασσά η επιστροφή στα θρανία ήταν μια επίπονη διαδικασία. «Ηταν σαν μια δεύτερη ενηλικίωση για μένα. Γνώρισα τα παιδιά όταν είχαν τα πρώτα τους όνειρα και είδα πού κατέληξαν, πού τα πήγε η ζωή τους. Σε σχέση με παλαιότερα, πάντως, τα παιδιά μού φάνηκαν καλύτερα εξοπλισμένα να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις που δέχονται και το βάρος των Πανελλαδικών. Στην εποχή μου δεν μιλούσε κανείς, για παράδειγμα, για ψυχοθεραπεία. Η ταινία είναι και ένας τρόπος να μάθουμε την Gen Z, που δεν την ξέρουμε καλά».

Ο γκρίζος μικρόκοσμος ενός αθηναϊκού λυκείου-3
Η πανδημία έριξε μαύρη σκιά στην Gen Z που απομονώθηκε, έχασε το γέλιο της, μελαγχόλησε.
Ο γκρίζος μικρόκοσμος ενός αθηναϊκού λυκείου-4
«Βαριέμαι. Θέλω να προσέξω, αλλά είναι όλα τόσο βαρετά. Διαβάζω και διαβάζω, αλλά δεν αποδίδει».

«Οι Πανελλαδικές είναι κρεατομηχανή, κανονική βιομηχανία»

Ο μαθηματικός Ηλίας Ανδριανός, ο οποίος κλείνει φέτος 40 χρόνια στην εκπαίδευση, θεωρεί ότι η εικόνα του ελληνικού σχολείου είναι αντανάκλαση της ελληνικής κοινωνίας. «Και η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν ενδιαφέρεται η κοινωνία για την εκπαίδευση των παιδιών της. Δείτε πόσοι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων υπάρχουν σε γυμνάσια και λύκεια. Παντελής αδιαφορία».

Ο ίδιος εντοπίζει μια ρίζα των σημερινών προβλημάτων στις μεταρρυθμίσεις Αρσένη του 1998. «Αλλο ήταν το σχολείο μέχρι το 2000 και άλλο είναι έκτοτε που άρχισε η επιβράβευση της ευκολίας. Τα παιδιά άρχισαν να κινούνται ακώλυτα στο εκπαιδευτικό σύστημα, να προάγονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο. Οι τελευταίοι μετεξεταστέοι ήταν… το 2002. Αντίστοιχα ο Ελληνας εκπαιδευτικός δεν μπαίνει σε διαδικασία κρησάρας – δεν αξιολογείται στοιχειωδώς. Τη στιγμή που κλείνει την πόρτα, δεν ξέρει κανείς τι κάνει. Τα παιδιά το εισπράττουν αυτό».

Οπως λέει, αν το σχολείο εμφανίζει εικόνα εγκατάλειψης είναι γιατί το ίδιο συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία που δεν προγραμματίζει τίποτα, δεν ξέρει πού θέλει να πάει, που όλα γίνονται ευκαιριακά. «Ο μύθος των Πανελλαδικών εκπορεύεται από την κοινωνία. Παιδιά που οργανώνουν τη μαθητική τους ζωή από μικρές ηλικίες δεν έχουν πρόβλημα με τις Πανελλαδικές, δεν ξέρω αν θα αριστεύσουν, πάντως θα περάσουν. Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα παιδιά μέχρι την Α΄ Λυκείου δεν ασχολούνται καθόλου. Μπορώ να καταλάβω την αγωνία ενός παιδιού που φτάνει τα 17 και πάει φροντιστήριο για να μάθει να πιάνει στυλό στα χέρια».

Πέρασαν πολλές αράδες για να μας απασχολήσει το θέμα του φροντιστηρίου, κάπως παράδοξο δεδομένης της αξίας που του αποδίδει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κι ας μην έχουν όλα τα παιδιά, όπως καταγράφεται και στο ντοκιμαντέρ, την οικονομική άνεση να παρακολουθήσουν μαθήματα σε φροντιστήριο. «Ολοι δίνουμε περισσότερη βάση στο φροντιστήριο παρά στο σχολείο», λέει ο Αγγελος. «Αν τα πας καλά εκεί, όχι τέλεια, απλώς καλά, στο σχολείο θα τα πας άριστα. Ετσι είναι». Ο Π.Γ., μαθηματικός, που διδάσκει από το ’90 σε φροντιστήρια, τον επιβεβαιώνει. «Το σχολείο είναι πάρεργο και ειδικά η Γ΄ Λυκείου. Το σχολείο τελειώνει στη Β΄ Λυκείου. Μπες σε μια τάξη την άνοιξη και δες αν υπάρχει μέσα μαθητής. Το φροντιστήριο το πληρώνεις άμεσα και το σέβεσαι», λέει στην «Κ».

«Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, αλλά είναι πολλά τα λεφτά (σ.σ. της παραπαιδείας) και κανείς δεν θέλει να τα αφήσει. Οι σχολές βιολόγων, μαθηματικών κ.λπ. έχουν μετατραπεί σε καθηγητικές σχολές και το κράτος κλείνει το μάτι σε όλους αυτούς που αποφοιτούν λέγοντας ότι ίσως να μη μπορώ να σε διορίσω, αλλά έχω τρόπο να βγάλεις το μεροκάματο. Ποιος είναι αυτός; Οι Πανελλαδικές, με τα ιδιαίτερα και τα φροντιστήρια. Μια κανονική βιομηχανία. Αν κάπου έχω καταλήξει, είναι ότι δεν θέλω το δικό μου το παιδί ποτέ να εμπλακεί με τις Πανελλαδικές. Είναι κρεατομηχανή. Είτε είσαι κακός μαθητής είτε καλός, σε βγάζει κιμά».

Ευρυγνωσία ή υπερεξειδίκευση; Ο συγγραφέας Ντέιβιντ Έπστιν μιλά στο Κ

Μια συζήτηση με τον μπεστσελερίστα συγγραφέα Ντέιβιντ Έπστιν που καλεί τον κόσμο να γυρίσει την πλάτη στην υπερεξειδίκευση και να στραφεί στις «γενικές γνώσεις».

O 42χρονος Ντέιβιντ Έπστιν έκανε σπουδές στις θετικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ενώ η πρώτη του δουλειά ήταν στη δημοσιογραφία, και μάλιστα στο αθλητικό τμήμα. Το ρεπορτάζ στο Sports Illustrated τον οδήγησε στη συγγραφή του δοκιμίου The Sports Gene (Το αθλητικό γονίδιο), το οποίο έγινε μπεστ σέλερ, κι από εκεί μεταπήδησε στην ερευνητική δημοσιογραφία και στην ανεξάρτητη ιστοσελίδα ProPublica. Το 2019 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταφράστηκε σε παραπάνω από 20 γλώσσες. Στο διορατικό βιβλίο Ευρυγνωσία. Πόσο σημαντική είναι σε έναν κόσμο που επιδιώκει την υπερεξειδίκευση, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, ο Ντέιβιντ Έπστιν διατύπωσε κομψά την πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία ότι όσο χρειαζόμαστε την εξειδίκευση, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο, έχουμε ανάγκη τη γενική παιδεία, τον πειραματισμό, την ευρυγνωσία.

Παρακολούθησα πρόσφατα στο YouTube μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία που είχατε το 2014 με τον συγγραφέα Μάλκολμ Γκλάντγουελ. Είναι αλήθεια ότι τότε συλλάβατε την ιδέα του βιβλίου; 
Ναι, η Ευρυγνωσία προέκυψε εν μέρει μέσα από εκείνο το ντιμπέιτ. Είχε κυκλοφορήσει τότε το πρώτο βιβλίο μου, στο οποίο ασκούσα κριτική στην επιστημονική τεκμηρίωση του «κανόνα των 10.000 ωρών», στην ιδέα δηλαδή ότι για να γίνει κάποιος καλός σε κάτι, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία, παρά το να αφιερώσει 10.000 ώρες εξειδικευμένης άσκησης. Μπήκα σε διάλογο με τον Μάλκολμ Γκλάντγουελ, γιατί εκείνος είχε κάνει ευρύτερα γνωστή αυτή την ιδέα. Ο Μάλκολμ έλεγε ότι είναι σημαντικό να εξειδικεύονται οι αθλητές όσο είναι ακόμα πολύ νέοι. Τότε, δούλευα ακόμα ως δημοσιογράφος επιστημονικών θεμάτων στο Sports Illustrated και είπα να δω τι λέει η έρευνα. Και είδα ότι υπάρχει πράγματι μια μεγάλη γκάμα παραδειγμάτων. Το κύριο μοτίβο, ωστόσο, εκείνων που γίνονταν αθλητές πρώτης γραμμής ήταν ότι περνούσαν πρώτα μέσα από μια περίοδο πειραματισμού, όπου έκαναν πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες και αποκτούσαν μια πληθώρα δεξιοτήτων. Κυρίως μάθαιναν ποια είναι τα δικά τους ενδιαφέροντα και οι ικανότητές τους και καθυστερούσαν συστηματικά την εξειδίκευση. Οι άλλοι γύρω τους εξειδικεύονταν πολύ γρηγορότερα και κορύφωναν τις επιδόσεις τους σε πολύ πιο πρώιμα στάδια. Αυτό δεν είναι και πολύ αναμενόμενο, σκέφτηκα. Και το είπα στο ντιμπέιτ. Κι όταν κατεβαίναμε από τη σκηνή, ο Μάλκολμ μού είπε ότι είχα δίκιο και με κάλεσε να πάμε μαζί για τρέξιμο, για να το συζητήσουμε περαιτέρω. Κι έτσι αρχίσαμε να τρέχουμε μαζί τακτικά. Όσο όμως περνούσε ο καιρός, γινόμουν όλο και πιο περίεργος. Μήπως αυτό που είχα συνειδητοποιήσει ίσχυε και σε άλλους τομείς πέρα από τον αθλητισμό;

Ποιο ήταν το επόμενο βήμα;
Άρχισα να ψάχνω τι γινόταν στις τέχνες και στις επιστήμες και ανακάλυψα ότι στα περισσότερα πεδία, ειδικά σ’ εκείνα που είναι δυναμικά κι αλλάζουν γρήγορα, δεν τα πηγαίνουν καλύτερα αυτοί που εστιάζονται σ’ ένα υπερβολικά συγκεκριμένο σημείο, αλλά εκείνοι που έχουν μια πιο ευρεία εργαλειοθήκη, εκείνοι που μπορούν να φέρνουν στο πεδίο πολλές και διαφορετικές ιδέες. Τα καταφέρνουν δηλαδή καλύτερα όσοι είναι σε θέση να αλλάζουν κατεύθυνση, να είναι δηλαδή πιο ευέλικτοι και πιο ευπροσάρμοστοι όταν αλλάζουν οι καταστάσεις.

Στην Ελλάδα, όταν βλέπουμε κάποιον να έχει πολλές δεξιότητες κι ενδιαφέροντα, λέμε ότι είναι «πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Μου φαίνεται αρκετά δύσκολο να υποστηριχθεί στις εποχές μας η ιδέα της ευρυγνωσίας, είναι σαν να υπάρχει μια πολιτισμική αντίσταση. Η νόρμα, όπως λέτε στο βιβλίο σας, είναι να βρεθείς από νωρίς μπροστά στην κούρσα και να εξειδικευθείς όσο πιο γρήγορα γίνεται. 
Όλοι οι πολιτισμοί έχουν τη δική τους εκδοχή της συγκεκριμένης παροιμίας, και υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Στις ΗΠΑ η δική μας λέει: «Jack of all trades is a master of none» (Αυτός που μοιράζει την προσοχή του σε πολλά πεδία δεν κατέχει ούτε ένα). Είναι ενδεικτικό όμως το γεγονός ότι της έχουμε αφαιρέσει το τελευταίο της μέρος: «…but oftentimes better than master of one» («Συχνά όμως είναι καλύτερος απ’ αυτόν που κατέχει μόνο ένα»). Κι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε αυτή η φράση με υποτιμητικό τρόπο σ’ ένα κείμενο, ήταν στα Νέα Λατινικά, στο περίφημο Johannes factotum. Επρόκειτο για την προσβολή ενός συγγραφέα προς έναν άλλο, αμόρφωτο ακόμα νεαρό ποιητή, ο οποίος προσπαθούσε να γράψει θεατρικά έργα και να φτιάξει έναν θεατρικό θίασο για να τα παίζει. Ο πρώτος άνθρωπος που είδε να τον προσβάλλει κάποιος γραπτώς ως «πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη» ήταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο οποίος, όπως όλοι ξέρουμε, είχε πολύ καλή εξέλιξη στη συνέχεια. Κι εγώ ο ίδιος, πριν ασχοληθώ με το γράψιμο, σπούδαζα γεωλογία, σ’ ένα πολύ πολύ στενό επιστημονικό πεδίο. Νομίζω ότι είναι η ανθρώπινη διαίσθηση αυτό που μας ωθεί στο να πιστεύουμε ότι η εξειδίκευση είναι η καλύτερη επιλογή κι ότι πρέπει να επιδιώκουμε το καθετί που μας δίνει ένα πλεονέκτημα στην αφετηρία. Φυσικά, για τις ΗΠΑ του προηγούμενου αιώνα αυτό είναι εντελώς λογικό. Είχε πολύ νόημα ένας μεγαλύτερος βαθμός εξειδίκευσης τον 20ό αιώνα. Στη βιομηχανική οικονομία δεν υπήρχε επαγγελματική κινητικότητα. Είχες περισσότερους λόγους να εξειδικευθείς. Μετά όμως μπήκαμε στην οικονομία της πληροφορίας, όπου αρχίσαμε να αξιολογούμε τους ανθρώπους βάσει της ικανότητάς τους να δημιουργούν γνώση και να λύνουν προβλήματα με δημιουργικό τρόπο. Οι γονείς και οι παππούδες των περισσότερων από εμάς μεγάλωσαν σ’ έναν κόσμο όπου η εξειδίκευση είχε πολύ μεγαλύτερο νόημα από ό,τι σήμερα, γι’ αυτό και μας συμβούλευαν να ειδικευτούμε σε κάτι. Όμως ο κόσμος σήμερα δεν είναι έτσι. Υπάρχει μια καθυστέρηση ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο κόσμος και στον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν τα εκπαιδευτικά συστήματα αλλά και οι συμβουλές των γονιών.

Ευρυγνωσία ή υπερεξειδίκευση; Ο συγγραφέας Ντέιβιντ Έπστιν μιλά στο Κ-1Παρατηρώ ότι στο βιβλίο σας αναφέρεστε κυρίως στο μεγαλείο. Πώς θα μπορούσε να επωφεληθεί κάποιος από την ευρυγνωσία αν έχει πιο ταπεινούς σκοπούς στη ζωή του;
Χαίρομαι που το αναφέρετε αυτό, γιατί όντως οι περισσότερες ιστορίες που αφηγούμαι στο βιβλίο έχουν να κάνουν με κάποιο είδος μεγαλείου. Ο λόγος είναι ότι τις βρίσκω ενδιαφέρουσες. Το ίδιο και πολλοί άλλοι. Ελπίζω, ωστόσο, αυτές οι ιστορίες να γίνουν αφορμή για έρευνα που θα αφορά ένα ευρύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας. Αυτό όμως που διατρέχει όλο το βιβλίο, και μας αφορά όλους, είναι το ζήτημα της επιλογής μεταξύ της βραχυπρόθεσμης και της πιο μακροπρόθεσμης προσέγγισης. Μερικές φορές, τα πράγματα που είναι καλά βραχυπρόθεσμα μπορεί να υπονομεύσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Δεν λέω ότι δεν έχουμε ανάγκη τους ειδικούς. Πιστεύω ότι φυσικά και πρέπει να έχουμε εκπαίδευση που θα εστιάζεται στον επαγγελματικό προσανατολισμό. Αλλά έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να δίνουμε πολλαπλές επιλογές σε πολλά διαφορετικά είδη ανθρώπων. Τα πλεονεκτήματα του μακροπρόθεσμου ορίζοντα ισχύουν για όλους, ακόμα και για όσους δεν πάνε στο πανεπιστήμιο. Η προϋπόθεση, όμως, είναι ότι με κάποιον τρόπο θα πρέπει να εγκαταλείψουν τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

Εσείς έχετε κάποιο πρότυπο ευρυγνωσίας προσωπικά;
Ένας από τους αγαπημένους μου είναι ο επιστήμονας Αντρέ Γκέιμ, του οποίου το μικρό όνομα έδωσα και στον γιο μου. Μου αρέσει το παράδειγμά του, γιατί, ενώ υπηρετεί την ανθρωπότητα ασκών κανονικά την επιστήμη, κάνοντας δηλαδή κάτι αρκετά εξειδικευμένο, την ίδια στιγμή δηλώνει ότι δεν κάνει έρευνα, αλλά απλώς ψάχνει. Ο Γκέιμ αντιστάθηκε στις πιέσεις να κάνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και γι’ αυτό δημιούργησε το δικό του εργαστήριο, τα λεγόμενα «πειράματα της Παρασκευής», όπου οι συμμετέχοντες μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Έπειτα συζητούσαν αυτά που έκαναν και μοιράζονταν τα ευρήματά τους. Ένα από τα ανόητα πειράματά τους οδήγησε στην ανακάλυψη του γραφενίου, ενός υλικού που είναι πιο ισχυρό από το Kevlar και τα αλεξίσφαιρα γιλέκα, ακόμα κι από το ατσάλι. Η ανακάλυψη αυτή του χάρισε βραβείο Νόμπελ. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Γκέιμ έκανε ένα βήμα πίσω και δημιούργησε χώρο για πειραματισμό. Αλλά, αν θέλετε να σας μιλήσω για κάποιον που γνωρίζουν οι πάντες, αυτός είναι ο Στιβ Τζομπς. Ήταν ένα είδος αυθεντίας στην ευρυγνωσία. Νομίζω ότι το ταλέντο του είχε δύο πλευρές. Από τη μια εξερευνούσε διαρκώς. Έμπαινε μέσα σ’ ένα μαγαζί και αναρωτιόταν πώς θα φαινόταν το ένα και πώς το άλλο. Έλεγε σε κάθε ευκαιρία ότι ένα μάθημα καλλιγραφίας που διάλεξε στην τύχη, του ενέπνευσε όλη τη σχεδιαστική φιλοσοφία των υπολογιστών Mac. Αλλά το πιο ιδιαίτερο ταλέντο του ήταν ότι είχε αυτή την ευρεία προοπτική. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας του παρέμενε πάντοτε αποστασιοποιημένος, έκανε διαρκώς αυτό που λέμε «ζουμ άουτ».

Πιστεύω ότι το βιβλίο σας πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστεί από γονείς και εκπαιδευτικούς. Τι θα λέγατε ειδικά σε αυτούς;
Δημοσιεύθηκε πρόσφατα μια έκθεση του ΟΟΣΑ η οποία δείχνει ότι τα παιδιά αρχίζουν περίπου στα επτά τους χρόνια να πιστεύουν ότι έχουν όλο και λιγότερες επαγγελματικές επιλογές, κάτι που είναι λυπηρό, καθώς τα περισσότερα επαγγέλματα που ξέρουμε σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν καν στο μέλλον. Υπάρχει αυτό το εύρημα της ψυχολογίας που έχει ονομαστεί «ψευδαίσθηση του τέλους της ιστορίας». Σύμφωνα με αυτό, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν κάποια στιγμή να λένε «άλλαξα πολύ στο παρελθόν, αλλά τώρα είμαι ολοκληρωμένος, τέλειωσα». Αναφέρονται κυρίως στα πράγματα που θεωρούν πολύτιμα, στο πώς θέλουν να περνούν τον χρόνο τους, στις ικανότητές τους κ.λπ. Έτσι όμως υποτιμούν την αλλαγή που θα έρθει στη ζωή τους. Και η εποχή με τον πιο γρήγορο ρυθμό αλλαγών είναι μεταξύ των 18 και των 28 χρόνων. Τότε συνήθως λέμε στους ανθρώπους ότι πρέπει να ησυχάσουν και να τα βρουν με τον εαυτό τους. Αλλά τότε συμβαίνουν οι πιο πολλές αλλαγές. Και δεν σταματούν ποτέ μάλιστα.

Ζητάμε από τους νέους ανθρώπους να γίνουν προφήτες. Καλές είναι και οι προβλέψεις, αρκεί να είσαι πρόθυμος να κάνεις τροποποιήσεις στην πορεία, να αναθεωρείς τη θέση σου και να μετακινείσαι. Όπως δείχνει και μια σχετική έρευνα του Χάρβαρντ, οι περισσότεροι απ’ αυτούς που βρίσκουν ικανοποιητικές δουλειές λένε: «Τώρα είμαι εδώ γι’ αυτούς τους λόγους, γιατί αυτές είναι οι δεξιότητές μου και τα ενδιαφέροντά μου. Αυτές είναι οι ευκαιρίες μου. Θα αδράξω τούτη εδώ, αλλά ίσως σ’ ένα ή δύο χρόνια αλλάξω, γιατί εν τω μεταξύ θα έχω μάθει κάτι νέο για τον εαυτό μου ή οι ευκαιρίες θα έχουν αλλάξει».

Στον γιο σας τι συμβουλές θα δώσετε για τη ζωή και την καριέρα του;
Θα ήθελα ο γιος μου, ο οποίος βέβαια είναι πολύ μικρός ακόμα, να παίρνει μαθήματα από τις εμπειρίες του και να τα χρησιμοποιεί στα επόμενα βήματά του, αντί να ακολουθεί τυφλά κάποιο πλάνο, αγνοώντας παράλληλα τις νέες ευκαιρίες που θα του εμφανίζονται. Πολύ συχνά υποτιμάμε την αξία των πραγμάτων που έχουμε μάθει, ειδικά όταν γύρω μας βρίσκονται άνθρωποι που μας μοιάζουν. Όταν πάρουμε αυτές τις γνώσεις και τις μεταφέρουμε κάπου αλλού, όπου είμαστε πολύ διαφορετικοί, ξαφνικά έχουμε ένα πλεονέκτημα. Αυτή είναι η ιστορία της δικής μου καριέρας: έφερα την επιστημονική μου κατάρτιση στη δημοσιογραφία. Θα ήθελα λοιπόν ο γιος μου να μπορεί να λέει: «Έκανα αυτές τις σπουδές, μπορώ να συνεχίσω στο ίδιο μονοπάτι, αλλά εδώ παραδίπλα υπάρχουν και άλλα μέρη, όπου όλα αυτά που έχω μάθει μπορούν να είναι μοναδικά και να με κάνουν να ξεχωρίσω». Για μένα, αυτός ο τρόπος σκέψης ήταν καταλυτικός, άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.

Ευρυγνωσία ή υπερεξειδίκευση; Ο συγγραφέας Ντέιβιντ Έπστιν μιλά στο Κ-2

ΑΠΟΨΕΙΣ

Tρέχοντας πίσω από δεξιότητες

«Learn, unlearn, relearn». Το τρίπτυχο αντικατέστησε το reskilling και το upskilling και πάνω σε αυτό πλέον οι ειδικοί θεωρούν ότι μπορεί να βασιστεί μια επιτυχημένη καριέρα. Η χρήση των αγγλικών όρων δεν πρέπει να ξενίζει. Οι δεξιότητες της γλώσσας και της κατανόησης κειμένου ευρύτερα είναι χρήσιμο εφόδιο ώστε ένας εργαζόμενος να μπορεί να αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα (π.χ. ξένες πηγές πληροφόρησης, τεχνικά μέσα, κριτική αξιολόγηση πληροφοριών) για τη δουλειά του. Το ελληνικό σχολείο φροντίζει να τις έχει αποκτήσει ένας 18χρονος που εγκαταλείπει τα σχολικά θρανία – ή μήπως όλοι έχουν πτυχία αλλά όχι ουσιαστική γνώση; Φευ, η απάντηση είναι αρνητική. Στην Ελλάδα καταγράφεται έλλειμμα δεξιοτήτων τόσο στους νέους αποφοίτους όσο και στον γενικό πληθυσμό – και μάλιστα η έλλειψη είναι εμφατική στις ψηφιακές δεξιότητες, παρά τη σημασία της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας.

Η ανάγκη για νέες δεξιότητες προκύπτει από συνδυασμό λόγων. Για παράδειγμα, η υπογεννητικότητα, η οποία θα στιγματίσει την Ελλάδα την επόμενη δεκαετία, όπως φάνηκε και από τα στοιχεία της απογραφής του 2021 που δημοσιοποιήθηκαν την Τρίτη, η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας και η ενσωμάτωση μεταναστών δημιουργούν πλέγμα κοινωνικών λόγων το οποίο επηρεάζει τις σύγχρονες κοινωνίες και τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Την ίδια στιγμή, ας μην ξεχνάμε –το έχουμε ζήσει κατά τη διάρκεια της διετούς πανδημίας–, οι νέες τεχνολογίες κάνουν εφικτή την εργασία εξ αποστάσεως και το γραφείο περιττό σε αρκετά επαγγέλματα.

Αυτή η νέα πραγματικότητα δημιουργεί και νέο παράδειγμα εργασίας: νέα αντικείμενα απασχόλησης, περιβάλλοντα, σχέσεις. Αντιστοίχως δημιουργείται η ανάγκη για νέες εργασιακές δεξιότητες. Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία για το 2020, το 16% του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών δεν είχε κάνει χρήση του Διαδικτύου τους τελευταίους τρεις μήνες, ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (8%) και το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Πίσω από το πρόβλημα, όπως αποτυπώνεται στους αριθμούς, υπάρχουν συμπολίτες μας που στην περίπτωση που μείνουν άνεργοι δεν θα είναι εύκολο να βρουν δουλειά, βουλιάζοντας ίσως στην υποκουλτούρα του Διαδικτύου και του κοινωνικού περιθωρίου.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ελληνική παιδεία: το όνειρο που έγινε εφιάλτης

Εδώ και σαράντα χρόνια, ίσως και περισσότερα, κυρίαρχο ήταν το όνειρο των ελληνικών οικογενειών: να προχωρήσουν τα παιδιά τους στο Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Οι γονείς πίεζαν για υψηλούς βαθμούς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα και οι δάσκαλοι και καθηγητές υποχωρούσαν όλο και περισσότερο. Τελικός στόχος, με τη σημαντική συνδρομή του φροντιστηρίου και των ιδιαίτερων, τα παιδιά να μπουν σε κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα, άσχετα αν το ήθελαν, το άντεχαν ή τους πήγαινε.

Επειτα από προσπάθειες αρκετών χρόνων, αν βέβαια παρέμεναν και επέμεναν, αποφοιτούσαν, αδιάφορο αν είχαν εμπεδώσει γνώσεις ή ήθελαν να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο αντικείμενο, για το οποίο είχαν αναλώσει κάποια από τα πιο σημαντικά χρόνια της ζωής τους. Στη συνέχεια με τις γνωστές διαδικασίες συνήθως τα κατάφερναν να μπουν σε κάποια υπηρεσία του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως το Δημόσιο, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τις ΔΕΚΟ ή τις πολλές άλλες παλαιότερα κρατικοδίαιτες εταιρείες.

Από εκεί και ύστερα άρχιζαν τα εύκολα. Κοινωνική θέση, σίγουρος μισθός, σίγουρη σύνταξη, και ίσως και κάτι παραπάνω, αν το επέτρεπε η θέση, η κομματική ή άλλη ένταξη ή ανέλιξη και τελευταία η συνείδηση. Οι προαγωγές ήταν θέμα χρόνου, συναναστροφών και γνωριμιών. Κυρίως δεν έπρεπε να φέρνεις αντίρρηση και να περιφέρεσαι στους διαδρόμους της κάθε εξουσίας λιβανίζοντας και εξυπηρετώντας τα ρουσφέτια των υψηλά ιστάμενων. Αυτό ήθελε ο μέσος Ελληνας και οι πολιτικοί δεν είχαν κανένα λόγο να του το αρνηθούν. Εφόσον το κύριο θέμα ήταν η ψήφος στις επόμενες εκλογές και όχι το καλό και η προκοπή του τόπου μακροχρόνια. Κανείς δεν υπολόγιζε αξίες, δεξιότητες, ευσυνειδησία ή απόδοση στην εργασία. Αλλωστε «η αριστεία πάντα ήταν… ρετσινιά»!

Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο:

1. Τα Δημοτικά, τα Γυμνάσια, τα Λύκεια υποβαθμίστηκαν, γιατί τελικά έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο στην κοινωνική «προκοπή» και ανέλιξη.

2. Τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα, η παραπαιδεία γενικότερα γιγαντώθηκαν, γιατί εξυπηρετούσαν τον βασικό σκοπό, να μπει ο κάθε μαθητής σε κάποιο πανεπιστήμιο.

3. Τα πανεπιστημιακά τμήματα σκόρπισαν σε κάθε γωνία της χώρας για να εξυπηρετήσουν όλους τους υποψήφιους μελλοντικούς πτυχιούχους, μαζί με την τοπική αγορά, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστίαση και διασκέδαση.

4. Τα πανεπιστήμια μετατράπηκαν σε φόρουμ πολιτικών και κυρίως σκληρών κομματικών αντιπαραθέσεων φοιτητών, διοικητικών αλλά και καθηγητών αντί για φορείς παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης.

5. Το ευρύτερο Δημόσιο ξεχείλισε χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχους κυρίως με όλους όσοι έμπαιναν με πολιτικό μέσον.

6. Για κάθε νεόφερτο έπρεπε να δημιουργηθούν κάποιες αρμοδιότητες, σφραγίδες, υπογραφές. Με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια δαιδαλώδης γραφειοκρατία, που κανένας συνετός και λογικός πολιτικός προϊστάμενος δεν μπορούσε να κατανοήσει άρα και να λειτουργήσει.

7. Ολα τα άλλα επαγγέλματα, που χρειάζεται η αγορά, η πραγματική οικονομία έμειναν ορφανά. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν σοβαρά με τα σημαντικά και αναγκαία επαγγέλματα για την ορθή και παραγωγική λειτουργία της οικονομίας.

Η κατάσταση αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε σαν ένα κάποιο ιδιαίτερο δικαίωμα των Ελλήνων. Μέχρι που εμφανίστηκε ο μαύρος κύκνος: η Κρίση, που κανένας δεν περίμενε. Ξαφνικά και μέσα σε λίγα χρόνια εμφανίστηκε η προοπτική χρεοκοπίας με μνημόνια και η «Μεγάλη Πύλη», αυτή του Δημοσίου, έκλεισε απότομα και οριστικά. Με αποτέλεσμα όλοι αυτοί που μπήκαν και βγήκαν από κάποιο πανεπιστήμιο να στοιχίζονται πίσω από μια ατελείωτη, άπειρη ουρά.

Οι επιστημονικές, τεχνολογικές, αλλά και πολιτικές εξελίξεις στον διεθνή χώρο επιβάλλουν την επίσπευση των ριζικών αλλαγών σε νοοτροπίες, στρατη- γικές και οράματα ατομικά και συλλογικά.

Οσοι είχαν το κουράγιο αλλά κυρίως τις αναγκαίες δεξιότητες αναχώρησαν για το εξωτερικό, ενώ οι περισσότεροι στράφηκαν σε υποδεέστερα επαγγέλματα. Ομως η ουρά γίνεται όλο και μακρύτερη, γιατί κάθε χρόνο προστίθεται μια καινούργια φουρνιά αποφοίτων με πτυχία χωρίς κανένα αντίκρισμα στη ζώσα και δρώσα αγορά εντός και εκτός συνόρων.

Το αποτέλεσμα πονάει σε πολλά επίπεδα:

1. Οι απόφοιτοι αισθάνονται προδομένοι, γατί δεν βρίσκουν δουλειά αντάξια με τις προσδοκίες και τους αρχικούς σχεδιασμούς τους.

2. Οι οικογένειες, που στήριξαν τις σπουδές, πιέζονται, γιατί τα παιδιά τους αντί να πάρουν τον δρόμο τους είναι ακόμη οικονομικά εξαρτημένα από γονείς και παππούδες!

3. Η επιχείρηση, η βιομηχανία, η οικονομία γενικότερα στην κυριολεξία μαραζώνουν μη βρίσκοντας το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό.

4. Πολλοί περιμένουν μια κάποια λύση, όπως να ξαναρχίσει το βιολί του Δημοσίου, που όμως φαντάζει ένα πραγματικό όνειρο θερινής νυκτός.

Οι περισσότεροι Ελληνες ψάχνουν κάποιον να φορτώσουν την ευθύνη για την κατάσταση, όσο δυνατόν πιο μακριά από τους εαυτούς τους. Φταίνε οι ξένοι με τα μνημόνια, οι τραπεζίτες, το κεφάλαιο, η αγορά, τα μονοπώλια, οι πολιτικοί, τα κόμματα, τα πανεπιστήμια, οι καθηγητές, κ.λπ. Προς Θεού… όχι εμείς!

Πριν όμως αρχίσουμε να ψάχνουμε για τις λύσεις πρέπει να παραδεχτούμε: δεν φταίει κανείς ειδικά και όλοι μαζί φταίμε. Γιατί διαιωνίσαμε μια κατάσταση, που κατά τον κοινό νου δεν είχε καμία ευοίωνη προοπτική. Οπως χρειάστηκαν δεκαετίες να εδραιωθεί αυτή η νοοτροπία θα χρειαστούν ακόμη αρκετά χρόνια για να αλλάξει η κατάσταση. Με μεγάλη προσπάθεια από όλους – ανεξάρτητα από πολιτικές και κόμματα. Εμείς μπήκαμε στο λούκι και εμείς πρέπει να βοηθήσουμε να ξαναβγούμε απ’ αυτό.

Συγχρόνως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι επιστημονικές, τεχνολογικές, αλλά και πολιτικές εξελίξεις στον διεθνή χώρο επιβάλλουν την επίσπευση των ριζικών αλλαγών σε νοοτροπίες, στρατηγικές και οράματα ατομικά και συλλογικά. Το πώς και ποια είναι τα βήματα θα αποτελέσουν το αντικείμενο επόμενων άρθρων.

* Ο κ. Διονύσης Τσιχριτζής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

** Ο κ. Νικόλαος Μ. Σταυρακάκης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, πρόεδρος της ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η γηραλέα εκπαίδευση

Νεαρόν Εθνος; Ή γηραιόν Εθνος; Αν υπολογίσουμε τα μόλις διακόσια χρόνια της κρατικής μας υπόστασης μάλλον θα πρέπει να αποδεχθούμε το νεαρόν της ηλικίας μας, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται, ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό. Αν όμως θέλουμε να μετρήσουμε την εμβέλεια της αυτοσυνειδησίας μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μάλλον θα κλίνουμε προς τη δεύτερη εκδοχή. Η εκπαίδευση δίνει το στίγμα της πορείας μας μέσα σ’ αυτά τα διακόσια χρόνια. Μια συνεχής αναζήτηση της σύνθεσης ανάμεσα στο νεαρόν της ύπαρξής μας και το γηραιόν της συνείδησής μας. Ανάμεσα στη νεανική ορμή και το βάρος της κόπωσης.

Στα τρία τελευταία κυριακάτικα άρθρα μου επιχείρησα να αναδείξω την κόπωση της ελληνικής εκπαίδευσης. Με στόχο τη Μέση Εκπαίδευση. Αδυναμία κατανόησης κειμένου μέσω της διδασκαλίας της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, απώθηση των κλασικών σπουδών, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον διδάσκονται τα Λατινικά αλλά και τα Αρχαία Ελληνικά, και φυματική αντίληψη της Ιστορίας, ελληνικής ή ευρωπαϊκής, εξαιτίας του τρόπου που διδάσκεται η Ιστορία. Να θυμίσω απλώς ότι Ιστορία διδάσκουν φιλόλογοι, ή καθηγητές Αγγλικών ή Γαλλικών, που για να σταθούν μέσα στην τάξη είναι υποχρεωμένοι να αποστηθίσουν χωρία του εγχειριδίου. Η αποστήθιση είναι μέθοδος διδασκαλίας. Και δεν περιορίζεται στα λεγόμενα «φιλολογικά» μαθήματα. Καθηγητής Μαθηματικών μου είπε ότι πολλοί από τους αριστούχους ξέρουν να λύνουν τις εξισώσεις, όμως αδυνατούν να εξηγήσουν «με δικά τους λόγια» τη μέθοδο που ακολούθησαν για να τις λύσουν.

Σύμπτωμα γήρανσης; Ας αποφανθούν οι ειδικοί. Εγώ αυτό που θέλω να εντοπίσω είναι η αδυναμία της εκπαίδευσης να παρακολουθήσει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας. Μας αρέσει να λέμε ότι η ελληνική κοινωνία κάνει άλματα που ξεπερνούν την πολιτική της εκπροσώπηση. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την εκπαίδευση, κυρίως τη μέση εκπαίδευση που διαμορφώνει τις μελλοντικές ελίτ.

Γηρασμένη εκπαίδευση; Τα παιδιά μας αισθάνονται ανίσχυρα όταν καλούνται να κατανοήσουν ένα κείμενο. Τα παιδιά μας δεν έχουν τον εξοπλισμό για να διατυπώσουν τον συλλογισμό που τους επέτρεψε να λύσουν την εξίσωση. Τα χλευάζουμε επειδή μπερδεύουν τον Κολοκοτρώνη με τον Λεωνίδα; Μάλλον τον εαυτό μας πρέπει να χλευάσουμε που τα έμαθε ότι η διαφορά του ενός από τον άλλον είναι η απόσταση στις σελίδες του εγχειρίδιου.

Η εκπαίδευση είναι γηρασμένη. Κουράστηκε διακόσια χρόνια τώρα να προσπαθεί να αποδείξει τη θαλερή νεότητά της, πότε με το γλωσσικό, πότε με την υποταγή της στον «προοδευτικό συνδικαλισμό» των λειτουργών της, πότε με τις συντηρητικές αγκυλώσεις των «καθαρών» της. Την κούρασαν, την εξάντλησαν όλ’ αυτά δεκαετίες τώρα. Ναι, πρόκειται για δεκαετίες, και το συσσωρευμένο γήρας δεν σβήνει με νομοθετικά διατάγματα.

Διαβάζω με ενδιαφέρον τα σχέδια του υπουργείου Παιδείας. Πολλαπλό βιβλίο, εκ των ων ουκ άνευ, νέα βιβλία, απαραίτητα. Και μένω με την απορία. Πώς θα τα διδάξουν όσοι θα κληθούν να τα διδάξουν; Οσοι έχουν εθισθεί στο ένα βιβλίο της αποστήθισης και έχουν ταυτίσει την εκπαίδευση με αυτό; Και πώς θα επιλέξουν από το «πολλαπλό» βιβλίο αυτό που θεωρούν καταλληλότερο;

Κλείνω την εορταστική χρονιά σχολιάζοντας την εκπαίδευση, τη μέση εκπαίδευση. Επειδή πιστεύω ότι οι δυσπλασίες της και οι αντιφάσεις της αναδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις αντιφάσεις της πορείας των διακοσίων ετών. Κυρίως τη σύγκρουση ανάμεσα στο «νεαρόν» του Εθνους και το «πολιτισμικό» του γήρας. Θα είχε ενδιαφέρον αν άλλοι, αρμοδιότεροι εμού, ιστορικοί διάβαζαν τα διακόσια αυτά χρόνια της κρατικής μας ύπαρξης μέσα απ’ αυτήν την προοπτική αντίθεση, το «νεαρόν» του πολιτικού Εθνους και το «γηραλέον» του πολιτισμικού Εθνους. Χωρίς να είμαι ιστορικός θεωρώ ότι αυτή είναι η βασική αντίθεση της σύγχρονης ύπαρξής μας. Και γι’ αυτό δεν πρέπει να την απωθούμε. Ας σταθούμε απέναντί της. Είναι η εικόνα μας στον καθρέφτη.

Καλή χρονιά και μη φοβόμαστε τις αντιφάσεις μας. Ας τις κοιτάξουμε κατάματα. Εχουμε τόσα να φοβηθούμε που αυτές μοιάζουν με πολυτέλεια. Την πολυτέλεια της μιας εβδομάδας αργίας που δικαιούμαι.

ΑΠΟΨΕΙΣ

H θανάσιμη ανία της χρησιμοθηρίας

Κοσμοπολίτης, να τα ξαναπώ, χάρη στην ενεργό αυτοσυνειδησία του Εβραίου. Είναι προνόμιο δύο λαών, των Εβραίων και των Ελλήνων, η καταγωγή τους και η διάρκεια της ιστορίας τους να προδιαθέτουν ευνοϊκά ή φιλοπερίεργα το διεθνές κοινό – αν και η εμπειρία βεβαιώνει μιαν εξ ορισμού διαφοροποίηση εθνικών χαρακτήρων: Ο Εβραίος καυχάται για την πολιτισμική του διαφορά (γλώσσα, ήθη, μεταφυσική), ο Ελληνας ουσιαστικά την αγνοεί ή τη λογαριάζει αναχρονισμό, προτιμάει το επικαιρικά «μοδέρνο».

Με δεδομένη αυτή τη διαφορά «εθνικών χαρακτήρων» θα ήταν γόνιμο να ζητήσουμε κρίση – γνώμη για το μικρό, μόλις εξηκοντασέλιδο βιβλιαράκι του George Steiner, από ποιον άλλον; Την υπουργό σήμερα Παιδείας στην Ελλάδα, κυρία Νίκη Κεραμέως. Και μάλιστα, θα βοηθούσε πολύ, να διάβαζε ταυτόχρονα και το αυτοβιογραφικό του ίδιου συγγραφέα βιβλίο ERRATΑ («Τα ημαρτημένα» – Ανασκόπηση μιας ζωής – Εκδόσεις SCRIPTA, 2005). Τα δύο αυτά βιβλία θα μπορούσαν, ίσως, να υποψιάσουν την «καθ’ ύλην αρμόδια» υπουργό για το μέγεθος της ιστορικής της ευθύνης. Οχι για την ευθύνη διαχείρισης εκπαιδευτικών απλώς θεσμών, αλλά για τη διάσωση, χωρίς υπερβολή, ενός πολιτισμού τριών χιλιάδων χρόνων με πανανθρώπινη εμβέλεια.

Θα μπορούσε να εισπράξει γόνιμα την πρόκληση η κυρία Κεραμέως; Η γονιμότητα μιας πρόκλησης είναι πάντοτε συνάρτηση της ετοιμότητας του αποδέκτη της πρόκλησης. Γράφει ο Steiner: «Η αξιοπρέπεια του homo sapiens εδράζεται στην επιδίωξη της μη χρησιμοθηρικής γνώσης, στην πραγμάτωση της σοφίας, στη δημιουργία της ομορφιάς». Αντιλαμβάνεται η κυρία Κεραμέως ότι η Παιδεία στην Ελλάδα σήμερα δεν προσφέρει κανένα εμπειρικό αντίκρισμα για την κατανόηση των λέξεων «μη χρησιμοθηρική γνώση», «πραγμάτωση σοφίας», «δημιουργία ομορφιάς»;

Η καταστροφή που έχει συντελεστεί είναι μάλλον ανήκεστη: Ετυχε ποτέ να δει η κυρία υπουργός με ποια σημαντική (ποιο είδος γραφής) συνεννοούνται τα παιδιά σήμερα μέσω των «κινητών» τηλεφώνων τους; Εχουν δημιουργήσει καινούργιο κώδικα επικοινωνίας, μια γλώσσα «εικονομηνυμάτων», όπου τα λιγότερα δυνατά ψηφία (γράμματα ή αριθμοί) υποκαθιστούν τις λέξεις (γτ, σημαίνει «γιατί», δλδ σημαίνει «δηλαδή», κτ σημαίνει «κάτι», μνμ σημαίνει «μήνυμα», τπτ σημαίνει «τίποτα», κτλβ σημαίνει «κατάλαβα» – χωρίς τα σημαινόμενα να είναι ποτέ σταθερά και τα σημαίνοντα να έχουν μόνιμο στόχο αναφοράς.

Η προφορική έκφραση έχει σχεδόν εκλείψει, συχνότερη στις παρέες των εφήβων είναι η σιωπή, ο έναντι άλλος είναι σαν να μην υπάρχει, καθένας είναι μόνος, αλλά έχουν όλοι την ίδια βαρεμάρα. Οπότε, αναπόφευκτα, μια χειροδικία, ένας βανδαλισμός, οποιαδήποτε προκλητική χειρονομία ή λεκτική χυδαιότητα, το «μπούλινγκ» και η βαναυσότητα, είναι όλα αυτονόητα προκειμένου να καταλυθεί η ανία.

Αυτό το «κλίμα» μιας άσκοπης καθημερινότητας και κατεστημένης ακοινωνησίας (τελικά μιας ανέλπιδης νιότης) καλείται να το διαχειριστεί η ιδρυματική παιδεία: σχολείο και πανεπιστήμιο. Και τα δύο, σχολείο και πανεπιστήμιο, δεν έχουν να προσφέρουν στα παιδιά παρά μόνο ένα άχρηστο πτυχίο, τον πνιγμό εγκλεισμού στο αδιέξοδο της παντοκράτειρας ανεργίας.

Το πρόβλημα δεν είναι αόριστα «κοινωνικό», αφηρημένα ηθικό, νομοτελειακά άλυτο – αξίζει να διερωτηθούμε μήπως η ανία και τα αδιέξοδα της νεολαίας σήμερα είναι συναρτήσεις του πολιτικού κενού, που σαν κατεστημένη λοιμική πνίγει τη νεολαία στην Ελλάδα. Ονομάζουμε «πολιτικό κενό» την ολοκληρωτική απουσία κοινωνικών στόχων και επιδιώξεων από την άσκηση της πολιτικής, τον ασφυκτικό εγκλωβισμό του κοινωνικού βίου στη μέγκενη της συμφεροντολαγνείας.

Αν ο πρωθυπουργός ενδιαφέρεται για την πολιτική και όχι για την εξουσιολαγνεία, ας συγκαλέσει μία και μόνη φορά το υπουργικό συμβούλιο, μόνο για να διαβάσει στους υπουργούς του τους τίτλους «γνωστικών αντικειμένων» που διδάσκονται στις κωμικά πληθωρικές σχολές των πανεπιστημίων που προκλητικά υπερπλεονάζουν στη χώρα. Να αντιληφθεί ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο, έστω για μία και μόνη φορά, πόσο γελοιωδέστερη είναι η συμφεροντολαγνεία από κάθε άλλη ηδυπάθεια.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Κι ύστερα ήρθαν οι Λατίνοι

Στον μυχό της προηγούμενης ζωής μου, ένα βράδυ, σε μία από τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ έγινε ο παρακάτω διάλογος. Η ιστορία είναι πραγματική. Εξω το θερμόμετρο έδειχνε μείον 36 βαθμούς, απέραντο χιονισμένο τοπίο, κι εγώ καθόμουν μπροστά στο γενναιόδωρο τζάκι μαζί με τον Ντέιβιντ. Ημουν εικοσιπεντάρης τότε, αυτός ήταν σαραντάρης και υστεροχίπης με αλογοουρά και τα συμπαρομαρτούντα, πίπες και τσιγαριλίκια, συμπαθής, καλοπροαίρετος, αλλά εντελώς αμόρφωτος. Κάποια στιγμή με ρώτησε τι είναι η Ελλάδα. Του είπα ότι είναι μια μικρή χώρα κάπου στη Μεσόγειο. Είχε μεγάλο πολιτισμό, συγκρούστηκε με τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του καιρού εκείνου, κόντεψε να κατακτήσει τον κόσμο της, όμως την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι. Εκείνος ρούφηξε την πίπα του κι αφού το καλοσκέφτηκε απεφάνθη: «You must hate Romans». Δεν ήθελα να τον δυσαρεστήσω και ομολόγησα ότι μάλλον γι’ αυτόν τον λόγο αρνούμαι να μάθω τη γλώσσα τους, τα λατινικά.

Το επεισόδιο, εντελώς πραγματικό, το θυμήθηκα όταν φίλη εκπαιδευτικός μού έστειλε την εισαγωγή της διδασκαλίας της λατινικής γλώσσας στο σημερινό λύκειο. Να σημειώσω απλώς ότι είμαι απ’ αυτούς που υπερασπίστηκαν τη διδασκαλία των λατινικών στο ελληνικό λύκειο ως βασικό πυλώνα της κλασικής παιδείας. Το θέμα με τα λατινικά δεν είναι τα γερούνδια ή η γερουνδιακή έλξη. Το θέμα είναι ότι λειτούργησαν ως γλώσσα ευρωπαϊκής αναφοράς για την κλασική ελληνική σκέψη. Ο Ουμπέρτο Εκο είπε ότι η γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση. Αυτοί που επινόησαν τη μετάφραση είναι οι Ρωμαίοι. Οι λόγιοί τους ήσαν οι πρώτοι μεγάλοι μεταφραστές. Ο Κικέρων δεν είναι απλός αντιγραφέας της πλατωνικής φιλοσοφίας.

Οταν αρθρογραφούσα υποστηρίζοντας τη διδασκαλία των λατινικών, υπερασπιζόμουν το δικαίωμα του Ελληνόπουλου να έρθει σε επαφή με τη σάρκα και την ψυχή ενός πολιτισμού που είναι άρρηκτα δεμένος με τον ελληνικό. Οταν το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε την επαναφορά της διδασκαλίας, το επικρότησα. Οταν όμως διάβασα την «εισαγωγή στα λατινικά», τρόμαξα. Σε ένα κείμενο περίπου 4.500 λέξεων καταγράφονται γύρω στα 96 ονόματα. Τα οποία ο μαθητής πρέπει να απομνημονεύσει για να εξετασθεί: Και καλά ο Οβίδιος, όμως ο Τίβουλλος; Πώς να μη μισήσει τα λατινικά;

Εκπαιδευτικός μού είπε ότι το ίδιο κείμενο της εισαγωγής στα λατινικά το είχε περάσει εξετάσεις στις Πανελλήνιες το 1986. Κοντά μισός αιώνας και τίποτε δεν άλλαξε. 200 χρόνια νεοελληνικής ύπαρξης. 200 χρόνια εκπαίδευσης που ψάχνει την παιδεία. Οπου παιδεία είναι η αγάπη για τον κλασικό πολιτισμό. Αγάπη είπατε; Ελάτε τώρα. Οσα παιδιά υποστούν τη διδασκαλία των λατινικών κατ’ αυτόν τον τρόπο θα τα απωθήσουν μέσα τους σαν τις άχρηστες πληροφορίες της ημέρας. Είναι δυνατόν να τα υποχρεώνεις να απομνημονεύουν ονόματα όπως του Βάρρωνα ή του Κρίσου; Είναι σαν να θες να απαξιώσεις την υποτιθέμενη γνώση.

Λυπάμαι για το συμπέρασμα, όμως, είναι αναπόφευκτο. Αποφασίζει το υπουργείο να επαναφέρει τη διδασκαλία των λατινικών. Και καλά κάνει, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Τα λατινικά συνδέουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με τον ευρωπαϊκό. Ωστόσο, είναι απροετοίμαστο. Και τα επαναφέρει με τον τρόπο της δεκαετίας του ογδόντα. Με αποτέλεσμα, οι σημερινοί έφηβοι να τα εισπράξουν ως εκπαιδευτικό αναχρονισμό. Τα λατινικά αντικαθιστούν την κοινωνιολογία. Η οποία, απ’ ό,τι μαθαίνω, δεν διδασκόταν με καλύτερο τρόπο απ’ τα λατινικά. Ενα συνονθύλευμα ονομάτων και θεωριών ήταν κι αυτή. Και κανείς δεν σκέφτηκε ότι το θέμα δεν είναι η διάζευξη ανάμεσα στην κοινωνιολογία και στα λατινικά, αλλά η σύζευξη, ο τρόπος διδασκαλίας τους.

Το ζητούμενο δεν είναι μια υπουργική απόφαση που επαναφέρει τη διδασκαλία των λατινικών ή κηρύσσει τη στοργή για τις κλασικές σπουδές. Από υπουργικές αποφάσεις έχουμε χορτάσει. Το ζητούμενο είναι ο τρόπος με τον οποίον αυτή η απόφαση μπορεί να φτάσει ώς τον έφηβο. Πώς μπορεί να κάνει τον έφηβο να ακούει «λατινικά» και να μην του σηκώνεται η τρίχα; Δύσκολα πράγματα, όμως αυτά μετράνε, τα δύσκολα.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Κατανόηση κειμένου: το βασικό ζητούμενο

Την περασμένη Κυριακή (5/12) προσπάθησα να περιγράψω την αγάπη μου για την Ελλάδα. Πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα, τη γεωφυσική ευτυχία ή τις «εγγραφές» στον σκληρό δίσκο της ψυχής από την παιδική ηλικία, αναφέρθηκα στη γλώσσα. Επισήμανα ότι την αγάπη για την ελληνική γλώσσα την κέρδισα επειδή οι δάσκαλοί μου μου έδειξαν τον δρόμο. Είχα την τύχη να διαβάσω Βιζυηνό, Καβάφη ή Βενέζη και πολλούς ακόμη από την εφηβεία μου και να αποδεχθώ από πολύ νωρίς αξίες που με συνοδεύουν έως σήμερα ακόμη. Το αίσθημα της μεγάλης λογοτεχνίας στη γλώσσα μου μου άνοιξε τον δρόμο για να περάσω τους δρόμους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ηταν οι μεταφράσεις, τότε, του Ντοστογιέφσκι από τον Αρη Αλεξάνδρου και η «Αννα Καρένινα» από την Κοραλία Μακρή, όμως, ήταν και η επαφή με το πρωτότυπο στις γλώσσες που μάθαινα, γαλλικά, αγγλικά και μετά ιταλικά. Οταν διάβασα τον «Ξένο» του Καμύ στα γαλλικά αισθάνθηκα σαν να περνάω την πόρτα του κόσμου στον οποίον ζούσα. Ομως δεν θα είχα καταλάβει τον Καμύ χωρίς την οικειότητα του Βενέζη, την οικειότητα της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία διαμορφώνει σκέψη. Και γι’ αυτό μέμφομαι την περιφρόνησή της από τη σημερινή εκπαίδευση.

Η περίφημη «κατανόηση κειμένου», αχίλλειος πτέρνα της εκπαίδευσής μας, δεν προκύπτει από τη σημασία των λέξεων –υπάρχουν και λεξικά– ούτε από το ιστορικό περιβάλλον. Η αξία της «Ιθάκης» του Καβάφη δεν προκύπτει από τον χρόνο που γράφτηκε. Ισχύει και σήμερα στο ακέραιο. Γι’ αυτό και αποκαλούμε τον Καβάφη κλασικό σημείο αναφοράς. Η κατανόηση του νοήματός της, συνυφασμένου με το υφολογικό της ύφασμα, σου επιτρέπει να την κατανοήσεις. Είναι η μεγάλη συνεισφορά των κλασικών στον πολιτισμό μας. Τους απολαμβάνουμε, όσοι τους απολαμβάνουμε, όμως μας είναι χρήσιμοι διότι μας προσφέρουν τους τρόπους κατανόησής τους. Καμία ανάλυση για την ειρωνεία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ανάγνωση ενός πλατωνικού διαλόγου. Κι αν δεν αντιληφθείς το αίσθημα της ειρωνείας, δεν μπορείς να αντιληφθείς ούτε τον Καβάφη ούτε τον Εγγονόπουλο. Μην ξεχνάμε ότι το βασικό πρόβλημα της γενιάς των μέσων κοινωνικών δικτύωσης είναι ότι τα παίρνουν όλα κατά γράμμα.

Ο φίλος κ. Γιάννης Αντωνίου, πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με ενημέρωσε ότι στο γυμνάσιο προτείνονται για ανάγνωση το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» του Βιζυηνού και η «Γαλήνη» του Βενέζη. Ευπρόσδεκτο. Πλην όμως είναι αρκετό; Φίλη εκπαιδευτικός μού έστειλε θέματα της εξέτασης στη Β΄ Λυκείου στο μάθημα «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία». Τη λογοτεχνία την εκπροσωπεί ποίημα του κ. Γιάννη Υφαντή, ο οποίος παραβάλλει την τηλεόραση με τάρανδο, «Μοιάζει με έντομο πελώριο, αστρικό. Μοιάζει με τον πλανητικό προπάππο μας, τον Βελζεβούλ». Υποσημείωση: «σατανάς, διάβολος». Ερώτηση: Ποια στάση εκφράζει το ποιητικό κείμενο σχετικά με την τηλεόραση; Απάντηση (δική μου): «Η τηλεόραση είναι τάρανδος, έντομο πελώριο, αστρικό, Βελζεβούλ. Και η ποίηση υπάρχει ευτυχώς για να τα λέει όλ’ αυτά που οι άλλοι μας κρύβουν». Τι μας λέει ο Καβάφης για την τηλεόραση; Τίποτε. Αρα ο Καβάφης δεν αξίζει τον κόπο, ξεπερασμένος είναι ο κακομοίρης.

Αυτά όλα, αν δεν κάνω λάθος, αφορούν το μάθημα της έκθεσης. Της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης. Το πρόταγμα δεν είναι η αξία του λογοτεχνικού κειμένου. Το πρόταγμα είναι το θέμα της έκθεσης και προκειμένου να το υπηρετήσω επιλέγω ένα άλλο ποίημα σαν το Brokenvoice της κυρίας Κούλας Αδάλογλου, στη Β΄ Λυκείου, που υποφέρει διότι παίρνει αριθμούς τηλεφώνου που-δεν-αντιστοιχούν-σε συνδρομητές. Το πρόβλημα δεν είναι ο πόνος της. Το πρόβλημα είναι ότι ο μαθητής της Β΄ Λυκείου θεωρεί ότι αυτό είναι ποίηση. Και η ποίηση πρέπει να διαβάζεται με τον τρόπο που του ζητούν οι εξεταστές του. Ερώτηση: «Σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο;». Απάντηση, δική μου: «Ασ’ τα να πάνε».

Κατανόηση κειμένου είπατε; Θα έλεγα ότι είναι το βασικό ζητούμενο της εκπαίδευσής μας, αφού είναι η αχίλλειος πτέρνα της. Αφελώς πως, προτείνω ότι ο μόνος τρόπος για να την επιτύχεις είναι η επαφή με κείμενα που απαιτούν την κατανόησή σου. Και δεν κολακεύουν την αποστροφή σου προς την τηλεόραση ή τον εκνευρισμό σου για τις τηλεπικοινωνίες. Είναι το προνόμιο των κλασικών

 
ΑΠΟΨΕΙΣ

Παιδεία: Άλγος διαρκές

Στη σημερινή Ελλάδα, κάθε κυβέρνηση κρίνεται προτού ορκιστεί, κρίνεται από τη σύνθεσή της. Η σύνθεση αποκαλύπτει αν η κυβέρνηση συγκροτήθηκε για να παραγάγει έργο ή για να εξασφαλιστούν εσωκομματικές ισορροπίες, να εξοφληθούν υποχρεώσεις έναντι οικονομικών υποστηρικτών, να ικανοποιηθούν ξένες πρεσβείες, να κολακευτούν εκλογικές περιφέρειες.

Στο απολυταρχικό καθεστώς της πρωθυπουργικής μοναρχίας που εγκαινίασε ο Ανδρέας Παπανδρέου (και ασμένως συντηρούν τα «κόμματα εξουσίας») η σύνθεση της κυβέρνησης είναι προνόμιο αποκλειστικό του κομματάρχη-προέδρου-μονάρχη. Προκλητικά, ενδεχομένως, μπορεί και να εμπαίζει ο πρωθυπουργός με τις επιλογές του την κοινή γνώμη, να είναι κατάφωρη η περιφρόνηση των κριτηρίων επάρκειας των εκλεκτών του.

Συνταγματική δυνατότητα να εκφράσουν οι πολίτες την αποδοκιμασία τους για τη σύνθεση μιας κυβέρνησης δεν υπάρχει. Ακόμα και η περίπτωση υπουργών με εξόφθαλμο πρόβλημα διανοητικής ανεπάρκειας ή προκλητικής απαιδευσίας ή ανάγωγου χαρακτήρα, είναι αδύνατο να καταγγελθεί. Υπήρξαν δύο περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που το Σύνταγμα των Ελλήνων ατιμάσθηκε, προκλητικά και αναιδέστατα, χωρίς να παραπεμφθεί κανένας από τους αυτουργούς υπουργούς στη Δικαιοσύνη ή έστω στον αποκλεισμό από την πολιτική. Πρώτη περίπτωση ήταν η αυθαίρετη ακύρωση της λαϊκής ετυμηγορίας (δημοψηφίσματος) το 2015, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Και δεύτερη περίπτωση, η αναγνώριση της ονομασίας «Μακεδονία» για το κρατίδιο των Σκοπίων, παρά την αντίσταση μεγάλης μερίδας πολιτών με συλλαλητήρια και ποικιλόμορφες διαμαρτυρίες.

Ρίγος τρόμου θα μας διέτρεχε αν μπορούσαμε οι ενήλικες να συλλάβουμε την αγωνία των εφήβων στην Ελλάδα σήμερα, όταν πιστοποιούν ότι το μέλλον τους το διαχειρίζονται «υπουργοί» δραματικά άσχετοι με τις αρμοδιότητες και δυνατότητες των υπουργείων τους. Το επαγγελματικό πρόβλημα των παιδιών (τον βιοπορισμό τους, την κοινωνική τους ένταξη, το ενδεχόμενο γάμου τους κ.ο.κ.) το εμπιστευόμαστε σε μια «πολιτική» (κεντρική μέριμνα για τα κοινά) υποταγμένη απολύτως σε μωροφιλοδοξίες κομματικής σκοπιμότητας, δηλαδή τέλειας αδιαφορίας για τα κοινά.

Ο κάθε κομματικός τυχάρπαστος «παίζει» με τα όνειρα παιδιών και της πατρίδας.

Το μέλλον, στη συνείδηση ενός παιδιού ή εφήβου σήμερα, μοιάζει μονόδρομος, επιλογές δεν υπάρχουν: Θα τελειώσει το σχολείο (ή θα το παρατήσει, αν οι γονείς του δεν έχουν τα χρήματα για «φροντιστήριο»), όμως ξέρει καλά ότι η ευτυχία του δεν θα κριθεί από τα γράμματα που ξέρει. Με πτυχίο ή χωρίς πτυχίο, το μέλλον του θα κριθεί από τις «ευκαιρίες»: δηλαδή από τις γνωριμίες, τα «τυχερά», τις λοβιτούρες.

Το επαγγελματικό πρόβλημα των παιδιών στην Ελλάδα σήμερα δεν συναρτάται με τις σπουδές ή τις μη σπουδές τους, ούτε με τα φυσικά προσόντα ευφυΐας τους, ούτε με το ήθος και την ποιότητα του χαρακτήρα τους. Στην Ελλάδα σήμερα κρίση αξιολογική μοιάζει να μη λειτουργεί πουθενά και για τίποτα, κανένας δεν αξιολογείται για τη δουλειά του και την ποιότητα της δουλειάς του – ούτε καν για την τήρηση των Νόμων ή την καταστρατήγηση των Νόμων. Η κριτική βαθμολόγηση του μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο έχει καταργηθεί και στο Γυμνάσιο-Λύκειο λειτουργεί σαν γραφικότητα, που καθένας από τους διδάσκοντες τη διαχειρίζεται με τις δικές του πεποιθήσεις ή με τα γούστα του.

Χωρίς άμιλλα, χωρίς στόχους αριστείας, μια συλλογικότητα γίνεται πολτός ισοπεδωμένων συνειδήσεων και αρένα ανταγωνισμού για τυφλή επικράτηση ισχύος. Ο πολτός αναμηρυκάζει κρετινικές συνθηματολογίες για «ισότητα δικαιωμάτων» και θωράκιση ουδετεροποιημένων ατόμων –απαιτούμε δικαιοκρισία, αλλά στην πράξη το αιτούμενο είναι η ακρισία, εκ των πραγμάτων, όχι από πρόθεση. Σημαδεύει την περίπτωση της ακαδημαϊκής ειδικά παρακμής μας ένα γεγονός: Πριν ένα χρόνο, στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών προκηρύχθηκε η πλήρωση μίας έδρας Φιλοσοφίας. Υποβλήθηκαν τριάντα εννέα (ναι, 39) υποψηφιότητες. Και δεν εξελέγη κανείς! Οι εκλέκτορες δεν βρήκαν ούτε έναν από τους τριάντα εννέα που να τον εκτιμήσουν και αξιολογήσουν ισάξιον για συνάδελφό τους.

Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών στην Ελλάδα έχει φτάσει στο κατώτατο δυνατό σημείο παρακμιακής αναποτελεσματικότητας, κυριολεκτικά στο ναδίρ. Η έκπτωση είναι τόσο κραυγαλέα, που αποκλείεται να μην την αντιλαμβάνονται τα «κόμματα εξουσίας», οι κυβερνήσεις των τελευταίων σαράντα επτά ετών (οι μεταχουντικές). Είτε εσκεμμένη, είτε όχι αυτή η παρακμή, το σίγουρο είναι ότι μοιάζει πειθήνια συντονισμένη με τον φημολογούμενο κεντρικό προγραμματισμό ρόλων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Οι Ελληνες χρειάζονται για γκαρσόνια, καμαριέρηδες, μικροπωλητές, μικροξενοδόχοι, κατώτερο προσωπικό των τουριστικών επιχειρήσεων.

Ποιες μορφές μπορεί να πάρει η συλλογική αντίσταση σε τόση κρατική παρακμή, τόση εσκεμμένη απανθρωπία;

ΑΠΟΨΕΙΣ

Προβλεψιμότητα, αξιοκρατία και brain drain

Σπάνια συνειδητοποιούµε και αναγνωρίζουμε, τουλάχιστον ρητά, πόσο ζωτική ανάγκη αποτελεί για τους ανθρώπους και άλλα ζώα αυτό που ονομάζουμε γενικά «προβλεψιμότητα». Η ζωή θα ήταν αδύνατη αν αυτή απουσίαζε εντελώς – σε μικρά και μεγάλα πράγματα. Iσως τη θεωρούμε ενδόμυχα τόσο αυτονόητη και δεδομένη ως αδήριτη ανάγκη, ώστε να μη χρειάζεται καν μνεία ούτε συζήτηση.

Ωστόσο, υπάρχουν ειδικότεροι τομείς όπου η αναγκαιότητα αυτή αναγνωρίζεται ρητά, κάτω από αντίστοιχη ιδιαίτερη ονομασία. Μία τέτοια περίπτωση είναι, πχ., η «ασφάλεια δικαίου». Αποτελεί μάλιστα διακηρυγμένη γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Eνωσης, ώστε να εξασφαλίζεται, ακριβώς, το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων τις οποίες διέπει το δίκαιο της Eνωσης.

Η λεγόμενη «αξιοκρατία» αποτελεί και αυτή ειδικότερη εφαρμογή της γενικής ανάγκης και απαίτησης για προβλεψιμότητα. Στην εκπαίδευση, εγγυάται ότι η βαθμολογία και η απονομή τίτλων και πιστοποιητικών είναι προβλέψιμες, αφού προέρχονται αποκλειστικά από επιδόσεις που διαπιστώνονται με αξιόπιστο τρόπο. Στην εργασία, εγγυάται ότι η πρόσληψη, η αμοιβή και η προαγωγή είναι επίσης προβλέψιμες, αφού εξαρτώνται αποκλειστικά από τα προσόντα και την απόδοση, όπως διαπιστώνονται με αξιόπιστο τρόπο.

Aπό τις ατέρμονες συζητήσεις για τη λεγόμενη «φυγή εγκεφάλων» (brain drain) και την επείγουσα ανάγκη αναστροφής της, απουσιάζει κατά κανόνα οποιαδήποτε ρητή αναφορά στον παράγοντα «αξιοκρατία» ή και γενικότερα «προβλεψιμότητα».

Αν, όμως, αυτό που αναζητούν και βρίσκουν στο εξωτερικό οι νέοι μας είναι όχι μόνο τα περισσότερα χρήματα αλλά και η στοιχειώδης εγγύηση αξιοκρατίας στις σπουδές και ύστερα στην εργασία τους, πώς μπορεί η χώρα μας να τους κρατήσει ή να τους φέρει πίσω χωρίς ανάλογη εγγύηση;

Αν, πχ., σκέφτονται να φύγουν για σπουδές, πώς μπορεί η χώρα να τους πείσει ότι εδώ δεν θα αποκτά νωρίτερα πτυχίο (ή ανώτερο τίτλο), με καλύτερους βαθμούς, ούτε ο ανιψιός του καθηγητή, ούτε η ευνοουμένη του ίδιου ή άλλου, ούτε το στέλεχος κάποιας παράταξης, ούτε καν αυτός που αφέθηκε να αντιγράφει ασύδοτα – στις εξετάσεις, στις εργασίες, ακόμη και στη διδακτορική του διατριβή;

Στο Δημόσιο και ειδικά στην εκπαίδευση δεν γίνεται καν η αξιολόγηση που λογικά προϋποθέτει η αξιοκρατία.

Αν πάλι φεύγουν ή μένουν στο εξωτερικό για εργασία, πώς μπορεί η χώρα να τους εξασφαλίσει ότι εδώ δεν θα τους παίρνει κάθε φορά τη θέση, την αύξηση ή την προαγωγή αυτός που έχει «μέσο»ή την εύνοια του προϊσταμένου ή του αφεντικού κερδισμένη με οποιοδήποτε μέσο –όταν δεν είναι συγγενής του, κοντινός ή και μακρινός;

Γίνεται αμέσως φανερό ότι το πρόβλημα είναι πελώριο και αγγίζει πάμπολλες πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής. Υπάρχουν μερικές εμπεδωμένες εγγυήσεις αξιοκρατίας, που συγκεντρώνουν την καθολική εμπιστοσύνη και υποστήριξη, ακριβώς επειδή είναι κάτι το διαφορετικό, το ξεχωριστό. Αφορούν όμως μόνο το αρχικό στάδιο: την εισαγωγή στα πανεπιστήμια οι Πανελλαδικές, τις προσλήψεις στο Δημόσιο οι σχετικοί διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ.

Τι γίνεται όμως μετά την εισαγωγή ή την πρόσληψη; Αυτό δεν είναι πλέον προβλέψιμο, στο μέτρο που δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν ασφαλείς εγγυήσεις αξιοκρατίας. Στο Δημόσιο και ειδικά στην εκπαίδευση δεν γίνεται καν η αξιολόγηση που λογικά προϋποθέτει η αξιοκρατία. Εξάλλου, στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά ιδρύματα, ενδημούν ο νεποτισμός και η ευνοιοκρατία κάθε λογής και προέλευσης – κομματικής ή άλλης.

Στον ιδιωτικό τομέα, προβλεψιμότητα προσφέρει μόνο η πλήρης αναίρεση της αξιοκρατίας, δηλαδή η κληρονομική διαδοχή και γενικότερα η οικογενειοκρατία. Είναι συνήθως εξασφαλισμένο ότι η νέα γενιά θα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την επαγγελματική δραστηριότητα της προηγούμενης, είτε πρόκειται για επιχείρηση, είτε για γεωργική εκμετάλλευση, είτε για ιατρείο, φαρμακείο, συμβολαιογραφείο, δικηγορικό γραφείο, τεχνικό γραφείο κ.ο.κ. Αυτού του είδους η προβλεψιμότητα, χωρίς δυνατότητα επιλογής, ασφαλώς απωθεί αρκετούς νέους και συμβάλλει έμμεσα στη «φυγή εγκεφάλων». Η διαφυγή στο εξωτερικό γίνεται κάποτε ο μοναδικός ή πάντως ο σχετικά πιο ανώδυνος τρόπος δραπέτευσης από την προδιαγεγραμμένη πορεία για την οποία τους προορίζει και τους πιέζει η οικογένεια.

Στον ιδιωτικό τομέα, οι εγγυήσεις αξιοκρατίας αναπόφευκτα εξαρτώνται και από το μέγεθος των επιχειρήσεων. Είναι πιθανότερο να υπάρχουν σε μεγάλες επιχειρήσεις και απίθανο να λειτουργούν στις πολύ μικρές. Στην Ελλάδα, όμως, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (με έως και εννέα μισθωτούς) αποτελούν το 97% του συνόλου! Στο μέτρο που είναι και οικογενειακές, μοιάζει δύσκολο να αντιμετωπιστεί ισότιμα ένας «ξένος». Κατά συνέπεια, αξιοκρατία μπορεί να περιμένει και να βρει ένας νέος κυρίως σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις –που δεν ξεπερνούν συνολικά τις 2.500. Και εκεί, ωστόσο, ενδημεί η οικογενειοκρατία στην κορυφή –κάποτε με αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα.

Προκύπτει τελικά ένα κατεξοχήν ειρωνικό συμπέρασμα: για να έχουν κοντά τους οι γονείς της Ελλάδας τα παιδιά και τα εγγόνια τους, θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να πάψουν πια να παίζουν ρόλο οι οικογενειακοί δεσμοί στην επαγγελματική ζωή και σταδιοδρομία.

* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η αποστολή του σχολείου και οι ρόλοι των εκπαιδευτικών

Tο κατάλληλο περιεχόμενο των προγραμμάτων και οι αποτελεσματικές μέθοδοι εκπαίδευσης και μάθησης είναι απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων του σχολείου που απορρέουν από την προηγούμενη αποστολή.

08.07.2021, 05:40 ΤΟ ΒΗΜΑ

Είναι αναμφισβήτητο και κοινώς αποδεκτό ότι η παιδεία και οι φορείς όλων των βαθμίδων αυτής αποτελούν τη βασική κινητήριο δύναμη της προόδου και της κοινωνικής ευημερίας. Η αποστολή τους δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση γνώσεων και επαγγελματικών δεξιοτήτων από τους εκπαιδευόμενους. Ταυτόχρονα, συνίσταται στην ανάπτυξη των αξιών και της κοινωνικής κουλτούρας που απαιτούν η κοινωνική συνοχή και ευημερία καθώς και των γενικών αρετών και ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για την προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή ανεξαρτήτως της επαγγελματικής εξειδίκευσης. Για παράδειγμα, οι αξίες της ακεραιότητας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής ευθύνης, της φροντίδας της φύσης, του σεβασμού των βασικών δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας των άλλων αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της κοινωνικής κουλτούρας που στηρίζουν την κοινωνική συνοχή και ευημερία. Επίσης, αρετές και θεμελιώδεις ικανότητες όπως η αυτογνωσία, η αυτοκυριαρχία, η αυτοπεποίθηση, η πρόδραση, η δημιουργική σκέψη και η ορθή κρίση, η επικοινωνία, η συναισθηματική νοημοσύνη, η συνεργασία, η ανθεκτικότητα, η εστίαση σε στόχους και ο σχεδιασμός είναι απαραίτητα για την επιτυχημένη προσωπική και επαγγελματική ζωή όλων των ανθρώπων. Ολες αυτές οι αξίες, οι αρετές και οι θεμελιώδεις ικανότητες δεν είναι έμφυτες αλλά διαρκώς αναπτύσσονται από το κοινωνικό περιβάλλον και κυρίως μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Συνεπώς, τα σχολεία όλων των βαθμίδων έχουν ως αποστολή και ευθύνη, πέραν των γνώσεων, την ανάπτυξη αυτών.

Ασφαλώς, το κατάλληλο περιεχόμενο των προγραμμάτων και οι αποτελεσματικές μέθοδοι εκπαίδευσης και μάθησης είναι απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων του σχολείου που απορρέουν από την προηγούμενη αποστολή. Ο πιο κρίσιμος παράγοντας όμως είναι οι εκπαιδευτικοί, ή καλύτερα, οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων. Η αποστολή ή λόγος ύπαρξης, άρα και η ευθύνη του δασκάλου, δεν είναι μόνο η μετάδοση γνώσεων αλλά και η ουσιαστική μάθηση των εκπαιδευομένων με την έννοια της ανάπτυξης του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς σε όλους τους τομείς της ζωής. Είναι η ανάπτυξη των αξιών, των αρετών και των θεμελιωδών ικανοτήτων που προαναφέρθηκαν. Από αυτή την αποστολή απορρέουν τρεις θεμελιώδεις ρόλοι όλων των δασκάλων, ανεξαρτήτως του γνωστικού πεδίου του μαθήματος που διδάσκουν και της βαθμίδας του σχολείου τους.

Πρώτος ρόλος είναι αυτός του εκπαιδευτή. Αυτό σημαίνει ότι έχουν την ευθύνη της αποτελεσματικής απόκτησης και κατανόησης της γνώσης από τους εκπαιδευομένους, των τρόπων εφαρμογής της στην πράξη, διότι διαφορετικά είναι άχρηστη. Ιδιαίτερα χρειάζεται να τονισθεί εδώ ότι η απομνημόνευση και η κατανόηση πληθώρας γνώσεων μέσω των διαλέξεων και του διαβάσματος δεν είναι αποτελεσματικοί μέθοδοι μάθησης. Συνεπώς, η εστίαση του εκπαιδευτικού έργου του δασκάλου πρέπει να είναι στα πλέον ουσιώδη και χρήσιμα και κυρίως να μαθαίνει τους μαθητές του πώς να μαθαίνουν. Σημαντική είναι επίσης η χρήση εργαστηριακών και βιωματικών μεθόδων μάθησης για την κατανόηση και την εφαρμογή της γνώσης.

Δεύτερος ρόλος του δασκάλου είναι αυτός του ηγέτη. Ηγέτης είναι αυτός που ασκεί επιρροή (όχι εξουσία) στους άλλους και τους κάνει να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό για εξαιρετικές επιδόσεις. Με αυτή την έννοια, ο δάσκαλος ως ηγέτης εμπνέει, περνά όραμα, κινητοποιεί και οδηγεί τους μαθητές σε ένα καλύτερο μέλλον. Κερδίζει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τους. Μιλά στο μυαλό, στην ψυχή και στην καρδιά τους και τους πείθει μέσω του ήθους, του πάθους και του λόγου.

Τρίτος ρόλος του δασκάλου είναι αυτός του συμβούλου (coach). Οι μαθητές όλων των βαθμίδων έχουν να αντιμετωπίσουν ζητήματα προσωπικής και επαγγελματικής φύσης κάνοντας επιλογές. Σε αυτό έχουν την ανάγκη της εμπειρίας και των ιδεών των μεγαλύτερων και κυρίως των δασκάλων τους. Επίσης, ο συμβουλευτικός ρόλος του δασκάλου κυρίως στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αφορά και τους γονείς των μαθητών που ασκούν σημαντική επιρροή στα παιδιά τους.

Παρότι στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υπάρχουν αρκετοί δάσκαλοι που ανταποκρίνονται με επιτυχία σε αυτούς τους τρεις βασικούς τους ρόλους, θεωρώ από την εμπειρία μου και όχι από σχετική έρευνα ότι η μεγάλη πλειοψηφία υστερεί. Βεβαίως, ο καθένας έχει προσωπική ευθύνη γι’ αυτό, αλλά η κύρια αιτία είναι το έλλειμμα των πολιτικών της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού και κυρίως των συστημάτων αξιολόγησης, συνεχούς επιμόρφωσης, αναγνώρισης και επιβράβευσης των εκπαιδευτικών. Επίσης, αιτία είναι το έλλειμμα αποτελεσματικού μάνατζμεντ και ηγεσίας από όσους έχουν την ευθύνη της διοίκησης των σχολικών μονάδων.

Η εξάλειψη αυτού του ελλείμματος είναι ευθύνη όλων μας και κυρίως αυτών που διαθέτουν τη σχετική εξουσία. Αν πράγματι πιστεύουμε ότι η παιδεία αποτελεί βασικό μοχλό της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας, τότε δεν έχουμε παρά να μάθουμε από τις καλές πρακτικές άλλων χωρών αλλά και από τη γνώση που διαθέτουμε στη χώρα μας. Να διαμορφώσουμε και να υποστηρίξουμε την υλοποίηση αλλαγών που θα μας βγάλουν από τη ζώνη άνεσης στην κατεστημένη κατάσταση και θα μας οδηγήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας.

*Ο κ. Δημήτρης Μπουραντάς είναι πρύτανης του New York College.

Αντρέας Σλάιχερ στο ΒΗΜΑ: «Η πανδημία μας έκανε να επανεφεύρουμε την εκπαίδευση»

Ο γερμανός μαθηματικός και ερευνητής, υπεύθυνος των περίφημων εκθέσεων του προγράμματος «PISA», μιλάει για τις προκλήσεις που έθεσε διεθνώς η κρίση του κορωνοϊού, τονίζει την ανάγκη μιας «μεγάλης παιδαγωγικής στροφής» και εξηγεί τι πρέπει να αλλάξει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

«Νομίζω ότι αυτή τη γενιά δεν θα τη θυμόμαστε τελικά ως την Covid generation αλλά ως τη γενιά που επανεφηύρε την εκπαίδευση» λέει στο «Βήμα» ο κ. Αντρέας Σλάιχερ, γερμανός μαθηματικός, στατιστικός και ερευνητής στον τομέα της εκπαίδευσης, διευθυντής και συντονιστής του προγράμματος του ΟΟΣΑ για τη Διεθνή Αξιολόγηση Φοιτητών και του προγράμματος Δείκτες του Εκπαιδευτικού Συστήματος του ΟΟΣΑ.

Ο «αρχιτέκτονας» και υπεύθυνος για την ολοκλήρωση των περίφημων εκθέσεων του «PISA» (Πρόγραμμα για τη διεθνή αξιολόγηση των μαθητών), με τις οποίες μετριέται η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά την υφήλιο, ξεκαθαρίζει στο «Βήμα» ότι η εκπαίδευση όπως την ξέραμε τελείωσε: ψηφιοποίηση, νέες κοινωνικές δεξιότητες, κριτική σκέψη και ενσυναίσθηση. Αυτά θα διδάσκουμε κατά προτεραιότητα τα παιδιά μας στο μέλλον.

Τα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως πρέπει να κάνουν μια μεγάλη παιδαγωγική στροφή, και στην Ελλάδα οι σκέψεις αυτές αποτελούν τροφή για σκέψη, σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία μελετάται η σύνταξη νέων αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων στα σχολεία. Και ενώ μάλιστα ένα ελληνικό «PISA», με διαγνωστικά τεστ αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά, θα γίνεται ανώνυμα από τον Σεπτέμβρη και στα σχολεία της χώρας μας και σε μαθητές και μαθήτριες της Στ’ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου (χωρίς να συνεκτιμάται βεβαίως ο βαθμός τους). «Η κρίση έφερε τους ανθρώπους κοντά» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σλάιχερ, σε περίοδο μάλιστα τεράστιας εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης σε όλο τον πλανήτη.

«Ψηφιοποίηση, νέες κοινωνικές δεξιότητες, κριτική σκέψη και ενσυναίσθηση, τα νέα «μαθήματα» για τα εκπαιδευτικά συστήματα όλης της υφηλίου»

 

O κόσμος μετά την κρίση της πανδημίας δεν είναι ίδιος. Και μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του νέου παγκόσμιου «χάρτη» είναι εκείνη των υπό… ανοικοδόμηση εκπαιδευτικών συστημάτων, τα οποία δέχτηκαν μεγάλα πλήγματα. Τι πρέπει να κάνουν οι σύμβουλοι της εκπαίδευσης σε όλον τον κόσμο για να αντιστρέψουν τις εντυπώσεις και να «θεραπεύσουν» της παρενέργειες σχεδόν δύο χρόνων εκπαιδευτικής κρίσης;

«Είναι σαφές ότι η πανδημία έχει ενισχύσει τις πολλές ανεπάρκειες και ανισότητες στα εκπαιδευτικά μας συστήματα, είτε μιλάμε για ανισότητες στη μάθηση, είτε για άνιση πρόσβαση στις ψηφιακές ευκαιρίες μάθησης. Οι μαθητές που είχαν μάθει πώς να μαθαίνουν και είχαν γύρω τους σωστή υποστήριξη ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν το κλείσιμο του σχολείου. Εκείνοι όμως που είχαν συνηθίσει έτοιμες λύσεις από τους εκπαιδευτικούς τους ήταν εκείνοι που ταλαιπωρήθηκαν και αγωνίστηκαν. Η πανδημία ενίσχυσε συνολικά την ανισότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών συστημάτων. Ετσι, τα εκπαιδευτικά συστήματα που είχαν συνηθίσει σε υψηλές επιδόσεις και μεγάλη ικανότητα στην πρώτη γραμμή προσαρμόστηκαν γρήγορα και πάτησαν ξανά στα πόδια τους, ενώ αντίθετα εκείνα που έδιναν πάντα χαμηλής απόδοσης εκπαιδευτικά αποτελέσματα παρέμειναν ως και σήμερα σε αναταραχή. Βλέπετε, η πανδημία δεν έθεσε απλώς υπό αμφισβήτηση τα αποτελέσματα της μάθησης, αλλά μας ώθησε να σκεφτούμε σοβαρά ποιες είναι τελικά οι γνώσεις και οι νέες δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές και οι μαθήτριες για να προετοιμαστούν για το μέλλον τους, σε σύγκριση με όσα ξέραμε ήδη από το παρελθόν το δικό μας. Ως σήμερα ξέραμε πώς να εκπαιδεύσουμε (υπό μορφή, μπορείτε να πείτε, ρομπότ δεύτερης κατηγορίας) ανθρώπους στο να είναι καλοί να επαναλαμβάνουν αυτά που τους είπαμε. Ομως τώρα πρέπει να κατανοήσουμε πώς θα εκπαιδεύσουμε τους νέους για έναν κόσμο στον οποίο τα είδη που είναι εύκολο να διδαχθούν και να δοκιμαστούν έχει γίνει επίσης εύκολο να ψηφιοποιηθούν. Νομίζω τελικά ότι το πιο σημαντικό μάθημα που πήραμε από την πανδημία είναι ότι η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο το πώς να διδάσκουμε τους μαθητές ένα επιστημονικό αντικείμενο, αλλά το πώς να τους βοηθήσουμε να αναπτύξουν τη δική τους αξιόπιστη πυξίδα και τις δεξιότητες και τα εργαλεία που τους χρειάζονται τελικά για να περιηγηθούν με αυτοπεποίθηση σε έναν ολοένα και πιο περίπλοκο, ασταθή και αβέβαιο κόσμο. Και η επιτυχία των εκπαιδευτικών συστημάτων σήμερα είναι το να αλλάξουμε την οπτική μας γωνία: αφορά την οικοδόμηση της περιέργειας, το να ανοίξουμε το μυαλό των μαθητών και των μαθητριών μας. Το να ανοίξουμε το μυαλό τους αφορά τη συμπόνια, το να ανοίξουμε τις καρδιές τους αφορά το θάρρος, το να κινητοποιήσουμε τους γνωστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς πόρους τους και όλοι μας να αναλάβουμε δράση. Και αυτά είναι επίσης το καλύτερο όπλο μας ενάντια στις μεγαλύτερες απειλές της εποχής μας: την άγνοια, το κλειστό μυαλό δηλαδή, το μίσος, άρα την κλειστή καρδιά και τον φόβο, τον εχθρό της αντιπροσωπευτικότητας και της διαφορετικότητας».

Αυτό θα διαμηνύατε στην αποκαλούμενη «Covid generation», τους νέους δηλαδή τού σήμερα;

«Νομίζω ότι αυτή τη γενιά δεν θα τη θυμόμαστε τελικά ως την Covid generation αλλά ως τη γενιά που επανεφηύρε την εκπαίδευση. Εχουμε δει τον τελευταίο χρόνο περισσότερη κοινωνική και τεχνολογική καινοτομία στην εκπαίδευση από όση είχαμε δει πιθανώς και σε όλη την προηγούμενη δεκαετία. Και τόσο οι μαθητές όσο και η κοινωνία ήταν στο κέντρο της. Αν κοιτάξετε τα τελευταία 10, 15 χρόνια, κυριαρχούνται από μια τάση προς την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, με τους μαθητές να γίνονται καταναλωτές, τους γονείς να γίνονται πελάτες, τους δασκάλους να γίνονται πάροχοι υπηρεσιών. Και αυτό έχει δημιουργήσει μεγάλη απόσταση μεταξύ όλων των εκπροσώπων του εκπαιδευτικού συστήματος. Ομως, αυτή η κρίση έφερε τους ανθρώπους κοντά. Οι γονείς έχουν καταλάβει πλέον στην πράξη τι σημαίνει να εκπαιδεύουμε. Και οι ίδιοι είναι πολύ περισσότερο σήμερα από ό,τι στο παρελθόν μέρος της λύσης των προβλημάτων. Οι εκπαιδευτικοί έχουν δει ότι δεν αρκεί να είναι σπουδαίοι εκπαιδευτές, καθώς πρέπει επίσης να είναι σπουδαίοι μέντορες, σπουδαίοι προπονητές, σπουδαίοι διευθυντές, σπουδαίοι αξιολογητές. Και βεβαίως, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής ανά τον κόσμο γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να το πιέσεις για να έχεις αποτέλεσμα. Πρέπει να εμπλέξεις, ουσιαστικά, όλες τις πτυχές της κοινωνίας στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα».

Πέραν όμως των αξιών μας, που τις επανακαθορίσαμε καταλυτικά, πολλοί λένε σήμερα ότι μεγάλο κομμάτι και των κανόνων που χτίζαμε τόσα χρόνια στα σχολεία σε πρακτικό, καθημερινό επίπεδο, έχει επίσης σχεδόν εξ ολοκλήρου καταρρεύσει…

«Συμφωνώ απολύτως. Πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας για να υποστηρίξουμε εκείνους τους μαθητές που έχουν χάσει περισσότερο, ιδίως εκείνους που ανήκουν στις πιο απομονωμένες ομάδες πολιτών και εκείνες τις ομάδες που είναι κοινωνικά και οικονομικά αδύναμες. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι αν προέρχεστε από ένα πλούσιο υπόβαθρο, θα βρείτε πάντα ανοιχτές τις πόρτες στη ζωή. Εάν προέρχεστε από ένα αδύναμο και σε μειονεκτική θέση κοινωνικό υπόβαθρο, έχετε αυτή τη μία, τη μοναδική ευκαιρία στη ζωή: έναν σπουδαίο δάσκαλο και ένα υπέροχο σχολείο. Εάν χάσετε αυτό το βαγόνι, και αυτή η πανδημία έχει κάνει πραγματικά πολλούς μαθητές να το χάσουν, τότε είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να καλύψετε το χαμένο έδαφος. Αλλά ας μην ξεχνάμε ένα πράγμα: Ενώ πολλά πράγματα χάθηκαν αυτή την περίοδο, πολλά άλλα, εξίσου σημαντικά δημιουργήθηκαν.

Περισσότεροι μαθητές έμαθαν να μαθαίνουν μόνοι τους, να χτίζουν αυτή τη δυνατότητα και να κατακτούν αυτή… την αυτο-αποτελεσματικότητα που πλέον θα τους κάνει διά βίου εκπαιδευόμενους».

 

Στις χώρες του κόσμου υπήρξαν μεγάλες διαφορές σε σχέση με το άνοιγμα ή το κλείσιμο των σχολείων στη διάρκεια της πανδημίας κατά την τελευταία χρονιά. Στην Ελλάδα κρατήσαμε τα σχολεία κλειστά το μεγαλύτερο διάστημα της σχολικής χρονιάς. Ποιο νομίζετε θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα για το φθινόπωρο ώστε να βρουν τον δρόμο τους για την επιστροφή στην κανονικότητα;

«Επιτρέψτε μου να πω, πρώτα απ’ όλα, ότι πολλές χώρες που επλήγησαν χειρότερα από την πανδημία από ό,τι η Ελλάδα μπόρεσαν να ανοίξουν και να λειτουργήσουν ασφαλή σχολεία. Αυτό δεν ήταν αδύνατον. Οι πρακτικές κοινωνικής απόστασης και τα μέτρα προστασίας σε υγειονομικό επίπεδο αποδείχθηκαν τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης του κορωνοϊού, αλλά επέβαλαν και σημαντικούς περιορισμούς χωρητικότητας στα σχολεία, ενώ απαίτησαν από τα εκπαιδευτικά συστήματα να κάνουν δύσκολες επιλογές όσον αφορά την κατανομή των εκπαιδευτικών ευκαιριών. Ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών υπήρξε επίσης μέρος των εθνικών στρατηγικών, με 19 από τα 27 εκπαιδευτικά συστήματα που έχουν συγκρίσιμα δεδομένα να εφαρμόζουν εθνικά μέτρα που έδωσαν προτεραιότητα ακριβώς σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού, στο πρόγραμμα των εμβολιασμών.

Στις περιπτώσεις στις οποίες το κλείσιμο του σχολείου ήταν απολύτως απαραίτητο, πολλές χώρες κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να μετριάσουν τον αντίκτυπο αυτής της επιλογής για τους μαθητές, τις οικογένειες και τους εκπαιδευτικούς, συχνά με ιδιαίτερη προσοχή σε εκείνους που ανήκουν στις πιο περιθωριοποιημένες ομάδες.

Οπου η παρουσία στο σχολείο ήταν περιορισμένη λόγω των μέτρων για την πανδημία, οι κυβερνήσεις έδωσαν προτεραιότητα σε μικρά παιδιά και μαθητές από μειονεκτούντα υπόβαθρα για μαθήματα διά ζώσης, γεγονός που δείχνει ότι το κοινωνικό πλαίσιο της μάθησης είναι το πιο σημαντικό για αυτές τις ομάδες, καθώς οι ψηφιακές εναλλακτικές λύσεις είναι λιγότερο αποτελεσματικές για αυτές. Το 71% των χωρών με συγκρίσιμα δεδομένα παρείχαν διορθωτικά μέτρα για τη μείωση των μαθησιακών κενών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 64% το έκανε στο κατώτερο επίπεδο της δευτεροβάθμιας (γυμνάσια) και το 58% στο ανώτερο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (λύκεια). Περίπου οι μισές από τις χώρες εφάρμοσαν άμεσα συγκεκριμένα μέτρα που εστίασαν στους μειονεκτούντες μαθητές, ενώ περίπου το 30% παρουσίασε μέτρα που στόχευαν σε μετανάστες, πρόσφυγες, εθνοτικές μειονότητες ή αυτόχθονες ομάδες.

Εγιναν έτσι σημαντικές προσπάθειες για να διασφαλιστούν η αξιοπιστία και η προβλεψιμότητα των υπηρεσιών για μαθητές και γονείς και για να διασφαλιστεί ότι όλοι οι μαθητές έχουν τακτική και αφοσιωμένη επαφή μεταξύ τους και με την εκπαιδευτική διαδικασία, ακόμη και όταν τα σχολεία έκλεισαν. Πολλές χώρες δε έφτιαξαν νέα κανάλια επαφής για να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ μαθητών, οικογενειών, δασκάλων και σχολείων ή τοπικών αρχών. Αλλες χώρες αναζήτησαν και εφάρμοσαν μια μεγάλη γκάμα εναλλακτικών προσεγγίσεων για να διασφαλίσουν ότι θα συμπεριληφθούν όσα περισσότερα παιδιά γίνεται στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Αυτό περιελάμβανε ευέλικτες και αυτοσχέδιες ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς και συμφωνίες με εταιρείες παρόχους κινητής τηλεφωνίας και εταιρείες Διαδικτύου για την ενίσχυση της πρόσβασης των πολιτών στην τηλεκπαίδευση, ιδίως σε επίπεδο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ενα σημείο ωστόσο έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα: Οι τοπικές κοινότητες και η ικανότητά τους να αντεπεξέλθουν στην επίλυση προβλημάτων είναι το κλειδί για ένα ασφαλές άνοιγμα σχολείων. Η επιτυχία το προηγούμενο χρονικό διάστημα συχνά εξαρτήθηκε από τον συνδυασμό διαφανών και καλά διατυπωμένων προς στην κοινή γνώμη κριτηρίων, για τη λειτουργικότητα των υπηρεσιών. Και βέβαια με ευελιξία για την τοποθέτηση και χρησιμοποίησή τους στην πρώτη γραμμή. Η ίδια επιτυχία συχνά συμπεριέλαβε τοπικές αποφάσεις σχετικά με το πότε θα εφαρμοστούν μέτρα κοινωνικής απόστασης, υγείας, καραντίνας ή το κλείσιμο τάξεων ή σχολείων».

«Κλειδί η διδασκαλία λιγότερων πραγμάτων σε μεγαλύτερο βάθος»

Και η κουβέντα μας βρίσκει την Ελλάδα σε περίοδο νέας εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης και αλλαγής των προγραμμάτων στα σχολεία. Με το δεδομένο ότι η Ελλάδα μένει επί δεκαετίες αρκετά χαμηλά στις εκπαιδευτικές αξιολογήσεις του ΟΟΣΑ, ποια είναι η συμβουλή σας;

«Νομίζω ότι το κλειδί για την Ελλάδα είναι να διδάξει λιγότερα πράγματα σε μεγαλύτερο βάθος! Αυτό που μαθαίνουν οι μαθητές στην Ελλάδα είναι συχνά ένα μίλι σε πλάτος, αλλά σε βάθος φτάνει μόλις μια ίντσα, οπότε γρήγορα απομνημονεύεται και στη συνέχεια ξεχνιέται, καθώς δεν σχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο γύρω από τους μαθητές και τις μαθήτριες. Πιο ελπιδοφόρες φαίνεται να είναι οι εκπαιδευτικές προσεγγίσεις άλλων χωρών που αποφασίζουν να διδάξουν λιγότερα πράγματα, εμβαθύνοντας όμως σε αυτά περισσότερο, και ταυτόχρονα διευρύνοντας τη μαθησιακή εμπειρία με το να ενσωματώνουν σε αυτήν την έρευνα παράλληλων θεμάτων, φαινομένων και σχετιζόμενων ερευνών. Εισάγοντας δηλαδή αυτά τα σχετιζόμενα θέματα και φαινόμενα στους παραδοσιακούς τομείς του προγράμματος σπουδών.

Αυτές οι προσεγγίσεις στηρίζονται στη βαθιά κατανόηση ενός αντικειμένου, π.χ. το να μάθεις ένα παιδί να σκέφτεται σαν επιστήμονας είναι πιο σημαντικό από την απλή γνώση συγκεκριμένων τύπων ή εξισώσεων. Το να σκέφτεται σαν ιστορικός, δηλαδή η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η αφήγηση μιας κοινωνίας έχει αναδυθεί, αναπτυχθεί, εξελιχθεί και μερικές φορές ξεδιπλωθεί όταν αλλάξει το πλαίσιο, ξεπερνάει πολύ τη μνήμη ημερομηνιών, ονομάτων και τόπων…».

Περί αξιολόγησης των εκπαιδευτικών: Στην Ελλάδα μετά από πολλές δεκαετίες το σύστημα οικοδομείται πάλι, με μερίδα των εκπαιδευτικών βέβαια να αντιδρά.

«Βεβαίως, η ποιότητα της εκπαίδευσης δεν θα είναι ποτέ καλύτερη από την ποιότητα των εκπαιδευτικών της».

«Αλλαγή των εξετάσεων και επένδυση σε εκπαιδευτικούς»

 

Στην Ελλάδα μπορεί να πει κανείς ότι οι οικογένειες έχουν πάψει, τις τελευταίες δεκαετίες, να εμπιστεύονται τη δημόσια εκπαίδευση, κρίνοντας συχνά ως πιο σημαντική την επιλογή του ιδιωτικού φροντιστηρίου των παιδιών τους. Αυτό φυσικά αφήνει πίσω τα παιδιά ασθενότερων οικονομικά τάξεων…

«Ειλικρινά, δεν νομίζω ότι η ιδιωτική διδασκαλία στην Ελλάδα έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία στη φράση που χρησιμοποιήσατε. Αφορά κυρίως τη συσσώρευση απαραίτητων γνώσεων για τις εξετάσεις. Εάν αλλάξετε τις εξετάσεις σας για να αξιολογήσετε την πραγματική ικανότητα στη γνώση και εάν επενδύσετε σε εκπαιδευτικούς για να βοηθήσετε τους μαθητές να μάθουν αυτή την ικανότητα, αυτό το είδος διδασκαλίας (τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά μαθήματα) θα είναι γρήγορα εκτός λειτουργίας».

Να αποφύγουμε το στίγμα της αγράμματης γενιάς

Η τηλεκπαίδευση μπήκε στη ζωή μας ως «παραπροϊόν» της πανδημίας και έγινε το θέμα που απασχολεί τους γονείς όσο κανένα άλλο σε αυτή τη μακρά, όπως αποδεικνύεται, περίοδο του εγκλεισμού

19.03.2021, 07:15 ΤΟ ΒΗΜΑ

Η τηλεκπαίδευση μπήκε στη ζωή μας ως «παραπροϊόν» της πανδημίας και έγινε το θέμα που απασχολεί τους γονείς όσο κανένα άλλο σε αυτή τη μακρά, όπως αποδεικνύεται, περίοδο του εγκλεισμού. Πολλά τα παράπονα και διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία των μαθητών. Κοινή βεβαίως απώλεια η πολύτιμη για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων συναναστροφή με τους συνομηλίκους τους.

Με δεδομένη την παγκόσμια κατάσταση και σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τη μαθησιακή συνιστώσα της σχολικής ζωής, εκτιμώ πως οι γονείς έχουμε έναν λόγο να αισθανόμαστε τυχεροί (στην ατυχία μας): αν η πανδημία είχε ενσκήψει μία δεκαετία νωρίτερα, χωρίς τις δυνατότητες των σημερινών δικτύων τηλεπικοινωνίας, το πρόβλημά μας δεν θα ήταν η ποιότητα της τηλεκπαίδευσης αλλά οι συνέπειες της μη εκπαίδευσης!

Είναι άραγε αδικαιολόγητα τα γονεϊκά παράπονα; Εξαιρετικά λίγες είναι οι επιστημονικές μελέτες επί του θέματος. Ολες όμως καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η διά ζώσης εκπαίδευση υπερέχει της τηλεκπαίδευσης. Ενώ σημαντικό (και ιδιαιτέρως ανησυχητικό) είναι και το εύρημα ότι τα παιδιά που γενικώς δυσκολεύονται σε κάποιο μάθημα δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο και έχουν την τάση να παραιτούνται όταν αυτό γίνεται από απόσταση.

Ισως λοιπόν για την περίοδο του εγκλεισμού η έστω ατελής τηλεκπαίδευση να ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας. Και σίγουρα οι γονείς χρωστούμε ένα τεράστιο «ευχαριστώ» στους εκπαιδευτικούς που εξάντλησαν την εφευρετικότητά τους για να κρατήσουν το ενδιαφέρον των γεωγραφικά απομακρυσμένων μαθητών τους, έχοντας απολέσει το βασικότερο ίσως «εργαλείο» μάθησης, την οπτική επαφή δασκάλου – μαθητή.

Οταν όμως επανέλθουμε στην κανονικότητα (σύντομα ελπίζω και εύχομαι), θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε κατάματα ένα σοβαρό θέμα: θα πρέπει να αξιολογήσουμε τι πραγματικά έμαθαν τα παιδιά μας στη διάρκεια των δύο τελευταίων σχολικών ετών και να λάβουμε αποφάσεις. Το λιγότερο που θα ανέμενε κανείς είναι η αναπροσαρμογή της διδακτέας ύλης έτσι ώστε τα κενά να καλυφθούν σε επόμενες τάξεις. (Εφόσον βεβαίως υπάρχουν επόμενες, καθώς ο γόρδιος δεσμός της Γ’ Λυκείου δύσκολα λύνεται…) Ισως πάλι χρειαστεί τα μέτρα να είναι δραστικότερα. Ισως χρειαστεί να προστεθεί μια χρονιά στην οποία θα ανακεφαλαιωθούν όλα όσα χάθηκαν στις δύο προηγούμενες.

Αλλοι, αρμοδιότεροι εμού, θα κληθούν να δώσουν λύσεις στα δύσκολα εκπαιδευτικά ζητήματα που ανέκυψαν λόγω πανδημίας. Αν όμως ως μητέρα μού επιτρέπεται να εκφέρω γνώμη, θα συμφωνούσα σε οποιοδήποτε μέτρο κριθεί απαραίτητο για να μη στιγματιστεί ως «αγράμματη» μια ολόκληρη γενιά

ΑΠΟΨΕΙΣ

Παιδεία που ποδηγετεί στην ακοινωνησία

Καινούργια χρονιά και επιφυλλίδων τακτή συνέχεια. Γιατί η συνέχεια, τι εξυπηρετεί η επιφυλλιδογραφία; Μα, απολύτως τίποτα, ολοφάνερα και προκλητικά είναι «διακοσμητικός» για την εφημερίδα (την κάθε εφημερίδα) ο χαρακτήρας της επιφυλλίδας. Ταξινομείται στις «απόψεις» – οι αναγνώστες (που συνεχώς λιγοστεύουν) θέλουν να τους προσφέρει η εφημερίδα και ένα menu (ποικιλία, ανθολόγηση) γνωμών, θεωρήσεων, αξιολογήσεων του ρεπερτορίου της «πληροφόρησης».

Σε κοινωνίες παρακμής, δηλαδή «ανεπαισθήτως» παραιτημένες από την κριτική σκέψη, οι πολίτες – πελάτες της εφημερίδας θέλουν (συνειδητά ή ανεπίγνωστα) οι «απόψεις» που δημοσιεύονται στις στήλες της να επιβεβαιώνουν τις δικές τους βεβαιότητες – πεποιθήσεις. Διαβάζουν εφημερίδα, όχι για να πληροφορηθούν τα συμβαίνοντα, αλλά για να απολαμβάνουν θωρακισμένες με κύρος τις επιλογές – απόψεις τους. Ειδικά οι αγοραστές – αναγνώστες εφημερίδων που κυκλοφορούν ως «επίσημα όργανα» κάποιων κομμάτων, αρνούνται την πληροφόρηση – ενημέρωση για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους και στον κόσμο, θέλουν να ξέρουν μόνο τι το κόμμα τους εντέλλεται να πιστεύουν ότι συμβαίνει. Γι’ αυτό και, από το πόσα φύλλα πουλάνε οι κομματικές εφημερίδες, συμπεραίνουμε το επίπεδο νοημοσύνης (IQ) των ατόμων της συγκεκριμένης κοινωνίας.

Βέβαια, η πιστοποίηση και αιτιολόγηση της παρακμής προϋποθέτει συνειδητά κριτήρια προσδιορισμού της ακμής. Και η αντιθετική διαστολή ακμής και παρακμής δεν βασίζεται στα ίδια για όλους κριτήρια. Υπάρχουν στην ελλαδική κοινωνία δημόσια πρόσωπα, με εντυπωσιακούς τίτλους και αξιώματα, που διακηρύττουν ακμάζουσα λ.χ. την παιδεία, έστω κι αν πλεονάζει η αγλωσσία – ασκεψία – θέλουν το σχολείο να ετοιμάζει ξυλουργούς, υδραυλικούς, μηχανουργούς, τεχνίτες μετάλλων, «χρήσιμα» επαγγέλματα, που ενδιαφέρουν την αγορά!

Τριάντα δύο υπουργοί Παιδείας στα τελευταία σαράντα επτά χρόνια, και δεν βρέθηκε ούτε ένας, έστω μία μοναδική περίπτωση, που να δείξει ότι αντιλαμβάνεται την κοινωνική – πολιτική δυναμική του σχολείου. Παγιωμένη και αδιατάρακτη, στην ελλαδική κοινωνία, η βεβαιότητα ότι το σχολείο είναι χρηστικό, έχει μοναδικό στόχο την πρακτική ωφελιμότητα: Να πάει το παιδί στο σχολείο, «για να πάρει εφόδια» – «να έχει ένα χαρτί, να βρει μια δουλειά, να κερδίζει το ψωμί του».

Δεν υπήρξε ποτέ, στην κρατική Ελλάδα, υπουργός Παιδείας που να ψελλίσει, έστω, απόηχο της ελληνικής εκδοχής για την Παιδεία. Οτι το παιδί πηγαίνει στο σχολειό, όχι για να «ωφεληθεί», αλλά για να ενταχθεί στη χαρά των σχέσεων, να μάθει να προσφέρει, να κοινωνεί τη ζωή, τη γνώση, να κάνει φίλους που θα τον συντροφεύουν ισόβια. Στο σχολείο ετοιμάζεται, όχι για να διεκδικεί ατομικά, εγωκεντρικά «δικαιώματα», αλλά να χαρίζει, να μοιράζεται: το κολατσιό του, το παιχνίδι του, τις δυσκολίες, τις χαρές του – πηγαίνει στο σχολειό για να γίνει πολίτης, να μετέχει στα κοινά, να έχει υπεύθυνη γνώμη, να σέβεται τη διαφορετική άποψη. Να τον συνεπαίρνει η άμιλλα, να χαίρεται την αριστεία, τη συνεργασία.

Τίποτε από αυτά σήμερα. Είναι αμφίβολο αν κατανοούν τη γλώσσα μιας τέτοιας εκπαιδευτικής πολιτικής οξυνούστατοι πρώην Παιδείας ή «προοδευτικές» απομιμήσεις τους επικαιρικές. Μοιάζει να έχουμε οριστικά επιλέξει τον ζυγό της στυγνής χρησιμοθηρίας, μάλλον ανυποψίαστοι για τις συνέπειες. Γι’ αυτό και, εντελώς αυτονόητα, οι κυβερνήσεις που μας κυβερνούν, ανεξάρτητα από το πώς αυτοδιαφημίζονται, ακολουθούν την εντελώς ίδια εκπαιδευτική πολιτική, σαράντα επτά χρόνια τώρα.

Διά του λόγου το ασφαλές, ας θυμηθούμε τη συντελεσμένη πια, δεκαετίες τώρα, υποκατάσταση του σχολείου από το «φροντιστήριο» – το φροντιστήριο «έργο», το σχολείο «πάρεργο», και κανένας δεν μιλάει για τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της εγκληματικής διαστροφής. Δεν μπορεί μια κοινωνία να διολισθήσει σε χαμηλότερο επίπεδο μορφωτικής αγωγής, εξευτελισμού του εκπαιδευτικού υπουργήματος. Το «φροντιστήριο» αυτονόητο στη μέση παιδεία, και το εξουσιαστικό καθεστώς των κομματικών νεολαιών μέσα στα πανεπιστήμια, είναι η ντροπή της σύγχρονης Ελλάδας, η πιο καταστροφική υπονόμευση της ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού.

«Ντροπή», «ιστορική επιβίωση»: λέξεις κενές, δίχως εμπειρικό σημαινόμενο για πρώην και νυν υπουργούς Παιδείας. Δεν τους αγγίζει, όσες φορές κι αν τεθεί, το μακάβριο ερώτημα: Γιατί το Ελληνόπουλο, από το Δημοτικό ώς το Πανεπιστήμιο, καταστρέφει με ψυχοπαθολογική μανία ό,τι είναι δημόσιο; Του παραδίδεις καινούργιο, καλοφτιαγμένο σχολικό ή πανεπιστημιακό κτήριο, ζηλευτό. Και σε τρεις μήνες το Ελληνόπουλο το έχει ατιμάσει, ευτελίσει, καταστρέψει. Με τον σουγιά, τον μαρκαδόρο, το σπρέι, την αφισοκόλληση. Γιατί; Ποιον εκδικείται; Γιατί αχρηστεύει τα σήματα και τις πινακίδες της τροχαίας κυκλοφορίας; Γιατί θέλει να ταλαιπωρεί, με παθιασμένο σαδισμό, τους άγνωστους συμπολίτες του; Ας τολμούσε ένας, οποιουδήποτε κόμματος, υπουργός Παιδείας ή Πολιτισμού να αναμετρηθεί με αυτά τα ερωτήματα.
Εχει καίρια σημασία τα ουσιώδη να επαναλαμβάνονται: Η Δημοκρατία δεν είναι συνταγή, είναι κατόρθωμα. Δεν αρκεί να έχεις Βουλή, εκλογές, Δικαστήρια, εποπτικές και ελεγκτικές Αρχές, για να έχεις δημοκρατία. Οταν δεν κατορθώνεις το κατόρθωμα, κάποια, οποιαδήποτε κρίσιμη για το πολίτευμα κοινωνική ομάδα οφείλει να υπερασπίσει τη Δημοκρατία. «Διά παντός μέσου», επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 120, 4). Να συντηρείται η κατάλυση της Δημοκρατίας με πρόσχημα τις επιφάσεις Δημοκρατίας, είναι μόνο απάτη.

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Αγχος, θλίψη, ρουτίνα, διάσπαση προσοχής στα τηλεμαθήματα

Αρνητικά συναισθήματα βιώνουν –λογικό…– οι εννέα στους δέκα εφήβους, μαθητές γυμνασίου και λυκείου, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οπως δείχνει πανελλαδική έρευνα που παρουσιάζει η «Κ», τους λείπουν το σχολείο –βασικός χώρος κοινωνικοποίησής τους–, οι φίλοι τους, οι δάσκαλοί τους. Κυριαρχούν το άγχος (όπως δήλωσε το 71,5% των μαθητών), η ψυχική εξάντληση (63%), η αίσθηση ρουτίνας (55,3%), η θλίψη (44,7%). Τα εξ αποστάσεως μαθήματα ξεκίνησαν πέρυσι τον Μάρτιο, μετά την πρώτη καραντίνα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, και πλέον κατά το τρέχον σχολικό έτος είναι ο… κανόνας. Διά ζώσης μαθήματα έχουν γίνει μόνο δύο μήνες στη δευτεροβάθμια. Η τηλεκπαίδευση, όσο κι αν γίνεται καλά από τους εκπαιδευτικούς στους οποίους κοστίζει «χρόνο και χρήμα», αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διά ζώσης διδασκαλία. Χαρακτηριστικά, σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις μαθητές (72,6%) δήλωσαν ότι έχουν εμπεδώσει λίγο ή και καθόλου την ύλη που διδάχθηκε στα τηλεμαθήματα.

Ειδικότερα, η έρευνα αφορούσε την τηλεκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, διενεργήθηκε πανελλαδικά μέσω Διαδικτύου από 17 έως 27 Ιανουαρίου από τις φιλολόγους σε δημόσια σχολεία, Δώρα Κουντουρά, Μάρθα Πασχαλίδου και Φωτεινή Σαφλαγιούρα και την καθηγήτρια Πληροφορικής Πωλίνα Πλέσσα με τη συνδρομή 15 άλλων εκπαιδευτικών, και εντάχθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος «Διδακτική Μεθοδολογία», του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ (διδάσκουσα η Τριανταφυλλιά Γιάννου). Συμμετείχαν 2.548 μαθητές και 963 καθηγητές.

Ως προς τα συμπεράσματα, περίπου 7 στους 10 καθηγητές δήλωσαν ότι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην τηλεκπαίδευση σχετίζονται με τον ελλιπή εξοπλισμό και την κακή σύνδεση των μαθητών. Ο κύριος λόγος δυσκολίας που αναφέρουν οι μαθητές είναι η πλατφόρμα WeBex (το 65% των μαθητών τη θεωρεί προβληματική). Αλλες δυσκολίες για τους μαθητές ήταν η απουσία ζωντανής επαφής με συμμαθητές και καθηγητές (52,7%), οι ελλιπείς ψηφιακές δεξιότητές των ιδίων και των καθηγητών και η δυσκολία πρόσβασης στις πλατφόρμες ασύγχρονης (e-class, e-me). Οι 8 στους 10 μαθητές θεωρούν ότι οι δυσκολίες υποβάθμισαν την ποιότητα του μαθήματος από αρκετά έως πάρα πολύ.

Αλλωστε, λιγότερο από το 60% των μαθητών παρακολουθεί όντως το μάθημα στην τηλεκπαίδευση, σύμφωνα με 9 στους 10 καθηγητές. Η διάσπαση προσοχής των μαθητών, την οποία μαθητές και εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν σε εντυπωσιακό ποσοστό (86,8% και 80,7%, αντιστοίχως) ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην τηλεκπαίδευση, φαίνεται να ευθύνεται για τον αποθαρρυντικά μικρό βαθμό παρακολούθησης και συμμετοχής.

Ταυτόχρονα, το 62,6% των μαθητών δηλώνει ότι τα προβλήματα στην τηλεκπαίδευση τους προκάλεσε άγχος ή και άλλα αρνητικά συναισθήματα (αρκετά έως πάρα πολύ).
Από την πλευρά τους, μόνο το 7,8% των εκπαιδευτικών δήλωσε πως δεν αντιμετώπισε κανένα τεχνικό πρόβλημα. Οι απαντήσεις του υπόλοιπου 92,2% ως προς το ποιος τους βοήθησε να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες αναδεικνύουν ως μία από τις πιο θετικές παραμέτρους το εκτεταμένο σύστημα αλληλοβοήθειας που οργανώθηκε στη διάρκεια της τηλεκπαίδευσης. Αξιοποιήθηκαν φίλοι και συνάδελφοι (59,4%), ομάδες εκπαιδευτικών στα κοινωνικά δίκτυα (35,4%), ο καθηγητής Πληροφορικής του σχολείου (27,5%) και το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο (2,4%).

Εύλογα, η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών (84,2%) δήλωσε πως αν η πολιτεία είχε μεριμνήσει για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, τα σχολεία θα είχαν ανταποκριθεί επαρκέστερα στις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης.

Οι εκπαιδευτικοί (78%) δηλώνουν ότι η τηλεκπαίδευση δεν πρέπει να διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο με τη διά ζώσης, κυρίως διότι είναι διαφορετικές οι δυνατότητες επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τους μαθητές. Ως προς τον επανασχεδιασμό της, εκπαιδευτικοί και μαθητές προτείνουν την εξασφάλιση της απρόσκοπτης πρόσβασης όλων των μαθητών (εξοπλισμός και συνδεσιμότητα).

Ως προς την αξιολόγηση των μαθητών προτείνονται η αναστολή εφαρμογής της Τράπεζας Θεμάτων για φέτος (το ζητάει το 69,3% των εκπαιδευτικών και το 69,1% των μαθητών), η πρόβλεψη για εναλλακτικούς τρόπους αξιολόγησης αντί διαγωνισμάτων (68,8% εκπαιδευτικοί, 57,1% μαθητές), και η μη διεξαγωγή προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων (73,4% μαθητές), η πρόβλεψη για περιγραφική αξιολόγηση αντί βαθμών (53,6% των εκπαιδευτικών), η μείωση της ύλης σε όλες τις τάξεις (59,7% εκπαιδευτικοί, 75,8% μαθητές). Το βασικό κώλυμα για τα διαγωνίσματα είναι η αδυναμία διασφάλισης του αδιάβλητου της διαδικασίας στην πλατφόρμα του WeBex.

ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ 2020

Αθανάσιος Αλεξανδρίδης: Τηλεκπαίδευση και βούληση για ζωή

Η δυναμική, τα πρώτα συμπεράσματα και οι προοπτικές του νέου μοντέλου που επέβαλε η πανδημία

Το [τήλε-], το «από μακριά», είχε από παλιά μπει στη ζωή μας. Το τηλέ-φωνο και η τηλε-όραση «από αιώνων», το τηλε-σεξ, η τηλε-εργασία, η τηλε-εκπαίδευση μπήκαν την τελευταία δεκαπενταετία εξαιρετικά δυναμικά. Ας επικεντρωθούμε στην τηλεκπαίδευση που δεν περίμενε την πανδημία για να υπάρξει! Εδώ και αρκετά χρόνια πολλά πανεπιστήμια ανά τον κόσμο είχαν αναπτύξει, με επιτυχία παιδαγωγική, ερευνητική και οικονομική, πλήρη προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών. Σχεδόν όλα συνδύαζαν μια κάποια «υβριδική» μορφή διδασκαλίας, δηλαδή συνδυασμό φυσικής παρουσίας ορισμένες φορές τον χρόνο στην έδρα του πανεπιστημίου και διαδικτυακής τον υπόλοιπο καιρό. Η τηλεκπαίδευση και η τηλεργασία αποτελούν συνιστώσες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Τις είχε εισαγάγει σταδιακά, δυναμικά και ως επιλογή μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πανδημία ήρθε να τις επιβάλει ακαριαία. Ποια είναι η δυναμική, ποιο το μέχρι τώρα αποτέλεσμα, ποιες οι προοπτικές;

Από τη θέση μου ως παιδοψυχιάτρου και ψυχαναλυτή έχω την ευκαιρία να μιλήσω με πολλούς γονείς, εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτές, παιδιά και, ίσως, έχω κάποια εικόνα και γνώμη για το τι συμβαίνει στον χώρο της προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης. Ας ξεκινήσω από τη δυναμική, για να πω ότι αυτή είναι χαμηλή λόγω της έλλειψης υποδομών σε όλα τα επίπεδα: αντικειμενικό, υποκειμενικό, συλλογικό. Στο αντικειμενικό επίπεδο: α) όλα σχεδόν τα δημόσια σχολεία τις χώρας έχουν ελάχιστους και απαρχαιωμένους υπολογιστές, β) ο εξοπλισμός των οικογενειών είναι ευθέως ανάλογος των οικονομικών τους δυνατοτήτων, γ) τα δίκτυα της χώρας είναι χαμηλού επιπέδου και εντελώς διαφορετικής απόδοσης στις διάφορες περιοχές.

Η ανεπάρκεια και η ανισότητα έγιναν αντιληπτές από την πρώτη ανοιξιάτικη περίοδο εγκλεισμού και τηλεκπαίδευσης, που στην πραγματικότητα δεν ήταν εκπαίδευση αλλά «τηλε-κράτημα» των μαθητών, ελπίζοντας στην καλοκαιρινή απελευθέρωση. Μέσα στον ενθουσιασμό του success story, που τόσο το είχε ίσως ανάγκη ο λαός μας, το υπουργείο Παιδείας δεν έδωσε τη δέουσα εντολή προς τους εκπαιδευτικούς να ετοιμάσουν το καλοκαίρι την απαραίτητη και πολύ εκτεταμένη «ύλη» που απαιτείται για την τηλεκπαίδευση και δεν φρόντισε για την επιμόρφωσή τους στη χρήση των διαδικτυακών προγραμμάτων.

Η ίδια πολιτική «άρνησης του προαναγγελθέντος κακού» ίσχυσε και κατά την έναρξη, με φυσική παρουσία των μαθητών, του σχολικού έτους, ενώ η περίοδος αυτή έπρεπε ουσιαστικά να χρησιμοποιηθεί για την προετοιμασία μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων για τον επερχόμενο εγκλεισμό. Μην εκπλήσσεσθε που μιλώ για τους γονείς! Χωρίς τη συνδρομή τους η τηλεκπαίδευση είναι αδύνατη, για διαφορετικούς μεν, ουσιαστικούς δε, λόγους σε όλες τις ηλικίες.

Ο δεύτερος εγκλεισμός και η δεύτερη τηλεκπαίδευση βρήκαν τις οικογένειες, τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς σε τελείως διαφορετική κατάσταση ετοιμότητας, ανάλογα με το πόσο είχαν πεισθεί όσον αφορά την παράταση και επιδείνωση της πανδημίας και το πόσο είχαν αποφασίσει να την αντιμετωπίσουν ως συνθήκη ευκαιριών για την εξέλιξή τους και την παραμονή τους ως ικανά και εκσυγχρονισμένα άτομα στη μετά τον κορωνοϊό κατάσταση. Εννοείται ότι μια τέτοια στάση είχε άμεσες θετικές συνέπειες στην ψυχική οργάνωση των ίδιων, των οικογενειών τους και των ομάδων (εργασιακών και άλλων) στις οποίες ανήκουν: η ενεργητική στάση λειτούργησε ως ανάχωμα στην καταθλιπτική διάθεση που η αντικειμενικά δυσχερής κατάσταση προκαλεί, ενίσχυσε την αυτοεκτίμηση και την αναγνώριση από τους άλλους, εκπαίδευσε τα παιδιά στο πόσο είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε την αλήθεια των καταστάσεων και κατά συνέπεια να έχουμε τους αντίστοιχους φόβους και όχι υπερβολικό πανικό ή παραλυτική αγνωσία φόβου, ενεργοποίησε την τάση σύνδεσης με τους άλλους ομοίους και φίλους προς τον καλό σκοπό, ενίσχυσε λόγω του επείγοντος του προβλήματος την τάση για «γνώση» που όλοι έχουμε μέσα μας από τη γέννησή μας. Τέτοιες θετικές αντιδράσεις υπήρξαν σε αρκετές οικογένειες.
Αντίστοιχες θετικές αντιδράσεις υπήρξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στις οργανωμένες ομάδες που σκοπεύουν στην επιτυχία και στο κέρδος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα σχολεία, φροντιστήρια, ινστιτούτα ιδιωτικής εκπαίδευσης, που άμεσα αναγνώρισαν τις νέες ανάγκες και επένδυσαν στον ανταγωνιστικό, αλλά τελικά τόσο χρήσιμο, εκσυγχρονισμό τους.

Ομως το πιο συγκινητικό παράδειγμα έχει προκύψει από τη μεριά των ίδιων των εκπαιδευτικών, ανεξάρτητα αν ανήκουν στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, που στη μεγάλη τους πλειονότητα κινητοποιήθηκαν αυτοβούλως για να αλληλοεπιμορφωθούν, για να εκσυγχρονίσουν τις γνώσεις τους και –αν τους ήταν εφικτό– και τα μηχανήματά τους. Ενίσχυσαν τη μεταξύ τους, κυρίως διαδικτυακή, επικοινωνία και μια περιήγηση στο Διαδίκτυο θα σας καταπλήξει από το πλήθος των ομάδων των εκπαιδευτικών που ανταλλάσσουν αρχεία, συμβουλές παιδαγωγικές, προσφέρουν ψυχολογική υποστήριξη, καμιά φορά ακόμη και ένα καλώδιο σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Αν δικαίως οι διακριτοί ήρωες αυτής της περιόδου είναι οι υγειονομικοί, διακριτικοί αλλά όχι λιγότερο σημαντικοί ήρωες είναι οι εκπαιδευτικοί.

Ανέφερα παραπάνω τις θετικές επιπτώσεις μιας ενεργητικής στάσης εξέλιξης και προόδου και φαντάζομαι ότι είναι εύκολο να φαντασθείτε τις συμμετρικές αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Εκτός από αυτές, ιδιαίτερα στα παιδιά, έχει διαπιστωθεί αυτή την περίοδο μεγάλη ανάπτυξη φόβων και φοβιών, ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, διάσπασης προσοχής, καταθλιπτικών κινήσεων και επιθετικότητας, αυτή η τελευταία δυστυχώς και λόγω του τεταμένου κλίματος που υπάρχει μέσα στην κοινωνία και σε πολλές οικογένειες. Ας το σκεφθούμε πολύ απλά: το ίδιο σπίτι είναι πια πιο «μικρό», πιο «στενό», δεν το κατοικούμε με τον ίδιο τρόπο, αφού πριν λείπαμε πολλές ώρες, γυρίζοντας σε αυτό από «κάπου αλλού», στο οποίο ίσως είμαστε και «κάπως αλλιώς» ή ακόμη και «κάποιος άλλος».

Στο σημείο αυτό νομίζω βρίσκεται η σημαντική αποστέρηση που βιώνουν όλα τα παιδιά λόγω του κλεισίματος των σχολείων. Το σχολείο είναι ένας χώρος δυναμικός που, αν σέβεται τον εαυτό του και το παιδί, κρατάει «κάπως έξω» την οικογένεια, δίνοντας την ευκαιρία στα παιδιά να δοκιμάσουν εκεί σωματικές, νοητικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες διαφορετικές «κάπως ή πολύ» από αυτές που γνωρίζουν οι οικείοι τους. Απέναντι στους γελοίους φόβους «υπερευαίσθητων γονέων» που αγωνιούν ότι πίσω από την ιατρική μάσκα τα παιδιά τους θα χάσουν την ταυτότητά τους, θέλω να πω ότι συνεχώς τα παιδιά φορούν «μάσκα» δείχνοντας προς τους γονείς και τους άλλους διάφορα πρόσωπά τους, περισσότερο αληθινά, ψευδή ή εν εξελίξει! Το σχολείο είναι το μεγάλο πεδίο πειραματισμού «ταυτοτήτων» που ως «άλλος γονέας» τον επιτρέπει, τον πριμοδοτεί, τον επιθυμεί.

Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν αν προχωρούσαμε στη μεθοδική ανάλυση των ψυχικών συνεπειών από τα διάφορα συστήματα τηλεκπαίδευσης που μέχρι τώρα χρησιμοποιούνται. Είναι βέβαια κάτι σε εξέλιξη, αλλά συνοπτικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί με πολλά παραδείγματα ότι η τηλεκπαίδευση είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί στα παιδιά που πηγαίνουν στο προνήπιο και στο νηπιαγωγείο. Η μόνη «τηλε-λύση» για αυτά θα ήταν η τηλεκπαίδευση των γονέων τους ώστε να κάνουν οι ίδιοι στη συνέχεια τους νηπιαγωγούς για τα παιδιά τους. Για τα παιδιά του δημοτικού, ειδικά των πρώτων τάξεων, οι δάσκαλοι προσπαθούν να κάνουν ένα είδος προσομοίωσης σαν το μάθημα να γίνεται στην τάξη, πράγμα αδύνατο και ιδιαίτερα στερητικό και για τα παιδιά και για τους δασκάλους. Κατά τη γνώμη μου, ο «παλιός» τρόπος πρέπει ουσιαστικά να εγκαταλειφθεί, προσωρινά και εν μέρει οριστικά. Για τις μικρές τάξεις οι δάσκαλοι πρέπει να γίνουν περισσότερο αφηγηματικοί, με λόγο και θεατρικότητα. Είναι ο μόνος τρόπος να κρατήσουν το ενδιαφέρον των παιδιών ζωντανό μπροστά σε μια οθόνη.

Για τα παιδιά των μεγαλυτέρων τάξεων, νομίζω ο δρόμος είναι τα «πρότζεκτ»: τα παιδιά, οργανωμένα σε μικρές ομάδες, αναλαμβάνουν να κάνουν έρευνα σε κάποιο θέμα και με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται η διαθεματική έρευνα και σκέψη. Για το γυμνάσιο και σταδιακά για το λύκειο, οι μαθητές πρέπει να αρχίσουν να εξοικειώνονται με την απόσυρση της εικόνας του καθηγητή και τη θέση του να παίρνει η οθόνη που θα παρουσιάζει τα αρχεία που η φωνή, ο λόγος του καθηγητή θα αναπτύσσει. Είναι αναμενόμενο ότι πολλοί μαθητές θα δυσκολευθούν πολύ με αυτό το μοντέλο διδασκαλίας. Είναι τα παιδιά για την εκπαίδευση των οποίων απαιτείται φυσική παρουσία, μήπως λοιπόν είναι και τα παιδιά που δεν θα πρέπει να προσανατολισθούν σε σπουδές με αφηρημένες έννοιες;

Ας κλείσω με δύο προτάσεις:

– Τα σχολεία πρέπει πρωτίστως για αναπτυξιακούς και δευτερευόντως για μαθησιακούς λόγους να ανοίξουν το συντομότερο, έστω και με περιορισμένη και εκ περιτροπής παρουσία των μαθητών.

– Η εκπαίδευση πρέπει, ενσωματώνοντας τις καλές και πολλές δυνατότητες των ψηφιακών συστημάτων, να φθάσει σε ένα σημείο συνεχών «υβριδικών» μαθημάτων με φυσική παρουσία στην τάξη και ταυτόχρονη χρήση του υπολογιστή από μαθητή και εκπαιδευτικό. Αυτό μόνο θα οδηγήσει τα παιδιά μας και την κοινωνία μας σε μια αξιόμαχη θέση μέσα στην 4η βιομηχανική επανάσταση. Ομως γι’ αυτό χρειάζονται άμεσα σοβαρότατες επενδύσεις στην Παιδεία και βούληση για ζωή, γιατί ζωή για τον άνθρωπο σημαίνει συνεχή εξέλιξη στην πολυπλοκότητα.

* Ο κ. Αθανάσιος Αλεξανδρίδης είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής.

Εκπαίδευση και καταλήψεις

30.10.2020, 07:25 ΤΟ ΒΗΜΑ

Στις δυσκολίες λειτουργίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση εξ αιτίας του κορωνοϊού προσετέθησαν και εφέτος, όπως σχεδόν κάθε χρόνο, οι διαβόητες καταλήψεις. Ιδιαίτερα μαζικές και μεγάλης διάρκειας, καθώς τροφοδοτούνται φανερά και αναίσχυντα από τα αριστερά κόμματα για ποικίλους υπαρκτούς ή προσχηματικούς έως εξωφρενικούς λόγους. Ενώ για τις ελλείψεις καθηγητών π.χ. θα μπορούσε το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί με πιο απλούς και πρακτικούς τρόπους, όπως με καθιστική διαμαρτυρία διαρκείας έξω από το υπουργείο Παιδείας που θα ήταν και αποτελεσματικότερη, προτιμάται γενικά κατά πάγια παράδοση η κατάληψη από μικρό αριθμό ανηλίκων μαθητών, που προετοιμάζονται για μελλοντική στελέχωση των κομμάτων από τα οποία στρατολογούνται. Για τη δήθεν νομιμοποίηση των καταλήψεων προβάλλεται η σχετική απόφαση από την πλειοψηφία των μαθητικών συμβουλίων. Με δημοκρατικές διαδικασίες, όπως διατρανώνεται για εντυπωσιασμό στη συντριπτική πλειονότητα των αγνοούντων τους νόμους, μολονότι άγνοια νόμου δεν επιτρέπεται. Και δυστυχώς ούτε ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας και ο εκάστοτε Πρωθυπουργός τολμούν, μολονότι το οφείλουν, να ενημερώνουν τους καταληψίες και τους γονείς τους ότι οι καταλήψεις είναι παράνομες. Και συνεπώς κανένας νόμος δεν μπορεί να πάψει να ισχύει επειδή έτσι αποφάσισε η οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη μερίδα πολιτών. Συνεπώς ούτε και η πλειοψηφία των μαθητών ενός σχολείου. Μόνο η Βουλή αλλάζει τους νόμους. Και επειδή μπορεί να μην καταλαβαίνουν γιατί δεν νομιμοποιούνται να κάνουν καταλήψεις ας τους πει η σιωπώσα υπουργός Παιδείας ότι καμία πλειοψηφία μαθητών δεν μπορεί να ματαιώσει την ισχύ ενός νόμου, όπως π.χ. δεν μπορεί να αποφασίσει ότι οι άρρενες μαθητές μπορούν να βιάζουν ατιμωρητί τις συμμαθήτριές τους.

Επιπλέον οι καταλήψεις συνοδεύονται συχνά και από μεγάλες φθορές στον εξοπλισμό των σχολείων, μουτζούρωμα των τοίχων με συνθήματα ή ακόμα και αισχρολογίες και γενικά με μετατροπή των χώρων διδασκαλίας σε αχούρια. Για να ακολουθήσουν μετά υποκριτικότατα νέες διαμαρτυρίες για την άθλια κατάσταση των σχολείων, την οποία οι ίδιοι προκαλούν. Και δυστυχώς και πάλι ούτε οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας ούτε τα λαλίστατα σε επουσιώδη ΜΜΕ ενημερώνουν ότι οι καταστροφές που συνεπάγονται συνήθως οι καταλήψεις παραβιάζουν το άρθρο 378 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προβλέπει ότι όποιος καταστρέφει ή βλάπτει (ολικά ή εν μέρει) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή αν τα καταστρεφόμενα χρησιμεύουν σε κοινό όφελος όπως είναι τα δημόσια σχολεία. Και φυσικά η ισχύουσα ατιμωρησία περιλαμβάνει και τα κόμματα, τα οποία ενθαρρύνουν την εν λόγω παραβατικότητα και παραπλανούν τα ανώριμα παιδιά ότι έχουν δικαίωμα στις καταλήψεις αν αποφασίζονται με δήθεν δημοκρατικές διαδικασίες.

Μόνο μία φορά το 2007 ο κ. Στυλιανίδης ως υπουργός Παιδείας τόλμησε να δραστηριοποιήσει την επίσης μονίμως καθεύδουσα Δικαιοσύνη και έτσι ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε βάρος δεκαεπτάχρονων μαθητών. Επίσης με αγωγές ζητήθηκε από τους γονείς των μαθητών του σχολικού συγκροτήματος Παγκρατίου να καταβάλουν αποζημιώσεις ενός εκατομμυρίου για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι κανακάρηδές τους. Ομως ποτέ δεν μάθαμε τι απέγινε. Θα στοιχημάτιζα ότι οι σχετικές δίκες ακόμα εκκρεμούν, σκοπίμως ξεχασμένες, είτε έγιναν αλλά δεν επεβλήθη καμία κύρωση. Εύχομαι να διαψευσθώ.

ΒΙΒΛΙΟ

«Να κρατήσουμε τα σχολεία ανοικτά»

Εχουν ξεκινήσει περίπου δεκαπέντε ημέρες τα σχολεία. Υστερα από μια δύσκολη προηγούμενη άνοιξη, εν μέσω καραντίνας, που τα παιδιά αναγκάστηκαν βιαίως να αποκοπούν από το φυσικό τους περιβάλλον, με τεράστιες ψυχικές και εκπαιδευτικές συνέπειες. Ιδίως τα παιδιά του δημοτικού υπέστησαν ένα μεγάλο σοκ. Βρίσκονται σε μια αναπτυξιακή φάση που είναι ακόμα εξαρτημένα από τους γονείς τους, δεν μπορούν από μόνα τους να συναντήσουν τους φίλους τους ή να πειθαρχήσουν σε μια διδασκαλία φροντιστηριακού τύπου. Επίσης, δυσκολεύτηκαν πολύ να συνειδητοποιήσουν τι σημαίνει πανδημία, αλλά είχαν συνείδηση τι σημαίνει σχολείο και τι χάνουν. Δεν υπάρχει παιδί, ανεξαρτήτως ηλικίας, που δεν έχει ανάγκη την εκπαίδευση, για πλείστους λόγους.

Πληροφορούμαι με λύπη τούτες τις πρώτες ημέρες ότι το κάθε δημόσιο σχολείο έχει τον δικό του Θεό. Είναι κράτος εν κράτει μέσα στα άπειρα μικρά κρατίδια της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλά και μέσα στο ίδιο το μικρό «κράτος» ενός δημόσιου δημοτικού σχολείου για παράδειγμα, οι ίδιοι οι δάσκαλοι επιλέγουν ο καθένας για τον εαυτό του τι θα κάνει. Ακόμα και εκεί, μέσα στο ίδιο πλαίσιο, δεν υπάρχει συναπόφαση για το τι θα τηρηθεί ευλαβικά και απαρέγκλιτα, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Κάποιοι λοιπόν συνειδητά επιλέγουν να τηρήσουν τους κανόνες, να φορέσουν μάσκες, να ακολουθήσουν τους κανόνες υγείας και υγιεινής, να τηρήσουν αποστάσεις, ακόμα και με μεγάλο κόπο και μεγάλη δυσκολία στο διδακτικό τους έργο. Κανείς δεν είπε ότι είναι εύκολο αυτό που ζούμε. Κανείς δεν είπε ότι το διδακτικό έργο γίνεται σωστά ή γίνεται έτσι όπως θα έπρεπε να γίνεται. Υπάρχουν όμως και εκείνοι οι δάσκαλοι που όπως εν μέσω καραντίνας επέλεξαν να μην προσφέρουν τη δυνατότητα εξ αποστάσεως διδασκαλίας, έτσι και τώρα επιλέγουν να μη φορέσουν μάσκα μέσα στην τάξη. Επιλέγουν να θέσουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους, τους μαθητές τους, τη λειτουργία του σχολείου. Κανείς δεν μπορεί να τους επιβάλει τι να κάνουν.

Θα επιθυμούσα να διαβάσει αυτό το άρθρο αυτή η μειοψηφία –ελπίζω– των εκπαιδευτικών, για να σκεφτούν πάνω στα οφέλη που προκύπτουν μέσα από αυτήν τη συγκυρία. Να σκεφτούν πώς μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή τη δύσκολη στιγμή για να εμπνεύσουν τους μαθητές του.

Το μεγάλο όφελος της τήρησης των κανόνων είναι να κρατηθούν ανοικτά τα σχολεία. Ακόμα και εάν κάποιος έχει κουραστεί από τη δουλειά του, αισθάνεται ότι αδικείται ή αμείβεται λίγο για όσα προσφέρει στην εκπαίδευση, αυτός δεν είναι λόγος για αυτήν τη σιωπηρή «μάχη», για αυτή την ασυνείδητη αντίσταση. Διότι τώρα δεν τα βάζει με το κράτος ή την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά στρέφεται ενάντια στους μαθητές του, σε αυτούς που τον έχουν ανάγκη, που τους οφείλει τη γνώση του. Οι μαθητές, τα παιδιά έχουν ανάγκη από το παράδειγμα των ενηλίκων. Οι δάσκαλοι τις περισσότερες φορές μπορούν να γίνουν φάρος στη ζωή των παιδιών, να τους δώσουν μια άλλη κατεύθυνση, μια πιο πνευματική και σοφή στάση απέναντι στη ζωή, κάτι που ενδεχομένως πολλά από αυτά δεν θα πάρουν από το σπίτι τους. Τι θα σκεφτούν λοιπόν αυτά τα παιδιά, εάν ο δάσκαλός τους, ο άνθρωπος που σέβονται και αγαπούν, δεν τηρεί την οδηγία, τον νόμο, δεν φοράει μάσκα μέσα στο μάθημα; Γιατί να τη φορέσει το ίδιο το παιδί; Γιατί να μη γεννηθεί μέσα του η ήδη γεννημένη αντίδραση για όλα, προτού υπάρξει δράση, προτού υπάρξει σκέψη για τη ζωή, προτού υπάρξει συγκρότηση προσωπικότητας. Ζούμε σε εποχές που έτσι και αλλιώς τα παιδιά είναι μπερδεμένα ανάμεσα στην ευκολία της ψηφιακής τεχνολογίας και των social media και ανάμεσα στην πολυδιάσπαση και στην έλλειψη καθοδήγησης. Το σχολείο, όμως, ο δάσκαλος οφείλουν να είναι κάτι άλλο από την περιρρέουσα. Το θετικό πρόσημο στη ζωή του παιδιού, που θα το «αγκαλιάσει» και δεν θα το αγριέψει στους ήδη άγριους καιρούς.

Πώς θα μάθει ένας δάσκαλος στα παιδιά του ότι στη ζωή δεν υπάρχει τίποτα απόλυτο; Δεν υπάρχει τέλειο πλαίσιο για να κάνεις μάθημα, δεν υπάρχει η τέλεια στιγμή για να διδάξεις, δεν υπάρχει τίποτα τέλειο σε αυτό τον κόσμο. Δεν υπάρχουν τέλειες σχέσεις, τέλειοι έρωτες, τέλειοι άνθρωποι. Αυτήν τη στιγμή, μέσα από την ατελή μάσκα, και σε καιρούς οδυνηρούς, καλείται ο δάσκαλος να δημιουργήσει την «τέλεια» στιγμή, μέσα σε μια δύσκολη διδακτική ώρα. Να επιμείνει ακόμα και αν δεν τον ακούν τελείως τα παιδιά του, να ονειρευτεί τη στιγμή που θα τελειώσει ο εφιάλτης, να συναντηθεί και να αγγιχτεί με το βλέμμα του μαζί τους. Να ξεκαρδιστούν με τα μάτια για όσα μας συμβαίνουν.

Η μάσκα είναι το καλύτερο μάθημα για τις ικανότητες και το ταλέντο των παιδιών. Η μάσκα δίνει τη δυνατότητα στον δάσκαλο να εξελίξει τις δυνατότητές του, να κουραστεί, να ζοριστεί και να το πει αυτό στα παιδιά. Δεν αρκεί να είναι κάποιος ικανός ή ταλαντούχος. Πρέπει κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, να στέκεται κόντρα στο ρεύμα των καιρών και των αποτυχιών και αυτός να συνεχίζει. Να βρίσκει τρόπο να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, να γελάει με τις ελλείψεις του, αλλά να ξανασυγκεντρώνεται στον στόχο του.

Ο στόχος αυτή τη στιγμή είναι να μείνουν τα παιδιά μας υγιή. Και τα σχολεία να παραμείνουν ανοικτά. Στο μάτι του κυκλώνα, αλλά προφυλαγμένα από ευσυνείδητους δασκάλους.

 ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

Ο παππούς τα ’χει χαμένα;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 12.07.2020 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

«Αρχίζει να τα χάνει», σχολίασε η νεαρή φοιτήτρια, η Γεωργία, αναφερόμενη στον παππού της· «τις προάλλες μάς έλεγε πως, όταν ήταν 23 χρονών, είχε μόνιμη δουλειά και με τα χρήματα που έβγαζε ζούσε την οικογένειά του».
Χαμογέλασα μελαγχολικά μόλις μου αφηγήθηκε την ιστορία ο συνάδελφός μου. Σε όποιον το μετέφερα είχε παρόμοια αντίδραση. Η εποχή που ένας άνθρωπος στα 23 του χρόνια μπορούσε να έχει εργασία ικανή να συντηρεί οικογένεια και να μεγαλώνει παιδιά, όχι απλώς φαντάζει μακρινή, αλλά συνιστά κάτι διανοητικά ασύλληπτο.

Περιέργως, ενώ τα τελευταία 40-50 χρόνια η ζωή βελτιώθηκε ριζικά, οι συνθήκες για τους νέους χειροτέρεψαν ή, σωστότερα, βελτιώθηκαν συγκριτικά λιγότερο. Αυτό εκ πρώτης όψεως δείχνει αντιφατικό, όμως διαπιστώνεται καθημερινώς.

Για την ακρίβεια, στις μέρες μας παρατηρείται το αντίθετο από αυτό που συνέβη μετά τον Πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του ’80. Τότε, ήταν οι νέοι που, κατά κύριο λόγο, επωφελήθηκαν της μεταπολεμικής ανάπτυξης και προόδου.

Η μαζικοποίηση της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημιούργησε μια μορφωτική έκρηξη, που είχε θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση, στις κοινωνικές ανισότητες, στις έμφυλες σχέσεις. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για την «αστικοποίηση». Πολλοί νέοι έφυγαν από τα χωριά τους και σώθηκαν από τη σκληρή, πληκτική και περιορισμένων οριζόντων ζωή στην επαρχία. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα, απέδρασαν από ένα συντηρητικό περιβάλλον. Σπούδασαν, βρήκαν δουλειά, έκαναν καριέρα, δεν γύρισαν ποτέ πίσω στη ζεστή, πλην όμως καταπιεστική, αγκαλιά της οικογένειάς τους. Διέφυγαν τον στενό έλεγχο της πατριαρχίας. Γλίτωσαν!
Χάρη στην εκπαίδευση και στην αστικοποίηση, άλλαξαν ριζικά οι ορίζοντες μιας ολόκληρης γενιάς. Στις μέρες μας, δυστυχώς, η εκπαίδευση ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας και αξιοποίησης του ταλέντου των ανθρώπων έχει χάσει τη δυναμική της.

Τη δεκαετία του 1970 ή του 1980, αν κάποιος τελείωνε το πανεπιστήμιο, πόσο μάλλον εάν είχε μεταπτυχιακούς ή και διδακτορικούς τίτλους, σήμαινε καλύτερες προοπτικές. Σήμερα, όλα τα παραπάνω, πολλές φορές, όχι μόνο δεν προσφέρουν αλλά μπορεί και να έχουν αρνητικά αποτελέσματα. Ποιος δεν ξέρει, για παράδειγμα, πως στις μέρες μας ένα μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δίπλωμα σε κάποιο δεύτερης ή τρίτης κλάσης πανεπιστήμιο είναι πιθανόν να αποδειχθεί σπατάλη χρόνου και πόρων, και χρησιμεύει μόνο σε ήδη δημοσίους υπαλλήλους που επιδιώκουν να εξελιχθούν ή σε πολιτικούς που το θέλουν για «βιτρίνα» στο βιογραφικό;

Διεθνώς, οι έρευνες δείχνουν πως, ενώ ο όγκος των οικογενειακών δαπανών για την εκπαίδευση έχει στις μέρες μας αυξηθεί σημαντικά, οι επενδύσεις αυτές έχουν πολύ λιγότερη απόδοση από όσο είχαν μερικές δεκαετίες νωρίτερα.

Επιπλέον, διαπιστώνεται μια τάση εκπαιδευτικής «αριστοκρατικοποίησης», που διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Με άλλα λόγια, όσοι τελειώνουν τα πανεπιστήμια-ελίτ (top 1%) έχουν καλές πιθανότητες γρήγορης απόσβεσης της εκπαιδευτικής επένδυσης ενώ οι υπόλοιποι κινδυνεύουν με ανεργία ή προσωρινή εργασία, με εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης ή με χαμηλές αμοιβές ωσάν να μην είχαν σπουδάσει καθόλου. Ως συνέπεια, η απόσβεση της εκπαιδευτικής επένδυσης στους φτωχούς και περιορισμένου εισοδήματος ανθρώπους, που σπανίως στοχεύουν τα πανεπιστήμια-ελίτ, είναι πολύ πιο αργή (αν γίνει ποτέ) από τους εύπορους και πλούσιους, ενώ το κόστος της αρχικής επένδυσης είναι, για τους πρώτους, δυσβάστακτο.

Oι νέοι έχουν πλήρη επίγνωση αυτής της κατάστασης. Τις προάλλες, σε ένα εστιατόριο συνάντησα μια παλιά μου φοιτήτρια, που δούλευε ως σερβιτόρα. «Εδώ δουλεύεις;» τη ρώτησα. «Εδώ, η φυσική εξέλιξη του τμήματός μας», μου απάντησε με ένα ήρεμο μειδίαμα. Ενιωσα άβολα. Δεν είχα τίποτε έξυπνο ή πειστικό να της ανταπαντήσω, σιώπησα.

Η εκπαίδευση αδυνατεί να λειτουργήσει σήμερα ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας. Πολλοί, λανθασμένα, υποστηρίζουν πως το πρόβλημα βρίσκεται στην «προσφορά». Αν, λένε, εισαγάγουμε και άλλη εκπαίδευση στην αγορά θα βελτιώσουμε την ποιότητα της ήδη παρεχόμενης εκπαίδευσης και ο ανταγωνισμός θα φέρει αποτελέσματα στην αγορά εργασίας. Αυτά είναι εκτός τόπου και χρόνου!

Από την πλευρά της προσφοράς εκπαίδευσης, τα πράγματα δείχνουν να έχουν φτάσει στα όριά τους. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχαμε τόση παρεχόμενη εκπαίδευση. Το να προστεθεί και άλλη θα είχε την εξής συνέπεια: οι φτωχοί να χρηματοδοτούν ακόμη περισσότερο την ανεργία τους ή έστω την υποαπασχόληση και τις χαμηλές αμοιβές τους.

Οι ριζικές αλλαγές δεν μπορούν να προέλθουν από τον τομέα της εκπαίδευσης. Πρέπει να αναζητήσουμε άλλες ιδέες. Χρειάζεται άμεσα να εξασφαλιστεί στους νέους ανθρώπους ένα ελάχιστο εγγυημένο βιοτικό επίπεδο. Πρέπει να θεσμοθετηθεί για όλους τους νέους μέχρι 30 ετών, χωρίς καμιά προϋπόθεση, ένας σταθερός και εγγυημένος πόρος, ας πούμε 300 ευρώ κάθε μήνα. Ας το ονομάσουμε: Βασικό Εγγυημένο Εισόδημα Νέων. Αυτός ο πόρος αγοράζει χρόνο, ελευθερία, ποιότητα ζωής και προοπτικές. Επιτρέπει σε όλους τους νέους να ζήσουν με αξιοπρέπεια, να φτιάξουν όνειρα και να πειραματιστούν χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της επιβίωσης.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΚΟΣΜΟΣ 29.06.2020  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Επικίνδυνος ψηφιακός δούρειος ίππος

ΝΟΥΤΣΟ ΟΡΝΤΙΝΕ

Μου προκαλούν τρόμο τα εγκώμια που αυτές τις εβδομάδες, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, πλέκουν οι επικεφαλής της ψηφιακής πραγματικότητας και της τηλεκπαίδευσης. Είναι ένας επικίνδυνος δούρειος ίππος, που, εκμεταλλευόμενος την πανδημία, επιδιώκει με ύπουλο τρόπο να εξαφανίσει τα τελευταία προπύργια της προσωπικής μας ζωής και της διά ζώσης διδασκαλίας.

Ωστόσο, ανάμεσα στις τόσες αβεβαιότητες που μας κατακλύζουν, αναδύθηκε μέσα μου μία βεβαιότητα: μόνο η συνάντηση με τους φοιτητές, στην αίθουσα, μπορεί να νοηματοδοτήσει αληθινά τη διδασκαλία και την ίδια τη ζωή του διδάσκοντος.

Δεν μου είχε ποτέ συμβεί, στα τριάντα χρόνια διδακτικού έργου, να φανταστώ ότι θα γίνονταν μαθήματα, εξετάσεις και ορκωμοσίες μέσα από μια ψυχρή οθόνη. Κι ενώ ορισμένοι συνάδελφοι εκθειάζουν την εκπαίδευση του μέλλοντος, εγώ αισθάνομαι την αμηχανία κάποιου που ζει σε έναν κόσμο που του είναι πλέον άγνωστος.

Δεν μιλώ για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιουργήθηκε – είναι αναπόφευκτο τώρα να προσαρμοστούμε στην ψηφιακή πραγματικότητα, για να μην πάει στράφι το ακαδημαϊκό έτος. Αναφέρομαι σε όσους εν χορώ εξυμνούν την πρόοδο, στους καθηγητές-μάνατζερ της τηλεματικής και στα εξ αποστάσεως πανεπιστήμια, που, από τον Μάρτιο, κατακλύζουν με διαφημίσεις τις εφημερίδες και τα κανάλια της τηλεόρασης.

Υπάρχουν αυτοί που ζητωκραυγάζουν θεωρώντας τον κορωνοϊό σαν ευκαιρία για να συντελεστεί το πολυπόθητο άλμα προς τα εμπρός και η πολυαναμενόμενη αναβάθμιση και αυτοί που, αντιθέτως, σκέφτονται με λύπη πως δεν είναι δυνατόν να διδάξουν χωρίς την παρουσία των φοιτητών τους. Γι’ αυτόν το λόγο νιώθω μια τρομερή θλίψη στο ενδεχόμενο να κάνω πάλι χρήση της ψηφιακής πλατφόρμας, όταν ξαναρχίσουν τα μαθήματα το φθινόπωρο.

Πώς μπορώ να στερηθώ το θεμελιώδες τελετουργικό που, επί δεκαετίες, έχει τροφοδοτήσει τη διδασκαλία μου και μου έχει προσφέρει τόσες χαρές; Πώς θα μπορέσω να διαβάσω έναν κλασικό συγγραφέα χωρίς να κοιτάζω κατάματα τους φοιτητές μου, χωρίς να μπορώ να βλέπω να διαγράφονται στα πρόσωπά τους εκφράσεις αποδοκιμασίας ή χαμόγελα συνενοχής; Μια πονηρή ερώτηση είναι αρκετή για να σε βοηθήσει να σκεφθείς τι δεν έχεις κάνει καλά. Γιατί και οι καθηγητές είναι μαθητές, και μαθαίνουν και αυτοί. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, χωρίς τη ζωντανή παρουσία μαθητών και δασκάλων, θα γίνουν άδειοι χώροι, χωρίς ζωτική ενέργεια και πνοή.

Ποτέ άλλοτε όπως στη διάρκεια αυτών των μηνών του εγκλεισμού δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τόσο καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις –οι αληθινές, όχι οι εικονικές– γίνονται ολοένα και περισσότερο μια πολυτέλεια. Το είχε αναφέρει προφητικά ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ όταν προέβλεπε ότι «μία μόνο πολυτέλεια υπάρχει, οι ανθρώπινες σχέσεις».

Ψευδαισθήσεις

Τώρα, είμαστε όντως σε θέση να υπολογίσουμε αποτελεσματικά τη διαφορά ανάμεσα στην κανονικότητα και στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Αν σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπως στην πανδημία, οι βιντεοκλήσεις, το Facebook, το WhatsApp και άλλα παρόμοια εργαλεία αποτέλεσαν τη μοναδική μορφή επικοινωνίας για να διατηρήσουμε ζωντανές τις διαπροσωπικές σχέσεις μας, καθώς ήμασταν έγκλειστοι στα σπίτια μας, με την επιστροφή στην κανονικότητα τα ίδια αυτά εργαλεία μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες πηγές ψευδαισθήσεων.

Είναι τετριμμένη η σκέψη ότι κάνοντας κλικ σε ένα κοινωνικό προφίλ έχεις κάνει έναν νέο φίλο. Ακριβώς όπως το να κάνεις chat στο Διαδίκτυο δεν σημαίνει πως καλλιεργείς φιλίες. Μια αληθινή σχέση έχει ανάγκη από τη σωματική, τη ζωντανή επαφή. Το ίδιο ισχύει και για τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι, κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, σκέφτονται να συνάψουν σχέσεις μέσα από έναν υπολογιστή ή ένα τάμπλετ: μια συνεχής σύνδεση με τους άλλους στο τέλος καλλιεργεί μια νέα μορφή τρομακτικής μοναξιάς.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς Ιντερνετ ή χωρίς τηλέφωνα. Η τεχνολογία όμως, όπως ένα φάρμακο, μπορεί να θεραπεύσει ή να δηλητηριάσει: εξαρτάται από τις δόσεις που θα πάρεις! Στους New York Times, η Nellie Bowles αναφέρει ότι στην Αμερική η χρήση συσκευών παρουσιάζει μειωτική τάση στις πλούσιες οικογένειες και αυξητική στους φτωχούς και στη μεσαία τάξη.

Οι πλούσιοι και οι άλλοι

Οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία που πριμοδοτούν τις ανθρώπινες σχέσεις αντί την τεχνολογία. Ετσι, στο μέλλον, οι γόνοι των πλουσίων οικογενειών θα κατέχουν ολοένα και περισσότερο το αγαθό της ανθρώπινης διάδρασης, ενώ η ψηφιακή πραγματικότητα θα προορίζεται για την εκπαίδευση των λιγότερο προνομιούχων. Οι λίγοι που θα μπορούν να πληρώνουν καλά έναν δάσκαλο με σάρκα και οστά και μια παιδεία υψηλού επιπέδου, φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτούς, και όλοι οι άλλοι που δεν θα έχουν τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο και θα πρέπει να αρκεστούν σε εικονικά ολογράμματα, που θα παρέχουν απλώς μια τηλεματική τυποποιημένη εκπαίδευση. Θα ήθελα να θυμίσω στους υποστηρικτές των πολυεθνικών της ψηφιακής τεχνολογίας –οι οποίες επιδιώκουν εδώ και χρόνια να κατακτήσουν μια μεγάλη μερίδα της παγκόσμιας αγοράς, αποτελούμενης από εκατομμύρια εκπαιδευόμενων και καθηγητών– ότι καμία εικονική πλατφόρμα δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει τη ζωή ενός φοιτητή. Από τον Σωκράτη μέχρι και πριν από την πανδημία, μόνον οι καλοί καθηγητές μπόρεσαν να το κάνουν.

* Ο κ. Νούτσο Ορντινε είναι καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα El Pais και στην «Κ» δημοσιεύεται κατ’ αποκλειστικότητα όσον αφορά τον ελληνικό Τύπο. Τα βιβλία του καθηγητή Ορντινε κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αγρα. Τη μετάφραση του παρόντος κειμένου έκανε η Μαρία Σπυριδοπούλου.

Από τα αμφιθέατρα στην ψηφιακή αίθουσα;

12.06.2020, 07:45 ΤΟ ΒΗΜΑ

Μια διατύπωση γνώμης για την ψηφιακή εκπαίδευση πρέπει φυσικά να ξεκινήσει από την ιδέα που έχουμε για την εκπαίδευση και μετά να δει ποια χαρακτηριστικά της ενισχύονται και ποια κινδυνεύουν στην ψηφιακή της έκδοση.

Πιστεύω λοιπόν ότι ο πρώτος σκοπός της εκπαίδευσης, το ξέρουμε από τον Σωκράτη, δεν είναι τόσο η μετάδοση σταθερών γνώσεων όσο η εμφύτευση της διάθεσης και των πρακτικών δυνατοτήτων της αυτονομίας. Η μετάβαση από την υποταγή στην καθορισμένη πορεία, στον πολλαπλασιασμό των πιθανοτήτων επιλογής για το μέλλον, στην α-πορεία. Με αυτή της την ιδιότητα η εκπαίδευση, πιο συχνά, αντιτίθεται στην τυποποιημένη πολιτική και το μάνατζμεντ, που προσπαθούν να δημιουργήσουν μιαν αίσθηση ενότητας, είτε υποσχόμενοι ένα παραδεισιακό μέλλον σαν συνέχεια της τωρινής πρακτικής, μια θρησκευτική ουτοπία, είτε πάλι μια θρησκευτική επιστροφή «Γνωστικιστικού τύπου» σε ένα ειδυλλιακό παρελθόν, λαϊκίστικα τονίζοντας τη σημερινή δυστοπία. Αναφέρω συχνά τα λόγια ενός συναδέλφου που παρατήρησε ότι οι περισσότεροι φυσικοί της γενιάς μου έφυγαν στο εξωτερικό, οι περισσότεροι διέπρεψαν, αλλά όλοι είχαν έναν μόνο σκοπό στο μυαλό τους, «να καταλάβουν τι στον Διάολο εννοούσε ο Χατζηιωάννου, ο καθηγητής Κβαντομηχανικής του ΕΚΠΑ», που ειρήσθω εν παρόδω του εύχομαι να ‘ναι πάντα υγιής και αθλητικός. Ο Χατζηιωάννου από τον τρόπο που στεκόταν μονάχα μετέδιδε το πρόβλημα, το μυστήριο, και γιατί άξιζε να ασχοληθείς μαζί του για μια ζωή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αλληλεπίδραση, η «κβαντομηχανική διαπλοκή» (entanglement), αν θέλετε, δημιουργούσε τον χώρο της γνώσης. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι πώς μπορεί να μεταφραστεί αυτή η εμπειρία, τόσο γεμάτη από την παρουσία, ψηφιακά.

Ενα δεύτερο στοιχείο της εκπαίδευσης, και αυτό το χρωστάμε στην Αναγέννηση και την επιστημονική επανάσταση του Γαλιλαίου, είναι η σύνδεση με την πρακτική. Τη βαθιά σχέση δηλαδή τόσο των καλλιτεχνών όσο και των επιστημόνων με τους τεχνίτες και τη χειρωνακτική τους δεξιότητα. Η σκέψη σαν προσπάθεια λύσεων βρίσκεται τόσο στον νου όσο και στα χέρια, τη «διανοητικότητα του χεριού». Μια αλήθεια που υποτιμήθηκε τελευταία, δημιουργώντας μάλιστα έναν σχεδόν ταξικό διαχωρισμό ανάμεσα σε ένα 30% του πληθυσμού που είχε ανώτερες σπουδές και τους υπόλοιπους που είδαν τους «ανειδίκευτους» μισθούς τους να μειώνονται προοδευτικά και να απειλούνται σοβαρά από τη ρομποτοποίηση. Το δεύτερο ερώτημα λοιπόν είναι πώς η ψηφιοποίηση δεν θα αντικαταστήσει αυτή την κατευθείαν εμπλοκή του ανθρώπου με τα πράγματα και την ύλη γενικότερα, που ήταν η βάση της μοντέρνας κοινωνίας. Η παραγωγή των πραγμάτων δεν μπορεί δυστυχώς ή ευτυχώς να ακολουθήσει την πορεία της αξίας και του νομίσματος προς την εξαΰλωση (dematerialisation).

Τρίτο στοιχείο είναι η συλλογικότητα που πρέπει να συνοδεύει την έρευνα σε σχέση με την εκπαίδευση και όχι μόνο. Ο Bourdieu λίγο πριν πεθάνει έγραψε σημαντικές μελέτες για τον σχεδόν αυθόρμητο σεβασμό για την αυθεντία που είναι διάχυτος στην επιστήμη. Γνωρίζουμε μεταξύ μας ποιος είναι καλύτερος σε ένα θέμα, δεν χρειάζονται εξωτερικά μέσα επιβολής της «Authority». Δεν είναι απαραίτητες οι «ενοποιητικές» στρατηγικές «θετικής σκέψης» των μέσων μαζικής ενημέρωσης για να επιβληθεί αυτό που πιστεύουμε για αλήθεια σε μια συγκεκριμένη περίοδο.

Ο ρόλος του ειδικού δεν εξαρτάται από τις στρατηγικές θεάματος. Ο «Master Chef» δεν χρειάζεται να δανειστεί πεπαλαιωμένες σχολικές στρατηγικές απειλών και υποσχέσεων διασημότητας για να επιβληθεί, όπως στην κοινωνία του θεάματος. Σίγουρα η πολυδιάσπαση που επιφέρουν τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δεν συμμετέχει στο ίδιο μοντέλο συλλογικότητας, η συλλογικότητά τους είναι περισσότερο του τύπου «celebrity». Και εδώ το θέμα είναι πολύ σοβαρό και ξεπερνά τα όρια της εκπαίδευσης. Κάθε νέο μέσο επικοινωνίας έφερε καινούργιους κινδύνους για τη συλλογικότητα, μπορεί π.χ. κανείς να συνδέσει την άνοδο του Χίτλερ και του Μουσολίνι με τη διάδοση του ραδιοφώνου σαν μέσου επικοινωνίας, και την άνοδο των κοινωνικών μέσων με τη σημερινή κατάσταση. Κάθε καινούργιο μέσο μαζί με όλα τα θετικά φέρνει τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, τους κινδύνους ολοκληρωτισμού και αποπροσανατολισμού των πληθυσμών. Πώς λοιπόν επανεφευρίσκεται η συλλογικότητα στην ψηφιοποίηση;
Τέλος, και σε εγκάρσια σχέση με τα τρία προηγούμενα, η γνώση και η έρευνα διερευνώντας το νέο «κατασκευάζουν» νέους ενδιάμεσους χώρους, «ξέφωτα» θα ‘λέγαν ο Χάιντεγκερ και ο Σλοτερντάικ, οι χώροι αυτοί υπακούν στην εξελικτική ανάγκη δημιουργίας ενός δακτυλίου προστασίας γύρω από το εύθραυστο (όπως π.χ. η μητέρα και το παιδί) για να κρατηθούν μακριά τα ζώα με τα ήδη σχηματισμένα μεγάλα δόντια. Επιτρέποντας έτσι το νέο, αφού η καινοτομία ξεκινά με την έλλειψη προσαρμογής, αναπτύσσοντας νέες δεξιότητες, οι οποίες εάν εκτίθενται από την πρώτη στιγμή στη βία των ήδη εκπαιδευμένων ζώων δεν θα επιβιώσουν. Ο Σωκράτης πάλι εγκατέλειψε την αγορά για να κατέβει με τους φίλους του δίπλα στο ποτάμι, και οι επόμενοι δημιούργησαν την Ακαδημία, το Λύκειο, τον Κήπο. Και αυτή η αιώνια αλήθεια δεν είναι κατανοητή, τόσο από τις κυβερνήσεις που προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να επιβάλλουν «εξωτερικούς τρόπους αξιολόγησης», και εδώ βέβαια δεν αντιτίθεμαι στην αρχή που είναι σεβαστή και απαραίτητη, αλλά στον τρόπο που εφαρμόζεται, καθώς και τις εταιρείες που θα ήθελαν να αντικαταστήσουν το σύμπλεγμα της παιδείας, την πολυπλοκότητα του οποίου σκιαγραφήσαμε, με τη «συνεχή εκπαίδευση» ετοιμοπαράδοτων γνώσεων και ασυλλόγιστη εξομοίωση με τις άλλες πρακτικές των μέσων επικοινωνίας.
Παρουσιάζοντας όλες αυτές τις απορίες, κινδυνεύω να φανώ αντίθετος με την ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης, και θα ήταν το αντίθετο της πραγματικής μου πρόθεσης. Οσο ήμουν διευθυντής στο Εργαστήριο Κοσμολογίας και Αστροσωματιακής Φυσικής στο Παρίσι, συνόδευσα την πρωτοποριακή προσπάθεια του αδικοχαμένου φίλου και συναδέλφου Pierre Binetruy και του Νομπελίστα George Smoot για ένα ψηφιακό online μάθημα για τη Βαρύτητα, μάθημα που είχε τεράστια επιτυχία, 100.000 εγγεγραμμένους, γιατί ακριβώς έδωσε σημασία στην ανθρώπινη επαφή και τη διαδραστικότητα, και τώρα συντονίζω το πρόγραμμα REINFORCE, «Επιστήμης των Πολιτών», χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση, με συμμετοχή ελληνικών σχολείων και πανεπιστημίων, όπου ζητάμε από τους πολίτες να συμμετάσχουν στην επιστήμη εν τω γίγνεσθαι, προσπαθώντας να ενισχύσουμε την αμφίδρομη σχέση, ενώ παράλληλα προσπαθούμε να επεκτείνουμε την πρόσβαση στην επιστήμη ευπαθών ομάδων (π.χ. τυφλών) μέσω της «ηχοποίησης» αστροφυσικών δεδομένων, μεθόδων που ταυτόχρονα υπόσχονται καλύτερες μεθόδους διαχωρισμού του σήματος από τον θόρυβο. Συμμετέχω επίσης στην προσπάθεια του Saul Permutter, επίσης Νομπελίστα, να προωθήσει στην Ευρώπη ένα μάθημα διάδοσης της Κριτικής Σκέψης, Sense and Sensibility in Science, όπως διδάσκεται στο Berkeley.
Το στοίχημα είναι λοιπόν ανοιχτό, πιο πάνω όπως όφειλα εξέθεσα τις ανησυχίες μας, σύμφωνα με τη φύση μου ως επιστήμονα, γιατί όπως είπα και αλλού, η επιστήμη και οι επιστήμονες δεν είναι διαχειριστές της βεβαιότητας, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος, και είναι ο ρόλος που τους δίνεται από τα μέσα σε συνθήκες κρίσης, αλλά διαρκείς διαχειριστές της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας, με σταθερές μεθόδους ανοιχτές στο καινούργιο.

*Ο κ. Σταύρος Κατσανέβας είναι καθηγητής στο Paris Universite, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Βαρύτητας

Ενας πρώτος απολογισμός της εξ αποστάσεως διδασκαλίας

13.06.2020, 07:25  ΤΟ ΒΗΜΑ

Υστερα από δυόμισι περίπου μήνες εξ αποστάσεως διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο μπορούμε πλέον να κάνουμε έναν πρώτο απολογισμό· να δούμε με ψυχραιμία τα υπέρ και τα κατά της τηλεκπαίδευσης, και μάλιστα ανοίγοντας το βλέμμα μας και πέραν των ορίων της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τις αδυναμίες, που είναι μάλλον προφανείς: Οπως ορθά έχουν επισημάνει ήδη αρκετοί συνάδελφοι, η εξ αποστάσεως διδασκαλία δεν μπορεί επ’ ουδενί να αντικαταστήσει την εκ του σύνεγγυς διδασκαλία, και ιδίως τη μυσταγωγία που συνοδεύει την τελευταία. Η προσωπική μου εμπειρία, μάλιστα, δείχνει ότι στα διαδικτυακά μαθήματα οι φοιτητές εμφανίστηκαν περισσότερο διστακτικοί στο να συμμετάσχουν ενεργά στο μάθημα. Κάποια διστακτικότητα υπήρχε, εξάλλου, και σε εμάς τους διδάσκοντες. Η δυναμική της διδασκαλίας βασίζεται όμως στη ζωντάνια της, σε εκείνο το χτυπητό παράδειγμα που μπορεί να γεννηθεί αυθόρμητα και στιγμιαία μέσα από την αλληλεπίδραση, την τριβή μεταξύ φοιτητών και καθηγητών. Η κάμερα και η ενδεχόμενη μαγνητοσκόπηση του μαθήματος μάλλον λειτουργούν εδώ ανασχετικά – ακόμη και υπό καθεστώς πλήρους σεβασμού της βούλησης αυτοέκθεσης ή μη του κάθε συμμετέχοντος. Επίσης, γενικότερα, με την απόσταση χάνεται η τόσο ζωτική κοινωνικοποίηση και ανταλλαγή ιδεών που αναπτύσσεται στους πανεπιστημιακούς χώρους (από τις αίθουσες διδασκαλίας μέχρι τα σπουδαστήρια και τα εργαστήρια).

Παρ’ όλα αυτά, σε συνθήκες σαν αυτές που βιώσαμε πρόσφατα, η τηλεκπαίδευση παραμένει η καλύτερη δυνατή εναλλακτική. Η άλλη επιλογή είναι η παύση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Και δεν επιθυμούσαμε κάτι τέτοιο ούτε οι διδάσκοντες ούτε οι φοιτητές μας. Για πολλούς από εμάς, μάλιστα, το ισχυρότερο κίνητρο για την άμεση ενεργοποίηση των εξ αποστάσεως μέσων αποτέλεσε η έντονη επιθυμία των ίδιων των φοιτητών μας να συνεχιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία εν μέσω της πανδημίας. Να συνεχίσουμε να αναπνέουμε όλοι τον αέρα της γνώσης και της διδασκαλίας, έστω και εξ αποστάσεως. Κι ίσως δεν περνάει συχνά από το μυαλό μας πόσο προνομιούχοι είμαστε όλοι οι εκπαιδευτικοί, ιδίως οι πανεπιστημιακοί. Εν μέσω μιας κρίσης που αφήνει άλλους άτυχους συμπολίτες μας από τη μία ημέρα στην άλλη χωρίς δουλειά, εμείς εξακολουθούμε να έχουμε τη δουλειά μας και συνεχίζουμε να πληρωνόμαστε από τον έλληνα φορολογούμενο – φέροντας, έτσι, και αυξημένο χρέος έναντι της ολότητας. Το πιο σημαντικό είναι ότι έχουμε το προνόμιο να ερχόμαστε σε επαφή με το άλας της κοινωνίας, να συμπαραστεκόμαστε στην προσπάθεια των νέων ανθρώπων να σχηματίσουν το κρισιμότερο κεφάλαιο της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από τη γνώση.

Επειτα, θα πρέπει να έχουμε γενικότερα υπ’ όψιν ότι η διδασκαλία εξ αποστάσεως, η μαγνητοσκόπηση διαλέξεων και η ευρεία διαθεσιμότητα του σχετικού υλικού αποτελούν πρακτική ορισμένων κορυφαίων πανεπιστημίων διεθνώς, εδώ και καιρό μάλιστα. Μπορείτε, λ.χ., να μπείτε σήμερα στο Διαδίκτυο και να παρακολουθήσετε διαλέξεις διακεκριμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ απολύτως δωρεάν, τη στιγμή που οι εκεί φοιτητές τους πληρώνουν υψηλότατα δίδακτρα για την παρακολούθηση των εν λόγω διαλέξεων. Στα πανεπιστήμια αυτά έχουν πλήρη συνείδηση του συμπληρωματικού χαρακτήρα της τηλεκπαίδευσης, μέσω της οποίας κυρίως διαφημίζουν διεθνώς τις υψηλές εκπαιδευτικές τους υπηρεσίες.

Κι αν ανοίξουμε περισσότερο τη ματιά μας, θα διαπιστώσουμε ότι τα νέα μέσα τεχνολογίας και οι διαδικτυακές διαλέξεις παρέχουν πλέον μια μοναδική δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε εκπαιδευτικό υλικό σε κάθε άκρη του πλανήτη, σε κάθε πολίτη του κόσμου. Συμβάλλουν καθοριστικά σε μια δημοκρατική διάχυση της γνώσης, που δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Και η γνώση είναι δύναμη εξόδου από τη φτώχεια και το περιθώριο, παράγοντας περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων. Ενας νέος άνθρωπος, που ενδέχεται και να μην σπουδάζει καν, μπορεί να εμπνευστεί από μια διαδικτυακή διάλεξη και να ακολουθήσει ένα εργασιακό ή άλλο μονοπάτι που θα αλλάξει τη ζωή του. Ενα παιδί από ορεινό χωριό της χώρας μας, που χάνει μία εβδομάδα μαθημάτων λόγω έκτακτων καιρικών συνθηκών, μπορεί να τα αναπληρώσει μέσω προγραμμάτων τηλεκπαίδευσης. Ενας εργαζόμενος φοιτητής μπορεί να παρακολουθεί διαδικτυακές πανεπιστημιακές διαλέξεις μετά την εργασία του, χωρίς έτσι να χάνει έδαφος σε σχέση με τους υπόλοιπους συμφοιτητές του. Ενας καθηγητής μπορεί να βελτιώσει τον τρόπο διδασκαλίας του παρακολουθώντας διεθνή πρότυπα. Οι δυνατότητες που εν γένει διανοίγονται φανερώνουν ότι ο κόσμος της γνώσης έρχεται πλέον κοντά· δημιουργείται δε, παράλληλα, ένα περιβάλλον ευγενούς άμιλλας και άτυπης αξιολόγησης, ιδίως μεταξύ ομοτέχνων.

Εν κατακλείδι: Το αμφιθέατρο, η αίθουσα διδασκαλίας, το σπουδαστήριο δεν μπορούν να αντικατασταθούν· φοιτητές και καθηγητές δεν θα χάσουν το ιερό προνόμιο της διά ζώσης μαθησιακής μέθεξης. Με λίγη θέληση και κατάλληλη οργάνωση, όμως, η τηλεκπαίδευση μπορεί να προσφέρει πολλά σε έκτακτες περιστάσεις (σαν αυτήν που βιώσαμε με την πανδημία) ή συμπληρωματικά προς την εκ του σύνεγγυς διδασκαλία, όπου εμφανίζεται σχετική ανάγκη. Ο κόσμος της γνώσης μπορεί, έτσι, να ανοίξει και να γίνει πιο περιεκτικός, να καταλάβει και τους πιο απομονωμένους ή αποκλεισμένους. Και εδώ η πολιτεία οφείλει να σταθεί αρωγός. Πρέπει να φροντίσει για την παροχή των αναγκαίων μέσων συμμετοχής στην κοινωνία της γνώσης σε εκείνους τους συμπολίτες μας που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα. Πρακτικά εδώ μιλάμε για παροχή ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξασφάλιση πρόσβασης στο Διαδίκτυο – η προσβασιμότητα είναι, ομολογουμένως, προβληματική σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Ολες αυτές οι ενέργειες εμπίπτουν στον δημόσιο και ανοικτό χαρακτήρα της παιδείας μας. Και δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης να αποκτήσουν στο πεδίο της τηλεκπαίδευσης το προβάδισμα, εφόσον πραγματικά επιθυμούμε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών. Μια λελογισμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και στη διεύρυνση των μαθησιακών δυνατοτήτων ιδίως των μη προνομιούχων στρωμάτων. Και προφανώς μια τέτοια πολιτική ανοικτών δικτύων μάθησης μόνον προοδευτικό πρόσημο μπορεί να έχει.

 

*Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.

Η Παιδεία ως θάνατος

https://www.pemptousia.gr/2020/02/i-pedia-os-thanatos/

3 Φεβρουαρίου 2020

Πριν από λίγα χρόνια, αν και τα σημάδια δεν ήταν και λίγα, κάθε συζήτηση για το τι σπόρος πέφτει στις τάξεις και στα αμφιθέατρα εθεωρείτο μια γραφική συζήτηση πολυτελείας. Ταΐσαμε σπάταλα τους λάκκους με δανεικά και αμφίβολης ποιότητας λιπάσματα. Η γη όμως δεν ξεγελιέται. Η γη λέει πάντα την αλήθεια. Και η γη της σημερινής κοινωνίας μας λέει επίσης την αλήθεια. Όπως κάθε δέντρο είναι μάρτυρας του σπόρου που το γέννησε, έτσι και κάθε κοινωνία είναι μάρτυρας της παιδείας που την έθρεψε.

Καθώς οι δομές, οι σχεδιασμοί και οι νομικές δικλείδες ασφαλείας καταρρέουν, όντας αδύναμες να υπερνικήσουν την ανθρώπινη απληστία και ματαιοδοξία, παραμερίζουμε, όσο γίνεται, τον δίκαιο θυμό και την διάχυτη απόγνωση και προσπαθούμε να διακρίνουμε, τι είναι αυτό που πραγματικά έπαιξε τον πρώτο, τον βασικό ρόλο στις εξελίξεις. Και όλες μας οι αναζητήσεις καταλήγουν σε ένα και μόνο σημείο: Στην ποιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, στην ποιότητα των προθέσεων της, κυρίως όμως στην ποιότητα των πράξεών της.

Οι άνθρωποι είναι αυτοί που κατευθύνουν την ιστορία, οι άνθρωποι επιλέγουν, οι άνθρωποι πολιτεύονται, οι άνθρωποι σχετίζονται, οι άνθρωποι αποφασίζουν. Μπορεί να φαίνεται, πως οι επώνυμοι κρατούν τα ηνία της ιστορίας, στην πραγματικότητα όμως η ποιότητα των πολλών, των καθημερινών ανθρώπων καθορίζει το ιστορικό «γίγνεσθαι» και ίσως γι΄  αυτό, πρώτο μέλημα της κάθε εξουσίας είναι, μέσα από τη προπαγάνδα και τον φόβο, να αδρανοποιήσει τους λαούς και να τους παραπετάξει, αδύναμους και ακίνδυνους, σε έναν καναπέ.

 

Μοναδική ελπίδα, αλλά και πανίσχυρο όπλο αληθινής αντίστασης είναι η παιδεία. Αυτός είναι ο σπόρος, που καθορίζει τους καρπούς της κάθε γενιάς. Οι σπόροι όμως, όπως καλά γνωρίζετε, δεν είναι απλώς κάποια ασήμαντα αντικείμενα πενήντα ή εκατό χιλιοστών. Ο σπόρος κουβαλάει μέσα του το σχέδιο, την εικόνα, την κάθε λεπτομέρεια του δέντρου που θα δώσει και που αυτό, με τη σειρά του, θα θεριέψει, και όπως λέει το Ευαγγέλιο, θα δώσει σκιά και καταφύγιο στα σμήνη  των πετεινών του ουρανού. Και ενώ ο κάθε λογικός άνθρωπος, πριν σπείρει, φροντίζει να μάθει, ο κάθε σπόρος, τι φυτό θα του δώσει, εμείς, την κρίσιμη στιγμή της σποράς, θεωρήσαμε περιττή την ερώτηση, «τι ανθρώπους θέλουμε να διαμορφώσουμε;»

Όταν επί τρεις δεκαετίες αλλάζαμε και ξαναλλάζαμε τα συστήματα και επιτρέπαμε, οι χώροι της σπουδής να μεταβάλλονται σε αρένες κομματικών προγυμνασμάτων, ούτε χρόνος, ούτε δυνάμεις περίσσεψαν για μια σοβαρή συζήτηση γύρω από το τι λειτούργησε στο παρελθόν, με τι διδάγματα, θετικά και αρνητικά μας προίκισε μια ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, τι καθορίζει την ταυτότητά μας, τι νοηματοδοτεί τη ζωή μας, πώς θα μάθουμε να συνυπάρχουμε, να συνεργαζόμαστε, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον.

Σήμερα, λυπούμαστε για τον ατομισμό και την αδιαφορία της κοινωνίας μας για τα κοινά, εμείς όμως ήμασταν, που «χωρίς  περίσκεψιν, χωρίς αιδώ», που λέει και ο Καβάφης, θεοποιήσαμε στο σύστημα της παιδείας μας την βαθμοθηρία και ταυτίσαμε τον όρο «επιτυχία» μόνον με το ατομικό αριστείο. Αναζητούμε τώρα τις δυνάμεις του λαού μας, που θα μας περάσουν δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης –που μάλλον προς το μαύρο φέρνει- εμείς όμως ήμασταν που αποθεώσαμε την μετριότητα, στιγματίσαμε τη διαδικασία ανεύρεσης των εξαιρετικών προσόντων και αδιαφορήσαμε για διαδικασίες ενεργοποίησης δεξιοτήτων, επενδύοντας μόνο στη μνήμη και στην απίστευτα βαρετή αναπαραγωγή γνώσεων, αμφίβολης κιόλας ποιότητας. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη αυτοκριτικής και διόρθωσης των κακώς κειμένων, εμείς όμως ήμασταν που αρνηθήκαμε να μετρηθούμε με ένα μέτρο σταθερό, μια κλίμακα αξιών και επιδόσεων, ένα σύστημα αξιολόγησης, μετατρέποντας σε υπέρτατο κριτή έναν καχεκτικό και βολεμένο εαυτό. Λυπούμαστε, που τόσο εύκολα υποκύψαμε στον καταναλωτισμό, εμείς όμως ήμασταν, που αποκλείσαμε από τους χώρους της σπουδής τη χαρά της πρωτοβουλίας και της δημιουργίας. Μας πανικοβάλλει μια νεολαία, που δεν ξέρει να εκτιμά, που έμαθε μόνο να αγχώνεται, χωρίς να απολαμβάνει το ταξίδι για την Ιθάκη της γνώσης, μια νεολαία βέβαιη, πως μια καλή γνωριμία είναι το καλύτερο διδακτορικό, εμείς όμως ήμασταν που δαιμονοποιήσαμε τη λέξη «όρια» και τη λέξη «σεβασμός», κληρονομώντας στην επόμενη γενιά την ισόβια εφηβική μας ανωριμότητα να θέλουμε τα πάντα, τώρα και  δωρεάν, και από κόστος και από κόπο. Το κάθε εμπόδιο στο «θέλω» μας έγινε εχθρός, που έπρεπε να εξολοθρευτεί. Αν ένα δάσος ήταν εμπόδιο στα οικοδομικά μας σχέδια, τόσο το χειρότερο για το δάσος. Αν ο άριστος εδικαιούτο να προχωρήσει και στεκόταν εμπόδιο στο δικό μας ρουσφέτι, τόσο το χειρότερο για τον άριστο. Αν ο νόμος ζητούσε τη δίκαιη οικονομική συνδρομή μας, την ώρα που εμείς «μαγειρεύαμε» αποδείξεις και παραστατικά, τόσο το χειρότερο για το νόμο.

 

Έφτασε η ώρα της ανάγκης. Και η ανάγκη φέρνει πάντοτε κοντύτερα τον έναν στον άλλον. Δεν βρίσκουμε όμως εύκολα τον βηματισμό μας. Διότι, ποτέ, ούτε διδάξαμε, ούτε διδαχτήκαμε να ακούμε, να συμπονούμε, να υποχωρούμε, να σεβόμαστε, να μοιραζόμαστε, να συμπαραστεκόμαστε και να αγαπούμε, βάζοντας πλάτη για το δίκιο και του άλλου. Το μόνο που φαίνεται πως διδάξαμε και διδαχτήκαμε σωστά, είναι να διασφαλίζουμε κεκτημένα και να βρίσκουμε εύκολα ενόχους.

Κι όμως, ο κάθε εκπαιδευτικός, που η ματιά του είναι ακόμη ζωντανή, βλέπουμε τον πλούτο των ψυχών της νέας γενιάς. Νέοι άνθρωποι στις σχολικές τάξεις και στα αμφιθέατρα, με ματιά καθαρή, με βαθύ συναίσθημα, με όνειρα και προθυμία για μεγάλα και ωραία πράγματα. Μαθητές και φοιτητές, που μας κοιτούν στα μάτια και περιμένουν λίγη ενθάρρυνση, λίγη συμπαράσταση, λίγο έπαινο, πολλή όμως έμπνευση και στέρεα πρότυπα συνέπειας και εντιμότητας,  για να πετάξουν. Αυτή η στάση, αυτή η συμπεριφορά αποτελούν την ουσία της παιδείας. Βαυκαλιζόμαστε για τον δήθεν ανθρωποκεντρισμό του πολιτισμού μας, καμιά όμως κοινωνία δεν ξεχώρισε τόσο τον δάσκαλο από τη γνώση, μετατρέποντας τον σε έναν απλό μεταφορέα της, μαραίνοντας  έτσι, και αυτόν και τον μαθητή του. Εδώ ίσως να κρύβεται και η μεγάλη απάντηση σε όλα εκείνα που μας ταλαιπωρούν σήμερα: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». (Ιω. 12,24)

Πριν απ΄ τη μεγάλη σοδειά, προηγείται ο θάνατος του σπόρου. Έτσι και στην παιδεία μας, κάτι πρέπει να πεθάνει.

Ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας, στην παραβολή του σπορέα, αποδίδουν στον Χριστό το ρόλο, όχι μόνον του σπορέα αλλά και του σπόρου. Και μάλιστα, το μεγάλωμα και το κάρπισμα του μεγάλου δέντρου του νέου κόσμου, που είναι ήδη παρών ως εκκλησία, αλλά και προσδοκώμενος ως Βασιλεία του Θεού, πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της θυσίας του ίδιου του Θεανθρώπου. Αυτή η ερμηνεία αποκαλύπτει μια πανανθρώπινη και διαχρονική αλήθεια:

Πίσω από κάθε αληθινή πρόοδο του κόσμου, σε κάθε επίπεδο, κοινωνικό, επιστημονικό, πνευματικό, κρύβεται μια θυσία. Αυτό το ξέρουν, όλοι όσοι έθεσαν το εαυτό τους στη υπηρεσία ενός μεγάλου σκοπού. Αυτό ισχύει και για το κάθε εκπαιδευτικό σύστημα. Πίσω από τις υποδομές, τα κονδύλια, τους σχεδιασμούς και τις ρυθμίσεις, πίσω από κάθε εκπαιδευτική, μορφωτική και ευρύτερα, πνευματική σοδειά, κρύβεται το πρότυπο και η θυσία ενός δασκάλου. Και θάνατος για ένα δάσκαλο δεν είναι να πέσει ματωμένος στο δρόμο για τους μαθητές του–αν και δεν είναι λίγα και αυτά τα περιστατικά μέσα στην ιστορία-. Θάνατος για τον δάσκαλο είναι να κάνει το μυαλό και την καρδιά του γέφυρα, που πάνω του θα πατήσει ο μαθητής του για να γευτεί ένα καλύτερο κόσμο. Θάνατος για το δάσκαλο είναι να ξεφύγει από την εφηβεία του και να ατενίσει ως ενήλικας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του τόπου του. Να κρίνει, να διαλεχθεί, να ωριμάσει, συνεχώς να ωριμάζει, και να κεράσει το κρασί της σοφίας και του κόπου του με τους αγαπημένους του μαθητές ή φοιτητές που αξιώθηκε να έχει μπροστά του. Θάνατος για το δάσκαλο είναι το ξεπέρασμα της μονοτονίας, αλλά και της δίψας του για εξουσία και ανέλιξη, πάση θυσία. Θάνατος για το δάσκαλο είναι να ξέρει να παραμερίσει, δίνοντας αρχοντικά και περήφανα τη θέση του στους νεώτερους που βγήκαν απ΄ τα χέρια του. Θάνατος για τον δάσκαλο είναι να μην πάψει ποτέ να είναι μαθητής των μαθητών του. Όλα αυτά ακούγονται για θάνατος, όμως είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για μια αειφόρο ζωή.

 

Η ιστορία μας είναι γεμάτη λάθη και ακυρωμένους ηρωισμούς από διχόνοια και μισαλλοδοξία. Ο λαός μας όμως έμεινε όρθιος, γιατί πάντα, την κρίσιμη στιγμή, βρεθήκαν άνθρωποι θυσίας που σήκωσαν στην πλάτη τους τις αμαρτίες μιας ολόκληρης κοινωνίας. Τον τόπο αυτό τον έσωσαν ανώνυμοι ήρωες. Και πολλοί από αυτούς πέρασαν από σχολικές και πανεπιστημιακές αίθουσες. Εκεί μέσα, όχι με λεκτικές ακροβασίες, αλλά με συμπεριφορά, με γλυκιά ματιά, με αληθινό ενδιαφέρον και με προσωπική πνευματική εξέλιξη, γλύκαναν νεανικές ψυχές, φύτεψαν οράματα, άνοιξαν δρόμους και πρόσφεραν, όχι εικονικά ή διαδραστικά μοντέλα, αλλά μοντέλα ζωής. Γνωρίζω ανθρώπους, που όταν βρεθήκαν σε κρίσιμες θέσεις και ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, έβαλαν για πυξίδα έναν δάσκαλο, πιο πάνω ακόμη κι από το γονιό τους.

Η παράδοση μας ποτέ δεν απέρριψε τη γνώση. Τη σεβάστηκε, την καλλιέργησε, την διατήρησε. Ποτέ όμως δεν την θεοποίησε. Στη γη αυτή διδαχτήκαμε τα μαθηματικά για να μάθουμε να αναγνωρίζουμε την αρμονία. Διδαχτήκαμε ιστορία για να προχωρήσουμε στο μέλλον. Διδαχτήκαμε την Ελληνική γλώσσα, γιατί στις λέξεις της βρήκαμε δρόμους να μοιραστούμε συναισθήματα και σοφία αιώνων με τον υπόλοιπο κόσμο. Πάνω απ΄ όλα όμως διδαχτήκαμε πως η θυσία μας, μπορεί να γίνει ζωή για τους άλλους. Κι ίσως γι΄  αυτό, στον τόπο αυτό, πιστέψαμε τόσο στην Ανάσταση. Γιατί την είδαμε πάντα ζωντανή στα πρόσωπα των αφανών και των περιφρονημένων από τα κανάλια και τους προβολείς, αλλά τιμημένων στις καρδιές εκείνων που τους γνώρισαν και κατάλαβαν πως ζωή χωρίς πίστη και χρέος δεν αντέχεται.

Έλεγε  ο στρατηγός Μακρυγιάννης «Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων… και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπίαζαν, βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με ‘λικρίνειαν… Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά… Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακήν διαγωγή…».

Αυτό τον πλούτο πρέπει να βγάλουμε απ΄ τα σεντούκια της ιστορίας μας. Την ώρα που κάποιοι μιλάνε για κρίση, εμείς ας ακούσουμε τους σκουριασμένους μεντεσέδες ν΄ ανοίγουν για να ξαναβγούν στο φως τα τζοβαϊρικά, όπως έλεγε κι ο στρατηγός. Είναι πολλά και μαζευτήκανε από εποχές πιο δύσκολες απ΄ τις δικές μας. Το ερώτημα είναι άλλο: Οι μελλοντικές γενιές, θα βρουν κάτι να κρατήσουν από μας; Στα δύσκολα του μέλλοντος, θα έχουν να θυμηθούν οι τότε γενιές δρόμους που εμείς ανοίξαμε για να ξαναβγούμε στο φως; Πώς θα μας μελετάνε οι Έλληνες του 2050; Διότι Ελλάδα και τότε θα υπάρχει. Εδώ όμως και τώρα φυτεύονται οι σπόροι που θα δώσουν τότε τον καρπό τους. Σήμερα, στη δική μας πράξη, στη δική μας υπέρβαση, στη δική μας θυσία, θεμελιώνεται το μέλλον. Εσείς κι εγώ και όλοι μας αποφασίζουμε σήμερα αν οι ζωές μας θα γίνουν στέρεες γέφυρες να περάσει πάνω από την άβυσσο η πιο ταλαντούχα, η πιο προικισμένη, η πιο ελπιδοφόρα γενιά της ιστορίας μας. Η γενιά των σημερινών θρανίων και των σημερινών αμφιθεάτρων.

Και θα περάσει!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΧΡΟΥΣΟΣ**

…την δε προς αρετήν εκ παίδων παιδείαν… *

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 15.12.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Είναι προφανές ότι μια κοινωνία χωρίς παιδιά δεν έχει μέλλον. Συνεπώς, η σπουδαιότητα που έχουν τα παιδιά και οι έφηβοι στην επιτυχία και την επιβίωση μιας κοινωνίας, αλλά και κατ’ επέκταση, όλης της ανθρωπότητας, είναι αδιαμφισβήτητη. Το είδος μας δαπανάει σχεδόν το ένα τρίτο του βίου των μελών του στον πλανήτη στην επίτευξη σωματικής, διανοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης σε έναν ολοκληρωμένο ενήλικο άνθρωπο και ενεργό πολίτη. Η περίοδος αυτή της καθ’ όλα ωρίμανσης ενός ανθρώπου στην ουσία αποτελεί περίοδο εξημέρωσης, αντιστοιχεί στην εξελικτική αυτό-εξημέρωση του είδους μας, και εξαρτάται εν πολλοίς από τη σωστή συμπεριφορά των ενηλίκων, με πρωταρχικό τον ρόλο της μητέρας –ακόμη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της–, της οικογένειας, του σχολείου, της γειτονιάς, του κοινωνικού περίγυρου και, αργότερα, του εργασιακού και ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος.

Από τη σύλληψή του, ο άνθρωπος αναπτύσσεται με βάση τα γενετικά του σχέδια, τα γονίδιά του, και την επίδραση του περιβάλλοντος πάνω σε αυτά, δηλαδή σύμφωνα με τη γενετική του και την επιγενετική του. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ανάπτυξης, με ραγδαία παραγωγή νευρωνικών κυκλωμάτων στον φλοιό, που ξεκινάει στο τρίτο τρίμηνο της κύησης και κορυφώνεται στα 2 έτη της ζωής, και ολοκλήρωση των νευρωνικών διασυνδέσεων συγκεκριμένων περιοχών του κεντρικού νευρικού συστήματος στα 25-26 έτη της ζωής. Σε αυτή την ηλικία μπορούμε να μιλάμε για πραγματικά ολοκληρωμένο ενήλικο.

Το συναίσθημα είναι αρχέγονη ιδιότητα των όντων που διαθέτουν αισθήσεις. Το συναίσθημα είναι και η απαρχή της κοινωνικότητας. Ολα τα κοινωνικά όντα αναπτύσσουν τη βασική λειτουργία της ενσυναίσθησης, δηλαδή της ικανότητας ενός ατόμου να μπορεί αυτόματα να αντιλαμβάνεται, έστω υποκειμενικά, πώς σκέπτεται και πώς αισθάνεται ο διπλανός του. Η γνωστική και συναισθηματική ενσυναίσθηση αναπτύσσεται από την πρώτη ημέρα της ζωής και είναι η απαρχή της αγάπης προς τη μητέρα, την οικογένεια, τον κοινωνικό περίγυρο, τη χώρα, την ανθρωπότητα. Επίσης, είναι και η απαρχή της προ-κοινωνικότητας, της ανάπτυξης της αίσθησης της αγάπης και της εμπιστοσύνης στον άλλο, καθώς και του αισθήματος της συμπόνιας, του δικαίου και του ηθικού. Η ενσυναίσθηση αναπτύσσεται στα πρώτα 5-6 χρόνια της ζωής, δηλαδή στην προσχολική ηλικία, μια περίοδο της ζωής κατά την οποία ο εγκέφαλος είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στο αντίξοο περιβάλλον.

Αρνητικές επιδράσεις κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του ανθρώπου, ιδίως στα προσχολικά χρόνια, διαταράσσουν βασικές ανθρώπινες ψυχικές και σωματικές λειτουργίες, και μπορούν να προκαλέσουν από διαταραχές στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά, μέχρι αναγνωρισμένες ψυχικές και σωματικές νόσους. Οι διαταραχές αυτές είναι, δυστυχώς, πηγές ατομικής και κοινωνικής δυστυχίας, και αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη ανάπτυξη αποτελεί το κλειδί για τη σωστή κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου και την προσωπική του ευτυχία, αλλά και για την επιτυχημένη πολύπλοκη ισορροπία μιας κοινωνίας, η οποία προφανώς εξαρτάται από το συναίσθημα, την ευφυΐα, τη συμπεριφορά, και το σπουδαιότερο, από τις ηθικές αξίες των μελών της.

Η κρίση, που έχει φτωχοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας, φαίνεται να βρίσκεται σε αποδρομή. Η αξιακή ζημιά που υποστήκαμε από την άφρονη κατανάλωση και τον ψευδο-ευδαιμονισμό των δεκαετιών προ της κρίσης, που όπως είναι γνωστό, ούτως ή άλλως, δεν φέρνουν την πραγματική ευτυχία, πρέπει να αναστραφεί όσο γίνεται νωρίτερα και μπορεί να επιταχυνθεί με ορθολογικό κοινωνικό σχεδιασμό. Σωστή ενημέρωση των γονέων, ξεκινώντας από τη γυναίκα που αποφασίζει να γίνει μητέρα πριν ακόμα μείνει έγκυος, είναι το πρώτο μέλημα.

Σωστή ενημέρωση των νηπιαγωγών και παιδαγωγών, ήδη από το προνήπιο στάδιο ακόμα είναι το δεύτερο. Ο οικονομολόγος James J Heckman (Βραβείο Nobel 2000 στα οικονομικά) υπολόγισε τα οφέλη της χρηματικής επένδυσης μιας χώρας στην παιδεία και κατέληξε στην εξής κατιούσα σειρά αποδοτικότητας: προσχολική, σχολική, και μετασχολική ζωή. Προσθέτω την εγκυμοσύνη στην προσχολική ζωή με βάση την αποδεδειγμένα τεράστια σημασία της εμβρυϊκής ζωής στη μετέπειτα ψυχική και σωματική υγεία ενός ανθρώπου.

Είμαι αισιόδοξος για τη χώρα μας και την κοινωνία που την αποτελεί. Είναι προφανές ότι πρέπει να γυρίσουμε κατά το δυνατόν στις πανανθρώπινες αρετές που περιγράφηκαν ήδη από τους προγόνους μας, και που αποτελούν κεντρικό πυλώνα της ελληνικής παιδείας, και να εκφράσουμε τις δημιουργικές, ηθικές δυνάμεις που έχουμε εκ φύσεως μέσα μας. Η υγιής εγκυμοσύνη και το ευνοϊκό περιβάλλον στα 5-6 πρώτα χρόνια της ζωής αποτελούν κλειδί για την κοινωνία μας. Η επένδυση στην εγκυμοσύνη και στην προσχολική ηλικία είναι από τα εκ των ων ουκ άνευ μιας κοινωνίας. Οσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα για όλους μας.

* Πλάτων

** Ο κ. Γεώργιος Π. Χρούσος, MD, MACP, MACE, FRCP είναι ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, επικεφαλής, Εδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής, Μονάδα Κλινικής και Μεταφραστικής Ερευνας στην Ενδοκρινολογία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*

Οι καταλήψεις ως ακύρωση δημοκρατίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 24.11.2019

Οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια δεν είναι νέο φαινόμενο. Υπήρχαν το 1978 με τον νόμο 815, υπήρχαν το 1985 με το «έγκλημα» των Σταθόπουλου-Τσαμουργκέλη να επιτρέψουν την είσοδο της αστυνομίας για να μην καεί πανεπιστημιακό κτίριο και υπήρχαν και αργότερα. Η διαφορά αυτή τη φορά είναι ίσως η έντονη αντίδραση της κοινωνίας στο φαινόμενο και την προϊούσα φθορά που αυτό επιφέρει στην πανεπιστημιακή παιδεία. Οπως επίσης και η συνειδητή προσπάθεια της μεγάλης πλειοψηφίας των φοιτητών να πετύχει το αυτονόητο, δηλαδή τη συνέχιση της ακαδημαϊκής διαδικασίας κόντρα στις μειοψηφικές καταλήψεις.

Στον σχετικό δημόσιο διάλογο αυτών των ημερών κυριαρχεί το θέμα του ασύλου που αποτελεί και την τελευταία αφορμή για το νέο κύμα καταλήψεων. Εκείνο όμως στο οποίο δεν έχει δοθεί η προσοχή που θα έπρεπε είναι η διαδικασία και η ουσία των καταλήψεων. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα μεταφέρω περιγραφή φοιτήτριας από πρόσφατη συνέλευση της Νομικής.

Στις πρώτες ώρες της συνέλευσης, οπότε έχουν συγκεντρωθεί πολλοί φοιτητές, υπέρ και κατά των καταλήψεων, δεν συζητούνται τα πανεπιστημιακά θέματα. Η συζήτηση αναλώνεται σε θέματα όπως η καθαίρεση του Τραμπ, η επίσκεψη Πομπέο, η εισβολή του Ερντογάν στη Συρία και το μεταναστευτικό-προσφυγικό. Οι συζητήσεις αυτές διαρκούν τόσες ώρες όσες χρειάζεται για να αρχίσουν να κουράζονται και να αποχωρούν οι φοιτητές που είναι κατά των καταλήψεων.

Οταν έχει αποχωρήσει ικανός αριθμός από αυτούς τους φοιτητές, αρχίζει η συζήτηση των πανεπιστημιακών θεμάτων (άσυλο και ν+2) και λίγο αργότερα κλείνει η είσοδος για όσους θέλουν να έρθουν προς το τέλος της συνέλευσης για να αποτρέψουν την κατάληψη με την ψήφο τους. Διάφοροι φοιτητές που είχαν έρθει στην αρχή και έφυγαν να πιουν ένα καφέ ή να πάνε σε ένα μάθημα και να επιστρέψουν για την ψηφοφορία εμποδίζονται να εισέλθουν από άτομα κατάλληλης σωματικής διάπλασης. Οπως επίσης εμποδίζονται να εισέλθουν και φοιτητές που ξέροντας αυτή τη φαρσοκωμωδία πήγαν πρώτα στα μαθήματα και ήρθαν στο τέλος για την κρίσιμη ψηφοφορία. Τελικά, η συνέλευση με 100-150 περίπου άτομα (σε σύνολο πλέον των 3.000 φοιτητών) ψηφίζει την κατάληψη.

Η εικόνα δεν διαφέρει σε άλλες σχολές όπως π.χ. οι πολυτεχνικές ή το Φυσικό. Κάθε εβδομάδα αποφασίζεται η κατάληψη σχολών για τρεις ημέρες, ξανανοίγει η σχολή για δύο ημέρες (προφανώς για να μη χαθεί το εξάμηνο) και τανάπαλιν.

Εάν οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονταν από την πλειοψηφία των φοιτητών, θα έπρεπε πράγματι να προβληματισθούμε για τα αίτια της δυσαρέσκειας. Δεν πρόκειται όμως για πλειοψηφία. Συχνά, δεν πρόκειται καν για φοιτητές της σχολής. Και δεν πρόκειται ούτε για φοιτητικά αιτήματα, αφού δεν αφορούν την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά την προστασία, με το πρόσχημα του ασύλου, παράνομων ενεργειών που ποικίλλουν από λαθρεμπόριο μέχρι τρομοκρατικές πράξεις.

Λένε κάποιοι καλόπιστα: τα πανεπιστήμια λειτουργούν καλά και απόδειξη αυτού το ότι χιλιάδες Ελληνες φοιτητές που αποφοιτούν, αριστεύουν σε μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Σωστό αλλά υπάρχουν τρία προβλήματα με αυτή τη γραμμή σκέψης.

Πρώτον, το πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο για όσους θα διέπρεπαν ανεξαρτήτως συνθηκών εκπαίδευσης και θα πρώτευαν και στο εξωτερικό. Είναι πρωτίστως για να εμπνέει τους μέτριων επιδόσεων φοιτητές, να αγαπήσουν την επιστήμη τους και να γίνουν επαρκείς επιστήμονες ή επαγγελματίες στο μέλλον. Κανείς από αυτή την κατηγορία φοιτητών δεν βρίσκει το πανεπιστήμιο των καταλήψεων ένα ελκυστικό πεδίο στο οποίο να στρέψει την προσοχή και τη δημιουργική προσπάθειά του. Αποτέλεσμα: εισέρχονται στην αγορά εργασίας στη χώρα μας άτομα με ελλιπή κατάρτιση και με χαμηλή διάθεση προσφοράς στην κοινωνία και στη χώρα.

Δεύτερον, εάν η μόρφωση των φοιτητών είναι ο πρώτος στόχος κάθε πανεπιστημίου, ο δεύτερος είναι η ανάπτυξη του ελεύθερου διαλόγου πάνω στα επιστημονικά διλήμματα, η αναζήτηση λύσεων για τα κοινωνικά ζητήματα και η δημιουργική ατομική και συλλογική έρευνα. Η κατάληψη καταργεί όλα αυτά τα πανεπιστημιακά δρώμενα. Οι φοιτητές στέλνονται σπίτι τους και οι καταληψίες ανταλλάσσουν τις ταυτόσημες απόψεις τους. Μία κοινωνία που έχει ανάγκη από τον διάλογο όσο ποτέ, βλέπει αυτός να καταργείται στο πιο κρίσιμο πεδίο, την εκπαίδευση.

Τρίτον, η διαιώνιση αυτών των καταστάσεων κάνει την κοινωνία να αγανακτεί για την κατασπατάληση των πόρων της, να ζητά τη λήψη δραστικών μέτρων, «να ανοίξουν κάποια κεφάλια» για να επιβληθεί ο νόμος και η τάξη. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να κατέρρευσε αλλά ο κίνδυνος ριζοσπαστικοποίησης των συντηρητικών κομματιών της κοινωνίας είναι υπαρκτός. Και όταν μια κοινωνία αρχίζει να πιστεύει ότι η λύση είναι στη διά της βίας επιβολή της τάξης, αρχίζουν να κλονίζονται τα θεμέλια της δημοκρατίας προς όφελος ακραίων δυνάμεων.

* Ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου είναι δρ Νομικής, πρώην γενικός γραμματέας της Βουλής (2009-2015).

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Περισσότεροι από τους μισούς 15χρονους στην Ελλάδα δεν καταφέρνουν να αναλύσουν και να αξιολογήσουν ένα κείμενο και να το συσχετίσουν με την καθημερινή ζωή. Το ίδιο συμβαίνει στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Αδυνατούν να οργανώσουν ένα σχέδιο επίλυσης ενός προβλήματος, που απαιτεί συνδυασμό γνώσεων και πηγών. Ο διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ, που διοργανώνεται ανά τριετία, σκιαγραφεί με μελανά χρώματα το επίπεδο του ελληνικού σχολείου. Από τον πρώτο διαγωνισμό το 2000 έως και εκείνον του 2015 η Ελλάδα βρίσκεται καθηλωμένη σταθερά μεταξύ των χωρών με μέτριες επιδόσεις. Ενδεικτικά, με βάση τα αποτελέσματα στον διαγωνισμό του 2015 η γενική επίδοση των Ελλήνων μαθητών είναι χειρότερη από σχεδόν όλες τις χώρες της Ε.Ε. Οι μαθητές στη Σιγκαπούρη έχουν τις καλύτερες επιδόσεις από όλους. Ο μέσος 15χρονος Ελληνας μαθητής έχει τις γνώσεις και τις ικανότητες του μέσου 12χρονου μαθητή της Σιγκαπούρης. Η ίδια γενική εικόνα μέτριων αποτελεσμάτων εκτιμάται να επαναληφθεί και στον διαγωνισμό του 2018, τα αποτελέσματα του οποίου αναμένονται στις αρχές Δεκεμβρίου. Ποιος λοιπόν είναι ο στόχος του ελληνικού σχολείου, και πώς υπηρετείται στην πράξη; Η «Κ» παρουσιάζει μια ενδελεχή μελέτη του Οργανισμού Ερευνας και Ανάλυσης διαΝΕΟσις, πάνω στα ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα του PISA του 2015, τα πιο πρόσφατα πλήρη δεδομένα που είναι διαθέσιμα.

Ειδικότερα, ο PISA έχει ορίσει έξι επίπεδα εγγραμματισμού για τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι μαθητές στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Το πρώτο επίπεδο είναι το χαμηλότερο και το έκτο το υψηλότερο. Στον τελευταίο διαγωνισμό, τα αποτελέσματα των Ελληνόπουλων ήταν τα εξής:

• Στην κατανόηση κειμένου, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 52,6%, ενώ στα δύο υψηλότερα μόλις το 4,1%. Οι αντίστοιχοι μέσοι όροι του ΟΟΣΑ είναι 43,3% και 8,3%.

• Στις φυσικές επιστήμες, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 64,1% (46% ο μ.ό. του ΟΟΣΑ) των Ελληνόπουλων και στα δύο υψηλότερα το 2,1% (7,8% του ΟΟΣΑ).

• Στα μαθηματικά, στα δύο χαμηλότερα επίπεδα κατετάγη το 61,8% (45,9% του ΟΟΣΑ) των Ελλήνων μαθητών, ενώ στα δύο υψηλότερα το 3,9% (10,7% του ΟΟΣΑ).

Βέβαια, όπως παρατηρεί στην «Κ» η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου (επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, εθνική συντονίστρια του PISA, και συντονίστρια της πολυσέλιδης μελέτης της διαΝΕΟσις) σημαντικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το εύρος των ανισοτήτων –με βάση τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες– που αναπαράγονται μέσω του σχολείου είναι να σκιαγραφηθεί το προφίλ του Ελληνα μαθητή που πετυχαίνει εξαιρετικά καλές επιδόσεις. Σύμφωνα με την κ. Σοφιανοπούλου, «είναι μαθητής από αστική περιοχή, με μορφωμένους γονείς και υψηλό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Πήγε σε προνήπιο και παιδικό σταθμό. Είναι πολύ ευαίσθητος για τα περιβαλλοντικά θέματα, αλλά δεν είναι αισιόδοξος και ανησυχεί πολύ για το μέλλον του πλανήτη. Πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο, που έχει καλό εξοπλισμό και δασκάλους που προσαρμόζονται ευκολότερα ανάλογα με τις ανάγκες της διδασκαλίας. Δεν παρακολουθεί μαθήματα σε φροντιστήριο!».

Η στόχευση

Η έρευνα PISA διεξάγεται ανά τριετία στις 35 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και χώρες-εταίρους, με σκοπό να αξιολογήσει αν και κατά πόσον μαθητές που πλησιάζουν στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσής τους έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και τις ικανότητες για να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στις σύγχρονες κοινωνίες και να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της εποχής. Στην έρευνα του 2015 συμμετείχαν συνολικά περίπου 540.000 μαθητές από 72 χώρες. Από την Ελλάδα συμμετείχαν 5.532 μαθητές ηλικίας 15-16 ετών, από 212 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία.

«Το ότι έχουν πια περάσει τέσσερα χρόνια από το 2015 και το ότι τα παιδιά που έλαβαν μέρος τότε είχαν το δικαίωμα να ψηφίσουν στις φετινές εκλογές δεν έχει, βεβαίως, μεγάλη σημασία. Τα δεδομένα τέτοιων μεγάλων εκπαιδευτικών ερευνών δεν χρησιμεύουν για την καταγραφή στιγμιαίων επιδόσεων, αλλά για την αξιολόγηση βασικών, διαχρονικών χαρακτηριστικών ενός εκπαιδευτικού συστήματος, και αυτά στη χώρα μας εδώ και αρκετά χρόνια παραμένουν λίγο-πολύ αναλλοίωτα», λέει ο Editorial Director της διαΝΕΟσις κ. Θοδωρής Γεωργακόπουλος.

«Η έρευνα της διαΝΕΟσις δεν εξαντλεί τα ευρήματα που μπορούν να εξαχθούν από τα δεδομένα του PISA, αλλά φιλοδοξεί για πρώτη φορά να φέρει στη δημόσια συζήτηση μερικά από τα σημαντικά θέματα που αναδεικνύονται από αυτές τις έρευνες, θέματα που αφορούν τα σχολεία μας, τους μαθητές μας και όλες τις ελληνικές οικογένειες. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που μεταφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα και αποτυπώνονται στις γνώσεις και στις ικανότητες των μαθητών μας, είναι ένα τέτοιο θέμα. Αυτό, μάλιστα, το αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες, πολλές σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλά είναι υπαρκτό και στη δική μας», τονίζει ο ίδιος.

Χαμηλά οι «μη προνομιούχοι», σημαντική η προσχολική αγωγή

Τα θέματα στα οποία καλούνται να αξιολογηθούν είναι γενικότερης φύσεως, με στόχο να αποτυπώσουν όχι τόσο το τι γνωρίζουν οι μαθητές, αλλά το αν και κατά πόσον μπορούν να σκεφτούν αναλυτικά και συνδυαστικά, προκειμένου να ανταποκριθούν σε καθημερινά προβλήματα. Για παράδειγμα, στην εξέταση των φυσικών επιστημών το 2006 ένα θέμα έδειχνε στους μαθητές μια φωτογραφία των Καρυάτιδων, εξηγώντας πως τη δεκαετία του ’80 είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό του Μουσείου της Ακρόπολης για να αποφύγουν τη φθορά από την όξινη βροχή. Ακολουθούσαν ερωτήσεις στις οποίες το θέμα ζητούσε από τους μαθητές να εξηγήσουν από πού προέρχονται τα οξείδια του αζώτου και του θείου στην ατμόσφαιρα, και να αξιολογήσουν/μαντέψουν τα αποτελέσματα ενός πειράματος κατά το οποίο κομμάτια μαρμάρου τοποθετούνται σε ξίδι. Σε ένα άλλο θέμα, οι μαθητές καλούνταν να εξηγήσουν γιατί τα αστέρια φαίνονται λαμπρότερα στην ύπαιθρο αντί για τις πόλεις, και γιατί ένα τηλεσκόπιο μεγαλύτερης διαμέτρου δείχνει καλύτερα αστέρια χαμηλής φωτεινότητας.

Αν και από τους ερευνητές του PISA το επίπεδο 2, από τα έξι στα οποία κατατάσσονται οι επιδόσεις των μαθητών, θεωρείται επαρκές, είναι ανησυχητικό το ποσοστό, περί το 20%, όσων βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο. Ενας στους πέντε Ελληνες μαθητές είναι στην κατώτατη κατηγορία από τις έξι του PISA και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Λιγότερο από 1% των Ελλήνων μαθητών είναι στην ανώτερη κατηγορία και στα τρία γνωστικά αντικείμενα. Αναλύοντας τα αποτελέσματα του PISA στις έρευνες που έγιναν στους μαθητές και στους διευθυντές των σχολείων, η μελέτη εντοπίζει τους παράγοντες που σχετίζονται με την επίδοση των μαθητών. Σταχυολογώντας ενδεικτικά:

• Μαθητές που είχαν λάβει προσχολική αγωγή για πολλά χρόνια πριν ξεκινήσουν το σχολείο, πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τον μέσον όρο, ή από αυτούς που είχαν λιγότερα χρόνια προσχολικής αγωγής.

• Οι μισοί «μη προνομιούχοι» ως προς το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμό τους υπόβαθρο μαθητές πετυχαίνουν πολύ κακή επίδοση και κατατάσσονται στην κατώτερη κατηγορία κατάταξης.

• Μόνο το 18% των Ελλήνων «μη προνομιούχων» μαθητών κατατάσσεται στο ανώτατο 25% των επιδόσεων του PISA.

• Οι μαθητές των ιδιωτικών σχολείων έχουν σημαντικά καλύτερη επίδοση από τους μαθητές δημόσιων σχολείων.  Το 9,2% των Ελλήνων μαθητών ιδιωτικών σχολείων πετυχαίνει εξαιρετικά υψηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες. Μόνο το 1,8% των μαθητών των δημοσίων πετυχαίνει αντίστοιχες επιδόσεις.

• Η παρακολούθηση εξωσχολικών μαθημάτων φαίνεται ότι δεν σχετίζεται με τις επιδόσεις των μαθητών στον PISA. Ισα ίσα, μαθητές που κάνουν φροντιστήριο σε ομάδες άνω των οκτώ ατόμων τα πηγαίνουν χειρότερα στις φυσικές επιστήμες και από τον μέσον όρο και από τα παιδιά που δεν πηγαίνουν καθόλου φροντιστήριο.

• Οι μαθητές που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν ελάχιστα ή καθόλου το Ιντερνετ εκτός σχολείου τα πηγαίνουν χειρότερα από ό,τι ο μέσος όρος. Αντίθετα, τα παιδιά που δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν το Ιντερνετ από μισή ώς τέσσερις ώρες την ημέρα εκτός σχολείου, τα πηγαίνουν καλύτερα από τον μέσον όρο.

• Τα ελληνικά σχολεία υπολείπονται κατά πολύ στον αριθμό διαθέσιμων ηλεκτρονικών υπολογιστών ανά μαθητή στο σχολείο. Στη χώρα μας αντιστοιχεί ένας υπολογιστής για κάθε τέσσερις μαθητές, την ώρα που στην Πορτογαλία είναι σχεδόν ένας υπολογιστής για κάθε δύο μαθητές και σε χώρες όπως η Εσθονία ή η Γαλλία σχεδόν ένας υπολογιστής για κάθε μαθητή.

• Τo 16,7% των Ελλήνων μαθητών δήλωσε πως έχει υποστεί κάποιας μορφής bullying κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα πριν από την έρευνα (ποσοστό λίγο μικρότερο από τον μέσον όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, που είναι στο 18,7%), ενώ το 4,3% δηλώνει πως έχουν δεχθεί σωματική βία τον τελευταίο μήνα στο σχολείο (ακριβώς ίδιο ποσοστό με τον μέσον όρο του ΟΟΣΑ).

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ανάγνωση στο σχολείο ή οδηγίες συναρμολόγησης;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 29.09.2019

Ταπεινή δραστηριότητα η ανάγνωση. Κι όπως το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει υψηλούς στόχους, απόκτηση πτυχίων «χαρτιών», καλλιέργεια πολιτικής συνείδησης στους νεαρούς βλαστούς του έθνους, δεν μπορεί να χάνει χρόνο για να ασχολείται με τα ταπεινά. Ξεπερασμένη δραστηριότητα η ανάγνωση, μέρος του αλήστου εκείνου μνήμης διπτύχου «μάθε γραφή και ανάγνωση» που συνόδευε τους παππούδες μας στα σχολικά θρανία. Εκτοτε ο κόσμος έχει αλλάξει, έχει προοδεύσει. Πολυπολιτισμικές κοινωνίες, ανοχή απέναντι σε κάθε είδους συμπεριφορά, έμφυλες ταυτότητες, πράματα και θάματα. Ο χρόνος τρέχει και η δραστηριότητα της ανάγνωσης πάει ακόμη με το κάρο.

Τι να την κάνεις την ανάγνωση όταν έχεις στη διάθεσή σου το μεγάλο όπλο της ελληνικής εκπαίδευσης, την έκθεση ιδεών; Πέντε στίχοι, μερικές φράσεις σοφίας φτάνουν για να πάρει μπρος η μηχανή της έκφρασης. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Ο Καραγάτσης το έλεγε, αν δεν κάνω λάθος. Σκέψου μια γυναίκα που είναι παντρεμένη κι έχει κι ένα παιδί, ερωτεύεται έναν άλλον άνδρα, χωρίζει και, όταν εκείνος την εγκαταλείπει, πέφτει στις γραμμές του τρένου. Οταν έχεις την ουσία, τι να την κάνεις την Αννα Καρένινα και τις ατέλειωτες σελίδες εκείνου του Τολστόι;

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα κάνει ό,τι περνάει από τα χέρια του για να περιορίσει τις συνέπειες της βλαβερής αυτής συνήθειας. Η λογοτεχνία, αυτή που διδάσκει την ανάγνωση, προσφέρεται σε φιλική προς τον χρήστη συσκευασία, εγχειρίδια με συλλογές αποσπασμάτων και αναλυτικές οδηγίες που θα επιτρέψουν στο παιδί να περάσει αβρόχοις ποσί τη δοκιμασία. Το αποτέλεσμα το ζούμε καθημερινά. Ο μέσος απόφοιτος της εκπαίδευσης όχι μόνον δεν διαβάζει, αλλά δυσκολεύεται να διατυπώσει έναν στοιχειωδώς πολύπλοκο συλλογισμό με δικά του λόγια. Ο όλεθρος αποτυπώνεται και στην έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή (27/9). Ο ένας στους τρεις δεκαπεντάχρονους Ελληνες έχει χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, στα Μαθηματικά και στη Φυσική. Κοινώς, στους τρεις τομείς που αποτελούν το θεμέλιο της γενικής παιδείας. Υποθέτω ότι στην ανάγνωση περιλαμβάνεται και η Ιστορία. Και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ανάγνωση σημαίνει κατανόηση κειμένου. Ο ένας στους τρεις δεκαπεντάχρονους δυσκολεύεται ή αδυνατεί να διαβάσει ένα κείμενο και να το κατανοήσει, κοινώς να σκεφτεί αυτό που διάβασε. Από τους άλλους δύο, όσοι είναι συνεπείς μαθητές, θα ξέρουν να το συσκευάσουν στις έτοιμες οδηγίες των εγχειριδίων.

Ας αφήσουμε κατά μέρος τις θεωρίες συνωμοσίας και τις προφητείες περί οργανωμένου αφανισμού του ελληνισμού από τις συνήθεις εχθρικές δυνάμεις. Μόνοι μας οδηγηθήκαμε στη θλιβερή αυτή κατάσταση που προσεγγίζει τα όρια της αλαλίας. Είναι ένα έργο που επετεύχθη με τη συναίνεση όσων εμπλέκονται στην εκπαίδευση, των γονέων και των εκπαιδευτικών. Τα παιδιά είναι τα θύματα, οι δε πολιτικές ηγεσίες τα θλιβερά ανδρείκελα όλων των προηγουμένων. Οι γονείς ευθύνονται διότι θέλουν το παιδί να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα για να πάρει το χαρτί. Η ίδια έρευνα δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ποσοστό πτυχιούχων υψηλότερο από τον μέσον όρο της Ευρώπης. Οι εκπαιδευτικοί ευθύνονται διότι οι ίδιοι δυσκολεύονται να διαβάσουν. Τους βολεύουν τα εγχειρίδια και η έκθεση ιδεών, διότι διαθέτουν κι αυτοί τις οδηγίες χρήσης για να βαθμολογούν. Και μετά απορούν γιατί δεν μπορούν να εμπνεύσουν στοιχειώδη σεβασμό στην τάξη. Σε παλαιότερους καιρούς στις φιλολογικές σχολές γράφονταν όσοι αγαπούσαν το διάβασμα. Σήμερα γράφονται όσοι δεν μπορούν να γραφτούν κάπου αλλού.

Το σύνδρομο είναι σύμπτωμα μιας κοινωνίας χαμηλών απαιτήσεων και ελάχιστων προσδοκιών. Δημιουργήθηκε στη διάρκεια δεκαετιών που αποθέωσαν τις εύκολες λύσεις, την ήσσονα προσπάθεια και κατέληξαν στην περίφημη καταδίκη της αριστείας. Πόσες γενιές βγήκαν από την κρεατομηχανή; Υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Ομως το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι φτιαγμένο για τις εξαιρέσεις. Αυτές δεν το χρειάζονται καν.

Πώς θα δώσεις ξανά στην ανάγνωση την κεντρική θέση που δικαιούται να κατέχει στην εκπαίδευση; Είναι ζήτημα «πολιτικής βούλησης»; Ελάτε τώρα. Ακόμη κι αν η πολιτική ηγεσία βρει το θάρρος να αποφασίσει μια τόσο ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, θα βρεθεί αντιμέτωπη με το βαθύ κράτος της εκπαίδευσης, όλο αυτό το σύστημα της αδράνειας που έχει μάθει να διαβάζει οδηγίες συναρμολόγησης κειμένων από τα εγχειρίδια και μπαίνει στην τάξη κάθε χρόνο για να τις διδάξει και χασμουριέται από τη βαρεμάρα. Και, ως γνωστόν, το χασμουρητό είναι μεταδοτικό. Είναι σαν να ζητήσεις από πρωταγωνιστή καθημερινής σειράς να παίξει Οιδίποδα.

Και το πρόβλημα δεν είναι μόνον η ελληνική γλώσσα. Το πρόβλημα είναι ότι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να διαβάσει είναι ανελεύθερος γιατί δεν μπορεί να κρίνει

 

 

 

 

Το επίμονο μέλλον της Παιδείας

Ηκαθοριστική σχέση διανοητικότητας και υλικότητας οφείλει να μη μας διαφεύγει όταν εγκύπτουμε στα της Παιδείας. Γιατί είναι ακριβώς η Παιδεία που διαμεσολαβεί στην προαναφερθείσα σχέση, ενώ η ίδια η διαχείριση της διακύμανσης του δείκτη των αξιών αναλαμβάνει την υποστασιοποίησή της. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η γενική εκπαίδευση είναι καθοριστική για τη δευτερογενή αξιακή στερέωση. Αναντίλεκτα, το μέλλον και η πρόοδος μιας χώρας είναι συναρτημένα με την Παιδεία της. Η οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση για το μέλλον της Παιδείας δεν μπορεί να αποσυσχετιστεί από το παραγωγικό μοντέλο μιας χώρας, τις μείζονες κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις, αλλά και το διεθνές συγκείμενο.

Εκπαίδευση και αγορά εργασίας

Η δεκαετής κρίση και ύφεση έχουν αφήσει το ισχυρό τους αποτύπωμα και στην Παιδεία, όπως φυσικά και σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Μια ματιά στο Education & Training Monitor 2018 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε κάποια από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σήμερα: η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων (employment rate of recent graduates). Ναι μεν το ποσοστό αυτό έχει βελτιωθεί από το 2014 και φαίνεται να ακολουθεί τη μείωση της νεανικής ανεργίας έκτοτε, ωστόσο είναι μόλις 52% έναντι 80,2% του ευρωπαϊκού ΜΟ. Η συμμετοχή στη Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ), αν και έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται μόλις στο 4,5%, ενώ ο ευρωπαϊκός ΜΟ είναι 10,9%. Ακόμα πιο ανησυχητικές είναι οι επιδόσεις των μαθητών στις βασικές ικανότητες με βάση το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ, όπου οι low achievers στα μαθηματικά ανέρχονται στο 35,8% του μαθητικού πληθυσμού των 15χρονων (ευρωπαϊκός ΜΟ 22,2%), στην αναγνωστική ικανότητα στο 27,3% (ευρωπαϊκός ΜΟ 19,7%) και στις θετικές επιστήμες στο 32,7% (ευρωπαϊκός ΜΟ 20,6%). Τα ιδιαίτερα ανησυχητικά αυτά ευρήματα για τρία βασικά πεδία της εκπαίδευσης και κατάρτισης αποτυπώνουν, μεταξύ άλλων, την προϊούσα αποσυνάρτηση του εκπαιδευτικού συστήματος από την αγορά εργασίας, την επίμονη υπο-εκπροσώπηση της ΔΒΜ στη μαθησιακή διαδικασία (πρόβλημα που υπήρχε και προ κρίσης), όσο και την υστέρηση της Ελλάδας στο πεδίο της μάθησης που εδράζεται στις ικανότητες (competence based learning).

Από τα προαναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει κατά καιρούς για τη μεταρρύθμιση και την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση για τη σύνδεσή του με την απασχόληση, τα ελλείμματα σε λειτουργικό και θεσμικό επίπεδο παραμένουν. Και φυσικά ο διαρκής μετεωρισμός του μεταρρυθμιστικού εκκρεμούς στην εκπαίδευση (ίδιον της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ιστορικά) δεν συμβάλλει στην αντιμετώπισή τους.

Σχεδιασμός για το αύριο

Η συζήτηση για την Παιδεία – και ο σχεδιασμός γι’ αυτήν – οφείλει να είναι ολιστική και συνεκτική, εκκινώντας από την προσχολική αγωγή και φθάνοντας μέχρι την ανώτατη εκπαίδευση. Εκτιμούμε, δε, ότι συστατικά στοιχεία ενός τέτοιου σχεδιασμού οφείλουν να είναι (μεταξύ άλλων) τα κάτωθι:

l Η ανάπτυξη της Διά Βίου Μάθησης και κυρίως της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (VET) με συστηματική διάγνωση αναγκών σε δεξιότητες και ενδυνάμωση του στοχευμένου reskilling και συνακόλουθα η αντιμετώπιση της διαχρονικής απουσίας ενός αξιόπιστου και ισχυρού δικτύου τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης.

l Η ολοκλήρωση της μετάβασης στη μάθηση που βασίζεται στις ικανότητες και η αποσυσχέτιση από την επικυριαρχία τού αμιγώς γνωσιοκεντρικού μοντέλου (στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), που αναμένεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση των σημαντικών και πάγιων προβλημάτων αναντιστοιχίας δεξιοτήτων (skills – mismatch).

l Η ανάπτυξη ενός εθνικού συστήματος πιστοποίησης εκροών μη-τυπικής και άτυπης μάθησης (συμπεριλαμβανομένης της πρότερης επαγγελματικής εμπειρίας) πλήρως αντιστοιχισμένου με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων (EQF).

l Η ενίσχυση της ανάπτυξης οριζόντιων – εγκάρσιων και ειδικών δεξιοτήτων (capacity building) που σχετίζονται με την καινοτομία, τη δημιουργικότητα και την επιχειρηματικότητα σε όλο το φάσμα της μάθησης (συμπεριλαμβανομένης της γενικής εκπαίδευσης), κατά τα διεθνή πρότυπα.

ΑΕΙ και κοινωνική συνοχή

Ως προς την ανώτατη εκπαίδευση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να επικαθορίζεται από τις (μεταβαλλόμενες ταχύτατα, λόγω και των τεκτονικών μετασχηματισμών στην περίοδο της κρίσης) ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τις αγνοεί. Επίσης, να μην ξεχνάμε ότι δεν μας λείπουν ούτε τα καλά ΑΕΙ, ούτε οι καλοί επιστήμονες, όπως προκύπτει από τις διεθνείς κατατάξεις. Από την άλλη, οι προκλήσεις δεν είναι λίγες.

Πέρα από το αυτονόητο ζήτημα της υποχρηματοδότησης, αυτό που επείγει είναι να πάψει επιτέλους ο διαχρονικά ασφυκτικός εναγκαλισμός του κράτους και να εδραιωθεί ένα εμπράγματο αυτοδιοίκητο, που θα επιτρέψει στα ίδια τα ΑΕΙ να προχωρούν σε ουσιώδη στρατηγικό σχεδιασμό. Συγχρόνως η ενίσχυση του λειτουργικού πλέγματος των ΑΕΙ, με την απομείωση της γραφειοκρατίας ειδικά στην έρευνα (καθώς η κλιμακούμενη σώρευση διοικητικών βαρών στις ερευνητικές διαδικασίες καθίσταται πλέον εμφανές αντικίνητρο), η ενδυνάμωση του ρόλου τους στη Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ) και συνακόλουθα της ανάπτυξης συνεργείων με τους κοινωνικούς εταίρους και τις τοπικές κοινωνίες, η θεσμική κατοχύρωση της ύπαρξης αγγλόφωνων προγραμμάτων σπουδών, όσο και η ενδυνάμωση της παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (πάντα φυσικά με αυστηρές διαδικασίες ακαδημαϊκής πιστοποίησης), αποτελούν κάποια μόνο από τα βήματα που χρειάζεται να γίνουν άμεσα.

Μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα προσπαθήσει να αποκριθεί (και) σε αυτές τις προκλήσεις μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της σχέσης εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, αλλά και στην άμβλυνση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων και συνακόλουθα στην ίδια την κοινωνική συνοχή.

Ο κ. Οδυσσέας Ζώρας είναι καθηγητής Ιατρικής Σχολής, πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ο κ. Νίκος Παπαδάκης είναι καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, αναπληρωτής  διευθυντής του Κέντρου Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης (ΚΕΜΕ-ΠΚ).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 02.09.2019

Παναγιώτης Κιμουρτζής: Η εκπαίδευση τρίζει κάτω από τα πόδια μας

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ*

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η εθνική μας τελετουργία, εκτός των άλλων εορτών, περιλαμβάνει και μία ακόμη άτυπη, του Αυγούστου. Είναι η ημέρα που ανακοινώνονται τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Σύσσωμη σχεδόν η κοινωνία, ο πολιτικός και δημοσιογραφικός κόσμος παρακολουθούν, σχολιάζουν, αναλύουν. Την Τρίτη 27.08, λοιπόν, ήρθε εκ νέου αυτή η «εορταστική» ημέρα.

Πατάει κανείς με ενδιαφέρον τον ιστοσύνδεσμο που κατεβάζει το αρχείο με τις βάσεις εισαγωγής. Νομίζω ότι είναι μια ενέργεια την οποία θα πρέπει να κάνει κάθε ανήσυχος και διερευνητικός πολίτης. Πρόκειται για μια κοινωνικοεκπαιδευτική εικόνα της 18χρονης νεολαίας μας, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Οπως όλες οι «αναγνώσεις» εικόνων, έγκειται και αυτή στη ματιά του παρατηρητή της. Καλός είναι ο σχετικισμός, αλλά υπάρχουν και μερικά στοιχεία που προβάλλουν απαρασάλευτα. Και τότε η εορτή μετατρέπεται σε κατήφεια. Από την πλευρά μου, θα πρόσθετα και σε θυμό. Οι λόγοι, πολλοί. Εδώ θα αρκεστώ στον πιο σημαντικό.

Αριθμός υποψηφίων εφέτος: 103.963. Αριθμός εισακτέων: 80.696 θέσεις (περίπου 79.400 σε ΑΕΙ και 1.296 σε στρατιωτικές σχολές και σχολές Αστυνομίας και Πυροσβεστικής). Πρώτο συμπέρασμα: Ενας σημαντικός αριθμός τελειόφοιτων, οι 23.367, δεν μπορεί (ή και δεν θέλει, για λόγους που ποικίλλουν από την αδυναμία ή την αδιαφορία για σπουδές έως την επίλυση της επιθυμίας για σπουδές με οδούς του εξωτερικού και άλλους τρόπους) να ανταποκριθεί στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Επίσης, συμφώνως και με την ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας, το 25% των επιτυχόντων από τα Γενικά Λύκεια της χώρας έχουν συγκεντρώσει βαθμολογία κάτω από τα 10.000 μόρια. Ενας επιπλέον αριθμός επιτυχόντων, το 40% που είχε φοιτήσει σε Επαγγελματικά Λύκεια, επίσης συγκέντρωσε την ίδια ιδιαιτέρως χαμηλή βαθμολογία. Χάριν απλούστευσης, ας πούμε ότι, αθροιστικά, αυτός ο αριθμός είναι περίπου 25.000 νέοι φοιτητές. Παρότι κατόρθωσαν να εισαχθούν (ή μήπως κατόρθωσε το εξεταστικό σύστημα να τους εισάγει;), δύσκολα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για τους φοιτητές αυτούς ότι επέτυχαν και στις εξετάσεις. Εφόσον εξετάσεις ορίσουμε μια διαδικασία ελέγχου των γνώσεων και όχι έναν συγκριτικό και πολυπαραγοντικό αριθμό.

Από εδώ απορρέει ένα βασικό ερώτημα: Και τι θα κάνουν όλα αυτά τα παιδιά κατά τη φοίτησή τους στο πανεπιστήμιο; Φυσικά, μερικά θα καλύψουν το χαμένο έδαφος. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρετικές –το εννοώ δίσημα, ποιοτικά και ποσοτικά– περιπτώσεις. Η πλειονότητα, όμως, πότε θα καλύψει τα γνωστικά κενά, ακόμη και στα βασικότερα ζητήματα, της έκφρασης γνώμης, της επίλυσης προβλημάτων, της οργανωμένης παράθεσης γνώσεων; Τα πανεπιστημιακά τμήματα που θα χρειαστεί να διαχειριστούν τα ελλείμματα αυτών των παιδιών πώς θα μπορέσουν να ανταποκριθούν; Με ένα άνισο μείγμα: με ανάληψη γνωστικών υποχρεώσεων που δεν θα έπρεπε να επιφορτιστούν και, κυρίως, με περιορισμό των απαιτήσεών τους και με διαρκώς ελαστικότερη διάθεση στις αξιολογήσεις τους. Μαγευτικά είναι συχνά, όταν δεν γίνονται επικίνδυνα, ορισμένα φυσικά φαινόμενα, όπως οι χιονοστιβάδες. Ομως, η εκπαιδευτική χιονοστιβάδα προκαλεί τρόμο. Τρόμο, που ενισχύεται σε μια κοινωνία η οποία έχει ανάγκη από εντατική προσπάθεια. Σε μια κοινωνία που πλήρωσε και πληρώνει ακριβά τις λεκτικές ακροβασίες και τις μετονομασίες. Η μετονομασία της ήσσονος προσπάθειας σε επιτυχία είναι καταστροφική για την εκπαίδευση.

Και ένα ακόμη βασικό ζήτημα, συνεπακόλουθο και εξαιρετικά ευαίσθητο: Προτιμούμε ανοικτές διαδικασίες πανεπιστημιακής εισαγωγής για τη νεολαία μας ή πανεπιστήμια που δίνουν διπλώματα άξια να ονομάζονται «πανεπιστημιακά πτυχία»; Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσω ότι η διάζευξη «ή» είναι ψευτοδίλημμα. Προτιμούμε και χρειαζόμαστε και τα δύο. Ομως, ο δρόμος από το πρώτο προς το δεύτερο είναι, αυτή τη στιγμή, ατελέσφορος. Ακόμη και αν μεταθέσουμε στην εκπαίδευση πολλές από τις άλλες κρατικές μας δαπάνες. Η νοοτροπία θα καταπιεί τα χρήματα, μαζί και την προσπάθεια. Ο δρόμος είναι από το δεύτερο προς το πρώτο, και ας θίγει αυτό υποτιθέμενες κοινωνικές κατακτήσεις. Ενα αγαθό απαξιωμένο, ακόμη και αν διατηρεί τη ζήτησή του για άλλους, παράλληλους από τους βασικούς, λόγους για τους οποίους παρέχεται, δεν θα ανακτήσει ποτέ την αξία του. Η εκπαίδευση, το βασικό αυτό κοινωνικό αγαθό, εκτός από ζήτηση, θα πρέπει να έχει και καταξιωμένο περιεχόμενο. Είναι αγαθό που πρέπει να παρέχεται προς κατάκτηση και όχι να κατακτάται ως παροχή.

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει συνολικά και βαρύτατα. Αναγκαία είναι η συζήτηση για θεσμικές αλλαγές που θα επιφέρουν άμεσες και μακροχρόνιες βελτιώσεις. Υπάρχει όμως ένας καθημερινός παράγοντας που θα πρέπει να αλλάξει άμεσα: η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας. Από μόνη της αυτή η αλλαγή μπορεί να δώσει αποτελέσματα. Ακόμη και στο σημερινό εκπαιδευτικό τοπίο, που είναι παρωχημένο και επιβαρυμένο από τις πολιτικές διαχειρίσεις του. Θεωρώ ότι στους αριθμούς των εφετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων χρειάζεται να γίνει μεγάλη και πολλαπλή επεξεργασία. Επίσης, χρειάζεται να μάθει η κοινωνία τα στοιχεία και τις επεξεργασίες αυτές. Χρειάζεται να αντιμετωπίσει την εικόνα της. Με θάρρος. Χωρίς διάθεση για αδράνειες και ετήσια βολέματα. Αλλωστε, πόσο μπορεί μια κοινωνία να βολευτεί, όταν η εκπαίδευση τρίζει κάτω από τα πόδια της;

* Ο κ. Παναγιώτης Κιμουρτζής είναι καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Ιστορίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης.

 ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*

Η Ελλάδα και το νέο μοντέλο Παιδείας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 14.07.2019

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια συζήτηση που είχα πριν από περίπου δέκα χρόνια με Αμερικανούς συναδέλφους μου, στη διάρκεια της οποίας κάποιοι από αυτούς εξέφρασαν την πεποίθηση πως η καινοφανής και ραγδαία τότε ανάπτυξη των εταιρειών που παρείχαν μαθήματα μέσω του Διαδικτύου θα οδηγούσε στην κατάργηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Οπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, οι συνάδελφοί μου είχαν άδικο, αφού η ανάπτυξη των μαθημάτων online δεν είχε την έκβαση που φοβούνταν. Τα online μαθήματα λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά σε σχέση με την παραδοσιακή Παιδεία.

Το θέμα αυτό επανήλθε στο μυαλό μου καθώς διδάσκω στα ετήσια θερινά σεμινάρια που συνδιοργανώνω κάθε χρόνο στο Ναύπλιο. Εχω αναφερθεί στο παρελθόν σε αυτά και στο πώς συνιστούν ένα υπόδειγμα σε μικρογραφία των τεράστιων δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στη χώρα μας ώστε να καταστεί εκπαιδευτικός προορισμός – αλλά και ευρύτερα τόπος καλλιέργειας και ανάπτυξης των ανθρώπινων δεξιοτήτων. Δεν έχω αναφερθεί όμως στο πώς η σχέση που αναπτύσσεται στα σεμινάρια αυτά ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκόμενους μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τη σημασία της ανθρώπινης επαφής για τη μετάδοση της γνώσης.

Η σημασία της στενής ανθρώπινης επαφής στην Παιδεία δεν εξαντλείται στη δυνατότητα της επικοινωνίας, αφού αυτή είναι πολύ εύκολη με ηλεκτρονικό τρόπο: πολλά online μαθήματα παρέχουν τη δυνατότητα της απευθείας επικοινωνίας μαθητών και καθηγητών. Αντίθετα, το σύγχρονο μαζικό πανεπιστήμιο δεν ενθαρρύνει την επικοινωνία καθώς περιορίζεται στην απρόσωπη (και συχνά στείρα) μέθοδο των καθηγητικών παραδόσεων.

Αυτό που παρατηρώ στα καλοκαιρινά σεμινάρια είναι πως παρέχουν τη δυνατότητα αυθόρμητων επαφών που καλύπτουν ένα μεγάλο θεματολογικό εύρος, το οποίο ξεπερνά το αντικείμενο της διδασκαλίας. Δάσκαλοι και μαθητές συνυπάρχουν σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τη συνεχή επικοινωνία. Νομίζω πως εκεί ακριβώς έγκειται η σημασία της ανθρώπινης επαφής, δηλαδή στον αυθορμητισμό και στη θεματολογική ευρύτητα. Τι είναι όμως αυτό που καθιστά τα στοιχεία αυτά τόσο σημαντικά;

Η αυθόρμητη επικοινωνία είναι ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός τρόπος μεταφοράς σύνθετων πληροφοριών, ιδίως όταν γίνεται από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς να τη χειριστούν, έχοντας οι ίδιοι μεγαλώσει σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που την καλλιεργεί. Επιτρέπει τη μετάδοση σύνθετων πληροφοριών και γνώσεων με ταυτόχρονη ταχύτητα και βάθος. Για να το πω διαφορετικά, ο μαθητής μαθαίνει παρατηρώντας τη γνώση του δασκάλου να ξεδιπλώνεται πολυδιάστατα. Η επανάληψη της αυθόρμητης αυτής επικοινωνίας επιτρέπει την ανάπτυξη του κριτικού τρόπου σκέψης, ενός εξελιγμένου εργαλείου επεξεργασίας πληροφοριών – με άλλα λόγια ενός προωθημένου αλγόριθμου. Η θεματολογική ευρύτητα, από την άλλη, επιτρέπει το «άνοιγμα» του μυαλού και τη διαμόρφωση της πνευματικής ευελιξίας.

Η αναγνώριση της σημασίας των δύο αυτών παραγόντων είναι επαναστατική δίχως να είναι καινούργια. Ουσιαστικά, υπήρξε η βάση του τρόπου εκπαίδευσης των ελίτ στην προβιομηχανική εποχή, που επιβίωσε μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση σε αριστοκρατικούς θυλάκους όπως τα κορυφαία πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αμερικής με την επωνυμία της «φιλελεύθερης παιδείας» (liberal arts education). Ο εκδημοκρατισμός της μεθόδου αυτής ήταν αδύνατος, αφενός γιατί η Παιδεία αυτού του είδους έχει τεράστιο κόστος και αφετέρου γιατί τόσο η βιομηχανική οικονομία όσο και η οικονομία των υπηρεσιών δεν είχαν ανάγκη για τέτοιου είδους δεξιότητες σε μαζική κλίμακα. Οι βιομηχανικοί εργάτες και οι υπάλληλοι των εταιρειών έπρεπε να είναι υπάκουοι και καλοί στο να εκτελούν πολύ συγκεκριμένα, μετρήσιμα έργα περιορισμένης εμβέλειας – όχι να σκέφτονται κριτικά και να εργάζονται δημιουργικά.

Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση οδηγεί στη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, όπου η απασχόληση δεν θα βασίζεται πλέον στη διαίρεση εργασίας αλλά σε διαφορετικές δεξιότητες, που θα απαιτούν πνευματική ευρύτητα και ευελιξία. Η μετάδοσή τους προϋποθέτει με τη σειρά της αυθόρμητη επικοινωνία και μεγάλη θεματολογική ευρύτητα. Η μετάβαση στο νέο αυτό μοντέλο Παιδείας δεν θα είναι ούτε γρήγορη ούτε εύκολη. Αλλά η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί στην πρωτοπορία της.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι ανισότητες και η παιδεία

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

​​Εάν όντως η πολιτική αποτελεί τη συμπυκνωμένη έκφραση των συγκρουόμενων συμφερόντων στην οικονομία, τότε η οικονομική κρίση των τελευταίων δέκα χρόνων θα εξακολουθεί να παραμένει ανεπίλυτη για μακρύ χρονικό διάστημα και να τροφοδοτεί με τη σειρά της τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, φαινόμενα τύπου Τραμπ και Brexit.

Η πραγματική αιτία που οδήγησε στη βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση από το 2008, ήταν η τρομακτική διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί που άρχισαν κατ’ ακολουθία να δημιουργούνται, ανατρέποντας τα ιστορικά δεδομένα ενός μοντέλου ανάπτυξης 60 και πλέον χρόνων στη Δύση.

Το χειρότερο όλων ήταν ότι αυτή η σαρωτική κρίση των τελευταίων δέκα ετών επέτεινε δραματικά τις κοινωνικές ανισότητες, αντί να οδηγήσει στο κλείσιμο της «ψαλίδας» φτωχών και πλουσίων και αυτό είναι μία ευθύνη που βαρύνει αποκλειστικά την πολιτική τάξη. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία έως τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, υπήρξε η ίδια σχεδόν εξέλιξη.

Η οικονομική ελίτ στις χώρες της Δύσης, μετά τη δεκαετία του 1980, για το μόνο πράγμα που δείχνει να ενδιαφέρεται είναι για τους φορολογικούς «παραδείσους», τίποτε περισσότερο. Είναι ευθύνη των πολιτικών πάντοτε η συνοχή και η ισορροπία του κοινωνικού συστήματος, ας μη γελιόμαστε. Εκεί πρέπει να απευθυνθούμε…

Αντιθέτως λοιπόν με όλα όσα έπρεπε να συμβούν, «παραιτήθηκαν» από την αποστολή τους οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, το κοινωνικό κράτος και όλοι οι μηχανισμοί εξισορρόπησης των ταξικών αντιθέσεων υποβαθμίστηκαν και το άνοιγμα των ανισοτήτων μεταξύ των παραγωγικών ομάδων του πληθυσμού διογκώθηκε επικίνδυνα. Με άλλα λόγια, οι πλούσιοι έγιναν κατά πολύ πλουσιότεροι κατά την περίοδο της κρίσης και οι φτωχοί κατά πολύ φτωχότεροι, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένας ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος, με ανυπολόγιστες πολιτικές συνέπειες. Αυτό το αδιέξοδο πληρώνουμε οι περισσότερες χώρες του δυτικού ημισφαιρίου. Το πλέον χαρακτηριστικό είναι ότι η άλλοτε κραταιά μεσαία τάξη δεν μπορεί τούτη την ώρα να επιβιώσει και να αισθανθεί ασφαλής στην πορεία της. Με χαμηλότερα εισοδήματα, με ανέργους εκπαιδευμένους άλλοτε επαγγελματίες, χωρίς την κρατική πρόνοια και κυρίως χωρίς τη δυνατότητα των απαραίτητων σπουδών για τα παιδιά της, η πρώην μεσαία κοινωνική τάξη τσακίστηκε κυριολεκτικά από την κρίση και αντιδρά τώρα τυφλά, με έναν τρόπο κραυγαλέο και ανατρεπτικό απέναντι στο παραδοσιακό σύστημα, χωρίς επί της ουσίας προοπτική καμία. Αυτό είναι το μείζον σήμερα πρόβλημα…, η έλλειψη προσδοκιών από τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, η οποία φαίνεται να οδηγείται απογοητευμένη και ταπεινωμένη στην οποιαδήποτε κάθε φορά εκλογική διαδικασία.

Η εκπαίδευση και η παιδεία για παράδειγμα, που δημιουργούσαν πάντοτε την ειδοποιό διαφορά στον δυτικό πολιτισμό και το μοντέλο ανάπτυξης, έχουν γίνει πλέον μία ακριβή υπηρεσία για τη μεγάλη πλειοψηφία, ένα δημόσιο αγαθό που δεν είναι καθόλου εύκολο να κερδηθεί από τους περισσότερους. Δεν είναι λίγο αυτό ως εξέλιξη. Είναι πολύ χαρακτηριστικό γεγονός, πολύ δραματικό. Είναι μία τεράστια ανατροπή, ιστορικά μία απρόβλεπτη οπισθοδρόμηση. Είναι μια κοινωνική ήττα για την πολυπληθέστερη τάξη και αυτό μετράει πολιτικά.

Η πρόσβαση στη γνώση και στην επιστημονική εκπαίδευση, έπειτα από πολλές δεκαετίες έγιναν ένα ταξικό πάλι προνόμιο, πραγματικά είναι απίστευτο! Πώς να μην υπάρξουν κάθε λογής αντιδράσεις; Η νέα φάση της τεχνολογίας, η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή οικονομία έχουν αναποδογυρίσει τα πάντα, από τα εκπαιδευτικά συστήματα μέχρι τα παραδοσιακά επαγγέλματα και τα επιστημονικά δεδομένα.

Πώς λοιπόν να μην αγωνιά, να μη διαμαρτύρεται η ισχυρή άλλοτε μεσαία τάξη, για το πώς θα επιβιώσουν και θα εξελιχθούν υπό αυτές τις συνθήκες τα παιδιά της; Πώς να μην προβληματίζεται για το πώς θα κατακτήσουν τις αναγκαίες γνώσεις και τη σύγχρονη διαρκώς αναπτυσσόμενη μόρφωση τα παιδιά της, στοιχείο απαραίτητο για ένα μίνιμουμ εισοδηματικό επίπεδο και εύλογο στάτους διαβίωσης

Αποψη: Η αναγκαία στροφή στην εκπαίδευση

ΝΙΚΟΣ ΒΕΤΤΑΣ*, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ*

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

​​Με τη λήξη του τρίτου μνημονίου αρχίζει μια πολύ κρίσιμη περίοδος για τη χώρα. Αν δεν δημιουργηθούν ουσιαστικές συνθήκες για ανάπτυξη, δεν θα επικρατήσει απλώς μόνιμη στασιμότητα, αλλά η κρίση θα επανέλθει με σφοδρότητα. Βραχυχρόνια, οι αναπτυξιακές προοπτικές εξαρτώνται από την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και τη δυνατότητα προσέλκυσης επενδύσεων.

Στο βάθος όμως του προβλήματος και μεσοπρόθεσμα, θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στη δομή της παραγωγής και τη λειτουργία θεσμών, με επίκεντρο τη δημόσια διοίκηση, το σύστημα δικαιοσύνης και την εκπαίδευση.

Ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης, η κατάσταση είναι ακραία ανησυχητική. Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ αναλύει τη βαθιά ρήξη που προκάλεσε η κρίση στην ήδη προβληματική σχέση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας.

Στις παλαιότερες ανισορροπίες, που διογκώθηκαν, έχουν προστεθεί νέες. Ενώ οι απόφοιτοι λυκείου συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη μετάβαση στην απασχόληση, έχουν διογκωθεί εκθετικά οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης. Οι άνεργοι πτυχιούχοι μεταξύ 2008-2017 σχεδόν τριπλασιάστηκαν (από 94.000 σε 260.000), ενώ οι άνεργοι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης υπερδιπλασιάστηκαν (από 165.000 σε 395.000).

Η εξέλιξη δεν αποτελεί έκπληξη εφόσον, μεταξύ 2001-2017, οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης στον πληθυσμό διπλασιάστηκαν (από 1,1 εκατ. σε 2,1 εκατ..). Η τάση αύξησης της ανεργίας πτυχιούχων και η φυγή στο εξωτερικό είχαν ξεκινήσει πριν από την έναρξη της κρίσης.

Πριν από την κρίση, η πρόσβαση σε δημόσιο δανεισμό, αλλά και σε ευρωπαϊκούς πόρους, επέτρεψε στο κράτος να επιμερίσει προσωρινή ευημερία σε ομάδες που επέλεγε, αυξάνοντας τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και τις αποδοχές τους, τις συντάξεις, τα προνόμια ειδικών ομάδων και προμηθευτών του.

Στο πλαίσιο αυτό, αυξήθηκαν πολύ οι δαπάνες για την εκπαίδευση, και διευρύνθηκε η πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της. Αν και η δομή του συστήματος υστερούσε, το πρόβλημα καλύπτονταν μέσα στη μεγέθυνση της οικονομίας. Οι απόφοιτοι της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, άλλωστε, κατευθύνονταν κατά προτεραιότητα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή επαγγέλματα και δραστηριότητες με εξάρτηση από κρατικές ρυθμίσεις. Η διασύνδεση της εκπαίδευσης με τις επιχειρήσεις ήταν ιδιαίτερα ασθενής.

Οταν το παραγωγικό υπόδειγμα κατέρρευσε, μειώθηκε η χρηματοδότηση και στην εκπαίδευση. Αλλά δεν υπήρξε εκσυγχρονισμός στη δομή, ούτε αλλαγή προσανατολισμού – στον βαθμό που αυτό επιχειρήθηκε, απέτυχε λόγω αντίστασης.

Οι αναγκαίες τομές έμειναν ουσιαστικά εκτός των προγραμμάτων προσαρμογής. Αλλωστε είναι τέτοια η φύση τους που δεν μπορούν να εφαρμοσθούν με έξωθεν επιβολή, χωρίς πολιτική βούληση και κοινωνική στήριξη.

Η κατάσταση σήμερα είναι πλήρως αδιέξοδη. Η οικονομία δεν θα δημιουργεί θέσεις εργασίας κατάλληλες για τους αποφοίτους του σημερινού συστήματος. Αντίθετα, για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, με κέντρο εξωστρεφή και καινοτόμα επιχειρηματικότητα, θα λείπουν στελέχη, επιστήμονες και εργαζόμενοι με κατάλληλη εκπαίδευση.

Την ώρα που ο ιδιωτικός τομέας αναπτύσσεται, έστω και δειλά, απορροφώντας περισσότερο αποφοίτους της τεχνολογικής εκπαίδευσης και της ανώτατης με πραγματική όμως εξειδίκευση αιχμής, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι προσανατολισμένο στο χθες.

Η απαραίτητη προσαρμογή συνδέεται με δύο επιμέρους προκλήσεις: τη δημιουργία συστήματος αυτόνομων ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, με ευέλικτη οργάνωση και αποτελεσματική διοίκηση· και την οικοδόμηση ενός αποκεντρωμένου συστήματος μέσης εκπαίδευσης. Αυτό απαιτεί ριζική αλλαγή της διακυβέρνησης στην εκπαίδευση, αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης, του τρόπου διοίκησης και αξιολόγησης. Απαιτείται βούληση και σχέδιο. Αν, όμως, οι αλλαγές δεν γίνουν, η ελληνική πολιτεία, απλώς θα παράγει νέες γενιές δεκάδων εκατοντάδων πτυχιούχων χωρίς αντίκρισμα, διαιωνίζοντας την κρίση πέρα από τη σημερινή νέα γενιά και στις αυριανές.

* Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι δρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής LSE, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 11.06.2018

Αποψη: Παιδεία, κοινωνία και ανάπτυξη!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Κ​​λείνοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον κύκλο των μνημονίων, εκτός από το πολυθρύλητο σχέδιο για την ανάπτυξη και το απαιτούμενο οικονομικό μοντέλο, το πολιτικό σύστημα πρέπει να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με την παιδεία, η οποία έτσι κι αλλιώς θεωρείται θεμελιώδης παράμετρος για την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική πρόοδο. Η παιδεία και η εκπαίδευση, άλλωστε (για να κλέψουμε από τις Πανελλαδικές το έξυπνο θέμα της έκθεσης), είναι ο τομέας στον οποίο η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα τρομακτικότερα ελλείμματα συγκριτικά με τις άλλες προηγμένες χώρες της Ευρώπης και αυτό δεν μπορεί κανείς να το υποβαθμίσει, με τον οποιοδήποτε τρόπο, ό,τι είδους ιδεοληψία και να κουβαλάει πάνω του. Η παιδεία είναι προτεραιότητα επιβίωσης, πλέον, για τον τόπο μας και ως τέτοια επιβάλλεται να την αξιολογήσει και να την αναβαθμίσει, επειγόντως μάλιστα, η πολιτική τάξη. Η παιδεία σήμερα είναι ένα πολύ σημαντικό οικονομικό θέμα, αλλά και ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα για την τσακισμένη από τη δεκαετή κρίση Ελλάδα…

Η παιδεία, πράγματι, είναι ένα κολοσσιαίας σημασίας ζητούμενο για την ελληνική κοινωνία και το μέλλον της νέας γενιάς, καθώς αποτελεί το βασικό μοτέρ εξέλιξης της κοινωνικής δομής, των επιστημών και του πολιτισμού. Εκτός από εργαλείο βασικό, φυσικά, για την αναβάθμιση της οικονομίας και της τεχνολογίας. Η παιδεία, μαζί με την ελευθερία και τη δημοκρατία, έννοιες αναπόσπαστες άλλωστε και μεταξύ τους ανατροφοδοτούμενες, αποτελούν το ύψιστο δημόσιο αγαθό στον σύγχρονο κόσμο. Η πρόσβαση στην παιδεία αφορά ή πρέπει να αφορά όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες και αυτή ήταν η επιτυχία του μεταπολεμικού συστήματος της Δύσης. Η περίφημη μεσαία τάξη, η οποία λειτούργησε όντως ως η ραχοκοκαλιά του μεταπολεμικού μοντέλου, ήταν το αποτέλεσμα αυτής της ευρύτερης πρόσβασης στην παιδεία γενικότερα και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ειδικότερα.

Η παιδεία υπήρξε ο μεγάλος κοινωνικός αναβατήρας (και περισσότερο στις φτωχότερες χώρες σαν την Ελλάδα) και ο παράγοντας σύγκλισης ισοδυνάμων ευκαιριών και δυνατοτήτων, πεμπτουσία δηλαδή της δημοκρατίας και κάθε πολιτισμένης και ανεπτυγμένης κοινωνίας. Τα χρόνια της κρίσης, όμως, στην Ελλάδα αυτός ο εξαιρετικός μηχανισμός σχεδόν κονιορτοποιήθηκε. Η ανικανότητα των πολιτικών ηγεσιών και τα συντεχνιακά συμφέροντα των άμεσα εμπλεκομένων οδήγησαν στο τέλμα και την απαξίωση. Η εθνικά απαράδεκτη έλλειψη συγκρότησης και στόχων με γνώμονα την παιδεία, από όλο το πολιτικό σύστημα, οδήγησε γρήγορα στην περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Σήμερα, τα περιθώρια που διαθέτουν αρκετές κοινωνικές ομάδες για να σπουδάσουν τα παιδιά τους είναι δραματικά συμπιεσμένα… Αρα; Η απόκτηση των γνώσεων, η ανάδειξη των δεξιοτήτων, η εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, οι μεταπτυχιακές σπουδές και οι καλές δουλειές θα είναι στην Ελλάδα το αποκλειστικό προνόμιο των εύπορων οικογενειών;

Η νέα εποχή της ατελείωτης τεχνολογίας, της πλούσιας γνώσης, του καλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και της ταχύτατης μετανάστευσης των πληροφοριών και των κεφαλαίων, διαμορφώνει οικονομίες πολύ υψηλής ανταγωνιστικότητας. Οι κοινωνίες που δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτήν την πρόκληση κινδυνεύουν να γκρεμιστούν (και ήδη υποχωρούν) από τη θέση που έχουν καταλάβει στο διεθνές σύστημα επί πολλές δεκαετίες. Πόσο μάλλον η Ελλάδα! Το αντίδοτο ασφαλώς είναι η παιδεία δυνατού επιπέδου, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και έρευνα. Από την ικανότητα των χωρών, στη δημιουργία νέων ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών διεθνούς ζήτησης, στη νέα τεχνολογία που μεταβάλλει τα κόστη και τους οικονομικούς κλάδους, θα κριθούν η ανάκαμψη των οικονομιών και η ανάπτυξη των κοινωνιών, για τις οποίες πολύς λόγος γίνεται πρωτίστως σήμερα στη χώρα μας. Είναι ο επόμενος κύκλος που θα κρίνει τη βιωσιμότητα και την προοπτική, το βιοτικό επίπεδο, τα εισοδήματα, τις θέσεις απασχόλησης, ιδίως για την Ελλάδα. Εάν πράγματι η χώρα μας θα καταφέρει κάποτε, δηλαδή, να βγει από την κρίση…

 

 
ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ

Σουηδικά κουπόνια εκπαίδευσης

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 21.01.2018

Σ​​την πρωτεύουσα-χώρα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας γίνεται από το 1992 ένα ενδιαφέρον όσο κι αποδοτικό για την Παιδεία πείραμα. Οι Σουηδοί πολίτες είναι ελεύθεροι να διαλέξουν το σχολείο των παιδιών τους. Παίρνουν από το κράτος ένα κουπόνι που αντιστοιχεί στα δίδακτρα των παιδιών τους και το καταθέτουν στο σχολείο της επιλογής τους, που μπορεί να είναι δημόσιο (δηλαδή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης), μη κερδοσκοπικό, ή ιδιωτικό. Το σουηδικό σύστημα σχολικών κουπονιών, σύμφωνα με τον Σουηδό ιδιοκτήτη σχολείων Peje Emilsson (όπως καταγράφεται στο νέο βιβλίο «Το κίνητρο του κέρδους στην εκπαίδευση») αποτελείται από πέντε βασικά μέρη:

• Υπάρχει ο πυρήνας του προγράμματος διδασκαλίας τον οποίο πρέπει να ακολουθούν όλα τα σχολεία που λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση. Η Εθνική Σχολική Επιθεώρηση παρακολουθεί τη συμμόρφωση και αποτιμά την ποιότητα.

• Τα εγκεκριμένα ανεξάρτητα σχολεία χρηματοδοτούνται βάσει του αριθμού των μαθητών που εκπαιδεύουν – ένα κουπόνι για κάθε μαθητή που επιλέγει το συγκεκριμένο σχολείο. Η Εθνική Σχολική Επιθεώρηση έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα της έγκρισης των σχολείων. Οι τοπικές αρχές μπορούν να υποβάλουν ένσταση –και το κάνουν συχνά–, αλλά δεν μπορούν να ασκήσουν βέτο στην απόφαση.

• Το ποσό του κουπονιού καταβάλλεται από την εκάστοτε τοπική αρχή και ποικίλλει από κοινότητα σε κοινότητα ανάλογα με τις διαφορές στο κόστος. Η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι οι τοπικές αρχές υποχρεούνται να καταβάλλουν στα ανεξάρτητα σχολεία ένα ποσό που αντιστοιχεί στο μέσο κόστος ενός μαθητή στο τοπικό κρατικό σχολείο, το οποίο ο μαθητής αυτός θα παρακολουθούσε υπό άλλες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι τα ανεξάρτητα σχολεία δεν αυξάνουν την κρατική εκπαιδευτική δαπάνη ανά μαθητή – απλώς την αναδιανέμουν σύμφωνα με τις επιλογές των γονέων και των μαθητών. Αυτό το ονομάζουμε «κουπόνι», αλλά στην πράξη τα ανεξάρτητα σχολεία χρεώνουν άμεσα τις τοπικές αρχές, βάσει του αριθμού των εγγεγραμμένων σε αυτά μαθητών.

• Τα ανεξάρτητα σχολεία δεν επιτρέπεται να χρεώνουν επιπρόσθετα δίδακτρα. Ετσι δεν μπορούν να διαλέγουν μαθητές, αλλά οφείλουν να τους αποδέχονται στη βάση της χρονικής τους προτεραιότητας.

• Εντός του πλαισίου του προγράμματος διδασκαλίας, τα ανεξάρτητα σχολεία είναι ελεύθερα να οργανώνουν τα εκπαιδευτικά και ωρολόγια προγράμματά τους, καθώς και τις παιδαγωγικές τους μεθόδους. Η μεταρρύθμιση των ελεύθερων σχολείων συνοδεύτηκε από απορρύθμιση, από ένα σύστημα που το κράτος ρύθμιζε κάθε λεπτομέρεια, μέχρι και το μέγεθος της σχολικής τάξης, σε ένα σύστημα που το κράτος ελέγχει τις επιδόσεις και τα αποτελέσματα, αλλά δίνει έναν μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας ως προς τις μεθόδους και τις επιμέρους λεπτομέρειες.

Η Barbara Bergstrom παραιτήθηκε από δασκάλα ενός κρατικού σχολείου και με το όνειρο «να δημιουργήσω το δικό μου σχολείο, στο σχήμα και στη μορφή που πίστευα με πάθος. Αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν έμενα στο κρατικό σχολικό σύστημα. Μόνο ιδρύοντας το δικό μου σχολείο, με ελευθερία δράσης, μπόρεσα να πετύχω όσα πέτυχα… το 2002, με προσέγγισε ο δήμος της Järfälla, βόρεια της Στοκχόλμης, ζητώντας μου να αναλάβω και να αναμορφώσω ένα αποτυχημένο κρατικό σχολείο, επίσης σε μια περιοχή μεταναστών, πράγμα που έκανα». Μέχρι το 2011 η εταιρεία της Internationella Engelska Skolan (IES) εκπαίδευε πάνω από 11.000 μαθητές σε 17 σχολεία σε ολόκληρη τη Σουηδία – πράγμα που την έκανε τη μεγαλύτερη οργάνωση ελεύθερων σχολείων στο επίπεδο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η ίδια είναι πεπεισμένη ότι «αν οι κυβερνήσεις θέλουν να δοκιμάζονται νέες ιδέες, θα πρέπει να επιτρέπουν σε αυτές να εφαρμόζονται έξω από το υφιστάμενο κρατικό σύστημα. Και όσοι προσφέρουν νέες ιδέες πρέπει να μπορούν να φτάνουν στους γονείς, στους πραγματικούς τους “πελάτες”, και να μην εξαναγκάζονται να εξαρτώνται από τα τοπικά σχολικά συμβούλια που σχεδόν πάντα υπονομεύουν αυτές τις προσπάθειες. Η αντίληψη ότι η οικονομία της αγοράς χαρακτηρίζεται απλώς και μόνο από το κίνητρο του κέρδους συνιστά μια απόλυτη παρανόηση. Συχνά παραβλέπεται το γεγονός ότι μια κομβική πτυχή μιας “αγοράς” είναι το ότι ενθαρρύνει τον πειραματισμό και επιτρέπει σε ανθρώπους με ιδέες να τις θέτουν σε εφαρμογή… Χωρίς την ελευθερία της αγοράς όμως, πολλές εξαίρετες ιδέες και όνειρα δεν θα φτάσουν το στάδιο της δοκιμής τους στην πράξη, και επιχειρήσεις όπως η IES δεν θα υπήρχαν».

Οι επικριτές

Υπάρχουν βεβαίως και οι επικριτές του νέου σουηδικού εκπαιδευτικού συστήματος, που υποστηρίζουν ότι μετά την εισαγωγή των κουπονιών οι επιδόσεις των μαθητών σύμφωνα με τους δείκτες PISA μειώθηκαν. Αυτό είναι αληθές. Κοιτάζοντας το Pisa results on focus που εξέδωσε ο ΟΟΣΑ (το τελευταίο αφορούσε το 2015), βλέπουμε ότι η βαθμολογία στη Σουηδία κατά μέσον όρο τις τρεις τελευταίες χρονιές: έπεσε στο επιστημονικό πεδίο κατά τέσσερις μονάδες (-4), ανέβηκε στην ανάγνωση κατά μία μονάδα (+1), κι έπεσε στα μαθηματικά κατά πέντε μονάδες (-5). Το ίδιο όμως και στη Φινλανδία: επιστήμη -11, ανάγνωση -5, μαθηματικά -10! Οι δείκτες του ΟΟΣΑ που αποτυπώνουν τις βασικές αυτές δεξιότητες υποχωρούν (αυτό μάλλον έχει να κάνει με το γεγονός ότι διάφορα ηλεκτρονικά γκάτζετ μπήκαν στην ζωή των μαθητών) κατά μέσον όρο μία μονάδα στην τριετία. Σε κάποιες χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία πολύ (επιστήμη -7, ανάγνωση -6, μαθηματικά -8), σε κάποιες χώρες, όπως η Σιγκαπούρη ανεβαίνουν (επιστήμη +7, ανάγνωση +5, μαθηματικά +1) και σε πολλές τα αποτελέσματα είναι μεικτά.

Η σύγκριση όμως πρέπει να γίνει εντός της Σουηδίας. «Η πιο σημαντική πτυχή της μεταρρύθμισης των κουπονιών και της νέας εκπαιδευτικής αγοράς», γράφει ο Peje Emilsson, «είναι πως οι μαθητές των ανεξάρτητων σχολείων έχουν καλύτερες ακαδημαϊκές επιδόσεις από τους μαθητές των κρατικών σχολείων. Ενας τέτοιος δείκτης των επιδόσεων ονομάζεται “βαθμολογική αξία” – είναι ο μέσος όρος των βαθμών που λαμβάνουν οι μαθητές… Την άνοιξη του 2011 η μέση βαθμολογία των αποφοίτων της ένατης τάξης σε όλα τα σουηδικά υποχρεωτικά σχολεία –κρατικά και ανεξάρτητα– ήταν 211. Μόνο στα ανεξάρτητα σχολεία ήταν 229. Ενας ακόμα δείκτης είναι τα εθνικά διαγωνίσματα στα κύρια αντικείμενα που διεξάγονται σε όλα τα σχολεία και διορθώνονται σύμφωνα με ένα πανεθνικό πρότυπο (σ.σ.: σαν τις δικές μας Πανελλαδικές). Κι εδώ, οι μαθητές των ανεξάρτητων σχολείων έχουν σαφώς καλύτερες επιδόσεις… Και θυμηθείτε πως δεν επιτρέπεται στα ανεξάρτητα σχολεία, σε καμία βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος, να επιλέγουν τους μαθητές τους»…

​​«Το κίνητρο του κέρδους στην εκπαίδευση: Συνεχίζοντας την επανάσταση», επιμέλεια James B. Stanfield, μετάφραση Νίκος Ρώμπαπας, εκδ. Παπαδόπουλος.

Κοινωνική Ευρώπη, μία νέα Παιδεία

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19.11.2017

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο ​​Ζακ Ντελόρ, θέλοντας κάποτε να δώσει μία περισσότερο πολιτική και κοινωνική διάσταση στην προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης, είχε υπογραμμίσει ότι είναι «αδύνατον να ερωτευτείς μία κοινή αγορά» όσο και να το προσπαθήσεις. Η βαθιά οικονομική κρίση, η οποία χτύπησε την καρδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος απειλώντας και την ίδια την ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος, απέδειξε την αλήθεια των λόγων, τη στοχαστικότητα και τη διορατικότητα του σοφού πρώην ηγέτη της Κομισιόν. Η Ευρώπη χρειάζεται αναμφίβολα ένα ισχυρό κοινωνικό υπόβαθρο, υπερεθνικής εμβέλειας, όχι για να εξισορροπεί μόνο οικονομικές εξελίξεις, αλλά και για να καταφέρει να επιτύχει την ολοκλήρωσή της, την ένωση.

Η οικονομική Ευρώπη προϋποθέτει την πολιτική Ευρώπη, για την οποία προαπαιτούμενη βάση είναι η κοινωνική Ευρώπη. Τι μπορεί να σημαίνει όμως αυτό; Προφανώς όχι την επανίδρυση του χρυσού κοινωνικού κράτους, όπως αναπτύχθηκε μετά το 1950 συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της Δύσης. Το μοντέλο αυτό, δυστυχώς, είναι αδύνατον να σταθεί και να συντηρηθεί πλέον μέσα στις συνθήκες του άγριου ανταγωνισμού που επέφερε η παγκοσμιοποίηση, αλλά δεν συνεπάγεται ότι η Ευρώπη θα πρέπει να παραμείνει με σταυρωμένα τα χέρια, παρακολουθώντας τη διόγκωση του λαϊκισμού και του εθνικισμού, εξαιτίας του κοινωνικού ελλείμματος που προκλήθηκε. Κοινωνική Ευρώπη μπορεί να σημαίνει ισχυρή πολιτική, σε ενιαίο επίπεδο, που θα αμβλύνει σημαντικά τις νέες εκρηκτικές ανισότητες μεταξύ των μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Σημαίνει επίσης πολιτική νέων και ίσων ευκαιριών πρόσβασης, για όλες τις κοινωνικές τάξεις, στα βασικά δημόσια αγαθά, όπως είναι η υγεία και πρωτίστως η παιδεία.

Ανεξαρτήτως των συμπερασμάτων και των θέσεων που θα προκύψουν μετά την προχθεσινή σύνοδο για την εργασία και την καταπολέμηση της ανεργίας, στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, το κορυφαίο θέμα για τη συγκρότηση ενός κεντρικού κοινωνικού πυλώνα είναι πράγματι η παιδεία. Η αναβάθμιση της παιδείας και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε μία πανευρωπαϊκή βάση πραγμάτων. Η παιδεία θα πρέπει ίσως να λειτουργήσει ως το κρισιμότερο προωθητικό μοτέρ αυτού του μοναδικού οικονομικού και πολιτικού project που λέγεται Ενωμένη Ευρώπη και τώρα είναι η ευκαιρία.

Η παιδεία εμπεριέχει ως γνωστόν πολλά και ουσιαστικά θέματα, ας επισημάνουμε τη μείωση των ταξικών αντιθέσεων, πράγμα που διευκολύνει την κοινωνική συνοχή, η οποία έχει διαταραχθεί πολύ άσχημα τα χρόνια της κρίσης στα κράτη-μέλη. Η παιδεία λειτουργεί σαν κοινωνικός αναβατήρας, προσφέροντας τη γνώση, χωρίς διακρίσεις, σε όσους έχουν τα προσόντα και τη δίψα της δημιουργίας και της επιτυχίας. Αρα, με την παιδεία ανανεώνονται οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, απελευθερώνονται ηγετικές ικανότητες, βελτιώνονται δεξιότητες, γεννιούνται καινοτόμες ιδέες κ.λπ. Απαιτούνται λοιπόν υψηλά στάνταρ, αλλά παράλληλα δυνατά κίνητρα και όροι που θα υποστηρίζουν την πρόσβαση στην παιδεία, όλων των βαθμίδων, από το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει πολιτική, δημοκρατία και δημόσιος χώρος, απόλυτα ταυτισμένα στοιχεία με την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Τέτοιου τύπου πολιτική είναι αναγκαία, ειδικότερα σήμερα, με δεδομένο ότι η κρίση έχει τσακίσει τη μεσαία τάξη, τα εισοδήματα της οποίας δεν μπορούν να στηρίξουν τις σπουδές των παιδιών της.

Παράλληλα βεβαίως, η υψηλού επιπέδου παιδεία αποτελεί το πλέον σύγχρονο εργαλείο για την αύξηση της παραγωγικότητας των οικονομιών των κρατών-μελών, άρα και για την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Είναι καθαρά στοιχείο της ανταγωνιστικότητας το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, η κατάρτιση, η εξειδίκευση, η ικανότητα προσαρμογής και συνεργασίας, σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον το οποίο αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με νέες τεχνολογίες και εφαρμογές. Στοιχεία θεμελιώδη για το μέλλον είναι όλα αυτά και είναι χαρακτηριστικό πως στο μέτωπο αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες προηγούνται με μεγάλη απόσταση. Τέλος, όμως, η προτεραιότητα σε παιδεία και σε σύγχρονα εκπαιδευτικά προγράμματα πάνω σε μία κοινή αντίληψη, είναι αυτή η πολιτική η οποία μπορεί να δημιουργήσει την απαραίτητη κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση. Να νιώσουμε πολίτες της Ευρώπης!

 

 ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ

Είμαστε η παιδεία μας

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Γιατί άραγε ενώ εδώ και δεκαετίες, δεκάδες χιλιάδες νέοι συμμετέχουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, σπουδάζουν και αποφοιτούν, το πολιτιστικό και μορφωτικό επίπεδο της χώρας παραμένει χαμηλό; Γιατί, δηλαδή, η επιθυμία (υπαρκτή ή επιβεβλημένη) για ανώτατες σπουδές συνυπάρχει με άνθηση των χειρότερων χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας και υποστολή όλων εκείνων που οδηγούν στην κατάκτηση της, μετά κόπου και αξιολόγησης, «αριστείας»; Στην πρώτη ερώτηση εμπεριέχεται ενδεχομένως και μέρος της απάντησης: πώς είναι δομημένο το σύστημα των εξετάσεων, τι σημαίνει «θέλω να μπω στο πανεπιστήμιο» για τον υποψήφιο, τι σημαίνει μπαίνω στο πανεπιστήμιο με βαθμολογία ακόμη και πολύ κάτω από τη βάση του 10, ποιο είναι το επίπεδο των σπουδών, κ.ο.κ. Εδώ και δεκαετίες η είσοδος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ο κύριος στόχος στη ζωή της ελληνικής οικογένειας. Στόχος και τρύπα την ίδια στιγμή. Για την ακρίβεια, όλο και μεγαλύτερη «τρύπα» που οδηγεί είτε σε κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού είτε στην ανεργία ή και στα δύο.

Στον πυλώνα (έτσι δεν τον αποκαλούμε;) «εκπαίδευση» κατοικούν παθογένειες μέσα από τις οποίες εύκολα διαβάζει κανείς την ελληνική κοινωνία και πολιτεία, τον «ελληνικό» τρόπο σκέψης και προσέγγισης της πραγματικότητας. Τα διαχρονικά προβλήματα της εκπαίδευσης διαμορφώνουν συστήματα αξιών, παρασιτισμού, κακώς εννοούμενου «επιβιωτισμού» –καθώς κατρακυλάει εύκολα στο άδειασμα και στην ανημπόρια– διαπλοκών, ωχαδελφισμού, εξυπνακισμού, στρεβλού ανταγωνισμού (χωρίς κανόνες), ένα πλέγμα υστερήσεων και παραμορφώσεων.

Μέσω της εκπαίδευσης, όλων των βαθμίδων, μαθαίνουμε ή δεν μαθαίνουμε να διαβάζουμε ιστορία, να σεβόμαστε το περιβάλλον, να αξιολογούμε και να αξιολογούμαστε, να επιχειρηματολογούμε, να προχωρούμε. Η εκπαίδευση παρέχει τα εργαλεία για να μπορούμε να κάνουμε αναγωγές στη «μεγάλη εικόνα» του κόσμου ή για να βυθιζόμαστε στον «άκρατο υποκειμενισμό» του μικρού, πεπερασμένου και αενάως επαναλαμβανομένου. Ανάμεσα στον μιμητικό καθωσπρεπισμό, στις στρογγυλεμένες και καλοδιατυπωμένες παπαγαλίες της Βουλής των Εφήβων και στη σκέψη που αναπνέει ελεύθερα, συνθέτει και συνδυάζει, με επάρκεια και πρωτοτυπία, η διαδρομή είναι μακριά και επίπονη.

Είμαστε η (ευρύτερη) παιδεία μας, εκκινώντας από την (στενότερη) εκπαίδευσή μας. Είμαστε η μαθητεία μας στις τάξεις του δημοτικού, του γυμνασίου, του λυκείου, του πανεπιστημίου. Μας αρέσει αυτό που είμαστε;

Παιδεία, εκπαίδευση και κοινωνική συνείδηση

ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Στο εκπαιδευτικό σύστημα, σημαντικό ρόλο παίζει η χρήση κανόνων που συμβάλλουν στη συγκρότηση της προσωπικότητας του μαθητή, για να προετοιμασθεί και να ωριμάσει προτού εισέλθει στον κοινωνικό στίβο.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Λ​​ένε ότι οι καλοί τρόποι και η φυσική ευγένεια φαίνονται, όχι όταν μιλάει κανείς με τη βασίλισσα Ελισάβετ, αλλά με τον μπάτλερ της. Πώς, όμως, καλλιεργούνται οι κανόνες καλής συμπεριφοράς; Αρκούν, σε μία κοινωνία, ένα κράτος, οι καλοί νόμοι ή οι καλές προθέσεις; Και αν υποθέσουμε ότι έχουν προβλεφθεί και υπάρχουν, εφαρμόζονται οι πρώτοι και πραγματοποιούνται οι δεύτερες; Πώς θα λειτουργήσουν ομαλά και αποτελεσματικά οι ομάδες, τα άτομα στον δημόσιο χώρο, είτε στον ιδιωτικό ή τον κρατικό; Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για να παράγουμε απρόσκοπτο και γόνιμο έργο ώστε να μη χάνεται ο χρόνος σε ασήμαντα και πολύ «ανθρώπινα» ζητήματα, τα οποία μας απομακρύνουν από την ουσία των πραγμάτων και μας καθηλώνουν σε ένα σημείο, όπου αυτάρεσκα τελματωμένοι δεν αλλάζουμε τίποτα, μοιραίοι και απομονωμένοι στον μικρόκοσμό μας, εθισμένοι στο να υποτιμούμε τη νοημοσύνη του άλλου, γιατί τόσο μας επιτρέπει η περιορισμένη δική μας;

Κοινός τόπος ότι δεν θα δημιουργηθεί ο τέλειος άνθρωπος ακόμα και αν αυτός φοιτήσει στο πιο προωθημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι και έχουν υιοθετηθεί θεσμοί, σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί αλλού, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ακραίες κοινωνικές καταστάσεις, όπως η επιθετικότητα, η απουσία συνεργατικού πνεύματος. Τέτοιοι είναι η αξιολόγηση στον χώρο εργασίας και η υιοθέτηση των επαρκών και κατάλληλων κοινωνικών συμβάσεων, οι καλοί τρόποι που προσφέρουν, όταν εφαρμόζονται σωστά, τους χρήσιμους «αρμούς», οι οποίοι συγκρατούν την αυθαιρεσία και τον κοινωνικό κανιβαλισμό, ενισχύουν τους δεσμούς εμπιστοσύνης. Και επειδή οι απλές γνώσεις σε θέματα επιστημονικά δεν είναι αρκετές για να δημιουργηθούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, απαιτούνται άλλοι χειρισμοί, στον χώρο του σχολείου, από την πρώτη κιόλας στιγμή, οι οποίοι διασφαλίζουν την ομαλή συμβίωση των ατόμων, όπου κυρίαρχο ρόλο οφείλουν να παίζουν ο σεβασμός, η αλληλεγγύη, η συνεργασία, όχι κατά το δοκούν, αλλά με εκείνες τις δεξιότητες και τους κανόνες που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Στο εκπαιδευτικό σύστημα, σημαντικό ρόλο παίζει η χρήση κανόνων που συμβάλλουν, μέσω της σωστής τους διαχείρισης και της κατάλληλης εκπαίδευσης των δασκάλων και καθηγητών, στη συγκρότηση της προσωπικότητας του μαθητή, για να προετοιμασθεί και να ωριμάσει προτού εισέλθει στον κοινωνικό στίβο.

Η αξιολόγηση, ως τμήμα του εκπαιδευτικού και εργασιακού συστήματος, μπορεί να γίνεται αμφίδρομα. Από πάνω προς τα κάτω και αντιθέτως. Και χρειάζεται να λειτουργεί και να βελτιώνεται διαρκώς ως αναπόσπαστο μέρος της όλης εκπαιδευτικής και εργασιακής διαδικασίας. Διότι είναι απαραίτητο, για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, να κρίνεται και εκείνος ο οποίος ασκεί εξουσία, καθώς η έμφυτη ή επίκτητη ευγένεια ή οι διοικητικές δεξιότητές του θα φανούν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον μαθητή ή τον υφιστάμενο. Γι’ αυτό θα ωφελήσει την κοινωνία αν συνυπολογιστεί και αξιοποιηθεί ο τρόπος ή οι τρόποι με τους οποίους οι μαθητές μπορούν να αποκτήσουν κοινωνικές δεξιότητες και κοινωνική συνείδηση, ώστε να μάθουν τα όριά τους, τα μέσα να συμβιώνουν αγαστά με τους άλλους, να γίνουν κάποτε καλοί επαγγελματίες, σωστοί μάνατζερ, να ελέγξουν και καθυποτάξουν τα αταβιστικά ένστικτα.

Και πρέπει οι ειδικοί, όσοι δηλαδή είναι υπεύθυνοι για τα προγράμματα και τη λειτουργία των θεσμών στην εκπαίδευση, πέραν πολιτικών σκοπιμοτήτων, αφού μελετηθούν τα δεδομένα, να θέσουν τις βάσεις για πράξεις και να μη μένουν στα λόγια, στις αόριστες έννοιες και τα συνθήματα, καθώς και στα σχέδια επί χάρτου. Και τα όποια προγράμματα εξαγγέλλονται, να εφαρμόζονται πρώτα πιλοτικά και να ερευνώνται τα αποτελέσματά τους, να αξιολογούνται και να βελτιώνονται. Εξάλλου, χρειάζεται κοινός νους, κοινοί στόχοι, συναίνεση και πολλή δουλειά, για να δρομολογηθούν δραστικά οι βελτιώσεις, για να αλλάξει η νοοτροπία του τύπου «θα του δείξω εγώ», ώστε να αποκλειστεί η καταφυγή και παραμονή σε μικροψυχίες και νοσηρές καταστάσεις. Αλλως, θα αναζητούνται διαρκώς ικανά στελέχη για τη συγκρότηση και ανάπτυξη ευαίσθητων δημόσιων φορέων, ενώ θα ανακυκλώνονται παθογένειες του παρελθόντος και του παρόντος.

Αριστεία: Το συντομότερο μονοπάτι για την επιτυχία

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑΡΑΝΤΙΛΗΣ* Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μ​​ε την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας, την προηγούμενη Τετάρτη, αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ότι η συμμετοχή ενός οργανισμού, στην προκειμένη περίπτωση ενός πανεπιστημιακού τμήματος, στη διαδικασία προσέγγισης της Αριστείας αποτελεί το συντομότερο μονοπάτι για την επιτυχία και την αναγνώρισή του. Αναφέρομαι στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΔΕΤ) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των καλύτερων υποψηφίων φοιτητών και να αναδειχθεί στο τμήμα με την υψηλότερη βάση εισαγωγής στο πεδίο Οικονομίας και Πληροφορικής σε όλη τη χώρα. Γιατί όμως αναφέρομαι στο ΔΕΤ και όχι, για παράδειγμα, στη Νομική Αθήνας, που επίσης πρώτευσε; Μήπως επειδή έχω την τιμή να είμαι καθηγητής και πρώην πρόεδρος του; Οχι, απλώς, λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων μου, γνωρίζω ότι το ΔΕΤ, χωρίς αντικειμενικά να έχει κανένα από τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα, όπως τίτλο κάποιου παραδοσιακού επαγγέλματος (π.χ. Νομική, Ιατρική, Λογιστική) και χωρίς μεγάλη αναγνωρισιμότητα λόγω της μικρής ιστορίας του –εισήχθησαν για πρώτη φορά φοιτητές το 2000– επιδίωξε στρατηγικά με όλες τις δυνάμεις του την Αριστεία ως μέσο πειθούς των υποψηφίων ώστε να αποτελέσει την πρώτη επιλογή τους. Και τελικώς, βάσει των αποτελεσμάτων της Τετάρτης, τα κατάφερε. Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν τα κριτήρια προσέγγισης της Αριστείας όπως είχαν οριστεί σε προηγούμενο άρθρο μου («Καθημερινή», 14/6/2015), το ΔΕΤ λειτούργησε με τον ακόλουθο τρόπο:

Κριτήριο 1: Η επίτευξη της κοινωνικής αποστολής του τμήματος. Τα μέλη του τμήματος είχαν την ακόλουθη διττή αποστολή, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς κάθε απόφασης και υπηρετήθηκε με συνέπεια: α) την υψηλού επιπέδου διδασκαλία και τη συνεχή ανάπτυξη των φοιτητών, β) την ερευνητική διάκριση και τη στενή σύνδεση με την αγορά εργασίας και την κοινωνία των πολιτών. Πώς επιτεύχθηκε; Οσον αφορά το πρώτο σκέλος της αποστολής, με την κατάρτιση ενός διεπιστημονικού προγράμματος σπουδών που συνδύαζε τη διοικητική επιστήμη, τις σύγχρονες τεχνολογίες και τις οργανωσιακές σπουδές, με την εφαρμογή αποτελεσματικών τρόπων διδασκαλίας (case studies, επιχειρηματικά παίγνια), ατομικών και ομαδικών εργαστηριακών εργασιών στη μεγάλη πλειονότητα των μαθημάτων, της υποχρεωτικής πρακτικής άσκησης σε επιχειρήσεις, των διαδικασιών συμβουλευτικής (mentoring) σε κάθε φοιτητή, με τη συμμετοχή φοιτητών σε διαγωνισμούς επιχειρηματικότητας και καινοτομίας και θερινά σχολεία που διοργάνωναν οι καθηγητές του τμήματος. Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος της αποστολής, αυτό επιτεύχθηκε με την παραγωγή δημοσιεύσεων στα καλύτερα παγκοσμίως επιστημονικά περιοδικά, την εύρεση χρηματοδότησης απευθείας από την Ευρωπαϊκή Ενωση (E.E.) μέσω ερευνητικών ανταγωνιστικών προγραμμάτων, τις πολυάριθμες πρωτοβουλίες προώθησης της επιχειρηματικότητας (π.χ. διοργάνωση διαγωνισμών για νέους επιχειρηματίες, υποστήριξη καινοτόμων νέων ή υπό σύσταση βιώσιμων επιχειρήσεων), τη στενή συνεργασία με ΜΚΟ (π.χ. TEDx), τις δράσεις με τους σχετιζόμενους φορείς και επιμελητήρια (π.χ. Οικονομικό Επιμελητήριο).

Κριτήριο 2: Υιοθέτηση κουλτούρας συνεχούς μάθησης και καινοτομίας. Κάθε πέντε χρόνια το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών εμπλουτιζόταν με εξειδικευμένα μαθήματα επιλογής, με γνώμονα την αποστολή του ΔΕΤ, τα νέα ερευνητικά αποτελέσματα, τα προγράμματα σπουδών αντίστοιχων τμημάτων κορυφαίων πανεπιστημίων του εξωτερικού (π.χ. στο MIT), καθώς και τις ανάγκες σε δεξιότητες του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Ε.Ε.

Κριτήριο 3: Κατάρτιση στρατηγικού σχεδίου. Από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του, το ΔΕΤ κατάρτισε αναλυτικό στρατηγικό σχέδιο που περιλάμβανε το όραμα, τους μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους στόχους, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά του και το σχέδιο δράσης επίτευξής τους. Η κατάκτηση της πρώτης θέσης στην Ελλάδα με κριτήριο τις βάσεις εισαγωγής στο επιστημονικό πεδίο Οικονομία/Διοίκηση ήταν ένας από τους βραχυπρόθεσμους στόχους στην τελευταία επικαιροποίηση της στρατηγικής. Η τοποθέτηση του τμήματος ανάμεσα στα δέκα καλύτερα της Ευρώπης, με κριτήριο την έρευνα, αποτελεί έναν εφικτό μακροπρόθεσμο στόχο.

Κριτήριο 4: Επιλογή σωστών συνεργατών. Το σημαντικότερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ΔΕΤ ήταν η επικράτηση ομαδικού πνεύματος και ίδιων θεμελιωδών αξιών ανάμεσα στα μέλη του τμήματος: ακεραιότητα, υψηλές επιδόσεις, συνεργασία και εξωστρέφεια. Τα μέλη δεν αναλώθηκαν σε αντιπαραθέσεις, αντιθέτως συνεργάστηκαν ενισχύοντας το κλίμα εμπιστοσύνης και δέσμευσης.

Κριτήριο 5: Συνεχής αξιολόγηση. Το σύνθημα ήταν «αξιολόγηση παντού», αξιολόγηση όλων των μαθημάτων και των διδασκόντων από τους φοιτητές με απόλυτα αντικειμενικές διαδικασίες, αξιολόγηση στις εκλογές και εξελίξεις των καθηγητών με αμιγώς αντικειμενικά κριτήρια που ενθάρρυναν τη διαφάνεια και ενίσχυσαν τη θέση του ΔΕΤ στο διεθνές ακαδημαϊκό γίγνεσθαι, αξιολόγηση και των μεταπτυχιακών του τμήματος από τους κορυφαίους ανεξάρτητους διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Association of MBAs – AMBA).

Το ΔΕΤ αποτελεί ένα ακόμη κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας που διακρίνεται παρά τη μεγάλη οικονομική κρίση, την έλλειψη κρατικής χρηματοδότησης, τη φυγή υψηλού επιπέδου επιστημόνων, την αδυναμία της πολιτείας να το υποστηρίξει ακόμη και στα αυτονόητα… Προϋπόθεση για ένα καλύτερο μέλλον; Η προσήλωση στη συνεχή ικανοποίηση των προαναφερθέντων κριτηρίων.

*Ο κ. Χρήστος Ταραντίλης είναι καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης και Λήψης Αποφάσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δημόσια Εκπαίδευση: Τίς πταίει;

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ

 

Βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μια συνεχή υποβάθμιση τής Δημόσιας Εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της. Κύρια αιτία η οικονομική κρίση. Βασική αιτία βιαστικά, άστοχα και ανεπεξέργαστα νομοθετήματα. Καθοριστική αιτία στρεβλώσεις στη συμπεριφορά όλων των παραγόντων τής Παιδείας μας. Λανθάνουσα αιτία η απαιδευσία προσώπων στα κέντρα λήψεως αποφάσεων. Πρώτιστη αιτία η κομματική εκμετάλλευση τής Εκπαίδευσης με επικεφαλής μερικούς άμαθους μαθητές, ακάτεχους φοιτητές και άσοφους δασκάλους.
Κι όλα αυτά με θλιβερό και απροστάτευτο θύμα τη Δημόσια Εκπαίδευση όλων των βαθμίδων. Μια εκπαίδευση μονίμως υποχρηματοδοτούμενη, συχνά και με πολιτικής σκοπιμότητας αλόγιστες δαπάνες (πρβλ. την ίδρυση πλήθους αχρείαστων πανεπιστημιακών τμημάτων στη θέση ανάλογων μεταπτυχιακών προγραμμάτων). Μια εκπαίδευση αναξιολόγητη ή πρόχειρα έως βεβιασμένα αξιολογούμενη με «πρωτότυπες» διαδικασίες.Μια εκπαίδευση με ελάχιστη έως ανύπαρκτη προβλεψιμότητα ως προς την επιτέλεση των καθοριστικών λειτουργιών της: διδασκαλία και άσκηση μαθητών/φοιτητών με κάλυψη τής προβλεπόμενης ύλης, αντικειμενική αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων σε σχέση με την επίτευξη των στόχων, συνεργασία για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών προβλημάτων, διορθωτικές παρεμβάσεις και βελτίωση τής ποιότητας τού εκπαιδευτικού έργου κ.λπ. Μια εκπαίδευση που είτε με την έλλειψη τού απαιτούμενου διδακτικού προσωπικού είτε με την έλλειψη υποδομών και ελέγχου ως προς το επιτελούμενο έργο είτε με επαναλαμβανόμενες χρονοβόρες, ψυχοφθόρες και αναποτελεσματικές καταλήψεις γεννά δυσθυμία, σύγχυση, απογοήτευση και αγανάκτηση σε διδάσκοντες, διδασκομένους, γονείς και πολίτες τής κοινωνίας.Μια εκπαίδευση που η σύγκριση με το επίπεδο τής Δημόσιας Εκπαίδευσης των χωρών τής Ευρώπης –  και μεγάλου μέρους τής ιδιωτικής εκπαίδευσης στην ίδια τη χώρα μας – την αδικεί, την εκθέτει και την μειώνει στα μάτια τής κοινής γνώμης, που δεν γνωρίζει πάντοτε τα πραγματικά δεδομένα και τα αίτια τής κατάστασης. Ο Ελληνας πολίτης γνωρίζει ότι το σχολείο των παιδιών του έχει προβλήματα, ότι υποχρεώνεται να συμπληρώνει με δικά του χρήματα (ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, ιδιαίτερα κ.ά.) αυτά που θα έπρεπε να προσφέρει το δημόσιο σχολείο, όπως γνωρίζει πικρά ότι ο μακρός αγώνας του να φοιτήσει το παιδί του σ’ ένα Πανεπιστήμιο δεν δικαιώνεται από την κατάσταση που τείνει να επικρατήσει στην Ανώτατη Εκπαίδευση.Η απογοήτευση μάλιστα μαθητών/φοιτητών και γονέων, η πικρία και η αγανάκτησή τους μεγαλώνουν όταν διαπιστώνουν ότι σε όλες τις βαθμίδες τής Δημόσιας Εκπαίδευσης (σχολεία, πανεπιστήμια) υπάρχει και ένα εξαιρετικό δυναμικό διδασκόντων που καθόλου δεν υστερεί έναντι των συναδέλφων τους των προηγμένων χωρών (ο γράφων έχει προσωπική πείρα από τις χιλιάδες των φοιτητών και των συναδέλφων του στη μακρά εκπαιδευτική του σταδιοδρομία), στο οποίο άλλωστε οφείλεται ό,τι καλό, ποιοτικό και αισιόδοξο επιτελείται στη Δημόσια Εκπαίδευση, παρά την παθογένεια που αδρομερώς περιγράψαμε.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γεννάται το ερώτημα «τίς πταίει;». Πού οφείλεται η κακοδαιμονία τής Δημόσιας Εκπαίδευσης και πώς αντιμετωπίζεται; Οφείλεται, κυρίως, σε μια συνολική αντίληψη των πολιτικών μας κομμάτων – ιδίως αυτών που έχουν κυβερνήσει τη χώρα – ότι ο πολιτισμός και η Παιδεία είναι ήσσονος σημασίας τομείς, γι’ αυτό και απουσιάζουν παντελώς από τις πολιτικές συζητήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κονδύλια για τον πολιτισμό στην Ελλάδα είναι τα μικρότερα στον προϋπολογισμό, ενώ και η Εκπαίδευση εν σχέσει προς τις πραγματικές της ανάγκες μονίμως υποχρηματοδοτείται, με αποκορύφωμα την τραγική κατάσταση που επικρατεί σήμερα.Αυτό σημαίνει ότι Πολιτισμός και Παιδεία, οι δύο κύριοι πόλοι στους οποίους μπορεί να στηριχθεί ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη αυτής τής χώρας, είναι υποβαθμισμένοι στη συνείδηση των κυβερνώντων αλλά και τού πολιτικού κόσμου γενικότερα. Αποτέλεσμα: το μόνο πεδίο στο οποίο θα έπρεπε να υπάρξει μια συμφωνία των κομμάτων για βασικά ζητήματα και κοινή υπερκομματική πολιτική έχει μεταβληθεί σε πεδίο συγκρούσεων για εντυπωσιασμό ή και αποπροσανατολισμό τής κοινής γνώμης και άγρας ψήφων.Μια κοινή πολιτική για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, προγράμματα διδασκαλίας, υποδομές, έμφαση σε μια αναβαθμισμένη επαγγελματική εκπαίδευση, τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ – με ένα σύστημα πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο και πιο ουσιαστικό -, γενική αξιολόγηση των πάντων και σημαντική μισθολογική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Ετσι η Δημόσια Εκπαίδευσή μας – παρά το καλό δυναμικό και τις δυνατότητες που έχει – υποβαθμίζεται, αδρανοποιείται, φθίνει και στοχοποιείται ως χώρος απαιδευσίας και ανομίας.Απουσιάζουν αισθητά από την Εκπαίδευση μια συνεχής, επίσημη, έγκυρη ενημέρωση και συναφής διάλογος για τα μεγάλα εκπαιδευτικά ζητήματα (μαθητές και γονείς λ.χ. είναι ανενημέρωτοι για το τι προσφέρει η «τράπεζα θεμάτων» και ποιους σημαντικούς σκοπούς εξυπηρετεί). Λείπουν πάνω απ’ όλα η απαραίτητη πνευματική ηρεμία, η ουσιαστική συνεργασία δασκάλων με μαθητές και η αγάπη των μαθητών για το σχολείο τους και των φοιτητών για το πανεπιστήμιό τους. Οι καταλήψεις -απαράδεκτες για κάθε χώρο πνευματικής συνάντησης μαθητή και δασκάλου και κάθε έννοια μάθησης και επιστήμης – είναι τελικά ένα επιφαινόμενο τού μείζονος προβλήματος που σημειώσαμε: τής ασυνεννοησίας των κομμάτων, τής άγνοιας και σύγχυσης περί τα εκπαιδευτικά, καθώς και τής απουσίας ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των βασικών παραγόντων τής εκπαίδευσης για αυτό που θα έπρεπε να είναι «το μέγιστον μέλημα» όλων.
Μήπως έχει φθάσει η ώρα ο νέος Πρόεδρος τής Δημοκρατίας να συγκαλέσει τους αρχηγούς όλων των κομμάτων να συζητήσουν για πρώτη φορά και να συμφωνήσουν για το κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα που είναι η Δημόσια Παιδεία στη χώρα μας;
 
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΒΙΒΛΙΟ 01.03.2015

Ιδεώδεις αναγνώστες (σε διόλου ιδεώδεις συνθήκες)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ

Λονδίνο 1940, ύστερα από γερμανική αεροπορική επιδρομή.

Λονδίνο 1940, ύστερα από γερμανική αεροπορική επιδρομή.

Η ​φωτογραφία είναι τραβηγμένη από άγνωστο φωτογράφο, στο Λονδίνο του 1940, ύστερα από αεροπορική επιδρομή της Γερμανίας. Ανάμεσα στα θύματα του ναζιστικού βομβαρδισμού, και μια βιβλιοθήκη. Στα ερείπιά της, τρεις άνδρες, ένας νεότερος και δύο πρεσβύτεροι, περιεργάζονται τα ράφια αψηφώντας τον κίνδυνο να τους έρθει κατακέφαλα, από στιγμή σε στιγμή, κάποιο καδρόνι. Είναι φανερό ότι δεν πήγαν εκεί για να κλέψουν βιβλία. Δεν είναι κλέφτες, είναι αναγνώστες. Πήγαν στη βομβαρδισμένη βιβλιοθήκη για να διαβάσουν, να βρουν κάτι που ψάχνουν ή για τη χαρά των τυχαίων ανακαλύψεων. Ατάραχοι και ήρεμοι. Εχω δει πάμπολλες φωτογραφίες με γεραρές παλιές βιβλιοθήκες ή με μοντέρνες και πιο πρόσχαρες, καμιά τους όμως δεν μου αρέσει όσο αυτή εδώ, που μου έστειλε ως ευχετήριο δελτάριο αγαπητός φίλος.

Πλάι σε αυτούς τους τρεις άγνωστους αναγνώστες, θέλω να μνημονέψω και έναν άλλον, πολύ γνωστό πια -ευτυχώς- σήμερα, τον σπουδαίο συγγραφέα Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982). Η ζωή δεν υπήρξε γενναιόδωρη για αυτό το παπαδοπαίδι. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις σοβιετικές φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας, όπου ο χειμώνας κρατάει δώδεκα μήνες τον χρόνο, με τη θερμοκρασία να φτάνει και τους 50 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Τις συγκλονιστικές «Ιστορίες από την Κολιμά» μπορεί να τις διαβάσει κανείς και στη γλώσσα μας (Ινδικτος 2011). Πέθανε μόνος, τυφλός και κουφός, σε ψυχιατρικό άσυλο, λίγες ημέρες μετά τη μεταφορά του εκεί.

Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό στα ελληνικά ένα μικρό βιβλιαράκι του με τον τίτλο «Οι βιβλιοθήκες μου» (Αγρα 2014). Ο Σαλάμοφ δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήσει δική του βιβλιοθήκη. Ο,τι διάβασε το διάβασε στις δημοτικές, τις δημόσιες, τις βιβλιοθήκες των φυλακών και των νοσοκομείων. Το διάβασμα είναι συνήθεια που, αν κάποτε αποκτήσεις, χρειάζεται μετά και να τη διατηρήσεις. Οταν λοιπόν οι συνθήκες της φυλάκισής του βελτιώνονται και επιστρέφουν έτσι σιγά σιγά και οι συνήθειες της ζωής, ο Σαλάμοφ ανακτά και τη συνήθεια του διαβάσματος. Διαβάζει μέρα νύχτα, και κυρίως νύχτα, τα μάτια του είναι διαρκώς πρησμένα από το διάβασμα. «Τα βιβλία ξαναγύρισαν σε μένα πιο γρήγορα από τις γυναίκες· τα βιβλία είχαν περισσότερη δύναμη από τις γυναίκες» (σ. 35). Τα βιβλία ξαναγύρισαν σε αυτόν και αυτός ξαναγύρισε μαζί τους στη ζωή. «Η εξαιρετική βιβλιοθήκη του Καράγεφ […] με ανάστησε, με όπλισε για τη ζωή ξανά· όσο γινόταν» (σ. 51). Ζούμε και αλλάζουμε μαζί με τα βιβλία: «Η ηλικία μας μάς υπαγορεύει τα γούστα μας, οριοθετεί και εστιάζει την αντίληψή μας, τους στόχους μας. Σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μας ψάχνουμε και βρίσκουμε διαφορετικά στοιχεία στο ίδιο μυθιστόρημα. Ξέρω ακριβώς τι έψαχνα στο “Ορος Οριόλ” του Μοπασάν όταν ήμουνα δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, σαράντα, πενήντα χρόνων» (σ. 54). Είναι εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίο ορίζει ο Σαλάμοφ την ενηλικίωση: «Γινόμαστε ενήλικοι όταν συλλάβουμε το μοναδικό μεγαλείο του Πούσκιν»! Στη θέση του Πούσκιν εμείς μπορούμε να βάλουμε, αίφνης, το όνομα του Σολωμού.

Ολοι μας ζούμε σε τούτο τον κόσμο, όπως μπορεί ο καθένας, σε όσους όμως μπει η αλλόκοτη ιδέα να καταλάβουν και τη ζωή τους και τον κόσμο, δεν έχουν άλλο δρόμο να πάρουν παρά εκείνον που περνάει μέσα από τα βιβλία. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία τι υλική μορφή θα έχουν αυτά τα βιβλία, αρκεί να υπάρχουν.

Γράφω τούτες τις αράδες με τον νου στραμμένο, για άλλη μία φορά, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, μα και σε όλες τις άλλες βιβλιοθήκες της χώρας, δημοτικές, δημόσιες, ακαδημαϊκές και κάθε είδους. Η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, χρειάζεται γύρω της όλο εκείνο το σύστημα των άλλων βιβλιοθηκών. Σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη, όταν κάποιος θέλει να διαβάσει ένα μυθιστόρημα ή ένα ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι σίγουρος ότι μόλις πάει στη δημόσια βιβλιοθήκη της, θα το βρει. Δεν ισχύει το ίδιο για τις ελληνικές πόλεις. Τώρα που η ΕΒΕ ξαναφτιάχνεται από την αρχή, χάρις στη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και τη συμπαράσταση του ελληνικού κράτους, οι κτιριακές εγκαταστάσεις της και οι υπηρεσίες της θα είναι εξαιρετικές, σχεδόν ιδεώδεις. Αν θα την επισκέπτονται όχι απλώς χρήστες αλλά αληθινοί -δεν λέω ιδεώδεις- αναγνώστες, αυτό είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας, των σχολείων, των πανεπιστημίων και της εν γένει παιδείας της.

Δραματική συντήρηση οι καταλήψεις και τα λουκέτα

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΑΚΑΣΑ

«Σπουδάζω σημαίνει αυτοπειθαρχώ, ερευνώ, στοχεύω. Η μάθηση είναι το πρόσταγμα. Είναι το καθήκον του διδάσκοντος και του φοιτητή» λέει η Μαρία Ευθυμίου. «Ηταν μια σκέψη αυθόρμητη: πάμε για μάθημα» είπε κάποια άλλη στιγμή στη διάρκεια της συνάντησής μας η Μαρίζα Φουντοπούλου. Δύο καθηγήτριες της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών που προ ημερών, όταν βρήκαν τη σχολή τους κλειδωμένη από μία μικρή ομάδα φοιτητών, έφτιαξαν χαρτονένια πανό που έγραφαν «Ανοιχτές Σχολές! Φτάνει πια!» και έκαναν συμβολικά μάθημα σε διπλανό χώρο στάθμευσης.

Μαρία Δ. Ευθυμίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια, διδάσκει Ιστορία του Νέου Ελληνισμού και Παγκόσμια Ιστορία και Μαρίζα Φουντοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια, διδάσκει Μεθοδολογία της Διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Κατά τη συνάντησή μας κινούνταν άνετα και διακριτικά στον χώρο του πανεπιστημιακού εντευκτηρίου, χωρίς επιτήδευση του ανθρώπου που θέλει να κουνήσει το χέρι στο ακροατήριό του. Ομως, με μεστό λόγο συνεχίζουν να δίνουν μαθήματα και σε εκείνους –εντός και εκτός ΑΕΙ– που επιθυμούν να πατούν σε δύο βάρκες: να τα έχουν καλά και με τη σιωπηρή πλειοψηφία φοιτητών και καθηγητών που υποφέρει υφιστάμενη τα έκτροπα και με την ηχηρή μειοψηφία εκείνων που κρατούν το πανεπιστήμιο δέσμιο στην αυθαιρεσία των λίγων.

Εθισμός στον φασισμό

«Οι καταλήψεις, η ανοχή στη βία των μειοψηφιών είναι αποτέλεσμα μιας μεταπολιτευτικής στρέβλωσης» λέει η κ. Ευθυμίου. «Ενώ, μετά τη Χούντα, ήλθε η Δημοκρατία, ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ανέχθηκε να υπονομεύεται η Δημοκρατία έχοντας ως άλλοθι την εξέγερση του Πολυτεχνείου η οποία εξέγερση δεν διεκδικούσε άλλο παρά τη Δημοκρατία! Στη μεταπολίτευση, το ποιος είναι “προοδευτικός” έγινε γρήγορα αντικείμενο καπηλείας από διάφορες ομάδες που παγίδεψαν ολόκληρη την κοινωνία καθώς πρόλαβαν να βάλουν στο μέτωπό τους την επιγραφή “δημοκράτης”» ούτως ώστε να κατηγορούν πιο άνετα τους άλλους ως “φασίστες”. Με τον τρόπο αυτό, στερούσαν, εκ προοιμίου και με τρόπο φασιστικό, την έκφραση της διαφορετικής γνώμης. Ετσι, η ελληνική κοινωνία έχει εθιστεί στον φασισμό κάτω από τον μανδύα της δημοκρατίας. Αυτή η στρεψοδικία ακόμη διατρέχει βαθιά την ελληνική κοινωνία – αν και, πλέον, υπάρχουν ρωγμές. Η κατάσταση αυτή έχει ανθίσει κατεξοχήν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ο εκφυλισμός του φοιτητικού κινήματος –που όρθωσε το ανάστημά του το 1973 για να εξελιχθεί στην οικτρή εικόνα του σήμερα- δείχνει να συμπυκνώνει τη σημερινή απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών» προσθέτει η κ. Ευθυμίου. Και τονίζει: «Ρωτώ: τι έχει επιβληθεί στα πανεπιστήμια στη θέση της ΕΦΕΕ του 1973; Η δράση των μεμονωμένων ομάδων φοιτητών, οι οποίοι ισχυρίζονται, επιπλέον, ότι νομιμοποιούνται από φοιτητικές εκλογές που έχουν, από καιρού, χάσει κάθε κύρος. Αυτό είναι διάλυση της δημοκρατίας. Επειδή η στρέβλωση δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως, οι μειοψηφίες θεωρούν ότι αυτό είναι νομιμότητα, ενώ δεν υπηρετούν τίποτε άλλο παρά την αυθαιρεσία».

Hδη όμως τα αμφιθέατρα γεμίζουν από φοιτητές όλων των ετών που θέλουν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα. Μήπως οι καταλήψεις είναι πλέον ντεμοντέ;

«Οι περισσότεροι φοιτητές δυσφορούν με τις καταλήψεις και το κλίμα επιβολής και αυθαιρεσίας που επικρατεί στις συνελεύσεις. Δεν είναι επειδή αδιαφορούν για τα τεκταινόμενα της σχολής τους. Οι καταλήψεις και τα λουκέτα είναι δραματική συντήρηση. Πρέπει να σας πω ότι ο ξύλινος λόγος των παρατάξεων ηχεί στ’ αυτιά μου από τότε που εγώ ήμουν φοιτήτρια στην ίδια σχολή που σήμερα διδάσκω» παρατηρεί η κ. Φουντοπούλου, που μίλησε για την ιστορία του πανεπιστημιακού ασύλου στους φοιτητές που –μπροστά στην κλειδωμένη Φιλοσοφική– δεν έφυγαν αλλά επέλεξαν να παρακολουθήσουν το υπαίθριο μάθημα. «Οι καταλήψεις και τα λουκέτα στις σχολές είναι λάθος τρόπος να εκφράζεις την αγωνία σου για το μέλλον. Δεν είμαστε απέναντι από τους φοιτητές, είμαστε δίπλα τους. Το πανεπιστήμιο είμαστε όλοι μαζί» συμπληρώνει.

Σεβαστή η διαμαρτυρία

«Τα παιδιά των 18 και 19 χρόνων δεν είναι εκπαιδευμένα πολιτικά – με την έννοια των ευθυνών του πολίτη και του ήθους της δράσης του. Η διαμαρτυρία είναι απολύτως σεβαστή και νομιμοποιείται όταν η σχολή είναι ανοιχτή» παρεμβαίνει η κ. Ευθυμίου, προσθέτοντας: «Οι νέοι εκτιμούν τους καθηγητές που είναι ταγμένοι στη δουλειά τους και απαιτητικοί στο λειτούργημά τους. Με τον υποτελή στη μετριότητα καθηγητή βολεύονται. Τελικά, όμως, θαυμάζουν τον απαιτητικό που έχει αρχές και κύρος, γιατί τέτοιοι θέλουν, στο βάθος, να γίνουν και οι ίδιοι. Οι νέοι έχουν ανάγκη από πρότυπα και ο καθηγητής διδάσκει -κατ’ αρχήν- αξίες».

«Οι φοιτητές αισθάνονται το ενδιαφέρον του πανεπιστημιακού και του το επιστρέφουν στον κύβο. Εφόσον έχουμε στα χέρια μας παιδιά είτε απολίτικα είτε στην πορεία συνειδητοποίησης, οι πανεπιστημιακοί έχουμε χρέος να τους δείξουμε έμπρακτα ότι είμαστε δίπλα τους. Αυτό είναι το πιο πολιτικό που κάνουμε στα πανεπιστήμια. Και δυστυχώς, πολλοί πανεπιστημιακοί ξεχνούν ότι υπάρχουν επειδή υπάρχουν οι φοιτητές μας, στο αμφιθέατρο, με ανοιχτή τη σχολή. Αυτή είναι η σημαντικότερη πολιτική πράξη που κάνουμε μέσα στο πανεπιστήμιο» υπογραμμίζει η κ. Φουντοπούλου.

«Είχατε αντιδράσεις μετά την ενέργειά σας;», ρωτώ. Η κ. Φουντοπούλου χαμογελά. «Δράση και αντίδραση, απ’ όπου και εάν προέρχεται η καθεμία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες» αναφέρει. Η κ. Ευθυμίου ανασηκώνεται στη θέση της και ανεβάζει ένταση: «Οχι, δεν είχα αντιδράσεις, τουναντίον μηνύματα συμπαράστασης. Μπορεί να υπάρχουν εξωπανεπιστημιακοί ινστρούχτορες που καθοδηγούν τις ομάδες διάλυσης των ελληνικών πανεπιστημίων αλλά είναι σίγουρο ότι κάτι αλλάζει. Αλλωστε, ο καθείς και τα όπλα του».

Στην Ελλάδα όλοι τα δικαιούνται όλα και κανείς δεν τιμωρείται για τίποτα

«Στην Ελλάδα όλοι τα δικαιούνται όλα, όλοι τα μπορούν όλα, και κανείς δεν τιμωρείται για τίποτα», λέει με οξύ τόνο η κ. Ευθυμίου. Αδικο έχει;

«Εχουμε φτάσει να αμείβουμε τα παιδιά μας για τα αυτονόητα. Ομως, η αμοιβή για να αξίζει πραγματικά να δοθεί, απαιτεί χρόνο και κόπο. Διαφορετικά, όλα θεωρούνται δεδομένα και η ικανοποίηση της επιτυχίας μετριάζεται», παρατηρεί η κ. Φουντοπούλου. Το θέμα της ανάδειξης των μετρίων από την ελληνική κοινωνία που βούλιαζε στη ραστώνη της δανεικής ευμάρειας, μας απασχόλησε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συνάντησης, καθώς είναι κάτι που διατρέχει όλο το σύστημα αξιών στην Ελλάδα, και όχι μόνο το σχολείο ή το πανεπιστήμιο. «Στην Ελλάδα συνηθίσαμε ουδείς να δέχεται επιπλήξεις, να αξιολογείται. Ετσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, βολεμένοι, αφού ουδείς ακούει κακή κουβέντα», προσθέτει η ίδια.

«Χαλάρωσε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα σε μία κοινωνία πλήρως αποσυντονισμένη. Στις κοινωνίες υπάρχουν ισορροπίες, αλλά εμείς τις πετάξαμε στον κάδο των αχρήστων. Κοιτάξτε πώς βαθμολογούμε τα παιδιά. Από το Δημοτικό οι περισσότεροι μαθητές αριστεύουν και το ίδιο συμβαίνει στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Δημιουργήσαμε ένα κλίμα που μαθαίνει το παιδί ότι θα αμείβεται επειδή έκανε τα ελάχιστα, τα αυτονόητα», τονίζει η κ. Ευθυμίου. «Ας αναλογιστούμε τι σημαίνει ένας προαγωγικός βαθμός σε ένα πανεπιστημιακό γραπτό – το λεγόμενο “δημοκρατικό 5”! Σημαίνει ότι εγώ, ως πανεπιστημιακός, δίνω τον λόγο μου στην ελληνική κοινωνία ότι ο συγκεκριμένος φοιτητής είναι ικανός επιστήμονας. Τα απλόχερα Αριστα στην πρωτοβάθμια και τα 19άρια στη δευτεροβάθμια δημιουργούν συνθήκες παρασιτισμού: ο μαθητής επαναπαύεται και ο δάσκαλος δεν αισθάνεται ότι πρέπει να είναι σε εγρήγορση», προσθέτει, τονίζοντας ότι οι σημερινοί φοιτητές φτάνουν στο πανεπιστήμιο χωρίς συναίσθηση του στόχου τους. «Τα παιδιά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δουλεύουν με ένα σύστημα δυσλειτουργικό. Ετσι δεν μπορούν, συχνά, να ανταποκριθούν στον τρόπο διδασκαλίας και πρόσκτησης της γνώσης στα πανεπιστήμια».

Κατάρρριψη βεβαιοτήτων

Δεν υπάρχουν αλλαγές στην κοινωνία; Η κρίση δεν μας άλλαξε;

«Η κοινωνία ζει πυκνές αλλαγές που τις απηχεί και το πανεπιστήμιο. Οι ζυμώσεις είναι περίπλοκες. Τα τελευταία δύο χρόνια με έναν βουβό τρόπο υπάρχουν μετακινήσεις, αναστοχασμός», απαντά η κ. Ευθυμίου, ενώ από την άλλη η κ. Φουντοπούλου συμπληρώνει: «Διανύουμε περίοδο αλλαγής κουλτούρας. Ενας κύκλος ολοκληρώνεται και ένας άλλος ξεκινάει. Στο πλαίσιο αυτό, οι βεβαιότητες έχουν καταρριφθεί».

«Το πανεπιστήμιο βρίσκεται σε αυτή τη φάση;» ρωτάω. «Ηλθα πρόσφατα στη Φιλοσοφική και είδα γεμάτες αίθουσες από φοιτητές. Την ίδια στιγμή όμως, ομολογώ ότι σοκαρίστηκα με τη βρώμικη εικόνα που παρουσιάζει το κτίριο».

Η εικόνα μάς αδικεί

«Αυτή η διάλυση που έζησε πέρυσι το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μας ξάφνιασε, μας έδωσε ένα μέτρο για την καταστροφή που μπορεί να συμβεί όταν χάνεται το μέτρο. Βέβαια, η εικόνα του κτιρίου είναι πολύ άδικη για το έργο που γίνεται εκεί. Δίνει το μέγεθος των προκλήσεων αλλά όχι το μέγεθος της δουλειάς. Η Φιλοσοφική εκπαιδεύει περίπου 10.000 φοιτητές, αλλά πρέπει να προσθέσουμε τις διατμηματικές συνεργασίες», παρατηρεί η κ. Ευθυμίου.

«Εκπαιδεύουμε όλες τις καθηγητικές σχολές σε μαθήματα Παιδαγωγικής. Η Φιλοσοφική υποστηρίζει το έργο όλης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», τονίζει η κ. Φουντοπούλου, και προσθέτει: «Και οι φοιτητές μας είναι πράγματι παρόντες, τα αμφιθέατρα είναι γεμάτα, η σκέψη τους, όταν τους επιτρέπεται, είναι παραγωγική και η ανταπόκρισή τους συγκινητική».

Το πάθος της έμπειρης ιστορικού για τη Φιλοσοφική, για το Πανεπιστήμιο Αθηνών, για το αντικείμενό της –«πρέπει όλοι να αγαπάμε την Ιστορία γιατί μας μαθαίνει για τις περιπέτειες της ζωής», λέει– συμπληρώνεται από την αγωνία της φιλολόγου «να υπερασπιστούμε όλοι τη σχολή, το χρωστάμε στον εαυτό μας και τους φοιτητές», αναφέρει.

Ρωτώ, τέλος, για τη στάση του πανεπιστημιακού μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες για τα ΑΕΙ. Και οι δύο κοντοστέκονται, σκέπτονται, με τα μάτια η καθεμία παραχωρεί στην άλλη την προτεραιότητα για να απαντήσει. «Ο πανεπιστημιακός νιώθει δικαιωμένος για την επιλογή του να γίνει δάσκαλος», λέει η κ. Φουντοπούλου. Κοιτώ την κ. Ευθυμίου ζητώντας τη δική της απάντηση. Εκείνη, μετά μια μικρή παύση, λέει: «Με δεδομένα τα προβλήματα, ο πανεπιστημιακός που είναι δοσμένος κάνει θαύματα. Τι κερδίζει; Κοιμάται ήσυχος!».

Η παιδεία, η Μαλάλα και η ευθύνη του πολίτη

Το Βήμα

Ηθελε, λέει, να μαθαίνουν τα κορίτσια γράμματα στο Πακιστάν – σκοτώστε την. Δεν τα κατάφεραν όμως οι αδίστακτοι Ταλιμπάν∙ αντίθετα, η ελεύθερη έφηβη Μαλάλα τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ φέτος και η δήλωσή της – πως ο μόνος τρόπος να επικρατήσουν ειρήνη και ευημερία στον κόσμο είναι η εκπαίδευση, η παιδεία – γελοιοποίησε την ιδεολογία των Ταλιμπάν, οι οποίοι έκριναν θανατηφόρα ένοχη τη δεκαπεντάχρονη, τότε, μαθήτρια, επειδή επέμενε να πηγαίνει στο σχολείο αν και κορίτσι και προάσπιζε, λέει, τα δικαιώματα των κοριτσιών στη μόρφωση!
Αυτά συμβαίνουν στον 21ο αιώνα και όχι στον Μεσαίωνα ή στην εποχή που η γυναίκα θεωρούνταν πράγμα, res(ei). Ούτε όταν, κατά τη Δυτική πολιτική και φιλοσοφική ιστορία, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τον Χομπς, οι βαθύτερες ιδέες για τη φύση του ανθρώπου είχαν τις βάσεις τους σε μιαν ακατέργαστη κληρονομικότητα και χρησιμοποιούνταν για να ερμηνευθούν ή και να ικανοποιηθούν η μόρφωση, η υγεία και η πολιτική πρακτική. Από τότε όμως έως σήμερα έχουν περάσει μερικά «έτη φωτός».
Ωστόσο, ο παιδαγωγικο-εκπαιδευτικός σκοταδισμός και σήμερα αλλού ζει και βασιλεύει προκλητικά και αλλού δοξάζεται κρυπτόμενος. Τι κι αν ο ΟΟΣΑ λ.χ. ανακοινώνει πρωταθλήτριες χώρες ως προς τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, τι κι αν οι διάφορες διεθνείς αξιολογήσεις των πανεπιστημίων ανεβοκατεβάζουν τα πρώτα 10 ή 100 ή 500 από τις σκάλες των πνευματικών καλλιστείων; Ταλιμπάν λ.χ. και τζιχαντιστές γελοιοποιούν την έννοια του ανθρώπου, γελοιοποιούν τον πολιτισμό του. Αλλά και η εισοδηματική ανισότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών, κατά τον γερμανό τραπεζίτη Ακερμαν, ο οποίος εισηγείται τη βελτίωση της εκπαίδευσης∙ ένα αυτονόητο που μπορεί και το διαλαλεί ακόμα κι ένα παιδί, όπως η Μαλάλα, αλλά ο ίδιος τι έπραξε;
Αφού όμως είναι τόσο σημαντική η εκπαίδευση και η παιδεία περισσότερο, γιατί διαιωνίζεται το «έγκλημα» εναντίον της; Γιατί δεν «αποκεφαλίζεται» κανείς για το έγκλημα αυτό, διερωτώνται σκεπτόμενοι πολίτες, όπως λ.χ. ο διάσημος βιολονίστας Καβάκος; Γιατί η συνεχής ανάδευση εκπαιδευτικών συστημάτων και μεταρρυθμίσεων αδυνατεί να δώσει γεύση; Διότι εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας, όπως τα εκπαιδεύουμε, αλλά γράμματα με αξία δεν τους μαθαίνουμε, δεν τα βοηθούμε να κατακτήσουν μια ποιοτική παιδεία και αξίες πιο κοντά στην κατανόηση της πραγματικότητας.
Χωρίς όμως την αξία της υπευθυνότητας και της συνέπειας δεν εκδιώκεται ο σκοταδισμός της καχυποψίας, της ανυποληψίας του άλλου, της συνωμοσιολογίας∙ και δεν καλλιεργείται ο διαφωτισμός της συνεργασίας, της συνεπειοκρατίας και της αλληλεγγύης των πολιτών. Xωρίς την ανάλογη παιδεία δεν μεταλλάσσεται ο πολίτης από παθητικό θεατή των πολιτικοκοινωνικών πραγμάτων σε δραστηριοποιημένο ρυθμιστή τους, σε θετικό πρωταγωνιστή με ελεύθερη βούληση∙ δεν γίνεται να διαμορφώσει το κοσμοείδωλο εκείνο που θα τον βοηθά να ακυρώνει κάθε μορφή αλλοτρίωσης, πνευματική, οικονομική, πολιτική. Διαφορετικά θα κυριαρχούν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, πεποιθήσεις π.χ. περί ψεκασμών, περί διαγραφής όλων των προβλημάτων της χώρας με μια πολιτική μονοκονδυλιά, ότι θα μας σώσει η Χρυσή Αυγή κ.ά.
Κατά πόσο λοιπόν αντιλαμβάνεται ένα ποσοστό πολιτών την πολιτικοκοινωνική δύναμή του, τη σημασία να αποφασίζει ελεύθερα και να ψηφίζει υπεύθυνα για το καλό το δικό του και της χώρας του; Είναι όμως ο πολίτης αυτός ο μοναδικός υπεύθυνος γι’ αυτή την αδυναμία του; Οχι βέβαια, είναι αυτονόητο, αφού άνθρωποι όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Αγγλίας Γκόρντον Μπράουν αρθρογραφούν υποστηρίζοντας ότι πρέπει να εκπαιδευθεί όλος ο κόσμος, αλλά οι ίδιοι δεν έπραξαν κάτι σημαντικό επ’ αυτού!
Πρόβλημα οικονομικό δεν στοιχειοθετείται, παρά το αντίθετο που προβάλλεται πλανητικά. Διότι αν αποφάσιζαν οι ισχυροί του πλανήτη να διοχετευόταν ένα ποσοστό του κόστους ανόητων πολέμων προς την εκπαίδευση και την παιδεία, τότε ο κόσμος μας θα ήταν διαφορετικός∙ και δεν θα έτρεχαν οι λεγόμενες υπερδυνάμεις, αλλά και οι μικρές χώρες, οι «λεγόμενοι» διεθνείς ανθρωπιστικοί οργανισμοί και στρατιωτικοί συνασπισμοί πίσω από τα συνεχώς αναδυόμενα προβλήματα, τοπικά/εθνικά και παγκόσμια, όπως πρόσφατα η επιδημία του ιού Εμπολα ή ο πόλεμος του Χαλιφάτου. Ετσι, δεν θα υπήρχαν λ.χ. άξεστοι Ταλιμπάν και παρανοϊκοί τζιχαντιστές. Θα υπήρχαν όμως εκατομμύρια Μαλάλες. Θα υπήρχε σκοπός και ελπίδα για τους νέους, για κάθε χώρα.
Και τότε ποιοι ευθύνονται για την ιστορική υστέρηση της εκπαίδευσης και της παιδείας στα διάφορα έθνη; Είναι δυστυχώς ο φαύλος κύκλος που στροβιλίζεται αενάως όταν οι πολιτικοί και οικονομικοκοινωνικοί σχεδιαστές δεν επενδύουν στην καλλιέργεια της παιδείας και της ευθύνης του πολίτη και ο πολίτης χωρίς την πανοπλία αυτή υποτάσσεται στους πολιτικούς σχεδιαστές του παρόντος και του μέλλοντός του. Είναι και η πολιτική αδυναμία-απροθυμία που δεν αντιμετωπίζεται η παιδεία ως ένα μακροπρόθεσμο συλλογικό ζήτημα, αλλά προσεγγίζεται κομματικά και «εφήμερα». Γι’ αυτό η ελπίδα ακούει στο όνομα Μαλάλα, στο όνομα του κάθε νέου, του κάθε πολίτη, που θα θελήσει να ελέγξει υπεύθυνα το μέλλον του με πυξίδα την αδιαπραγμάτευτη απαίτηση της παιδείας του.

Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.

Παιδεία σε κρίση, Έθνος σε κρίση

Γιατρομανωλάκης Γιώργης

Πηγή: Το Βήμα 06/07/2014

Η πρώτη και μάλιστα η ουσιαστικότερη αξιολόγηση των ελληνικών πανεπιστημίων (ΑΕΙ) γίνεται, όσο και αν ακούγεται περίεργο, στην αρχή κάθε χρονιάς από τους νέους φοιτητές. Είναι γνωστή η απογοήτευσή τους όταν ύστερα από χρόνια καθημερινής διδασκαλίας, φροντιστηρίων, πειθαρχημένης και εξοντωτικής κάποτε μελέτης βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα διαλυμένο σύστημα, όπου τίποτε σχεδόν δεν λειτουργεί. Τα επόμενα χρόνια περνούν κυρίως με απεργιακές κινητοποιήσεις, καταλήψεις, ανόητες ή άχρηστες εξετάσεις και άλλα φαιδρά ή τραγικά. Τα εξάμηνα κυλούν και, αργά ή γρήγορα, φέρνουν ένα δίπλωμα ουσιαστικά άχρηστο. Γιατί αυτή η φθορά; Γιατί τα ΑΕΙ μας μένουν και στη συνείδησή μας αλλά και στις όποιες διεθνείς κατατάξεις χαμηλά; Γιατί δεν έχουμε υψηλής στάθμης πανεπιστήμια, συγχρονισμένα με τις ανάγκες της εποχής, συντεταγμένα με την κοινωνία, την οικονομία, άξια να προκαλέσουν ξένους φοιτητές, ικανά να σταματήσουν τη συνεχή φοιτητική μετανάστευση;

Το πρόβλημα του ελληνικού Πανεπιστημίου είναι σύνθετο και η χαμηλή ποιότητά του και η απαξίωσή του (που συνδέεται με το μέλλον του Εθνους) οφείλεται σε πολλά. Για λόγους οικονομίας μετρώ πέντε τουλάχιστον εγγενείς αιτίες που έχουν οδηγήσει τα ΑΕΙ (και γενικότερα την Παιδεία μας) στη σημερινή κατάσταση: 1) ο λανθασμένος τρόπος επιλογής (εισαγωγής) των φοιτητών, 2) ο λανθασμένος τρόπος εκλογής και εξέλιξης του προσωπικού, 3) η εγνωσμένη ανικανότητα των εκάστοτε κομματικών υπουργών (εξαιρείται ο κ. Γιώργος Παπανδρέου!) και η έλλειψη ενός μακρόπνοου στρατηγικού σχεδίου για την Παιδεία, 4) η κομματικοποίηση και ο πανεπιστημιακός συνδικαλισμός και 5) μια «πανεπιστημιακή συντεχνία» (ας την πούμε έτσι) που, ως ανεξέλεγκτη υπερδομή, επιτείνει τον ούτως ή άλλως εκφυλισμό των ΑΕΙ.

1. Χιλιάδες φοιτητές βρίσκονται κάθε χρόνο στα ΑΕΙ με μηδενικές σχεδόν επιδόσεις στις εισαγωγικές εξετάσεις. Εχοντας ήδη ένα βεβαρημένο διδακτικό παρελθόν μπαίνουν σε μια σχολή που συνήθως δεν είναι η πρώτη τους επιλογή. Αποτέλεσμα: και οι ίδιοι απογοητεύονται και ταυτόχρονα επιβαρύνουν ένα σύστημα ούτως ή άλλως προβληματικό. Προς Θεού! Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τους νέους να πάνε στο Πανεπιστήμιο, αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί άλλοι δρόμοι για να πραγματοποιήσει κάποιος τα όνειρά του.

2. Ενα υπολογίσιμο ποσοστό του διδακτικού προσωπικού δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στα ΑΕΙ. Να το πω διαφορετικά: στη θέση κάποιων που υπηρετούν σήμερα θα μπορούσαν να βρίσκονται άλλοι νεότεροι και ικανότεροι επιστήμονες. Η συνήθης ανέλιξη κάποιων, με βάση κυρίως την επετηρίδα, η μονιμότητα και η απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης κάνουν ώστε τα χλωρά να καίγονται με τα ξερά.

3. Θεωρώ έσχατη κατάπτωση το γεγονός ότι στο υπουργείο Παιδείας (ή Πολιτισμού) βρίσκονται συνήθως άσχετοι και κάποτε απολίτιστοι πολιτικοί. Αποτέλεσμα: άχρηστες, επικαιρικές «μεταρρυθμίσεις», ερασιτεχνισμοί, πειραματισμοί, τυπολατρία. Η άλογη διασπορά (για λόγους κομματικούς) των ΑΕΙ και ΤΕΙ, η υποχρηματοδότηση και συνάμα η κατασπατάληση πόρων είναι προβλήματα ιδιαιτέρως σοβαρά. Ερώτηση: Γιατί, λ.χ., να μην ορίζεται από μιαν ανεξάρτητη επιτροπή ένας μη κομματικός, τεχνοκράτης υπουργός Παιδείας που θα επικουρείται από ικανούς συνεργάτες; Με θητεία πενταετή;

4. Η κομματικοποίηση και ο ελεγχόμενος συνδικαλισμός συνιστούν ένα θλιβερό θεσμό, μία από τις κύριες αιτίες της απαξίωσης των ΑΕΙ. Τελευταία κρούσματα αυτής της κομματικής εμπλοκής: οι τραμπουκισμοί. Είναι ντροπή ένας ΓΓ ενός κόμματος να βγάζει λόγο στα αμφιθέατρα. Είναι ντροπή ένας Πρωθυπουργός να επαινεί τη φοιτητική οργάνωση του κόμματός του επειδή κέρδισε τις εκλογές. Οσο για τα γνωστά καμώματα συγκλητικών, πρυτάνεων και διοικητικών δεν χρειάζεται να πούμε πολλά.

5. Τέλος, υπάρχει μια ιδιάζουσα «πανεπιστημιακή συντεχνία» που λειτουργεί αυθαίρετα και ανασταλτικά. Είναι γνωστό πόσο μισούνται μεταξύ τους οι πανεπιστημιακοί. Από την άλλη, όταν κινδυνεύει το σινάφι, γρήγορα δημιουργούνται συμμαχίες αλληλοπροστασίας. Το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι ένα παράδειγμα συντεχνιακής πολιτικής και σύμπνοιας. Πόσοι, λ.χ., πανεπιστημιακοί είναι υπέρ; Ή να το θέσουμε αλλιώς: Γιατί, ενώ έχουμε ιδιωτικά νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, δεν έχουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια; Ποια ιδιωτικά συμφέροντα εξυπηρετούνται από το δημόσιο Πανεπιστήμιο; Και, επιτέλους, τι έχει να φοβηθεί ένα επαρκές δημόσιο Πανεπιστήμιο από τα ιδιωτικά; Και γιατί ανεχόμαστε τριτοκλασάτα «κολέγια» και «ινστιτούτα» και δεν επιτρέπουμε υψηλών απαιτήσεων και αυστηρών κριτηρίων ιδιωτικά πανεπιστήμια, που και συνάλλαγμα μπορούν να φέρουν και τη φοιτητική μετανάστευση θα περιορίσουν; Στα Βαλκάνια και στην Τουρκία αυτό το έχουν καταλάβει.

Τα παραπάνω, και όχι μόνο, είναι γνωστά και πολυσυζητημένα. Σήμερα η ίδια η κρίση επιβάλλει να ξεφύγουμε από την ακαδημαϊκή και τη γενικότερη φαυλότητα που δέρνει τον τόπο. Εχουμε παιδιά με όρεξη να σπουδάσουν και να προκόψουν. Εχουμε πανεπιστημιακούς δασκάλους (παρά τις εξαιρέσεις) ικανούς, ευσυνείδητους και εργατικούς. Καιρός, λοιπόν, να εγκαταλείψουμε την εσωστρέφεια και τις κομματικές εμμονές. Η Παιδεία είναι υπόθεση του Εθνους, όχι των κομμάτων. Λένε ότι η κατάπτωση των ΑΕΙ και της Παιδείας γενικότερα είναι μέρος της Μεγάλης Κρίσης. Λάθος: η γενικότερη κρίση οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη χρόνια κρίση της Παιδείας.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

 ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Μπαρμπα-Γκοριό και η ηλιοφάνεια

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 02.02.2014

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ενα από τα ωραία παράδοξα του ελληνικού πολιτισμού είναι η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει ο Πλάτων τον γραπτό λόγο. Ο νεαρός Φαίδρος στον φερώνυμο διάλογο κρύβει το χειρόγραφο του Λυσία από τον Σωκράτη, και όταν εκείνος το ανακαλύπτει, του εξηγεί πως η σκέψη δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις γραπτές λέξεις γιατί αυτές είναι κουφές. Τις ρωτάς και δεν σου απαντούν. Στην 7η επιστολή του Πλάτωνος, το μόνο αυτοβιογραφικό κείμενο του φιλοσόφου που γνωρίζουμε, εκείνος προειδοποιεί τους συνομιλητές του, τους συγγενείς του φίλου του Δίωνος, για τους κινδύνους που ελλοχεύουν πίσω από τα γραπτά. Τους λέει σε γενικές γραμμές να μη γράφουν πολύ, γιατί ποτέ δεν ξέρουν σε ποια χέρια θα πέσουν τα γραπτά τους και πώς θα τα ερμηνεύσουν. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα υποστηρίζει ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, ο Πλάτων, που όχι μόνον οικοδόμησε γράφοντας το λεξιλόγιο της φιλοσοφίας, αλλά κληροδότησε στον πολιτισμό και ορισμένα από τα ωραιότερα μνημεία του γραπτού λόγου. Η «Απολογία Σωκράτους» παραμένει αξεπέραστη όχι μόνο για τον μεγαλειώδη ανθρώπινο χαρακτήρα που σκιαγραφεί, αλλά και για την εκφραστική της εκλέπτυνση. Ευτυχές παράδοξο. Αν ο Πλάτων παρέμενε πιστός στην προφορική αλήθεια του δασκάλου του, τότε δεν θα γνωρίζαμε ούτε τον έναν ούτε τον άλλον.

Γιατί οι Ελληνες, οι σύγχρονοι, δεν διαβάζουν όσο οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί; Γιατί είναι απολίτιστοι; Οχι βέβαια. Μια πρόχειρη και κάπως σχηματική απάντηση θα ήταν πως ο πολιτισμός τους, σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό, ήταν και παραμένει προφορικός. Αυτό το κληρονόμησε και η ελληνική Ορθοδοξία, η οποία προτίμησε να αφήσει την ανάγνωση της Βίβλου στους προτεστάντες και να απαγγέλλει κομμάτια της Καινής Διαθήκης τη Μεγάλη Πέμπτη. Πόσοι από τους ιεράρχες μας ή τους ιερείς μας έχουν διαβάσει τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όχι μόνο όταν σπούδαζαν στη θεολογική σχολή, αλλά όταν αποφοίτησαν, όταν πια η πράξη της ανάγνωσης έχει αφομοιωθεί μέσα στην καθημερινότητα. Σε ποια κατάσταση θα ήταν η ελληνική Ορθοδοξία εάν οι άγιοι πατέρες μας διάβαζαν, όπως οι καθολικοί ομόλογοί τους διαβάζουν τον Αγιο Αυγουστίνο; Στην απαξίωση της ανάγνωσης ως κοινωνικού αγαθού έχει συμβάλει τα μέγιστα η αντιδιανοούμενη στάση και πρακτική της Εκκλησίας μας.

Υπάρχει και το κλίμα, βέβαια. Ω ναι! Το υπέροχο κλίμα, με την αδυσώπητη ηλιοφάνεια, το θαλασσινό τοπίο που μπροστά στη θέα του το μόνο που δεν θέλεις είναι να βγάλεις τα μάτια σου με τα ασπρόμαυρα σημαδάκια της τυπωμένης σελίδας. Πώς να συγκεντρωθείς; Ομως, πόσο απαραίτητη είναι αυτή η υποχρεωτική συγκέντρωση για τη σκέψη σου; Είναι ζήτημα ελευθερίας. Στο «1984» του Οργουελ, η πράξη αντίστασης του ήρωα απέναντι στο καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού είναι ότι παλεύει να βρει μια γωνιά στο γραφείο του, την οποία δεν την πιάνουν οι πανταχού παρούσες κάμερες, για να καταγράψει τις σκέψεις του. Οσοι ισχυρίζονται πως τα νέα παιδιά δεν διαβάζουν γιατί έχουν παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στη γοητεία του Διαδικτύου παραγνωρίζουν το γεγονός ότι και πριν από το Διαδίκτυο τα Ελληνόπουλα διάβαζαν ελάχιστα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην επανάσταση του Διαδικτύου παραδοθήκαμε χωρίς αντιστάσεις, σαν έτοιμοι από καιρό, αφού ήρθε να κολακεύσει την αγάπη μας για την προφορική ατάκα.

Διότι όλοι οι πολιτισμικοί παράγοντες που έχουν ρίξει την ανάγνωση στο κοινωνικό περιθώριο ωχριούν μπροστά στην εγκληματική πρακτική της εκπαίδευσης. Εκεί όπου το βιβλίο εξακολουθεί να παραμένει κρατικό μονοπώλιο και να απαξιώνεται ως κρατικό μονοπώλιο. Εκεί όπου το βιβλίο παρέχεται στους μαθητές δωρεάν, σαν ελεημοσύνη, με αποτέλεσμα να μην έχει καμία απολύτως αξία για το παιδί. Οσο η επαφή των παιδιών με τη λογοτεχνία γίνεται μέσω των αποσπασμάτων των αναγνωστικών, τα παιδιά όχι μόνο δεν θα την αγαπήσουν, αλλά θα την περιφρονήσουν κιόλας. Αναγνώστης δεν γίνεσαι στα σαράντα σου. Αν δεν έχεις γίνει ώς τα δεκατρία σου, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ. Μια απλή επίσκεψη σε ένα γαλλικό βιβλιοπωλείο σού επιτρέπει να διαπιστώσεις ότι μπορείς να επιλέξεις τον «Μπαρμπα-Γκοριό» του Μπαλζάκ σε μια πληθώρα εκδόσεων. Από την πανάκριβη και σχολιασμένη της Pleiade μέχρι τις πάμπολλες και πάμφθηνες τσέπης. Γιατί; Γιατί το Γαλλάκι είναι υποχρεωμένο να διαλέξει μία απ’ αυτές επειδή το απαιτεί το σχολείο του. Πόσες εκδόσεις Ελλήνων κλασικών κυκλοφορούν; Μα εδώ το Ελληνόπουλο δεν τις χρειάζεται. Εχει το αναγνωστικό, τη μασημένη τροφή, από την επιτροπή των σοφών που όρισε το υπουργείο. Και μετά, απορούν πώς στους διεθνείς διαγωνισμούς τα Ελληνόπουλα πατώνουν στα μαθήματα κρίσεως.

Αν υπάρχει ένα πραγματικά φιλελεύθερο μέτρο για το ελληνικό βιβλίο, αυτό θα ήταν η απελευθέρωση της εκπαίδευσης, από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια, από τα κρατικά μονοπώλια – σε αυτά εντάσσεται και το μονοπώλιο των καθηγητικών συγγραμμάτων. Ελάτε τώρα, δύσκολα πράγματα, και ακούγεται τόσο δημοκρατικό το δωρεάν βιβλίο κι ας το σκίζουν με απέχθεια οι αναγνώστες του μόλις περάσουν τις εξετάσεις. Αντ’ αυτού, το υπουργείο Ανάπτυξης επέλεξε, για μία ακόμη φορά, την εύκολη λύση, την κατάργηση της ενιαίας τιμής, με τις ευλογίες της νεοφιλελεύθερης αφέλειας, η οποία παραγνωρίζει το γεγονός ότι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι φθηνότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, παρά την ενιαία τιμή. Δεν αναφέρομαι στις εκδόσεις τσέπης, γιατί η ελληνική αγορά είναι τόσο μικρή που δεν τις επιτρέπει. Ας φροντίσουν πρώτα να καλλιεργήσουν τη συνείδηση αναγνώστη στις νέες γενιές και μετά μιλάμε και για την ενιαία τιμή. Κακός μπελάς αυτή η ιστορία. Η Νέα Ελληνική Αναγέννηση απαιτεί άμεσα μέτρα και άμεσα αποτελέσματα. Εδώ το είπε και ο ΟΟΣΑ – ξέρει την κατάσταση στην εκπαίδευση άραγε, την ελληνική ιδιορρυθμία;

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η λατρεία της Σπάρτης

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 11.05.2014

Πολλούς αιώνες πριν από την κυρία Ραχήλ Μακρή, τη Σπάρτη –περί της αρχαίας πρόκειται– την ηγάπησαν διάφοροι επιφανείς Ελληνες. Ο Πλάτων και ο Ξενοφών, δύο εκ των θαυμαστών της, δεν έκαμαν βεβαίως τατουάζ με την περικεφαλαία των οπλιτών της και το αρχικό κεφαλαίο Λ του διασημότερου βασιλιά της, όπως η βουλευτής των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Εγραψαν αντιθέτως διάφορα ενδιαφέροντα γι’ αυτήν, όπως ο Πλάτων στους Νόμους του, αν και οι ίδιοι φρόντισαν να κρατήσουν αποστάσεις από την πραγματικότητα της ζωής στην πόλη των ιδανικών τους. Ούτε ο Ξενοφών, αν και καταδικασμένος σε ισόβια εξορία από την Αθήνα, αν και πρόξενος της Σπάρτης, τόλμησε ποτέ να εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Ευρώτα. Ως Αθηναίος, και μαθητής του Σωκράτη, εκτιμούσε ιδιαιτέρως τα ψυχικά και πνευματικά οφέλη της φλυαρίας για να προσαρμοσθεί στα ελάχιστα περιθώρια έκφρασης που άφηνε το «λακωνίζειν». Αναρωτιέμαι πώς ο ουρανίσκος του θα αντιδρούσε στη γεύση του μέλανος ζωμού, αν και πολλοί διατείνονται πως επρόκειτο για νοστιμότατο έδεσμα. Ο δε Πλάτων προτίμησε την έκλυτη ζωή των Συρακουσών, στην αυλή του τυράννου Διονυσίου, τον οποίον ήλπιζε να επηρεάσει. Γνωρίζοντας καλά τη Σπάρτη ήξερε πως δεν θα μπορούσε να παίξει κανέναν πολιτικό ρόλο στην πόλη που τη διοικούσαν κατ’ αποκλειστικότητα οι Ομοιοι.

Η κυρία Ραχήλ Μακρή είναι σαφές πως δεν κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση της αρχαίας Σπαρτιάτισσας που έδινε την ασπίδα στο παιδί της λέγοντάς του «Ή ταν ή επί τας». Η αρχαία Σπάρτη δεν υπάρχει πια, οι πόλεμοι δεν γίνονται με ασπίδες, και η ίδια μπορεί να απολαμβάνει και να επιδεικνύει το τατουάζ της ως σύμπτωμα μιας παθογένειας η οποία τα τελευταία χρόνια αποκτά διαστάσεις επιδημίας. Πρόκειται για τη λατρεία προς τη Σπάρτη, αυτή που γέμισε τους κινηματογράφους πριν από μερικά χρόνια με εκείνο το κωμικό κατασκεύασμα που άκουγε στο όνομα «300», και αυτή που τονώνει την εθνική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής με τα βραχώδη και αδρανή της υλικά. Η λατρεία της Σπάρτης είναι παράγωγο της αρχαιολατρίας, πλην όμως δεν ταυτίζεται απαραιτήτως μαζί της.

Ζητώ συγγνώμη για την εμπλοκή των δύο πνευματικών κορυφών, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, σε ένα κείμενο που αφορά μιαν εντελώς δική μας παθογένεια, όμως το έκανα για να καταδείξω ότι ιστορικά η Σπάρτη έτυχε να έχει πολλούς και σοβαρούς θαυμαστές. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στη χαραυγή της σύγχρονης εποχής, τον 18ο αιώνα, οι Ιακωβίνοι της επαναστατικής εθνοσυνέλευσης όταν αναφέρονταν στον ελληνορωμαϊκό κόσμο αναφέρονταν στη Ρώμη και τη Σπάρτη. Θαύμαζαν τη Σπάρτη περισσότερο από τη δημοκρατική Αθήνα. Ολα αυτά βέβαια είναι μάλλον μακρινά από ό,τι συμβαίνει σήμερα παρ’ ημίν. Και δύσκολα μπορείς να αφαιρέσεις τον καρτουνίστικο χαρακτήρα από τον θαυμασμό προς μια πλευρά του ελληνικού πολιτισμού την οποία, στο κάτω κάτω θα αγνοούσαμε, αν δεν υπήρχε το αντίβαρό της, η Αθήνα. Η Σπάρτη, ως γνωστόν, δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία της, και δεν άφησε μνημεία. Ο,τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν το χρωστάμε στην Αθήνα. Καρτουνίστικη λατρεία διότι ακριβώς δεν απαιτεί κόπο, ούτε διάβασμα ούτε καμία συγκέντρωση πνευματικής ενέργειας παραπάνω από όση χρειάζεται μισή ώρα καταπόνησης του μυϊκού σου συστήματος στο γυμναστήριο.

Η πιο διαδεδομένη αντίληψη για τη σχέση της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα είναι ότι εμείς, ως απόγονοί της, μπορούμε να τη μιμηθούμε. Και βέβαια Παρθενώνες το ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να χτίσουμε –όσο παρανοϊκοί κι αν είμαστε και η παράνοιά μας έχει τα όριά της– ούτε να γράψουμε πλατωνικούς διαλόγους, αν και λατρεύουμε να μιμούμαστε «τρόπους» της γλώσσας όπως το «Εγέρθητω» του κυρίου Γερμενή. Ομως την παράταξη των γεροδεμένων Σπαρτιατών, όπως τουλάχιστον τη φαντασιώνουμε, μπορούμε να τη μιμηθούμε χωρίς κανένα πρόβλημα. Καθώς και τις ιαχές, και τις πολεμικές κραυγές που ακούγονταν στους κινηματογραφικούς «300», όπου και εμφανώς υπήρχε μια σύγχυση ανάμεσα στο «λακωνίζειν» και το «μουγκρίζειν». Η κυρία Μακρή, εν τη αφελεία της, με το τατουάζ της, έθεσε το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων: η ελληνική αρχαιότητα έχει καταντήσει ένα γκάτζετ, μπρελόκ ή κάτι άλλο διακοσμητικό, που ταιριάζει ή δεν ταιριάζει με το υπόλοιπο ντύσιμο, πάντως είναι εξίσου φωναχτό στην περίπτωσή της και καλύπτει μια χαρά τα γύρω κενά, την άδεια σκέψη, την απουσία κρίσης. Η λατρεία της Σπάρτης είναι κραυγαλέα και τίποτε άλλο.

Δεν μπορώ να μην ομολογήσω την αμαρτία μου. Ολα αυτά τα λέω για να καταλήξω ότι νοσταλγώ την παλιά καλή ελληνική παιδεία, αυτή που στα νιάτα μας θεωρούσαμε συντηρητική και από την οποία θέλαμε να απαλλαγούμε, όμως, όπως και να το κάνουμε, μας έδινε περισσότερα εφόδια για να σταθούμε όρθιοι στον κόσμο μας από τη δήθεν προοδευτική παιδεία που τη διαδέχθηκε. Αν μη τι άλλο, μαθαίναμε αυτά τα πέντε ελληνικά που χρειαζόμασταν για να ξέρουμε ότι αν για κάτι πρέπει να μας ενδιαφέρουν οι αρχαίοι ημών, είναι για τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Και αν πρέπει να μας ενδιαφέρει η στρατιωτική τους αρετή είναι γιατί τους επέτρεψε να αναδείξουν το πνευματικό τους μέγεθος.

Κάποιοι πίστεψαν ότι αν καταργήσουμε την ελληνική παιδεία θα γίνουμε περισσότερο Ευρωπαίοι. Ευρωπαίοι της Γιουροβίζιον μπορεί. Πάντως, όχι ενεργά υποκείμενα του μεγάλου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μάλλον κάτι γραφικές μαριονέτες οι οποίες θεωρούν πως πολιτισμός είναι τα τατουάζ και τα γκάτζετ και οι φωνές. Σκέψεις που μου ήρθαν από την πολύ απλή απορία: τι μπορεί να ωθήσει μια γυναίκα σαν τη Ραχήλ Μακρή να κάνει τατουάζ με σπαρτιατική περικεφαλαία. Αν είχα υπάρξει δάσκαλός της, δεν θα αισθανόμουν και πολύ καλά.

ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΠΟΨΕΙΣ Τι νομίζω ότι κατάλαβα μετά από 25 χρόνια στο πανεπιστήμιο Νίκος Μαραντζίδης* 29.05.2022 • 20:45  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Πριν από λίγο καιρό έκλεισα 25 χρόνια στο ελληνικό πανεπιστήμιο, μια ολόκληρη ζωή, μπορείς να πεις. Σε αυτά τα χρόνια δίδαξα και συνεργάστηκα με καμιά δεκαριά πανεπιστημιακά τμήματα σε τρεις ηπείρους, γεγονός που μου επιτρέπει να νομίζω …

2 σχόλια

    • ΜΑΡΙΑ ΣΑΜΩΝΑΚΗ στο 17 Οκτωβρίου 2020 στις 00:05
    • Απάντηση

    Εξαιρετική η επιλογή του υλικού!!

  1. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ!

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση