Εισήγηση του Δ/ντου Τ.Α.σε ημερίδα για το “Καρναβάλι Σοχού”

ΕΙΣΗΓΗΣΗ 1/2/2015

Κ. ………….(επίσημοι)

Κυρίες και κύριοι φίλοι και φίλες του Σοχινού καρναβαλιού, αγαπητοί προσκεκλημένοι.

Είναι γνωστό σ΄ όλους μας ότι ο Σοχός βρίσκεται στο δυτικό άκρο της αρχαίας Θράκης που εκτεινόταν μέχρι τον Δούναβη προς βορρά και μέχρι την Κων/πολη ανατολικά.

Επίσης είναι γνωστό πως στην περιοχή αυτή έχουν φτάσει ως τις μέρες μας πανάρχαια, αρχέγονα λαϊκά δρώμενα με μια πρωτογενή-αυθεντική έκφραση που προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον και στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στους απλούς ανθρώπους.

Μια κατηγορία δρώμενων είναι και τα Διονυσιακά όπως τα λέμε δρώμενα με τις τραγόμορφες μεταμφιέσεις, κουδούνια μάσκες κλπ. Ξέρουμε ότι ο Διόνυσος λατρεύτηκε πρώτα από τους Θράκες που ήταν Δωριείς και μετά από τα υπόλοιπα ελληνικά φύλλα.

Εμείς λοιπόν εδώ στο Σοχό καυχιόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Θρακών και υποστηρίζουμε ότι το Δρώμενο μας που ονομάζουμε «Σοχινό καρναβάλι» είναι συνέχεια μιας τέτοιας Διονυσιακής λατρείας.

Προφανώς δεν το βιώνουμε σαν Διονυσιακή λατρεία ,αλλά σίγουρα έχουν μείνει από την αρχαιότητα πολλά χαρακτηριστικά αυτής, όπως η καλοχρονιά, η αποπομπή του κακού, η αναγέννηση της φύσης και της διάθεσης κ.α. .

Στην πορεία του δρώμενου στα βάθη των αιώνων όπως ήταν φυσικό δέχτηκε πολλές επιρροές και από τον Χριστιανισμό και από τους κάθε λογής καταχτητές,

Είναι γνωστός ο μύθος του στρατού του Αγίου Θεοδώρου με τους τραγόμορφους στρατιώτες που έδιωξαν τον εχθρό κλπ όμως τον μύθο αυτόν νομίζω ότι αφενός κανείς Σοχινός δεν τον πιστεύει ,αφετέρου δεν επιβεβαιώνεται από κανένα ιστορικό ή λαογραφικό στοιχείο, ή και εκκλησιαστικό αρχείο.

Ίσως καλλιεργήθηκε ο μύθος αυτός για να διασωθεί  από τους (ας μου επιτραπεί η έκφραση ) «διωγμούς» που υπέστησαν τα αρχαία δρώμενα σαν ειδωλολατρικά.

Φυσικά και επηρεάστηκε και από την τουρκοκρατία διασώζονται τουρκικοί στίχοι στα τραγούδια του καρναβαλιού μας όπως το αποκαλούμε σήμερα.

Παλαιότερα δεν το αποκαλούσαμε καρναβάλι και το γιορτάζαμε με τον ερχομό του χρόνου, όπως τα άλλα δρώμενα της Ανατολικής Μακεδονίας και Νότιας Βουλγαρίας δηλαδή τα Θεοφάνια, κατόπιν μεταφέρθηκε στην εορτή των Αγίων Θεοδώρων και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα μεταφέρθηκε την Καθαρά Δευτέρα και την Κυριακή  πριν από αυτή.

Μια ονομασία που διασώθηκε  για τον κουδουνοφόρο μας είναι η λέξη  «μέριου»

που ετυμολογικά δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποια στοιχεία, ίσως έχει σχέση με τον μερακλή (με τουρκική ρίζα μιράκ).

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο τελευταίος διωγμός που υπέστη το δρώμενο ήταν την δεκαετία του 50 που δεν επέτρεπαν καρναβάλια να περάσουν από τη κεντρική πλατεία και προσπαθούσαν να το υποβαθμίσουν λέγοντας ότι μόνο οι μπεκρήδες ,οι αγράμματοι, οι κτηνοτρόφοι ντυνόταν με κουδούνια ,όμως ήταν τέτοια η πρωτογενής δύναμη του δρώμενου που ανέτρεπε τα πάντα, και έτσι σήμερα που μιλάμε να βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση, να συμμετέχουν όλοι  οι κάτοικοι του τόπου, μικροί μεγάλοι ,άνδρες γυναίκες παιδιά κ.λ.π..

Κάθε αποκριά λοιπόν αρκετές μέρες πριν ανοίξει το Τριώδιο σε κάθε Σοχινό σπίτι ετοιμάζονται για την καλύτερη μας γιορτή. Ετοιμάζουν τις στολές του κουδουνοφόρου.

Η στολή του κουδουνοφόρου αποτελείται

1)από δέρματα τράγων (τα κουζιούφια)

σήμερα τεχνικώς επεξεργασμένα από ειδικά εργαστήρια (βυρσοδεψεία) παλαιότερα με Σοχινή επεξεργασία με χονδρό αλάτι και στίψη.

2) Τα τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού ή βοδιού και αυτά από εργαστήρια, ενώ παλαιότερα μόνο από δέρμα γουρουνιού με επεξεργασία Σοχινών μερακλήδων.

3)Το ζωνάρι (υφαντό που μοιάζει με υφασμάτινο ιμάντα για το δέσιμο των κουδουνιών)

υφαίνεται ακόμη και σήμερα στον αργαλειό από Σοχινές .

4)Η σάρπα ή εσάρπα που φοριέται από μπροστά για να καλύψει το στήθος του καρναβαλιού. Πλέκεται και στολίζεται από τις γυναίκες του τόπου.

5)Τα μανικέτια που φοριούνται στα μπράτσα του κουδουνοφόρου και αυτά πλέκονται από τις Σοχινές.

6) Το καλπάκι που φοριέται στο κεφάλι,  είναι συνδυασμός μάσκας και κεφαλοστολής. Θέλει ειδική γνώση, εμπειρία , δεξιοτεχνία και μεράκι στον τρόπο κατασκευής του ίσως λίγο περισσότερο από τα άλλα εξαρτήματα της στολής.

Κατασκευάζεται από μαύρο χονδρό ύφασμα, και πάνω του ράβονται σε γεωμετρικά σχέδια πολύχρωμες χάντρες και πούλια, από την κορυφή του κρέμονται κορδέλες και μια ουρά αλεπούς, ακόμη τοποθετείται μεγάλο μουστάκι από ουρά αλόγου . Η κατασκευή του γίνεται μόνο από Σοχινούς μερακλήδες τεχνίτες.

7)Τέλος τα κουδούνια που είναι πέντε: τέσσερα κυπριά συνήθως το 24σάρι, το 22άρι .το 20άρι και 18άρι, για τους ενήλικες και το μπατάλι που φοριέται πίσω.

Μπορούν να γίνουν και μικρότερα για τους ανήλικους.

Φυσικά τα κουδούνια δεν είναι τυχαία πρέπει να είναι ειδικής κατασκευής (σχήμα ,μέταλλο, χρώμα, όγκο) ώστε να αποδώσουν τον επιθυμητό ήχο, και το κυριότερο να αποτελούν ηχητικό σύνολο να είναι συνταιριασμένα δηλαδή.

Τα κουδούνια όπως έγραψε ό λαογράφος κ. Αικατερινίδης το 1976 πάνε όπως πάει η μουσική, το ένα κατόπι στο άλλο, το καθένα με τη φωνή του και η αλληλουχία συμπληρώνεται με το μπατάλι. Και ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω τον κ. Αικατερινίδη ότι αν ξέρει να τα κουβαλάει καλά όπως λέμε οι Σοχινοί το καρναβάλι τότε πράγματι ακούμε μελωδία.

Είναι γνωστός ο αγώνας των Σοχινών για να ταιριάξουν ένα σύνολο κουδουνιών μια ντουζίνα όπως την αποκαλούμε. Παλιότερα έφταναν σε κάθε άκρο της Ελλάδας ζητώντας παλιά καλά κουδούνια μιας και δεν υπήρχαν εργαστήρια που να παράγουν καινούρια καλά κουδούνια. Με το άνοιγμα των συνόρων και την ευκολία των μετακινήσεων φτάνουν σ΄ όλα τα βαλκανικά κράτη ψάχνοντας και βρίσκοντας τα επιθυμητά κουδούνια.

Ευτυχώς βρέθηκε και ένα σύγχρονο σημερινό εργαστήριο που κατασκευάζει ικανοποιητικά εύηχα κουδούνια  . Έτσι λοιπόν γέμισε ο Σοχός παλιά και καινούργια κουδούνια ώστε κάθε Σοχινός  να βγάλει το μεράκι του.

Λέμε στο Σοχό ότι να δεν έχεις κουδούνια στο σπίτι δεν είσαι νοικοκύρης, και πράγματι σήμερα σε κάθε Σοχινό σπίτι υπάρχουν μια ή και περισσότερες ντουζίνες κουδουνιών.

Ακόμη είναι γνωστό ότι σήμερα στο Σοχό βρίσκονται τα καλύτερα και πιο εύηχα κουδούνια ώστε δικαίως αποκαλείται από τους ειδικούς «Η Μέκκα των κουδουνιών».

Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες και μέρες για τις λεπτομέρειες της στολής, για τα κουδούνια , για τον ήχο των κουδουνιών για τον αγώνα ανεύρεσης κουδουνιών για τα χρήματα που έχουν ξοδέψει οι μερακλήδες, όπως κάνουμε εμείς οι Σοχινοί στις καθημερινές μας συναθροίσεις όμως δεν είναι της παρούσης ώρας και ημερίδας να αναφερθούμε παραπάνω στα στοιχεία αυτά του καρναβαλιού μας.

Το ντύσιμο του καρναβαλιού γίνεται από φίλους ή συγγενείς του κουδουνοφόρου και είναι μια χρονοβόρα  και ιδιαίτερη διαδικασία  μάλλον τελετουργία. Βήμα βήμα με προσοχή , με προκαθορισμένη σειρά ο κουδουνοφόρος φοράει τα εξαρτήματα του , ζώνεται τα κουδούνια ,τελευταία βάζει την σάρπα και το καλπάκι και είναι έτοιμος.

Παίρνει λοιπόν στο ένα χέρι την γκλίτσα ή το σπαθί , στο άλλο το μπουκάλι με το κέρασμα (ούζο ή τσίπουρο συνήθως) και ξεκινάει αφού του ευχηθούν .

Πρώτη του κίνηση να κεράσει αυτούς που τον ντύσανε  και μόλις βγει  από το σπίτι μια γυναίκα συνήθως η μάνα ,η γιαγιά , η σύζυγος  κρατώντας μια κανάτα με νερό τον ραίνει με λίγο νερό και ρίχνει το υπόλοιπο κάτω με την ευχή να βρει το δρόμο του όπως το νερό.

Στην πορεία του προς την πλατεία συνήθως θα βρει και άλλους κουδουνοφόρους και πλέον ταξιδεύει σε έναν άλλο κόσμο θαρρείς, σε μια άλλη πραγματικότητα. Στην νέα πραγματικότητα αυτή ξεχνάει τα καθημερινά του προβλήματα και κυριαρχεί ή χαρά και το κέφι ,και η έκσταση  στην πραγματικότητα αυτή εμφανίζονται ευγενή συναισθήματα ,όπως η φιλία και η αλληλοεκτίμηση μεταξύ των Σοχινών, ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, η περηφάνια του γονιού για το παιδί του, η λεβεντιά  και γιατί όχι  η άδολη αγάπη των ερωτευμένων νέων μας.

Κερνάει ο κουδουνοφόρος τον κόσμο γεμάτος χαρά και ευτυχία όποιον συναντήσει στο δρόμο, στην πλατεία, στα καφενεία και στις ταβέρνες του τόπου, επισκέπτεται μέσα στη νύχτα τα σπίτια φίλων και συγγενών μερακλήδων  και έτσι εμείς οι Σοχινοί ερχόμαστε πιο κοντά μεταξύ μας , ξεχνάμε τις μικροδιαφορές μας και όλοι μαζί βιώνουμε το δρώμενο μας, ένα γνήσιο λαϊκό δρώμενο που βιώνεται από τους Σοχινούς εδώ και χιλιετίες ένα παλιό και ταυτόχρονα σύγχρονο δρώμενο ένα δρώμενο που προσαρμόζεται στην κάθε εποχή και στην κάθε κρίση.

Λέμε τραγούδια τις μέρες αυτές τραγούδια του παραπόνου και της καταφρόνιας όπως τα χαρακτηρίζει η μεγάλη Σοχινή συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη, τραγούδια συνήθως ερωτικά ή της παλικαριάς με έναν αργόσυρτο ρυθμό με όμορφους απλούς στίχους πάνω στους ήχους της βυζαντινής μουσικής και της Μακεδονικής παράδοσης. Ο κουδουνοφόρος συμπληρώνει με την μουσική των κουδουνιών και τους κατάλληλους βηματισμούς τα τραγούδια και γινόμαστε όλοι μια παρέα και τραγουδώντας κάνουμε την μέρα μας, την καθημερινότητα μας πιο όμορφη. Δεν είναι τυχαίο που κάθε ξενιτεμένος Σοχινός τις μέρες αυτές επιστρέφει στο Σοχό και θέλει να ζωστεί τα κουδούνια για να περάσει κάποιες στιγμές χαράς. Οι στιγμές αυτές θα αποτελέσουν εφόδιο για την  υπόλοιπη χρονιά.

Οι μέρες της Αποκριάς που κρατούν στο Σοχό περίπου ένα μήνα είναι οι καλύτερες για μας τους Σοχινούς. Ντύνονται καρναβάλια σχεδόν από όλες τις οικογένειες ακόμη και από αυτούς που διαμένουν στο Σοχό και δεν είναι Σοχινοί.

Άντρες – γυναίκες νέοι γέροι και παιδιά, από όλες τις κοινωνικές τάξεις όλοι συμμετέχουν ισότιμα , το καρναβάλι μας τους αγκαλιάζει όλους ακόμη και τους επισκέπτες και πράγματι το δρώμενο μας γίνεται μια ιδιαίτερη κουλτούρα ένας λαϊκός πολιτισμός με πανανθρώπινες αξίες ένας λαϊκός πολιτισμός πού προάγει τις ανθρώπινες σχέσεις ένας πολιτισμός που  κάθε σύγχρονη και ανεπτυγμένη  κοινωνία θα ζήλευε .

Κατηγορίες: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.