Δημήτρης Ροτζιώκος

Ένα ελεύθερο βήμα σκέψεων και διαλόγου…

Γεώργιος Σουρής

Συγγραφέας: drotziokos στις 11 Απριλίου 2009

Κάποιοι τον χαρακτήρισαν στιχοπλόκο και άλλοι είπαν ότι το έργο του στερείται ποιητικής αξίας.
Άλλοι τον ονόμασαν «σύγχρονο Αριστοφάνη».

Δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησής του ήταν η καλοπροαίρετη κριτική και ο αυτοσαρκασμός.
Στο παρακάτω ποίημά του, αν και γράφτηκε σε μια εποχή αρκετά μακρινή από το σήμερα, ο « Ρωμιός» (κατά το Σουρή) δεν άλλαξε χαρακτηριστικά και παραμένει πάντα ο ίδιος.
…………………………………………………………………………

Ο Ρωμιός
Του Γ. Σουρή

Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα τό ‘να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη και λίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο και αρχινώ με τόνο,
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές!

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω,
τον ίδιο εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω το νου στο Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ,
εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω!

Στον καφετζή ξεσπάω …φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.

Και κάτι …ρομαντικό από τον ίδιο!

 ………………..Λίγο Μελάνι
(Αφιερωμένο στην αγαπημένη του)

Λίγο μελάνι και χαρτί και λίγοι πάλι στίχοι
είναι το μόνο δώρο μου οπού θα σου χαρίσω…
Καλά που μού ‘δωσε κι αυτούς η ακριβή μου τύχη,
γιατί αλλιώς δε θά ‘ξερα πώς να σε χαιρετίσω.
Ως τώρα άλλο τίποτα απ’ το δικό μου χέρι,
πάρα πολλούς νερόβραστους και κρύους στίχους είδες..
Αλλά κι οι στίχοι που και που, καμιά φορά, ποιος ξέρει,
αν έχουν δώρα ζηλευτά και ζωντανές ελπίδες.
Οι ευτυχίες πού ‘ψαλλα τόσες φορές για σένα,
αν έξαφνα φτερούγιζαν με την αυγή μπροστά σου,
θα έβλεπες τι είχανε οι στίχοι μου κρυμμένα
κι άλλη χαρά δε θα ‘θελε στον κόσμο η καρδιά σου.

Αφήστε μια απάντηση