Ήταν 28 του Οκτώβρη. Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ζούσε σε μια γωνίτσα της Γης μας, μια κυρά αρχόντισσα, από τρανή γενιά κι από μεγάλο τζάκι, που λένε. Η καταγωγή της χανόταν στα βάθη των αιώνων. Ήταν όμορφη, περήφανη, στοργική, φρόνιμη και μυαλωμένη.
Την έλεγαν Ελλάδα. Ζούσε σε έναν ευλογημένο τόπο, με θαλασσόβρεχτα ακρογιάλια, ψηλά κυπαρίσσια, αιωνόβιες ελιές, δροσερά πεύκα, πλατύφυλλα αμπέλια κι έναν καταγάλανο ουρανό, που κάθε πρωί ξεπροβόδιζε τον ήλιο του για να φωτίσει τα βουνά, τις πεδιάδες, τις θάλασσες, τα ολόλευκα μάρμαρα, τις ανθρώπινες καρδιές.
Τα παιδιά της, οκτώ στον αριθμό, την αγαπούσαν και τη σέβονταν. Ολημερίς δούλευαν σκληρά και φιλότιμα τη στεριά και τη θάλασσα με έναν ιδρώτα τίμιο και όταν βράδιαζε χόρευαν και τραγουδούσαν, τρώγανε και πίνανε απ’ τα αγαθά της δουλεμένης γης τους, για να ξεχάσουν τον κάματο της μέρας.
Τα καμάρωνε η μάνα τους κι ευχόταν στο Θεό να τα προστατεύει και να τα κρατάει μονοιασμένα. Απ’ άκρη σ’ άκρη αυτού του κόσμου έφτασε η φήμη της Ελλάδας και των παιδιών της. Κάποιοι τη θαύμασαν και την έκαναν λαμπρό παράδειγμα και άλλοι τη ζήλεψαν και θέλησαν το κακό της.
Εκείνη όμως μεσουρανούσε κι έλαμπε γιατί οι Μοίρες, όταν γεννήθηκε, την προίκισαν με χάρη κι ομορφάδα και δόξα αθάνατη. Και μια νύχτα, ξημερώματα 28 του Οκτώβρη ήταν, χτύπησε η πόρτα του αρχοντικού της κι η Ελλάδα πετάχτηκε αλαφιασμένη, να μην ξυπνήσουν τα παιδιά της και φοβηθούν.
Ήταν η κυρά-γειτόνισσα, Ιταλία την έλεγαν, καλή και ήσυχη φαινόταν ως τα τώρα. Της γύρευε το σπίτι της, τη γη της, όλο το βίος της μ’ έναν λόγο, ακόμη και τα παιδιά της. Τι ήταν αυτά που της έλεγε η γειτόνισσα, αναρωτήθηκε η Ελλάδα, που είχε πια ξυπνήσει για τα καλά και δεν πίστευε στ’ αυτιά της.
Πώς θα της παραδώσει όλα αυτά που ήταν δικά της και των παιδιών της; Άστραψε και βρόντηξε κι ακούστηκε ως τα πέρατα της οικουμένης ένα κοφτό «ΟΧΙ». Έφυγε μες τη νύχτα η γειτόνισσα χτυπώντας την πόρτα πίσω της κι η Ελλάδα έμεινε να σκέφτεται ολομόναχη στη μέση του δωματίου.
Θα έστελνε, είπε η Ιταλία, τον πόλεμο να λογαριαστεί μαζί της. Όχι πως τον φοβόταν, κι άλλες φορές χρειάστηκε να τον αντιμετωπίσει, αλλά ….είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε και νόμιζε πως τώρα θα ζούσε πια ειρηνικά. Πάνω στην ώρα ξύπνησαν τα παιδιά της κι έτρεξαν να την αγκαλιάσουν σαν είδαν τη μάνα τους σκεφτική και αναστατωμένη.
Να μη φοβηθεί την καθησύχασαν και καθόλου να μη μετανιώσει για το ΟΧΙ που απάντησε. Πρωί πρωί ήρθε ο πόλεμος, σιδερένιος, αρματωμένος, με όψη άγρια και φοβερή.
Τα παιδιά της κυρά-μάνας πέταξαν τις αξίνες και τα δίχτυα, φίλησαν το χέρι της μάνας τους κι έφυγαν να συναντήσουν τον Πόλεμο στα αλβανικά βουνά. Εκεί θα τους περίμενε, είπε. Είχε μαζί του χιλιάδες στρατιώτες, μυριάδες βόμβες και σφαίρες, σιδερένια όπλα και κανόνια. Ήταν σίγουρος για τη νίκη του.
Όμως γελάστηκε. Τα Ελληνόπαιδα δεν φοβήθηκαν την αρματωσιά του γιατί είχαν ψυχή. Γιατί πάλευαν για την τιμή και για το δίκιο. Για να σώσουν τα ιερά τους και τα πατρογονικά τους χώματα, για να στέκεται πάντα περήφανη και ξακουστή στην οικουμένη, η μάνα τους, η Ελλάδα.
Για να μη γράψει ύστερα από χρόνια η ιστορία πως δείλιασαν και παραδόθηκαν. Δόθηκαν μάχες ηρωικές, δύσκολες και άνισες. Ήταν ένας χειμώνας βαρύς, τα Ελληνόπαιδα κρύωναν, πεινούσαν, αγκομαχούσαν στις απόκρημνες χιονισμένες βουνοπλαγιές της Αλβανίας μα ούτε στιγμή δεν εγκατέλειψαν.
Η κυρά – μάνα έπλεκε νύχτα-μέρα μάλλινες κάλτσες και φανέλες για τα παιδιά της και δεν έλειψε ποτέ απ’ το στόμα της η προσευχή στην Παναγιά τη Σκέπη. Οι άλλες γειτόνισσες περίμεναν με σιγουριά την ήττα, το χαμό, το θάνατο των Ελληνόπαιδων.
Ήταν τόσο λίγα και τόσο αδύναμα μπροστά στην δυνατή Ιταλία! Μα γελάστηκαν κι αυτές. Κι όταν ήρθαν οι νίκες οι μεγάλες και γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στις σελίδες της ιστορίας, έλεγαν αναμεταξύ τους: Αυτοί δεν είναι Έλληνες, είναι ήρωες.
Ταπεινωμένος και νικημένος έφυγε ο Πόλεμος από κει που ήρθε. Τα Ελληνόπαιδα γύρισαν στο σπιτικό τους. Κουρασμένα, σκελετωμένα, αδύναμα μα περήφανα και δοξασμένα. Η μάνα τους τα έσφιξε στην αγκαλιά της, τα ζέστανε, τα τάισε, γιάτρεψε τις πληγές τους.
Κι εκείνα κάθε μέρα που περνούσε δυνάμωναν και θέριευαν πάλι. Έπιασαν ξανά τις αξίνες και τα δίχτυα, τα σφυριά και τα τσεκούρια για να ξαναστήσουν όρθιο το σπίτι τους που ο Πόλεμος ρήμαξε.
Κι ήρθε η Ειρήνη και στρογγυλοκάθισε στον τόπο τους κι έλαμψε πάλι ο ήλιος στο γαλανό ουρανό και πρασίνισε η πλάση, άνθισαν τα λουλούδια, άνοιξαν διάπλατα τα παράθυρα κι οι καρδιές, η ελπίδα και η χαρά φώτισε τα λυπημένα πρόσωπα κι η ζωή άρχισε πάλι να κυλάει όπως παλιά. Όλα ξεχάστηκαν, σαν ένα κακό, εφιαλτικό όνειρο, που είδαν μια νύχτα στις 28 του Οκτώβρη…