Φεβ 12
07

ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κάτω από (Χωρίς κατηγορία) από στις 07-02-2012

    Η Χριστίνα γυρνώντας από το φροντιστήριό της βλέπει κάποιες νιφάδες χιονιού να πέφτουν. Καθισμένη αργότερα στο γραφείο της προσπαθεί να διαβάσει τα μαθήματα του σχολείου. Κάθε τόσο όμως σηκώνει το βλέμμα της από το βιβλίο της Ιστορίας και κοιτάζει έξω. Αχ, πόσο θέλει να χιονίσει! «Αν ρίξει μπόλικο χιόνι, ίσως αύριο δεν έχουμε σχολείο και έτσι θα βγω στην αυλή μου να παίξω χιονοπόλεμο», σκέφτεται.

    Με το που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι, αρχίζει να πέφτει και το χιόνι πυκνό. Πέφτει με τόσο θυμό, που μέσα σε λίγα λεπτά ασπρίζουν οι στέγες των σπιτιών, οι φυλλωσιές των δέντρων και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μόνο στους δρόμους δεν μπορεί να σταθεί, γιατί το λιώνουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα και οι βιαστικοί διαβάτες.

Ξημερώνοντας όλη η πόλη είναι ντυμένη στα λευκά. Τα σχολεία δεν λειτουργούν και πολλά παιδιά βγαίνουν να απολαύσουν το χιόνι.

    Η Χριστίνα ξυπνάει από τις φωνές της μητέρας της. Τρέχει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Η γειτονιά της, τα σπίτια, τα δέντρα, οι δρόμοι της φαίνονται ασυνήθιστα όμορφα. Τρώει βιαστικά το πρωινό της, φοράει μάλλινα ρούχα και κατεβαίνει τρέχοντας στην αυλή. Θέλει να νιώσει τις νιφάδες να της χαϊδεύουν το πρόσωπό της, να προσπαθήσει να τις πιάσει στη χούφτα της, να φτιάξει χιονόμπαλες με το αφράτο χιόνι.  Τρέχει και πηδάει γεμάτη χαρά. Θέλει να προλάβει να το χαρεί, πριν γίνει κάτι και λιώσει.

    Η μύτη της και τα μάγουλά της έχουν κοκκινίσει από το κρύο, αλλά δε θέλει να πάει στο σπίτι της πριν φτιάξει έναν χιονάνθρωπο. «Θα είναι ο πρώτος χιονάνθρωπός μου!» λέει με ενθουσιασμό στον εαυτό της. Μαζεύει γρήγορα χιόνι, φτιάχνει  μια μεγάλη χιονόμπαλα για σώμα και μια μικρότερη για κεφάλι. Για μύτη του βάζει ένα καρότο, δυο μαύρες ελιές για μάτια και κλαδιά για χέρια. Γύρω από το λαιμό του τυλίγει το κασκόλ της και στο κεφάλι του βάζει ένα καπέλο του μπαμπά της.

       

    Μόλις τελειώνει, στέκεται δίπλα του, απλώνει τα χέρια της και φωνάζει με χαρά θέλοντας να την ακούσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι:«Αυτός είναι ο φίλος μου, ο …».

    Όλοι οι φίλοι της έχουν ένα όνομα. Πρέπει να του δώσει ένα όνομα. Στην προσπάθειά της να βρει ποιο όνομα του ταιριάζει, το μυαλό της ταξιδεύει στο χωριό, εκεί όπου ζει η αγαπημένη της γιαγιά, η οποία κάθε φορά που θέλει να πει ότι κρυώνει χρησιμοποιεί τη λέξη «μαργώνω».

«…ο φίλος μου, ο Μαργόνης» συμπληρώνει και τον κοιτάζει με καμάρι.   

    «Μάργωσα τόσες ώρες στο κρύο» λέει ψιθυριστά με ένα μικρό χαμόγελο  και αφού χαιρετά το φίλο της, μπαίνει στο σπίτι να ζεσταθεί. Πού και πού ρίχνει από το παράθυρο κλεφτές ματιές να δει πώς είναι ο Μαργόνης. Νιώθει πολύ χαρούμενη, που απέκτησε ένα νέο φίλο, αν και ξέρει πολύ καλά πως, όταν βγει ο ήλιος ή βρέξει ο χιονάνθρωπός της δε θα υπάρχει. «Άραγε υπάρχει τρόπος να μείνει για πάντα μαζί μου;» αναρωτιέται.

   Το βράδυ αποκοιμιέται μ΄αυτή τη σκέψη και ονειρεύεται…    

  • Ποια νομίζετε ότι είναι η συνέχεια; Ολοκληρώστε την ιστορία όπως σας αρέσει.
  • Δώστε ένα δικό σας τίτλο.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *