Δημοτικά Τραγούδια που αναφέρονται σε Θεσσαλούς αγωνιστές που έδρασαν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας

 

1821

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας πολλοί Θεσσαλοί αφιέρωσαν τη ζωή τους για την  απελευθέρωση της πατρίδας. Εδώ θα αναφερθούμε σε πέντε απ’ αυτούς για τα κατορθώματα των οποίων ο λαός μας έγραψε τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα.

Μήτρος Βλαχοθανάσης.

Αρματολός από τη Βουνιχώρα της Παρνασσίδας, ονομαστός για την ανδρεία του. Έδρασε μετά το 1750 και η δράση του κορυφώθηκε κατά την περίοδο των Ορλωφικών. Στο αρματολίκι του υπηρέτησε και ως πρωτοπαλίκαρο ο Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέα. Πήρε μέρος σε πολλές νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων και μετείχε στην επανάσταση που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη της Ρωσίας το 1770. Με τον Ανδρούτσο και τον Γιάννη Ξυλικιώτη, έλαβε μέρος στην συμπλοκή εναντίον του Μουχτάρ πασά της Ναυπάκτου το 1771, όπου πολέμησε γενναία μα τελικά φονεύθηκε. Φαίνεται πως με τον Όλυμπο και την Ελασσόνα τον συνέδεαν δεσμοί πνευματικής συγγενείας, πιθανόν και συγγενείας εξ αίματος που όμως δε στάθηκαν ικανοί να εξασφαλίσουν τη συμμαχία με τους κλέφτες της περιοχής. Στην συλλογή Ιατρίδου φαίνεται προδοθείς από τον εξ Ελασσόνας κουμπάρο του Αλεξανδρή, τον οποίο είχε επανειλημμένως ευεργετήσει. Υπάρχει όμως και η εκδοχή ο Βλαχοθανάσης εκ Παρνασίδας και ο Βλαχοθανάσης του Ολύμπου να είναι δυο διαφορετικά πρόσωπα, να πρόκειται δηλαδή για συνωνυμία.

Οι στίχοι του τραγουδιού που ακολουθεί είναι παρμένοι από τη συλλογή Ιατρίδη.

Βγήκα ψηλά στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρω.

Τριγύρω γύρω θάλασσα, στη μέση πεδιάδα

κι από μεριά κλεφτόπουλα με τα σπαθιά στα χέρια.

και πάλε πίσω γύρισα, κατ’ τα παλιά λημέρια,

τα βρίσκω ο μαύρος έρημα κι όλα χορταριασμένα.

Ψιλή φωνίτσα έβαλα, όσο κι αν εδυνάστην.

Πού είσαι κουμπάρ’ Αλεξανδρή, κ’ εξάδελφε Βασίλη;

Κανείς δεν ‘πολογήθηκε, κανείς δεν απεκρίθη

κι ο ψυχογιός τ’Αλεξανδρή, κείνος απολογήθη.

Αλεξανδρής δεν είν’εδώ, πάγ’εις την Ελασσόνα,

πάγει να μασ’ Αρβανιτιά, για να σε πολεμήσει.

Τι τόκαμα του κερατά και θα με πολεμήσει

που ήρθε με παλιόρουχα και του ‘δωκα καινούρια

που ρθε με’παλιοτούφεκο και του ‘δωκα ασημένιο,

και τ’άρματά του τα ‘καμα όλα μαλαματένια!

 

 Νικοτσάρας

Ο Νίκος Τσάρας, γνωστότερος ως Νικοτσάρας, θεωρείται ο ενδοξότερος μεταξύ των αρχηγών των κλεφτών που έζησαν κατά τα πρώτα έτη του 19ου αι. Υπήρξε αρματολός, στη συνέχεια κλέφτης κι αργότερα πειρατής. Έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου και στα παράλια της Θεσσαλίας. Γόνος οικογενείας αρματολών, γεννήθηκε μετά το 1770 στην  Ελασσόνα και μορφώθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας. Ύστερα όμως από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του πατέρα του από την τουρκική διοίκηση, εγκατέλειψε τα γράμματα και βγήκε στο βουνό. Αποτελούσε μόνιμο πονοκέφαλο για τους πασάδες της περιοχής και ιδιαίτερα για τον Αλή πασά των Ιωαννίνων που επιχείρησε αναρίθμητες φορές να τον εξοντώσει. Υπήρξε ιδιαίτερα ικανός αρχηγός. Το 1805 συμμετείχε στις επαναστατικές επιχειρήσεις του Καραγεώργη της Σερβίας. Τον επόμενο χρόνο συγκρότησε πειρατικό στόλο έχοντας ως ορμητήριο τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, ο στόλος του όμως  διαλύθηκε σύντομα από τον τουρκικό. Τότε ο Νικοτσάρας θέλησε να μεταβεί στην Μολδοβλαχία και να ενωθεί με τον ρωσικό στρατό ενάντια στους Τούρκους. Έτσι, ζήτησε τη βοήθεια του Ρώσου  ναυάρχου Σινιάβιν την οποία και του την υποσχέθηκε αλλά το σχέδιό του προδόθηκε και ναυάγησε. Με μεγάλες απώλειες ανδρών κατάφερε να φτάσει στον Όλυμπο. Ύστερα από σύντομη ανάπαυση, επανέλαβε τις επιδρομές του με τα εξοπλισμένα πλοιάριά του. Όταν, όμως, τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 1807 το πλήρωμα του πλοίου του αποβιβάστηκε στο Λιτόχωρο για να πάρει νερό, ήλθε σε σύγκρουση με τους Τουρκαλβανούς και τραυματίστηκε θανάσιμα σε ηλικία 36 ετών. Ο Νικοτσάρας ετάφη στην Σκιάθο.

 

Το τραγούδι σχετίζεται με τη μάχη στο Πράβι (τη σημερινή Ελευθερούπολη Καβάλας). Τα βουνά της Ζίχνας που αναφέρονται σ’ αυτό, είναι το Παγγαίο και το Μενοίκιο, που βρίσκονται ανατολικά του Στρυμώνα.

Τ’ έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;

Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;

Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας

ο Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια,

τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.

Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

Χιον’ έτρουγαν, χιον’ έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.

Τα παληκάρια φώναξε στες τέσσιρες ο Νίκος.

Ακούστε παληκάρια μου, λίγα κι αντρειουμένα

σίδερο βάλτε στην καρδιά και χάλκουμα στα στήθια,

αύριον πόλεμο κάκό έχουμε με του Τούσκους,

αύριο να πατήσωμε, να πάρουμε το Πράβι.

Το δρόμο πήραν σύνταχα και φθάνουν στο γιοφύρι

ο Νίκος με το δαμασκί, τον άλυσο τον κόφτει

Φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβ’ αφήνουν.

 

 Θύμιος Βλαχάβας

Το όνομα του ήρωα Θύμιου Βλαχάβα ή Παπαθύμιου είναι στενά συνδεδεμένο με την επαναστατική κίνηση των αρχών του 19ου αιώνα. Γιος του καπετάν Θανάση Βλαχάβα, κλέφτη των Χασίων, γενήθηκε στον οικισμό Τριφύλλι του χωριού Ασπροκλησιά Καλαμπάκας. Ο Παπαθύμιος χειροτονήθηκε ιερέας από τα νεανικά του χρόνια  μετά τον θάνατο του πατέρα του όμως εγκατέλειψε την ιεροσύνη κι έγινε αρχηγός αρματολών στην υπηρεσία του Αλή πασά ο οποίος του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Από τότε δεν έπαψε  μέχρι το τέλος της ζωής του να λαμβάνει ενεργό μέρος σε όλες τις επαναστατικές εκδηλώσεις. Κατά το συνέδριο των οπλαρχηγών της Ρούμελης στο Καρπενήσι το έτος 1805 εμφανίζεται ως ηγετικό πρόσωπο. Έπειτα από σκληρούς διωγμούς του Αλή πασά αναγκάστηκε μαζί με τον Νικοτσάρα και τον Ρομφέη να καταφύγει στις Σποράδες όπου έλαβε μέρος σε θαλάσσιες επιδρομές εναντίον των Τούρκων.

Το 1808 σε συνεννόηση με άλλους αρχηγούς και υποκινούμενος από απεσταλμένους του Καραγιώργη της Σερβίας, παρασκευάζει επαναστατικό κίνημα παίρνοντας με το μέρος του και δυσαρεστημένους Τούρκους των Τρικάλων και της Λαρίσης. Το κίνημα αυτό προδόθηκε και δυνάμεις του Αλή φθάνουν στη Θεσσαλία υπό του Μουχτάρ πασά. Ο αδελφός του Παπαθύμιου Θεόδωρος, οχυρωμένος στην Καλαμπάκα φονεύεται ενώ ο ίδιος καταφεύγει στη Χαλκιδική κι από κει στις Σποράδες. Πιεζόμενος ολοένα και περισσότερο, δελεάστηκε από υποσχέσεις περί αμνηστίας και παραδόθηκε. Οδηγήθηκε στα Γιάννινα όπου κατά παράβαση των υποσχέσεων βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1809. Θεωρείται ο τελευταίος μεγαλεπίβουλος αντιπρόσωπος του ένοπλου αρματολισμού.

 

Το τραγούδι του παπα-Θύμιου Βλαχάβα δεν διασώζεται παρά μόνο ως στίχος. Η απόδοσή του εδώ ακολούθησε τα πρότυπα των κλέφτικων τραγουδιών. Ο στίχος είναι αυτός που καταγράφηκε από τον Κωνσταντίνο Σάθα και επανεκδόθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.

Αηδόνια μου περήφανα, πεύκα καμαρωμένα,

φέτο να μη λαλήσετε, φέτος να μαραθείτε,

τον παπα- Θύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα·

στη μέση του ο Μουχτάρ Πασάς, πίσω οι τσαχανταραίοι

κι από κοντά οι μπέηδες κι οι τουρκοπουλημένοι.

Κι Αλής πασάς σαν το ’μαθε, δεν πίστευε το θάμα.

Ατός του τον προβόδισε, ατός του του μιλάει:

–          Παπά! Βρε κερατόπαπα που χάλασες τον τόπο.

Δεν σ’ άρεθ’ ο Αλής πασάς, δεν σ’ άρεθ’ ο Σουλτάνος

και μπαϊράκι σήκωσες να γίνεις βασιλέας;

–          Μη βλαστημάς Αλή πασά, μη βλαστημάς βεζίρη!

Σόφταιξα, σε πολέμησα και σόπεσα στα χέρια!

–  Γίνεσαι Τούρκος, βρε παπά, κι ούλα στα συμπαθάω.

–  Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θε να πεθάνω.

 

 Χριστόδουλος Χατζηπέτρος

Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος υπήρξε φιλικός, οπλαρχηγός κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 και αξιωματικός κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Μορφή επιβλητική, φυσιογνωμία ηγετική, συνδύαζε σπάνια ψυχικά, πνευματικά και σωματικά χαρίσματα. Ο Καραϊσκάκης τον αποκαλούσε «Βλάχμπεη» δηλαδή άρχοντα των Βλάχων. Γεννήθηκε στο Βετερνίκο (σημερινό Νεραϊδοχώρι Τρικάλων) το 1799 και σε νεαρή ηλικία πήγε στη Βιέννη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο για λίγα χρόνια. Το 1817 γύρισε στα Γιάννινα όπου υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά και δυο χρόνια αργότερα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Τον Ιούλιο του 1821, με τον Νικόλαο Στουρνάρη και τον Γρηγόρη Λιακατά, κήρυξαν την επανάσταση στις περιοχές Καλαμπάκας και Ασπροποτάμου. Μετά την καταστολή της κατέβηκε στη νότια Ελλάδα (Στερεά και Πελοπόννησο) και έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες, κατά τις οποίες διακρίθηκε ιδιαιτέρως. Στις 26 Σεπτεμβρίου μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Στην περίοδο του Καποδίστρια ονομάστηκε χιλίαρχος πρώτης χιλιαρχίας και πολέμησε στις επιχειρήσεις για την εκκαθάριση της Στερεάς από τους Τούρκους. Αργότερα διατέλεσε υπασπιστής του Όθωνα. Υπήρξε αρχηγός του απελευθερωτικού κινήματος στη Θεσσαλία κατά το 1854, κατά το οποίο εισήλθε νικητής στην Καλαμπάκα, όπου ετέλεσε και πανηγυρική δοξολογία. Μετά την έξωση του Όθωνα αναμίχθηκε στην κίνηση που επέβλεπε στην εκλογή του ανιψιού του Όθωνος ως βασιλιά της Ελλάδας και φυλακίστηκε επί δύο μήνες. Πέθανε με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Ίσαμε το τέλος της ζωής του έμεινε άψογος, άτρωτος από κάθε μικρότητα, έγινε αρχηγός όπως ακριβώς τον θέλει ο Όμηρος «Ως ποιμένα λαών»

Η μάχη και η νίκη του Χατζηπέτρου στην Καλαμπάκα, υμνείται στο ακόλουθο δημοτικό τραγούδι:

 

Τι σκούζεις μαύρε κόρακα τι σκούζεις και φωνάζεις;

Μήνα διψάς για αίματα, μήνα και για κουφάρια;

Έβγα ψηλά στον Κόζιακα ψηλά στο μοναστήρι

Κι αγνάντεψε την ποταμιά κατά την Καλαμπάκα

Να ιδείς μαυρίλα και καπνό, ν’ ακούσεις πώς βροντάνε

Τα τόπια των νιζάμηδων, τα τούρκικα φουσκέτα,

Ν’ ακούσεις και τους Έλληνες, να ιδείς το Χατζηπέτρο

Πως τρέχουν μέσα στη φωτιά με τα σπαθιά στα χέρια.

Καταραχιάς εχούγιαξε ψηλά απ’ το μοναστήρι.

Βάστα Χατζηπετράκη μου, να κλείσουμε τους δρόμους

Για να τις ξεπατώσουμε τις δώδεκα χιλιάδες

Πιάνουν χιλιάδες ζωντανούς χιλιάδες θανατώνουν

Και μπιμπασίδες τέσσερις και καλογάδες έξι.

 

Υπάρχει ένα ακόμη τραγούδι μα το επεισόδιο που αναφέρεται σ’ αυτό είναι άγνωστο στην ιστοριογραφία.

 

Ωρ’ δεν κλαίτε μαύρα δέντρα –  μαύρα δέντρα

Και σεις μαύρα κλαδιά,

Αχ και συ βρε Χατζηπέτρο Χατζηπέτρο, δεν το ‘πραξες καλά.

Αμόλησες τα’ ασκέρι, Χατζηπέτρο, δίμουρα στα χωριά,

Και πήραν δυο κορίτσια Χατζηπέτρο, στην Πόρτα Παναγιά.

Το να το λεν Ελένη Χατζηπέτρο, τ’ άλλο Κωνσταντινιά

Αχ τα δυο κορί – κορίτσια Χατζηπέτρο, στην Πόρτα Παναγιά.

 

 Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής

Ο Ρήγας Φεραίος ή, ορθότερα, Βελεστινλής γεννήθηκε στο Βελεστίνο το 1757. Υπήρξε πρόδρομος και πρωτομάρτυρας της ελευθερίας, αλλά και ένας από τους προδρόμους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Προσπάθησε με βιβλία, με ιστορικογεωγραφικούς χάρτες και άλλες εκδόσεις να συμβάλει κι αυτός στην πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου Γένους, διοχετεύοντας μέσα από τα έργα του τις νέες ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού αλλά και εθνεγερτικά μηνύματα. Έγινε κήρυκας και πολιτικός νους μιας επανάστασης μεγάλων διαστάσεων, οραματιζόμενος την εξέγερση των Ελλήνων κι όλων των συνυπόδουλων λαών, για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής κοινοπολιτείας, σε όλο τον χώρο των Βαλκανίων και της Ελληνικής Ανατολής, με την ονομασία Ελληνική Δημοκρατία. Τα επαναστατικά αυτά σχέδια όμως έμειναν σχέδια και οράματα, καθώς ο Ρήγας, ξεκινώντας να κατεβεί στην Πατρίδα, έπεσε στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας (19 Δεκεμβρίου 1797) και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο Βελιγράδι, αφού στραγγαλίστηκε μαζί με άλλους συντρόφους του και τα άψυχα σώματά τους ρίχτηκαν στον Σάβα ποταμό.

Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή / παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. Στίχοι που ατσάλωσαν τους Έλληνες με την πρωτόγνωρη επαναστατική πνοή τους. Ορμητικός, επαναστατικός παιάνας,  ο Θούριος του Ρήγα κατόρθωσε να εμψυχώσει πρώτα τους Έλληνες ραγιάδες και στη συνέχεια να τους ωθήσει στον τιτάνιο αγώνα της επανάστασης για την απόκτηση του υψίστου αγαθού της ελευθερίας. Με τον Θούριό του ο Ρήγας, κατορθώνει επίσης να δώσει και ένα ακόμη μήνυμα, πως η αποτίναξη της τυραννίας και η απόκτηση της ελευθερίας θα πρέπει να στηριχθεί στις ντόπιες δυνάμεις των Ελλήνων. Δεν απευθύνει καμία έκκληση για βοήθεια στις μεγάλες δυνάμεις. Πρωτόγνωρο για τον Ελληνισμό που, μέχρι τότε προσέβλεπε σ’ αυτές για την απόκτηση της ελευθερίας. Χαρακτηρίστηκε ως «το ιερότερον άσμα της φυλής μας» από τον Γεώργιο Τερτσέτη, ο οποίος επιπλέον παρατηρεί ότι τα τραγούδια του Ρήγα «εγκρέμισαν ως σάλπιγγες εις Ιεριχώ τα τείχη της Τριπολιτσάς, τα φρούρια της Μονεμβασιάς, του Ναυπλίου και των Αθηνών»

 

Οι πρώτοι στίχοι από τον Θούριο:

 

Ως πότε παληκάρια, να ζώμεν στα στενά,

μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,

να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *